Είκοσι έργα του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου, Θεόφιλου, παρουσιάζονται στο Μουσείο Μπενάκη
Η ζωντάνια, η δροσιά, ο αυθορμητισμός και η χρωματική ευφορία, είναι τα σημεία εκείνα, που ανέδειξαν τον Θεόφιλο, μετά θάνατον, ως το σπουδαιότερο λαϊκό καλλιτέχνη της Ελλάδας. «Οι Μεγάλοι Μύστες της Τέχνης που ασχολήθηκαν με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου» σημείωνε ο διευθυντής του Μουσείου Θεόφιλου Ν.Π. Δαμδούδης (1932 - 1988), «υπογράμμισαν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις καθαρά ζωγραφικές αρετές του έργου του: Τη χρωματική του ποιότητα. Τον πλούτο των χρωμάτων και των σπάνιων τόνων τους. Τη λεπτότητα και την ευγένεια των τόνων αυτών. Και, τέλος, τη θαυμαστή χρήση του ελληνικού φωτός».
Το σύνολο των παρουσιαζόμενων έργων προέρχεται από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας, δίνοντας μια αντιπροσωπευτική εικόνα της δημιουργίας του ζωγράφου: ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής. Με τρόπο διασκεδαστικό, αλλά ταυτόχρονα και συγκινητικό, ερωτευμένες κοπέλες, παλικάρια, ναυμαχίες, ειδυλλιακές σκηνές... ξεδιπλώνουν τις γοητευτικές τους ιστορίες. Οπως σημείωνε ο Οδυσσέας Ελύτης, «σ' όλους τους πίνακες που φιλοτέχνησε ο ακούραστος αυτός γυρολόγος, όχι για να ικανοποιείται με την ιδέα ότι είναι καλλιτέχνης, αλλά για να χορταίνει τη χρωματική πείνα του, επανατοποθετείται η Τέχνη στην αρχική της βάση, τη φύση».
Από τη Σμύρνη, ο Θεόφιλος φεύγει για να βρεθεί στο Βόλο και το Πήλιο, όπου και θα παραμείνει για 30 ολόκληρα χρόνια. Μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, περιπλανάται στα πηλιορείτικα χωριά, ντυμένος άλλοτε τσολιάς κι άλλοτε Μεγαλέξανδρος, διηγούμενος ιστορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Εθνους, παίζοντας θέατρο και δημιουργώντας τη θαυμάσια ζωγραφική της δεύτερης περιόδου, μέσα σ' έναν κόσμο που τον περιγελούσε, τον πείραζε κι εκείνος, όμως, αγαπούσε με μια απέραντη ανεξικακία. Ζωγραφίζει σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, στο χωριό Μηλιές φιλοτεχνεί την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους κ.ά. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια. Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Λέσβου από τον τουρκικό ζυγό, επιστρέφει στη Μυτιλήνη και δημιουργεί τα έργα της τρίτης και τελευταίας περιόδου της ζωγραφικής του, μέχρι το Μάρτιο του 1934, οπότε και πεθαίνει.
«...Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης. «Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας... Αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ' αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις - έχω υπ' όψη μου μερικά θαυμάσια έργα - έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. Ενα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Εχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τεριάντ, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ο,τι ήθελε να κάνει στο Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...».
«Υστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο», σημείωνε το 1947 ο Γιώργος Σεφέρης. «Αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα, που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών. Ο Θεόφιλος μάς έδωσε ένα καινούριο μάτι. Επλυνε την όρασή μας, όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χρώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου. Κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς ...η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από ανθρώπους σαν τον Θεόφιλο που βρήκαν το δρόμο τους, ψηλαφώντας, μόνοι, μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια μιας πολύ καλλιεργημένης, καθώς νομίζω, ομαδικής ψυχής, όπως είναι η ψυχή του λαού μας».
Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας, «Θεόφιλος» (Αθήνα 1967), σε επιμέλεια των Γιάννη Τσαρούχη και Γιώργου Μανουσάκη και κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη, μια έκδοση που συγκεντρώνει πάνω από 300 έργα του ζωγράφου. Επίσης, κατά τη διάρκειά της θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «2003 - Θεόφιλος ξανά», σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη.