Οι διαπραγματεύσεις με την κοινοπραξία υποτίθεται πως θα συνεχιστούν, προκειμένου να πέσουν οι οικονομικές απαιτήσεις της, αφού ως γνωστόν, ο προϋπολογισμός που έχει τεθεί από την κυβέρνηση και φτάνει τα 200 εκατομμύρια ευρώ, άφησε αδιάφορους τους Αμερικανούς και τους συνεργάτες τους (σ.σ. στην ίδια κοινοπραξία συμμετέχουν και οι εταιρίες «General Dynamics», «ITT Technologies», «Honeywell», IBM, «Siemens», «Rafael», «Elbit», ALTEC, «Ομιλος Πουλιάδη» και ΔΙΕΚΑΤ) και έτσι το υπολογιζόμενο κόστος έχει φτάσει αισίως τα 500 εκατομμύρια ευρώ!
Αξίζει να υπενθυμίσουμε όσα είχε δημοσιεύσει ο «Ρ» τον περασμένο Γενάρη σχετικά με την εταιρία SAIC. Την εταιρία απαρτίζουν πρώην επίλεκτοι στρατιωτικοί των ΗΠΑ. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι πρώην γραμματείς του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας Γουίλιαμ Πέρι και Μέλβιν Λάιρντ (επί Νίξον) και δύο σημαντικοί πρώην διευθυντές της CIA, Τζον Ντόιτς και Ρόμπερτ Γκέιτς.
Επιχειρησιακός διευθυντής είναι ο Γουάνι Ντάουνινγκ (πρώην επικεφαλής στρατηγός των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ) και επίσης στελέχη του είναι ο στρατηγός Γάσπερ Γουέλτς (πρώην συντονιστής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας), ο ναύαρχος Μπόμπι Ρέι Ινμαν (πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας και της CIA).
Πρόεδρος της SAIC είναι ο Τζ. Ρ. Μπέιστερ, που είναι μέλος της Επιτροπής Ασφάλειας στις Τηλεπικοινωνίες, σημαντικό κομμάτι από το εθνικό σύστημα αναγνώρισης και ασφάλειας των ΗΠΑ. Είναι ένα Σώμα με 30 μέλη το οποίο συνενώνει στελέχη των μυστικών υπηρεσιών και είναι συνδεδεμένο με τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής τεχνολογιών που σχετίζονται με τον έλεγχο και την κατασκοπία των επικοινωνιών.
H SAIC είναι αυτή που έχει αναλάβει την ανάπτυξη και εξέλιξη του ηλεκτρονικού συστήματος προστασίας του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ. Είναι επίσης εγκαταστημένη στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις βασικές πετρελαϊκές εταιρίες του κόσμου, BP, AMOCO. Δηλαδή, παραδόξως, σε όλους τους κύριους διεθνείς ανταγωνιστές της ΕΠΒ!
Το '90 η SAIC κατηγορήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για απάτες, όπως επίσης το '93 και το '95 κατηγορήθηκε για κατάθεση ψευδών στοιχείων και της επιβλήθηκε πρόστιμο 125.000 δολαρίων.