Στην Πέλλα και την Ημαθία πάγωσαν τα χωράφια και σταμάτησαν οι μηχανές. Οι μνήμες των κατοίκων γυρνάνε στις εποχές που οι πόλεις και τα χωριά μοιάζανε μελίσσια. Τότε που τα εργοστάσια δούλευαν νύχτα - μέρα, τα χωράφια δίνανε ψωμί στους αγρότες και οι αγορές ήταν γεμάτες από κόσμο. Τότε που το μεροκάματο δεν ήταν δυσεύρετο και ο νεαρόκοσμος κρατούσε τα εύφορα πατρικά χωράφια, φύτευε πέτρα κι έβγαζε καρπό. Τότε που οικογένειες ολόκληρες δουλεύανε στα υφαντουργεία και τις βιοτεχνίες, τρεις γενιές μαζί στο ίδιο εργοστάσιο, δίνοντας πλούτο στον τόπο και ζωή.
Σήμερα, τα σκυθρωπά πρόσωπα μαρτυρούν την απόγνωση. Αγανακτούν για τον καιρό που φέτος κατέστρεψε την παραγωγή, μα ύστερα σκέφτονται πως και πέντε χρόνια πριν, μπορεί και δέκα, ο καιρός δεν τους έκανε πάντα το χατίρι, αλλά το ψωμί έβγαινε. Για μια στιγμή θέλουν να πιστέψουν πως ίσως του χρόνου τα πράγματα να είναι καλύτερα. Κοιτώντας πίσω δε βρίσκουν τίποτα για να τους πείσει. Την τελευταία δεκαετία όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, ό,τι καιρό κι αν κάνει.
Οι γυρολόγοι της κυβέρνησης που πριν λίγες μέρες έταζαν παχιές αποζημιώσεις, δεν τους μίλησαν ποτέ για την ΚΑΠ, δεν τους είπαν ότι το ευρωπαϊκό «όραμα» για την αγροτιά δεν τους χωράει και γι' αυτό πρέπει αργά ή γρήγορα να αφανιστούν. Κι αν κάποτε η διέξοδος βρισκόταν στα εργοστάσια, τώρα δεν υπάρχουν ούτε αυτά. Αλλα κλείσανε κι άλλα έφυγαν στα Βαλκάνια, αφού ξεκοκάλισαν τις κρατικές επιδοτήσεις στο όνομα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας. Και σ' αυτά που έμειναν, η εργατιά στενάζει, άλλοτε δουλεύοντας τέσσερις μήνες το χρόνο, άλλοτε με την ημιαπασχόληση και τα χαμηλά μεροκάματα.
Δεν είναι μόνο η παγωνιά που νέκρωσε τον τόπο. Χρόνια τώρα η κυρίαρχη πολιτική τον εξοντώνει, στήνοντας στον τοίχο εργάτες κι αγρότες. Φορτωμένοι πια από την πείρα τόσων χρόνων αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως πρέπει να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Για να γίνουν αφέντες της γης και της ζωής τους, για να γεύονται οι ίδιοι τον πλούτο που παράγουν, δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να συγκρουστούν με την πολιτική της ΕΕ, με την πολιτική που από τον ιδρώτα τους πολλαπλασιάζει τα κέρδη για τους λίγους.
Τους χρωστάνε αποζημιώσεις από το 2000
«Μας χρωστάνε αποζημιώσεις από το 2000», λέει ο Ανανίας Κερεμίδης. «Τελευταία φορά μας πλήρωσαν λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές. Πριν μερικές μέρες ξεκίνησαν ξαφνικά να πληρώνουν για τις ζημιές του 2000 και του 2001. Για φέτος, από τον Απρίλη ακόμα, μας έταξαν πως θα αποζημιωθούμε μέχρι τον Οκτώβρη και πως θα δίνανε άμεσα το 50% σαν προκαταβολή. Μέχρι τώρα δεν είδαμε ακόμα τίποτα».
Και δεν πρόκειται να δουν. Δυο μέρες μετά, οι ίδιοι που «όργωναν» τα χωριά μοιράζοντας υποσχέσεις, ανακοίνωσαν πως θα δοθούν 3 ευρώ σαν προκαταβολή για τις ζημιές στο κάθε δέντρο, ποσό που δεν αντιστοιχεί ούτε στο 30% της συνολικής αποζημίωσης της ούτως ή άλλως υποεκτιμημένης σχεδόν κατά 50% καταστροφής.
