ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ 'Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ;
Παλιά υπόθεση αντιπαραθέσεων στην αστική οικονομική πολιτική
Κυριακή 2 Μάη 2010

Γυναίκες στρώνουν δρόμους την εποχή της ανασυγκρότησης της Ελλάδας τη δεκαετία του '50. Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή
Οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αστούς πολιτικούς, οικονομολόγους, ακόμη και μεγαλοεπιχειρηματίες (Α. Βγενόπουλος), για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα τεράστια ελλείμματα και χρέη, αποκαλύπτουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη, ακόμη και μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Για παράδειγμα, η Λ. Κατσέλη, και δεν είναι η μόνη που το λέει, έχει μιλήσει αρκετά για την αναγκαιότητα πολιτικής ανάπτυξης ως παράγοντα που θα αντιμετωπίσει τα ελλείμματα και το χρέος, θεωρώντας εμμέσως ότι η εφαρμογή μονόπλευρα πολιτικής βαριάς φορολογίας και αντεργατικών αναδιαρθρώσεων δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα της οικονομίας. Δεν είναι η μόνη. Είναι μια λογική κεϋνσιανής διαχείρισης για την έξοδο από την κρίση. Το δίλημμα σταθεροποίηση ή ανάπτυξη βρίσκεται στο επίκεντρο της αστικής οικονομικής και πολιτικής σκέψης από την πρώτη στιγμή της αποκάλυψης των τεράστιων κρατικών ελλειμμάτων και δυσκολιών αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Πρόσφατα ο Α. Βγενόπουλος μίλησε για ευρεία κρατική χρηματοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για την ανάπτυξη ως μέσο αντιμετώπισης της κρίσης και των προβλημάτων της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας.

Δεν είναι καινούριο το συγκεκριμένο ζήτημα. Στην Ελλάδα ανάλογες αντιπαραθέσεις αναπτύχθηκαν αμέσως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για το ζήτημα της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας. Και μάλιστα πάλι με διαπλοκή ξένων κεφαλαίων. Σήμερα παρουσιάζουμε μια ανάλογη συζήτηση, που τηρουμένων των αναλογιών αποδεικνύει ακριβώς πως το ζήτημα τέτοιων αντιπαραθέσεων στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη δεν είναι καθόλου νέο. Και βεβαίως πως και οι δύο προσεγγίσεις έχουν κοινό στόχο, τη σωτηρία και ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Το «Σχέδιο Μάρσαλ» και η κρατική παρέμβαση

Ο φωτογράφος Τάκης Τλούπας, απαθανατίζει το θερισμό στο θεσσαλικό κάμπο, τη δεκαετία του '50
Στις συνθήκες του νέου συσχετισμού όπως διαμορφώθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, ειδικότερα στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα θα ήταν δυνατή μόνο μέσω του ξένου κεφαλαίου.1 Ο Ξ. Ζολώτας χαρακτήριζε ως «ΜΟΝΑΔΙΚΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑΝ» (το «Σχέδιο Μάρσαλ») για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμος.2

Στη μεταπολεμική Ελλάδα το ρεύμα της εκβιομηχάνισης στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη ενισχυόταν υπό την επίδραση των κατευθύνσεων της διεθνούς αστικής σκέψης για τη μεταπολεμική ανόρθωση. Σε όλες σχεδόν τις μελέτες και Εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, που συστάθηκαν μετά τον πόλεμο, θεμελιώνονταν η αναγκαιότητα και ο ρόλος της βιομηχανίας για την ανάπτυξη των καθυστερημένων οικονομιών και την εξέλιξή τους σε σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Χαρακτηριστική είναι η Εκθεση της Αποστολής της FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών), η οποία πρότεινε ενεργειακή και βιομηχανική ανάπτυξη για την Ελλάδα, ως μονόδρομο για την αντιμετώπιση και των προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής (χαμηλή παραγωγικότητα, υποαπασχόληση, χαμηλό εισόδημα, πείνα), πριν από την εκπόνηση του «Σχεδίου Μάρσαλ».3

Επίδραση στην ευρείας έκτασης υιοθέτηση της σημασίας της εκβιομηχάνισης ασκούσε και το αποτέλεσμα του προπολεμικού ευρύτατου εξηλεκτρισμού και εκτεταμένης εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ με την κεντρικά σχεδιασμένη χρησιμοποίηση των εγχώριων παραγωγικών πόρων και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τα οποία αποτελούσαν κοινωνική ιδιοκτησία. Ασκούσε θελκτική επίδραση το αποτέλεσμα του κεντρικά σχεδιασμένου εξηλεκτρισμού, αλλά με αποστασιοποίηση βεβαίως από το συνολικό ιδιοκτησιακό καθεστώς μέσω του οποίου επιτεύχθηκε.

