Χριστούγεννα 1947
Κυριακή 29 Δεκέμβρη 2002

Ολον αυτόν τον καιρό που ακούω καθημερινά τις ειδήσεις, σχετικά με τις τιμές της χριστουγεννιάτικης αγοράς, με πιάνουν τα νεύρα. Ιδιαίτερα, όταν ακούω τα διάφορα σχόλια για την τιμή της ντομάτας και των αμνοεριφίων του γάλακτος. Και με πιάνουν τα νεύρα, γιατί δεν μπορώ να συνηθίσω στη σκέψη πως το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πρέπει να έχει οπωσδήποτε ντοματοσαλάτα και οπωσδήποτε κατσικάκι ή αρνάκι ψητό. Και ίσως ύστερα από λίγα χρόνια να αρχίσουμε να βάφουμε και κόκκινα αυγά. Και φοβούμαι πως θα γίνει κι αυτό αρκεί να το θελήσει η περίφημη ελεύθερη αγορά. Κι όσο οξύνονται τα νεύρα μου, τόσο έρχονται σκηνές από τα χριστουγεννιάτικα τραπέζια των παιδικών μου χρόνων, που ούτε ντομάτες τα στόλιζαν ούτε ψητά αμνοερίφια, ούτε φυσικά ψητή γαλοπούλα που δεν είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο φαγητό. Από την Αμερική μάς ήρθε κι αυτό, όπως μας ήρθαν τα χάρμπουγκερ και οι λογιών λογιών πίτσες.

Τα δικά μας Χριστούγεννα ήτανε αλλιώς. Μπορεί τα τραπέζι μας να ήτανε άδειο, το άσπρο τραπεζομάντιλο της μάνας μου, όμως, ήτανε γεμάτο με καλοσύνη και τρυφερότητα. Και καμιά φορά, η μεγάλη βραδιά περνούσε έτσι, χωρίς «ρεβεγιόν» και πότε πότε χωρίς γιορταστικό φαγητό. Τώρα, μάλιστα, που άρχισα να γράφω, μου ήρθαν στο μυαλό τα Χριστούγεννα του 1947. Ούτε ραδιόφωνο είχαμε ούτε τηλεόραση. Και, φυσικά, δε μιλούσαμε ούτε για τις τιμές της γαλοπούλας και της ντομάτας. Εβρεχε, θυμούμαι. Χαλούσε ο κόσμος, και κάθε φορά που μια αστραπή γέμιζε με εκείνο το περίεργο υπογάλαζο φως της αστραπής το δωμάτιο, όπου καθόμασταν με τον αδελφό του, και περιμέναμε τον πατέρα μας, πεταγόμουνα από το μεγάλο ντιβάνι, όπου είχαμε αραδιάσει τα μίζερα τενεκεδένια παιχνίδια μας, και έτρεχα στη μεγάλη κάμαρα που κοιμούνταν οι γονείς μας, και εκείνο τα βράδυ όλως εξαιρετικά ήταν στρωμένο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με ένα κλαδί από πεύκο στη μέση και γύρω γύρω τέσσερα άδεια πιάτα.

Κάθε φορά όμως που γινόταν αυτή η πανικόβλητη μετακίνηση παρατηρούσα πως στη μεγάλη κάμαρα βρισκόταν μόνο η μητέρα μου. Φορούσε τη μακριά βεραμάν νυχτικιά της με τα λουλουδάκια γύρω από το λαιμό, κεντημένα με κόκκινη και κίτρινη κλωστή ντεμισέ και στεκότανε όρθια μπροστά στο μεγάλο παράθυρο της ανατολής. Είχε διπλωμένα και τα χέρια μπροστά στο στήθος της και κοίταζε με τα σκοτεινά μαύρα μάτια της το δρόμο.

-Ο μπαμπάς δεν ήρθε;

Τη ρώτησα με μια τρυφεράδα απίστευτη και με το ένα μου χέρι κρατούσα το μπλε τετράδιο των εκθέσεων.

-Οχι.

Απάντησε, και η φωνή της ήτανε σκληρή. Δεν έδειχνε ανησυχία. Θυμό έδειχνε. Και συνέχισε.

-Πήγε δώδεκα. Πού γυρνοκοπάει μ' αυτό τον καιρό. Πήγαινε να κοιμηθείς εσύ. Αύριο δε θα σηκώνεσαι.

Πήγα στο μεγάλο ντιβάνι, σέρνοντας βαριά τα πόδια μου κι άρχισα να μετράω τις αστραπές. Στην έκτη αστραπή χτύπησε η εξώπορτα. Τρέξαμε με τον αδελφό μου όλο ανησυχία. Η μητέρα του με το μακρύ βεραμάν νυχτικό της πήγε πρώτη και άνοιξε. Ο πατέρας μου στεκόταν εκεί στην πόρτα μούσκεμα, χαμογελώντας, με το νερό της βροχής να φέρνει βόλτες γύρω από τα μάτια του, που ήτανε κόκκινα σαν τη φωτιά κι από εκεί να κατρακυλάει στην πλακουτσωτή του μύτη και ύστερα να κατασταλάζει στο μαύρο, μάλλινο κασκόλ του, που έμοιαζε μέσα στη νύχτα σαν σκοτωμένο ερπετό, έτσι που ήτανε άτσαλα τυλιγμένο γύρο από το λαιμό του. Σχεδόν τρόμαξα και έκανα ένα βήμα πίσω. Ολη εκείνη η νυχτερινή εικόνα της πόρτας μού θύμισε μια από τις μεγάλες εικόνες που κρέμονται αριστερά από την ωραία πύλη στην εκκλησία. Με τα φτερά στον ώμο και την πύρινη ρομφαία στο χέρι.

(συνεχίζεται)


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το βραχιολάκι, οι σβαστικούλες και άλλα ξωτικά... (2013-08-11 00:00:00.0)
Εν συντομία (2003-06-29 00:00:00.0)
Αρχισε η πασχαλινή κίνηση (2002-05-02 00:00:00.0)
Δημιουργίες μνήμης και πόθων (2002-03-31 00:00:00.0)
Μέχρι 2.250 δρχ. τα αμνοερίφια (1997-04-22 00:00:00.0)
Στις 2.300... "συγκρατήθηκε" η τιμή του αρνιού χτες (1996-04-06 00:00:00.0)