«Αν μπορούσα να φύγω από τα χωράφια, θα το κάνα», μας λέει ο Δημήτρης Δίγκας. «Αλλά ούτε εργοστάσια δεν υπάρχουν πια για να βρεις δουλιά. Μέχρι το '90 τα πράγματα ήτανε καλύτερα, έκανα όνειρα. Σήμερα δεν έχω λεφτά να ζήσω. Είμαστε όλοι ξεκρέμαστοι». Μας μιλάει για την ενημέρωση των αγροτών από τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει απότομα. «Ο κόσμος έχει άγνοια. Παίρνουμε μια τσάπα, σκύβουμε το κεφάλι και περιμένουμε από το θεό. Χωρίς αγώνα όμως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει».
Στους Γαλατάδες, βγάζουν σπαράγγι. Η φετινή καταστροφή στις καλλιέργειες αγγίζει το 65%. Δε «θερίζει», όμως, μόνο η παγωνιά την παραγωγή...
«Το '82 ο αγρότης έπαιρνε τα ίδια λεφτά με σήμερα, όταν το κόστος της παραγωγής έχει ανέβει δέκα και δεκαπέντε φορές», λέει ο Γιώργος Σαρτίνας. «Πριν τέσσερα χρόνια, στους Γαλατάδες καλλιεργούσαν 16.000 στρέμματα γης. Σήμερα μόνο 5.000. Το σπαράγγι από λευκό χρυσό που μας το λέγανε, κατάντησε σήμερα λευκός βούρκος. Πριν πέντε χρόνια, 20 φορτηγά ψυγεία έφευγαν γεμάτα κάθε μέρα από το Συνεταιρισμό. Σήμερα, αν φύγουν έξι- εφτά τη βδομάδα, λέμε πως είμαστε και ευχαριστημένοι».
«Εμείς φταίμε. Δεν ξέρουμε να ψηφίσουμε. Καιγόμαστε και πάλι στο καμένο πάμε. Είμαστε όλοι για το κανάλι. Ζητιανεύει ο κόσμος να πάρει ψωμί», λέει ο Νίκος Ψωμιάδης. «Ρώτα έχουν να πληρώσουν τη ΔΕΗ; Δεν μπορούν να πληρώσουν 2 ευρώ συνδρομή στο ΚΑΠΗ», συμπληρώνει την εικόνα ο κ. Καραμελίδης, πρόεδρος του ΚΑΠΗ Μακροχωρίου.
Ο Νίκος Ναθαναήλ, ανάπηρος πια μετά από δύο εγκεφαλικά επεισόδια εδώ και 4 χρόνια, συνεχίζει τον αγώνα να παραμείνει όρθιος. «Από 13 χρονών δουλεύω στα χωράφια. Τώρα μας ρίχνουν 50.000 δραχμές για να βγάλουμε το μήνα. Πώς; Δε φτάνουν ούτε για τα φάρμακα και τις θεραπείες».
Νέοι αγρότες δεν υπάρχουν; Ρωτάμε. «Υπάρχουν», μας απαντούν. Ο Ν. Κωνσταντινίδης, 24 χρονών, παλικάρι. Εντάχθηκε στο πρόγραμμα νέων αγροτών το 1999. Με την επιδότηση των τεσσάρων εκατομμυρίων, αγόρασε το μηχανολογικό εξοπλισμό. Τέσσερα χρόνια καλλιεργεί ροδάκινα και κέρδος δεν έβγαλε. Και είναι υποχρεωμένος να μείνει τουλάχιστον άλλα 6 χρόνια. «Αν κάνω διακοπή του προγράμματος θα πρέπει να επιστρέψω τα χρήματα με τόκο. Πού να τα βρω; Θέλω να φύγω από τα χωράφια, όμως πού να πάω; Δουλιές δεν υπάρχουν».
«Η κατάσταση δεν πάει άλλο. Αυτοί που έφτασαν εδώ που είμαστε, θέλουν να κοιμίσουν το κίνημα. Εμείς πρέπει να το ξυπνήσουμε. Αυτά που έρχονται είναι χειρότερα απ' όσα ζούμε. Αλλο δρόμο δεν έχουμε, μόνο τον αγώνα ενάντια στην πολιτική τους», κλείνει την κουβέντα ο Τ. Τσακαλίδης.