Γυναίκες δουλεύουν σε έργα οδοποιίας στην Ηπειρο. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου
Γενικότερα, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κέρδιζε έδαφος η πολιτική των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων για τη βιομηχανική και οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών, θεμελιώθηκε μια μακρόχρονη περίοδος εθνικοποιήσεων σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανικούς κλάδους, με την εγκαθίδρυση ορισμένων κρατικών μονοπωλίων (π.χ. ηλεκτροπαραγωγή, τηλεπικοινωνίες, ορισμένες μεταφορές). Υιοθετήθηκε η πολιτική διαχείρισης που χαρακτηριζόταν από την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική αγορά. Ταυτόχρονα, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, το κράτος θεμελίωσε θεσμούς ενός ορισμένου επιπέδου καθολικής παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης, Υγείας και Ασφάλισης, χωρίς να ανατρέπει στην πράξη τους ταξικούς φραγμούς. Δηλαδή, γενικεύτηκε ως ανάγκη και εφαρμογή η κεϋνσιανή4 πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Ως ανάγκη διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 - 1933. Ως γενικευμένη τάση εφαρμογής αναπτύχθηκε στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης η οποία απαιτούσε: Να εξασφαλιστεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή (κεφαλαίου και εργατικής δύναμης). Να ενσωματωθούν οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που εξοικειώθηκαν με τον ένοπλο αγώνα (λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα). Να περιορισθεί η ελκτική επίδραση προς τις εργατικές δυνάμεις από τις εργατικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Το υδροηλεκτρικό φράγμα στον ποταμό Λάδωνα, που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του '50
Στην Ελλάδα κέρδιζε έδαφος η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική σε σημαντικά τμήματα της μεταπολεμικής αστικής οικονομικής διανόησης.

Δυο δεκαετίες αργότερα, όταν η Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού, της οποίας προήδρευε ο Αγγ. Αγγελόπουλος, διοργάνωσε τρεις δημόσιες συζητήσεις (i. Προγραμματισμός, ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία, ii. Κοινή Αγορά και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, iii. Διοικητική αναδιοργάνωση και φορείς οικονομικής αναπτύξεως), γινόταν σαφέστατη η αντίληψή του για το χαρακτήρα της κρατικής οικονομικής παρέμβασης στο καπιταλιστικό σύστημα:

«Ετσι, η πρώτη και κύρια συμβολή του Προγραμματισμού - και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να επιμείνω ιδιαίτερα - είναι η εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από την αβεβαιότητα ως προς την μελλοντική πορεία της Αγοράς, που, υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, δημιουργεί δισταγμούς στον ιδιώτη επιχειρηματία και γίνεται πρόξενος των οικονομικών κρίσεων ή υφέσεων στη διαδρομή του οικονομικού κυκλώματος».5

Η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική μέσα σε συμπληγάδες

Η εφαρμογή της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα πέρασε μέσα από συμπληγάδες, γιατί τόσο οι φορείς του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού όσο και το κρατικά συγκεντρωμένο κεφάλαιο διαμορφώνονταν με την άμεση παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού συμμάχου, των ΗΠΑ. Ετσι, εντάθηκαν οι οικονομικοί προβληματισμοί και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη σχέση της άμεσης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης με το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκβιομηχάνιση και τη διαπλοκή του με τον ξένο παράγοντα.

Ενταγμένη στο «Σχέδιο Μάρσαλ» ήταν το έργο διάνοιξης σήραγγας στα Κιούρκα Αττικής, το 1949
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τροποποιήθηκαν οι επιλογές των ΗΠΑ και επομένως τροφοδοτήθηκε μια νέα όξυνση της αντιπαράθεσης.

