Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
«Υπεύθυνη πολιτική» στην αντιλαϊκή πεπατημένη

Εφαρμογή «υπεύθυνης οικονομικής πολιτικής» συνιστά το Γραφείο Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή στην έκθεσή του για το δεύτερο τρίμηνο του 2018, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση του ύψους των μισθών με τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας, στη μείωση των «κόκκινων» δανείων για την ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και γενικότερα στην αποφυγή οποιασδήποτε «επιβράδυνσης εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος».

Με λίγα λόγια, το Γραφείο Προϋπολογισμού, κινούμενο στις ίδιες κατευθύνσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ζητά την απαρέγκλιτη εφαρμογή όλων των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων που ψήφισε η κυβέρνηση στο πλαίσιο του 3ου μνημονίου, όπως επίσης και την εφαρμογή όλων των δεσμεύσεων που προβλέπει η «μεταμνημονιακή εποχή», με την περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, μείωση του αφορολόγητου, καθήλωση των μισθών στα σημερινά εξευτελιστικά επίπεδα.

Πιο συγκεκριμένα, όπως τονίζεται στα βασικά συμπεράσματα που καταγράφονται στη σύνοψη της έκθεσης, «οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς. Συνεπώςθα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος».

Παράλληλα, η έκθεση εφιστά την προσοχή στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων για την επίτευξη «αιματηρών» πλεονασμάτων σε βάρος του λαϊκού εισοδήματος μέχρι και το 2022, αφού, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «οι στόχοι αυτοί ορίζονται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους». Επισημαίνεται ακόμη σε σχέση με την «έξοδο στις αγορές» ότι οι κινήσεις θα πρέπει να είναι «καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές».

Αναφορικά με το πού θα πρέπει να δοθεί το βάρος της οικονομικής πολιτικής, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του τονίζει ως πρώτη προτεραιότητα τη «διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας», δηλαδή «την σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα» γιατί σε διαφορετική περίπτωση, όπως λέει, «η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση».

Σε αυτήν την κατεύθυνση στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι «το πλέον βασικό ζητούμενο» είναι η συνέχιση μείωσης των «κόκκινων» δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών, η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συνέχιση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαμόρφωσης «ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις».

Συστάσεις απευθύνει και ως προς το ύψος των μισθών, τονίζοντας ότι η μείωση του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις όλα τα προηγούμενα χρόνια «βοήθησε στην ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών (αν και όχι υπηρεσιών) στην περίοδο της κρίσης». Σημειώνεται ακόμη ότι «η πλέον κρίσιμη οικονομική μεταβλητή είναι η παραγωγικότητα της εργασίας που έχει μειωθεί δραματικά στη χώρα μας στη διάρκεια της κρίσης. Η χώρα μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα». Ετσι, επισημαίνεται ότι ένα μοντέλο όπου παρατηρείται διαρκής μείωση της παραγωγικότητας και αντίστοιχα μείωση των μισθών για να διατηρηθεί χαμηλά το κόστος εργασίας δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα και τονίζεται ότι «η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση» απαιτεί «σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας θα πρέπει να αποτελεί το όριο αυξήσεων στους μισθούς».

Κατά τ' άλλα, η έκθεση σημειώνει ότι «οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές στο δεύτερο τρίμηνο του 2018», καταγράφοντας τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας, τη σχετική εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την εκτέλεση του προϋπολογισμού ο οποίος «είναι εντός στόχων». «Λιγότερο ευνοϊκά» χαρακτηρίζονται τα επίπεδα της ανεργίας που δεν μειώθηκαν το πρώτο τρίμηνο, ενώ και ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός. Τέλος, «η πλέον σημαντική εξέλιξη» χαρακτηρίζεται η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το χρέος στο Γιούρογκρουπ στις 22 Ιούνη 2018, αν και, όπως λέει, η συμφωνία αυτή «εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