Η Ευθυμία Βαβουλίδου είναι 22 χρόνων. Την προηγούμενη χρονιά δούλεψε πρώτη φορά στην «Κοβίτα», μια κονσερβοποιία της περιοχής, που ένα χρόνο πριν απασχολούσε 310 εποχιακούς και φέτος θα μείνει κλειστή. «Εκανα 48 μεροκάματα αντί για 56, λόγω ατυχήματος. Δεν μπόρεσα να συμπληρώσω τα 50 και πέρασα όλη τη χρονιά ξεκρέμαστη, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Δεν είναι λύση η εποχιακή δουλιά, θέλω μόνιμη. Εχω κάνει αιτήσεις σε κλωστοϋφαντουργία, αλλά αυτοί αντί να προσλαμβάνουν κόσμο, διώχνουν κι αυτούς που έχουν».
Οταν μας μιλάει για τη δουλιά στην κονσερβοποιία, στα λόγια της διαβάζεις την αγανάκτηση. «Δούλευα 8 ώρες με ένα τέταρτο διάλειμμα. Στο πόστο που ήμουνα, στο "ριπίτερ", τρέχαμε πανικόβλητοι δυο μήνες. Μας είχανε μπαλάκι μέσα στο εργοστάσιο και δουλεύαμε μέσα στην ποτάσα. Η ανάγκη σε κάνει να ζητάς τέτοια δουλιά. Οταν δεν έχεις πόρους, πας για τα 170 χιλιάρικα το μήνα και για τα λίγα ένσημα. Τι άλλο να κάνεις; Να πας στη Γερμανία; Και οι άλλοι που πήγανε γυρίσανε σε δυο μήνες. Μήπως κι εκεί τα πράγματα είναι καλύτερα;».
Σε ένα διαλογητήριο της περιοχής, βρίσκουμε 15 γυναίκες να δουλεύουν στα κεράσια. «Είναι από τη Λαμία», μας εξηγούν. «Δικά μας φέτος δεν είχαμε». Με σκυμμένο το κεφάλι, τα χέρια τρέχουν πάνω στον καρπό, διαλέγουν το σκάρτο και βάζουν τον καλό στο τελάρο. Οι κουβέντες λιγοστές, ο χρόνος πιέζει. Την προηγούμενη βδομάδα κάνανε ένα - δυο μεροκάματα. Το σημερινό μπορεί να είναι και το τελευταίο για αυτή τη χρονιά. Μισόλογα, για τα ένσημα που δεν κολλούνται, για το ταμείο που είναι δύσκολο να βγεις, για τις ανάγκες στο σπίτι που μεγαλώνουν και για την εποχιακή δουλιά που «πριν 8χρόνια ήταν τουλάχιστον 6 μήνες και τώρα ψάχνεις το μεροκάματο με την ψυχή στο στόμα».
Και για να βρεις αυτή τη δουλιά πρέπει να βάλεις πολιτικό μέσο. «Ναι πολιτικό μέσο, για λίγα μεροκάματα το χρόνο. Γιατί όσο μειώνονται οι μόνιμες θέσεις απασχόλησης τόσο γίνονται περισσότεροι οι εργάτες που στρέφονται στην εποχιακή απασχόληση», εξηγεί η Ιορδάνα Πέντση, πρόεδρος του Σωματείου των Εποχιακών στην Πέλλα. Δίπλα της η γραμματέας του Σωματείου, Εύα Ιωαννίδου, συμπληρώνει την εικόνα: «Δουλεύουμε φέτος, πληρωνόμαστε του χρόνου. Στην ΚΟΒΙΤΑ υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν πάρει ακόμη δώρο Χριστουγέννων και επίδομα άδειας. Δε μιλάνε γιατί φοβούνται πως δε θα τις ξαναπάρουν στη δουλιά. Η καλύτερη επιχείρηση δίνει το επίδομα την επόμενη άνοιξη. Αλλες πάλι, αν δεν τους πιέσεις, δεν το δίνουν και καθόλου».
Τα προβλήματα της εργατιάς δεν προέκυψαν σήμερα. Απλά τώρα πια δεν μπορεί να τα κρύψει η κυβέρνηση όσο και αν προσπαθεί να ραφινάρει τη βαθιά αντεργατική πολιτική της.
«Η Νάουσα συντηρείται από τους συνταξιούχους του ΙΚΑ. Αν δεν υπήρχαν και αυτοί δεν ξέρουμε πού θα βρισκόμασταν σήμερα. Με τα 100 - 150 χιλιάρικα σύνταξη, βοηθάνε στα φροντιστήρια των παιδιών, στα έξοδα του σπιτιού», λέει ο Χ. Μπίτζιος, πρόεδρος του Σωματείου των εποχιακά εργαζόμενων στη διαλογή και ψύξη.