Από το χειμώνα του 1950 οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αναθεώρηση του «Σχεδίου Μάρσαλ». Η αμερικανική πολιτική προσανατολίστηκε στην περικοπή της οικονομικής και στην ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας, στο λεγόμενο Πρόγραμμα Κοινής Ασφάλειας (λόγω της επέμβασης στην Κορέα και του γενικότερου προσανατολισμού για προσεταιρισμό κρατών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής). Και ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα «Σχεδίου Μάρσαλ» ουσιαστικά είχε επιτευχθεί η μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση, στην Ελλάδα η καθυστερημένη μεταπολεμική ανασυγκρότηση περιπλέχθηκε με το πρόβλημα της βιομηχανικής καθυστέρησης. Το όποιο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης δεν πραγματοποιήθηκε, όχι μόνο μέχρι το 1950, αλλά και το 1953, μετά τη λήξη του «Σχεδίου Μάρσαλ» που παρατάθηκε, αλλά, αν και μειωμένο από το αρχικό, ήταν ενισχυμένο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 62% των εγκριθέντων βιομηχανικών δανείων, που διατέθηκαν κατά την τριετία 1948 - 1950 του «Σχεδίου Μάρσαλ» αφορούσε μικρές βιομηχανίες, με ελληνικά βεβαίως κριτήρια.6 Μόλις την τελευταία χρονιά πραγματοποιήθηκαν κάποιες επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στη βιομηχανία, πολύ πίσω από τους σχεδιασμούς του τετραετούς προγράμματος (1948 - 1952) για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων που θα συμβάλλανε στην εκβιομηχάνιση.

Ο βομβαρδισμένος λιμενοβραχίονας στον Πειραιά, ενταγμένος στο «Σχέδιο Μάρσαλ», ανακατασκευάζεται τη δεκαετία του '50
Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του «Σχεδίου Μάρσαλ» για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας.

Κατά το 1951 και έπειτα, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε σχετικά τη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ότι «ανεξάρτητα από τα ζητήματα που αφορούσαν τη διατήρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, είναι φανερό σε αυτούς (δηλαδή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) πως η Ελλάδα θα είχε ανάγκη εξωτερικής οικονομικής βοήθειας μετά το 1952 με τη μία ή την άλλη μορφή. Προς το παρόν δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη ιδέα για το ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει αυτή η βοήθεια και υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μη δώσουν την εντύπωση στους Ελληνες ότι θα είχαν ανάγκη εξωτερικής βοήθειας μετά και τη λήξη της "Βοήθειας Μάρσαλ"».7

Η διαπλοκή με ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις

Σε αυτές τις συνθήκες εντάθηκε η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες της καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμειξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ - συμβούλων, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών - στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.

Η κριτική του αστικού Τύπου εκείνης της εποχής, και βέβαια τμήματος των αστών πολιτικών, σχετιζόταν και με τις αντιθέσεις των συμμάχων της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας στις αρχές του 1952:

«Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικανών και Αγγλων συνεχίζεται εκ του αφανούς ... Κατά τας ιδίας πληροφορίας οι Αγγλοι πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τους εκτοπίσουν εκμηδενιζομένης της επιρροής των από οικονομικής και πολιτικής πλευράς επί της Ελλάδος, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα επιτύχει η τοιαύτη προσπάθεια των Αμερικανών, τουναντίον διαβλέπουν ότι η ακολουθούμενη τακτική εκ μέρους των Αμερικανών αναμιγνυομένων εμφανώς εις την εσωτερικήν και στρατιωτικήν κατάστασιν της Ελλάδος, θα έχει δυσαρέστους συνεπείας δι' αυτούς...

Ούτω οι Αμερικανοί ετορπίλησαν διαφόρους προσφοράς Αγγλικών και Γαλλικών κύκλων προτιθεμένων να εγκαταστήσουν βιομηχανίας εν Ελλάδι και εσαμποτάρησαν εξαγωγάς ελληνικών προϊόντων και δη εις την Δυτικήν Γερμανίαν».8

Στην πραγματικότητα, οι προθέσεις των ΗΠΑ τροποποιήθηκαν, βλέποντας την ελληνική πραγματικότητα. Οσον αφορά το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίζονταν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή που χειριζόταν τη βοήθεια του «Σχεδίου Μάρσαλ» (ECA) φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δεν μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Το αδιάθετο ποσό προοριζόταν σε σημαντική έκταση για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδας και να αποφευχθεί η πληθωριστική έκδοση χαρτονομίσματος.

Κριτική αστών οικονομολόγων για την αξιοποίηση του «Σχεδίου Μάρσαλ»

Εξέχοντες Ελληνες αστοί οικονομολόγοι9 άσκησαν δριμύτατη κριτική στον τρόπο χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας. Σύμφωνα με παρατηρήσεις τους (μεταξύ αυτών οι καθηγητές Ξ. Ζολώτας και Αγγ. Αγγελόπουλος), το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχθηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε.10

Η σύνταξη του περιοδικού «Νέα Οικονομία» υποστήριζε ότι «στην πραγματικότητα όμως το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μην μείνει αχρησιμοποίητη».11 Χαρακτήριζε δε την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του «Σχεδίου Μάρσαλ» (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες τάξεις και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο.

Και άλλοι οικονομολόγοι μεταγενέστερης περιόδου είχαν κριτική τοποθέτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του «Σχεδίου Μάρσαλ». Κριτική άσκησαν και σε άλλες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής.12

Επισημαίνεται ακόμα ότι, κατά τα δυο πρώτα χρόνια του «Σχεδίου Μάρσαλ» (1948 - 1949) και από την αδυναμία του αστικού κυβερνητικού στρατού να αντιμετωπίσει νικηφόρα το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις δαπάνες για αύξηση της «οροφής» του στρατεύματος, παρά τις επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις των ΗΠΑ.13

Στα ελληνικά κυβερνητικά επιτελεία αλλά και στις ΗΠΑ υπήρχε έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το 1952, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα και την αμερικανική βοήθεια. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της μεγάλης κερδοσκοπίας για τα λαϊκά στρώματα (μισθωτούς και αγρότες) ήταν τόσο μεγάλες που προκαλούσαν ανησυχία σε τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την προοπτική επίτευξης οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης.

Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλαιών βιομηχανικών μονάδων και δημιουργίας νέων μονάδων, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών κλπ.

Σε όλη αυτή τη συζήτηση εμπλέκονταν οπωσδήποτε οι επιτελείς των ΗΠΑ14, αναλόγως με τα εκάστοτε συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής, από θέσεις ισχύος και συχνά χρησιμοποιώντας γλωσσικό ύφος επικυρίαρχου, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της δωρεάν αμερικανικής οικονομικής βοήθειας και όσο ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ήταν εξαρθρωμένος.

Η οξύτητα που εμφάνιζε η αντιπαράθεση τμήματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ σε σχέση με το ζήτημα του προγράμματος εκβιομηχάνισης15, συχνά ήταν η επιφάνεια συνολικότερων διπλωματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων, πιέσεων και ελιγμών.

Η προτεραιότητα της σταθεροποίησης

Στην ουσία, το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής παρέμβασης δεν ήταν ο αποπροσανατολισμός από την εκβιομηχάνιση, αλλά η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών εισροών με στόχο τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.

Με την πάροδο του χρόνου, με μια ορισμένη αποκατάσταση του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα και υπό τις συνθήκες αναπροσαρμογών στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (και τις συνέπειές τους στο ύψος των αμερικανικών κεφαλαίων που εισέρρεαν στην Ελλάδα), επέδρασαν ισχυρότερα στα κυβερνητικά επιτελεία οι εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι υπέρ της εκβιομηχάνισης θέσεις. Η επίδραση αυτή καθόρισε και την «τύχη» που τελικά είχε η Εκθεση που υπέβαλε ο καθηγητής (και τέως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) Κυριάκος Βαρβαρέσος στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα, στις αρχές του 1952.16

Ο Κ. Βαρβαρέσος τάχθηκε με άκρα επιφύλαξη «εις την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν». Τάχθηκε υπέρ της ανάγκης να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα.

Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης έτεινε προς τον αποκλεισμό της κρατικής παρέμβασης για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς, θα καθιστούσε μη συμφέρουσα οικονομικώς την παραγωγή. Ακόμα υποστήριξε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Ακόμα, προέτρεπε στη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν δι' ιδίων κεφαλαίων στην αύξηση της παραγωγής τους, υπέρ φορολογικών διευκολύνσεων σε βιομηχανίες των οποίων θα κρινόταν συμφέρουσα η ίδρυση.

Η Εκθεση συνάντησε έντονη κριτική17 και σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίσθηκε και ως παρέμβαση των ΗΠΑ.

Μια προσεκτική μελέτη της Εκθεσης του Βαρβαρέσου και των προηγούμενων προτάσεών του, αποφορτισμένη από το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής, δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί καλύτερα το σκεπτικό, η αφετηρία των προτάσεων του συγγραφέα της, αλλά και της αστικής αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής.

