Σήμερα, η αξιολόγηση είναι μια διαδικασία που συναντά την αποδοχή της πλειονότητας της κοινής γνώμης, γιατί δεν έχουν κατανοηθεί οι στόχοι της και η σύνδεσή της με τα άλλα μέτρα των αναδιαρθρώσεων (σπάσιμο των σπουδών σε δυο κύκλους, συρρίκνωση των προπτυχιακών σπουδών στα 3 χρόνια και κυρίως πολύμορφη ιδιωτικοποίηση κι εμπορευματοποίηση της παραγωγής των ιδρυμάτων). Ακριβώς επειδή η αξιολόγηση είναι θετικά φορτισμένη ιεραρχείται πρώτη στον κατάλογο των αναδιαρθρώσεων και αποτελεί βασικό εργαλείο της κυβέρνησης για να υλοποιήσει αργότερα και τα υπόλοιπα μέτρα. Η κυβέρνηση φιλοδοξεί μέχρι το Μάη και πριν από τη Σύνοδο Ελέγχου της Διαδικασίας της Μπολόνια από τους Ευρωπαίους υπουργούς στο Μπέργκεν, να έχει ψηφιστεί ο σχετικός νόμος.
Ενας από τους στόχους της Διακήρυξης της Μπολόνια ήταν η προώθηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διασφάλιση της ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης μέσω συγκρίσιμων στοιχείων και μεθόδων. Στην Πράγα οι Ευρωπαίοι υπουργοί Παιδείας ανέδειξαν το ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πιστοποίησης Ποιότητας (ENQA) ως οργανισμού που θα διαδώσει την καλύτερη δυνατή πρακτική και θα αποτελέσει κοινό πλαίσιο αναφοράς. Τέλος, στο Βερολίνο, συναποφασίστηκε η αξιολόγηση να είναι «εσωτερική και εξωτερική», να συμμετέχουν στη διαδικασία οι φοιτητές, να κοινοποιούνται τα αποτελέσματά της και να υπάρχει διεθνής συνεργασία πιστοποίησης.
Η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και η Γαλλική κοινότητα του Βελγίου, δεν έχουν θεσμοθετήσει σύστημα αξιολόγησης. Ωστόσο η επιμονή για την αξιολόγηση στις ευρωπαϊκές διακηρύξεις δεν προκύπτει μόνο από αυτή την καθυστέρηση, αλλά και από το γεγονός ότι τα επιμέρους συστήματα αξιολόγησης κάθε χώρας δεν είναι συμβατά μεταξύ τους. Αυτό οδηγεί σε γενικότερη καθυστέρηση επιβολής του συνόλου των αναδιαρθρώσεων της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε κάθε χώρα, αφού, όπως επισημάναμε, η αξιολόγηση είναι βασικός μοχλός για την επιβολή αυτών των αναδιαρθρώσεων.
«Τι θα μετριέται με την αξιολόγηση;» είναι το ερώτημα που εύλογα προκύπτει από τη σχετική συζήτηση. Στην Ελλάδα μέχρι τώρα δεν έχει ανοίξει η συζήτηση για το ποια θα είναι τα κριτήρια αξιολόγησης, αλλά μόνο για το ποιος φορέας θα την οργανώσει, κατά πόσο θα είναι «ανεξάρτητος» και από πού θα είναι «ανεξάρτητος» (από τα ιδρύματα ή από την κυβέρνηση;)...
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή εμπειρία, κριτήρια αξιολόγησης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, που συναντιούνται συχνότερα στα εθνικά συστήματα αξιολόγησης είναι: ο αριθμός των φοιτητών που το επιλέγουν, η γνώμη των φοιτητών για τα μαθήματα, η αναλογία φοιτούντων - διδασκόντων, ο αριθμός αποφοίτων, ο μέσος χρόνος αποφοίτησης, ο αριθμός μεταπτυχιακών τίτλων που απονέμονται, η επάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής, ο απαιτούμενος χρόνος διεκπεραίωσης υποθέσεων εντός του ιδρύματος (διοικητικές υπηρεσίες), ο αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων (άρθρων και συγγραμμάτων) των καθηγητών, ο αριθμός των ερευνητικών προγραμμάτων που εκπονούνται και οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις που προσελκύονται κλπ.
Ολα τα παραπάνω, μπορεί να φαίνονται αθώα, όμως, σε περιπτώσεις που έχει εφαρμοστεί η αξιολόγηση, εδώ και αρκετά χρόνια, πολλά από τα παραπάνω κριτήρια οδήγησαν τα ιδρύματα σε κατάσταση «παράνοιας», λαμβάνοντας υπόψη ότι συνδέεται άμεσα με τη χρηματοδότηση.
Στη Βρετανία, που υπήρξε «πρωτεργάτης» της ιστορίας, οι πανεπιστημιακοί εκτιμούν ότι η «ζήτηση» από πλευράς των φοιτητών και η «γνώμη τους» για τα μαθήματα οδήγησε στην υποχώρηση της γνώσης που θεωρείται «δύσκολη», η διδασκαλία ξέπεφτε σε χαμηλά επίπεδα για να «ικανοποιήσει» τους φοιτητές - «πελάτες» των ιδρυμάτων κι, αντίστοιχα, προγράμματα με εύκολα αντικείμενα σπουδών (π.χ. διοίκηση επιχειρήσεων, σπουδές τέχνης) χρηματοδοτούνταν περισσότερο, από σπουδές όπως η φιλοσοφία, η ιστορία, η μηχανολογία.
Επίσης, οι καθηγητές μετατράπηκαν σταδιακά σε «μάνατζερ», με βασικό μέλημα πώς θα προσελκύσουν κονδύλια για το ίδρυμά τους, ενώ άρχισαν να αυτολογοκρίνονται για να γίνουν αρεστοί στους «πελάτες» (φοιτητές ή επιχειρηματίες που χρηματοδοτούν την έρευνα και το ίδρυμα).
Η τυποποίηση της γνώσης, ο άκρατος ανταγωνισμός μεταξύ ιδρυμάτων, Τμημάτων, αλλά και πανεπιστημιακών εντός του ίδιου Τμήματος είναι οι πρώτες συνέπειες της αξιολόγησης. Παραπέρα, η πλήρης ιδιωτικοποίηση κι εμπορευματοποίηση των λειτουργιών των πανεπιστημίων δεν είναι δύσκολο να έρθει, αφού όλα οδηγούν στη λεγόμενη «σύνδεση των ιδρυμάτων με την αγορά», δηλαδή στη γρήγορη και με χαμηλό κόστος παραγωγή αποφοίτων μισομορφωμένων και πειθήνιων οργάνων στα χέρια των επιχειρήσεων.