Στις ιστοριούλες είναι τεχνίτης καλός και έμπειρος. Ξέρει πώς να πολεμήσει το χρησιμοθηρικό ρεαλισμό του σχολείου και της κοινωνίας που στερεί το χώρο και το χρόνο του παραμυθιού και πώς με το μαγικό ρεαλισμό να απελευθερώσει τη φαντασία των παιδιών. Μπορεί να καταλάβει το παράπονο της Τίνας όταν «κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο βρήκε ένα πανέρι με πολύχρωμες κλωστές, βελόνες και ψαλίδι, μια δαχτυλήθρα κι ένα ρολό καμβά, όλα τα σύνεργα για κέντημα δηλαδή. Αυτό ήταν το δώρο της; Αυτό ήταν. Κοίταξε με απορία τη μητέρα της. Της χαμογέλασε εκείνη αμήχανα (...) παίρνοντας μια έκφραση που πήγαινε να πει ''ε... τι να κάνουμε, μεγάλωσες πια''». Και έχει την ελπίδα, τα παιδιά όταν γίνουν μεγάλοι ότι δε θα κοιτούν συνέχεια το ρολόι τους, δε θα χάσουν τον αυθορμητισμό, την αισθαντικότητα και το συναισθηματισμό τους.
Οι τελευταίες «Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά» (εκδόσεις «POLARRIS») πλέκονται γύρω «από επτά γιορτινές εικόνες. Ζωγραφισμένες η καθεμιά στο χέρι - ανάμεσα στο 1920 και το 1923 - γοήτεψαν το μάτι και έγιναν πρόκληση για να γραφτούν οι επτά γιορτινές ιστοριούλες». «Και οι επτά παράξενες ιστοριούλες ζυμώθηκαν με την ίδια μαγική ζύμη. Παραμυθιού σταγόνες μέσα στις τωρινές μας μέρες. Οχι η πραγματικότητα εδώ και εκεί τα παραμύθια...». Αυτές οι εικόνες εμπλουτίστηκαν με πρόσθετες εικόνες από ευχετήριες κάρτες και φτιάχτηκε ένα καλαίσθητο παιδικό βιβλίο. Ιστορία και εικόνα ταιριαστά παντρεμένα χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους. Η επιμέλεια της εικονογράφησης έχει την υπογραφή της Φωτεινής Στεφανίδη (ξεχωριστή και ιδιαίτερη η δουλειά της στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων) και της Ολγας Κοντονή.
Βέβαια, αυτές οι ιστοριούλες έχουν αίσιο τέλος, αφήνουν μια γλυκιά αίσθηση και ένα παράπονο «άλλο, δεν έχει;». Αυτό είναι η αφορμή να αρχίσει μια κουβέντα καθώς η Βροχούλα, ο Μουντζούρης, ο... έχει γείρει πάνω στον μπαμπά της/του.