Κηδεύεται σήμερα ο λαϊκός συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης
Γεννημένος το 1922 στη Ζαγορά Βόλου, ο Θ. Δερβενιώτης πολύ μικρός «μυήθηκε» στη μουσική από τον παππού του, που είχε κομπανία, και τον συνεργάτη του Γιάννη Βισβίκη, ο οποίος του δίδαξε λαούτο και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Το 1937 κάνει την παρθενική του εμφάνιση σαν λαουτιέρης και τραγουδιστής. Ακολουθούν τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. «Στο ΕΑΜ μπήκα από τους πρώτους», αφηγείται στο βιβλίο των Ν. Γεωργιάδη - Τ. Ραχματούλινα, «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι». «Μετά ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ. Μόλις ιδρύθηκε, μπήκα στην ΕΠΟΝ, μερικούς μήνες αργότερα μπήκα και στο Κόμμα...». Αναπτύσσει κομματική δράση στη Ζαγορά και αναλαμβάνει καπετάνιος εφεδρικού λόχου του ΕΛΑΣ. Για τη δράση του διώκεται και εξορίζεται στα Κύθηρα, στη Ζάκυνθο και στη Μακρόνησο. Εκεί, λόγω των μουσικών του γνώσεων, του αναθέτουν τη διεύθυνση της χορωδίας του Β` Τάγματος.
«Σημαδεμένος» από τους εμφυλιακούς και μετεμφυλιακούς κατατρεγμούς και την αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση, ο Θ. Δερβενιώτης αναδεικνύεται σε κορυφαίο συνθέτη του μετεμφυλιακού τραγουδιού. Τραγουδιού με ταξική συνείδηση, εκφραστή των παθών, αλλά και αξιών του λαού.
Η λαμπρή πορεία του δημιουργού, που με τα τραγούδια του στήριξε την καριέρα πολλών μεγάλων ερμηνευτών, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνεργάστηκε με όλες τις μεγάλες φωνές: Στ. Καζαντζίδη (ερμήνευσε περίπου 95 τραγούδια του Δερβενιώτη), Τσαουσάκη, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Στράτο Διονυσίου, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Λ. Χαλκιά, Σπ. Ζαγοραίο, Β. Περπινιάδη, Τ. Βοσκόπουλο, Γ. Νταλάρα, Μ. Μητσιά κ.ά. Επίσης, συνεργάστηκε με όλους τους κορυφαίους στιχουργούς της εποχής (Τσάντα, Κολοκοτρώνη, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβο κ.ά.). Η πιο στενή συνεργασία του ήταν με τον Κώστα Βίρβο, με τον οποίο υπογράφουν εκατοντάδες τραγούδια κοινωνικού περιεχομένου. Ανάμεσα στις πολλές και μεγάλες επιτυχίες του είναι: «Αλλα μου λέν' τα μάτια σου», «Ενα σφάλμα έκανα», «Παράπονα και κλάματα», «Πάρε τα χνάρια» κ.ά.
Παράλληλα, ο Θ. Δερβενιώτης, ως μαέστρος, επιμελήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και τις αρχές του 1970, τις ορχήστρες στις ηχογραφήσεις που γίνονταν στα στούντιο στη Ριζούπολη, με αποτέλεσμα το λαμπερό χαρακτηριστικό ήχο της εποχής. Γνώστης της παραδοσιακής, αλλά και ευρωπαϊκής μουσικής, ήταν από τους λίγους λαϊκούς συνθέτες - δασκάλους. Η αγωνία του να μεταδώσει τις γνώσεις του στους νεότερους και η μεγάλη αγάπη του για την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική, για τις κλίμακες και τους δρόμους της, τον οδήγησαν στην ίδρυση της πρώτης σχολής λαϊκής μουσικής. Τη διατήρησε επί δεκαετίες και από αυτήν αποφοίτησαν πάρα πολλοί ερμηνευτές, μουσικοσυνθέτες και στιχουργοί.
Αποχαιρετώντας τον, μας έρχονται στο νου τα λόγια του, από παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ»: «Αναπολώντας, λέω ότι αυτό το ηφαίστειο που υπήρχε μέσα μου ικανοποιήθηκε. Εφτιαξα ένα έργο που θ' αφήσω πίσω μου... Οπως αισθάνεται ένας καλός γονιός που βλέπει τα παιδιά του και τα λατρεύει, έτσι αισθάνεται κι ένας δημιουργός που κάνει πνευματικά παιδιά, τα οποία θα ζήσουν, ίσως, για χρόνια. Η δουλιά του πνεύματος, αν είναι καλή, μένει. Γι' αυτό φωνάζουμε και γκρινιάζουμε για το κατάντημα του λαϊκού τραγουδιού, ότι δεν είναι τραγούδια αυτά που βγαίνουν σήμερα. Κυκλοφορούν τη Δευτέρα, το Σάββατο χάνονται...».