Ο Κ. Βαρβαρέσος, ως αστός οικονομολόγος, έδινε προτεραιότητα στο στόχο της σταθεροποίησης έναντι εκείνου της βιομηχανικής ανάπτυξης, θεωρώντας την πρωταρχικής σημασίας για την πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Το ιστορικό πλαίσιο το οποίο κυριαρχούσε στον προβληματισμό του ήταν η βαθιά νομισματική κρίση που υπήρχε από την Κατοχή και η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Η νομισματική ισορροπία δεν πραγματοποιήθηκε ούτε με την εισαγωγή της «νέας δραχμής» επί κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία τελικά έχασε τα δύο τρίτα (2/3) της ισοδυναμίας της έναντι της αγγλικής λίρας, σε διάστημα έξη μηνών.

Ο Βαρβαρέσος πίστευε ότι ο έλεγχος της κατάστασης, η πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα μόνο με ενίσχυση της γεωργικής και οικοδομικής παραγωγής και με την πάταξη της παράνομης κερδοσκοπίας και της δημοσιονομικής ελλειμματικότητας, θεωρούσε ως πηγή της νομισματικής ανισορροπίας (πληθωρισμός, μαύρη αγορά) την ανισορροπία μεταξύ Δημοσιονομικής / Πιστωτικής / Τιμολογιακής πολιτικής, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή και αισχροκέρδεια. Και από αυτήν την οπτική, ο δηλωμένος αντικομμουνιστής, έκανε κριτική τόσο στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όσο και στη βρετανική παρέμβαση, ότι όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση άσκησε κριτική και στην αμερικανική παρέμβαση (στην έκθεση Πόρτερ)18. Αυτή τη λογική υπηρετούσαν οι προτάσεις του για φορολόγηση αυτών που πλούτισαν στη διάρκεια της Κατοχής, για αποτελεσματικότερη διανομή της βοήθειας της UNRA, για επαναφορά των διατιμήσεων, για σταθερότητα μισθών/ ημερομισθίων.19 Οι προσεγγίσεις του στις αρχές του 1952 ήταν συνεπείς με τις προσεγγίσεις του σε όλη την περίοδο μετά την απελευθέρωση και στο σύντομο διάστημα που διετέλεσε υπουργός Εφοδιασμού.

Από την πλευρά των αστών οικονομολόγων και πολιτικών που πίστευαν ότι η χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης από το ξένο κεφάλαιο έπρεπε να αποτελεί κοινή στρατηγική επιδίωξη, ελληνική και συμμαχική, χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Ι. Ζίγδη, τέως υπουργού Βιομηχανίας, προς το τέλος του 1953:

«Η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδος εθεωρήθη μέχρι σήμερον από πολλά των Ευρωπαϊκών κρατών, ως φιλοδοξία αντικειμένη προς τα γενικώτερα αυτών συμφέροντα, η οποία άλλωστε ουδόλως στηρίζεται επί στερεών οικονομικών και αντικειμενικών βάσεων. Η άποψις αυτή διετυπώθη εις διεθνείς Συνδιασκέψεις και εύρεν απήχησιν εις τας αποφάσεις αυτών. Αλλ' εχρωμάτισεν, επίσης, κατά καιρούς, την στάσιν της Αμερικανικής οικονομικής Αποστολής έναντι των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως των εκάστοτε Ελληνικών Κυβερνήσεων. Συνετέλεσε δε ούτω εις την απόρριψιν του αιτήματος ιδρύσεως συγκεκριμένων βιομηχανιών, πράγμα το οποίον εματαίωσε εν τη ουσία την υπό του εν Παρισίοις Συμβουλίου Οικονομικής Συνεργασίας κατ' αρχήν γενομένην αποδεκτήν λύσιν της εκβιομηχανίσεως, προς επίτευξιν της οικονομικής χειραφετήσεως της χώρας».20

Ο Ι. Ζίγδης υποστήριζε ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη κεφαλαίων, η διασφάλιση των οποίων έπρεπε να αναζητηθεί έξω των ελληνικών πλαισίων.

Η συζήτηση για το χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης συνεχίσθηκε και κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, και συσχετιζόταν κυρίως με δύο ζητήματα: α) Το ρόλο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην εκβιομηχάνιση β) Την περαιτέρω καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα σε σχέση με την επιλογή σύνδεσής της με την ΕΟΚ (1961).

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ: Η αστική τάξη ανάβει ακόμα λαμπάδες στο όνομά του (2019-06-01 00:00:00.0)
«Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967» (2014-03-30 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (2004-12-12 00:00:00.0)
Σχέδιο Μάρσαλ και Δόγμα Τρούμαν (2000-01-16 00:00:00.0)
ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ (1999-07-02 00:00:00.0)
Οι συνέπειες του Σχεδίου (1997-06-19 00:00:00.0)