Μια πρώτη προσέγγιση για τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που ασχολείται με τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα
Τα παραπάνω εισαγωγικά στοιχεία θα έπρεπε να αναγιγνώσκονται στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, εφόσον το θέμα της άπτεται όχι απλά της μοίρας των απλών ανθρώπων ή των «λησμονημένων θυμάτων» και των δύο πλευρών του εμφύλιου πολέμου, στο Γράμμο και το Βίτσι, όπως διατείνεται ο σκηνοθέτης, αλλά των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, που επέλεξαν να βρίσκονται στις γραμμές του ΔΣΕ, που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Η ιστορία διαδραματίζεται στα πεδία των μαχών. Ο ένοπλος αγώνας κορυφώνεται, η έκβασή του παραμένει ακόμη άγνωστη, οι μάχες μαίνονται στις βουνοκορφές του Γράμμου το '49, νυχθημερόν, ακατάπαυστες, άνισες, σώμα με σώμα. Η αφήγηση εστιάζει στη μοίρα δύο αδελφών - τσοπάνων και σε δεύτερο πλάνο αρχίζουν να διακρίνονται και να αποκτούν υπόσταση και τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν τις ομάδες των στρατιωτικών και ανταρτών, μέσα στις οποίες κινούνται οι δύο ήρωες. Τα ανήλικα τσοπανόπουλα έχουν την ιδιότητα να γνωρίζουν με κλειστά μάτια τα περάσματα στα βουνά. Ο μεγάλος, ο 17χρονος Ανέστης, φαίνεται ότι παραμένει οδηγός στον κυβερνητικό στρατό από φόβο μην κάνουν κακό στη μητέρα του, ενώ ο μικρότερος, ο 14χρονος Βλάσης που επέλεξε να περάσει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού, έχει ήδη προβιβαστεί σε πολυβολητή και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Δημοκρατικού Στρατού. Στην τελετή απονομής των παρασήμων και στο αντάρτικο γλέντι που ακολουθεί, γνωρίζουμε τους μαχητές και άλλων αντάρτικων ομάδων που δρουν στην περιοχή, όλοι τους νεαρά παιδιά.
Και μέσα από την ταινία φαίνεται ότι παρά την κλιμακούμενη θηριωδία οι ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι αντάρτες δε λένε να ηττηθούν. Οι Αμερικανοί, που έχουν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους, βιάζονται να τελειώνουν με τους κομμουνιστές. Εμφανίζεται και ο Τρούμαν, που απαιτεί συντριβή της «ανταρσίας» σε σύντομο διάστημα και ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στρατηγός Βαν Φλιτ, να συμπεριφέρεται ως εκλήθη να συμπεριφερθεί από τον «εξαίρετο» πατριώτη, τότε υπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο τού «Στρατηγέ! Ιδού ο στρατός σας!» (ο τελευταίος δεν εμφανίζεται στην ταινία).
Σε ρόλο αρχιστράτηγου, λοιπόν, ο Βαν Φλιτ αναμειγνύεται, όχι μόνο στα πολιτικά πράγματα των Αθηνών, αλλά και στην οργάνωση και διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του ΔΣΕ, υπό την αδιάλειπτη συνεργασία της Αμερικανικής Πρεσβείας και του Σταθμαρχείου της CIA στην Ελλάδα. Το όνομα του Βαν Φλιτ συνδέθηκε άρρηκτα με τη χρήση των ναπάλμ. Οι ανθρώπινοι στόχοι βομβαρδίζονται αλύπητα, με το που σκάει η βόμβα στο έδαφος και λόγω της τρομακτικής θερμοκρασίας που δημιουργεί, κατακαίει τα πάντα σε απόσταση πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Οι βόμβες ναπάλμ πρωτοδοκιμάστηκαν στο Γράμμο με πειραματόζωα τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και την πλήρη συγκατάβαση του ανωτάτου κλιμακίου της ηγεσίας του κυβερνητικού στρατού (παρ' όλα αυτά, στην ταινία εμφανίζεται δήθεν ο Ελληνας αξιωματικός να δυσανασχετεί). Ολα αυτά με κάποιο τρόπο εμφανίζονται στην οθόνη. Ομως, ο σκηνοθέτης επιμένει κυρίως να βρίσκεται και να απεικονίζει τις σφαγές που εκτυλίσσονται στα πεδία των μαχών τις οποίες αναπαριστά με δομικά στοιχεία χολιγουντιανής αισθητικής: Αναβλύζον - πέραν του δέοντος - αίμα, εμμονή σε λεπτομέρειες διαμελισμένων σωμάτων υπό τον ήχο επιθανάτιου ρόγχου, παρατεταμένη διάρκεια πλάνων, κατάχρηση της θεματικής επανάληψης, σε βαθμό που κάπου να αγγίζει τα όρια της υπερβολής και ίσως του κακού γούστου, ενώ δε λείπει και ...μια ιστορία αγάπης των αντιμαχόμενων πλευρών.
«Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό που μέσα μου επιμένει να με συγκλονίζει», δηλώνει ο σκηνοθέτης και με αυτόν τον τρόπο «καθαρίζει» για τη φαινομενική απουσία πολιτικής και ιστορικής προσέγγισης.
Ετσι, δεν απομένει παρά η ανθρωπιστική, «σύγχρονη», «στρογγυλεμένη» και αριστερή υποτίθεται προσέγγιση. Πανέξυπνα, λοιπόν, συνθέτει προσωπογραφίες μεμονωμένων «λησμονημένων θυμάτων» του ΔΣΕ και όχι συλλογικά πορτρέτα είτε μιας ομάδας ή του συνόλου των ομάδων των ανταρτών. Στο στόμα των όχι τόσο νεαρών ηλικιακά στελεχών του ΔΣΕ βάζει ξεκάρφωτες αποφθεγματικές φράσεις «Πού είναι οι Σοβιετικοί σύντροφοι; Πότε θα έχουμε υποστήριξη; Το Κρεμλίνο θα έχει πολλούς διαδρόμους...», λόγια που παραπέμπουν ξεκάθαρα στις αντιδραστικές θεωρίες για το «μοίρασμα του κόσμου» και συνοδεύονται από συναισθήματα βαθιάς απογοήτευσης κι απόγνωσης που οδηγούν στην αυτοκτονία.
Κάποιος που δε γνωρίζει, ουδέποτε πρόκειται να μάθει την πραγματική ιστορία του ΔΣΕ, εάν φυσικά δεν ενδιαφερθεί ο ίδιος. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τους φορείς που χρηματοδότησαν την παραγωγή της ταινίας απ' τη μια, μεταξύ αυτών αρκετά υπουργεία, καθώς και τη συνταγή και τις δόσεις υλικών για άσφαιρα καλλιτεχνικά προϊόντα, θα τολμούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν απέχει πολύ η ώρα που το συγκεκριμένο φιλμ θα συνιστά ...υλικό εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Η ταινία του Βούλγαρη, όπως το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αποτελεί ένα έγκυρο βήμα προς την - όσο παίρνει - αλλοίωση, προς το - όσο περνάει - ξαναγράψιμο της Ιστορίας. Αν βάλει κανείς την εθνική περιπέτεια στην οποία οι «αιθεροβάμονες» κομμουνιστές έσυραν το έθνος στη μια πλευρά και στην άλλη τις βόμβες ναπάλμ, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις και τις φυλακές, η πλάστιγγα κάπου ισοφαρίζει.
Εν μέσω έξαρσης μιας οργανωμένης αντικομμουνιστικής εκστρατείας, με μετέωρη συναισθηματική φόρτιση και μελοδραματικά γυρίσματα, η ταινία, με τον τρόπο που είναι φτιαγμένη, σχεδόν υποχρεώνει το κοινό της να καταδικάσει τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, ειδικά όταν πηγάζει από ...έναν, χωρίς νόημα, αδελφοκτόνο παραλογισμό. Συμπληρωματικό στοιχείο στα παραπάνω, ώστε να ολοκληρωθεί η άκρως επικίνδυνη θέση της νέας τάξης πραγμάτων, συνιστά η σοσιαλδημοκρατικής χροιάς έννοια κλειδί «συμφιλίωση», σύγκλιση δηλαδή των ταξικών διαφορών και συμφερόντων, ειδικά σήμερα.