Οι εποχιακά εργαζόμενοι είναι ζήτημα αν καταφέρουν να βγουν στη σύνταξη. «Το όριο ηλικίας είναι πολύ μεγάλο. Στα 65 χρόνια με 4.500 ένσημα. Με 100 ένσημα το χρόνο δε θα βγούμε ποτέ στη σύνταξη. Πρέπει να δουλεύουμε συνέχεια 45 χρόνια. Ομως τις γυναίκες μόλις πατήσουμε τα 45-50 δε μας παίρνουν στη δουλιά», λέει η Ι. Πέντση. Και όλο πίκρα σημειώνει: «Την ψηφίσαμε τη μερική απασχόληση. Τώρα εισπράττουμε τις συνέπειες. Λένε "δημιουργούνται θέσεις εργασίας". Πού είναι και δεν τις βλέπουμε;»
«Τίποτα δε διασφαλίζει τη δουλιά μας, τις θέσεις εργασίας, τα εργασιακά μας δικαιώματα. Μόνο εμείς οι ίδιοι με τον αγώνα μας», λέει ο Τάσος Τουτσίδης, χειριστής ανυψωτικών μηχανημάτων που πριν μερικά χρόνια επιστρέφοντας από άδεια βρήκε κλειστό το εργοστάσιο που δούλευε, τα «Ελληνικά Κλωστήρια».
Οχι, δεν πρόκειται για μια δήλωση ανυποψίαστου πολίτη εν έτει 1991 ή 1996, χρονιές που οι πολυεθνικές άσκησαν έντονες πιέσεις για την αποδοχή της καύσης των απορριμμάτων, σαν μια «φιλικής» μεθόδου καταστροφής των απορριμμάτων στην Αττική. Πρόκειται για τις δηλώσεις της υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Βάσως Παπανδρέου, σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, το Μάη του 2003.
* Η «Τεχνική και οικονομική σύγκριση μεθόδων διάθεσης απορριμμάτων», Υπ. Εσωτερικών/1991.
* Η «Συγκριτική μελέτη - παρουσίαση μεθόδων διαχείρισης αστικών στερεών αποβλήτων» Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος/1992.
* Η «Στρατηγική της ΤΑ για τη διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα» ΕΕΤΑΑ/1993.
* Η τρίτομη μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Περιφέρειας Αττικής και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβρη του 1994 «Μελέτη για τον καθορισμό πολιτικών διαχείρισης αποβλήτων Τοπ. Αυτοδιοίκησης στην Περιφέρεια Αττικής».
* Το «Αττική S.O.S.: Πρόγραμμα διαχείρισης απορριμμάτων» ΥΠΕΧΩΔΕ/96, πρόγραμμα που έμεινε στα χαρτιά.
* Η μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών που εκπονήθηκε στο τέλος του 1996 για λογαριασμό της ΤΕΔΚΝΑ, με τίτλο «Αξιολόγηση Τεχνολογιών επεξεργασίας και Διάθεση Απορριμμάτων - Χωροθετήσεις για την Αττική».
Σα να μην έγινε τίποτε απ' όλα αυτά, η κ. υπουργός μάς προτρέπει να στραφούμε προς τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογίες επεξεργασίας απορριμμάτων. Αν όμως ακολουθήσουμε την προτροπή της για αναζήτηση «άλλων τεχνολογιών», το βλέμμα μας θα προσκρούσει και πάλι στις πανύψηλες καμινάδες των εργοστασίων καύσης, ηλικίας τα περισσότερα από 10 έως 30 χρόνων, όσα βέβαια δεν έχουν κλείσει κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης. Τίποτε άλλο «τεχνολογικά εξελιγμένο» δεν πρόκειται να δούμε. Ούτε μία μονάδα πυρόλυσης δημοτικών απορριμμάτων, σε παραγωγική λειτουργία, ούτε μία μονάδα αεριοποίησης.
Οσο για το αν η πανάκριβη πυρόλυση αποτελεί «σύγχρονη τεχνολογία» για την επεξεργασία των απορριμμάτων, όλοι πλέον γνωρίζουν ότι τριάντα περίπου χρόνια προσπαθεί «με νύχια και με δόντια» να καθιερωθεί, προσπαθώντας να επιτύχει τη σταθερή λειτουργία έστω ενός εργοστασίου παραγωγικής κλίμακας σε όλο τον κόσμο, χωρίς μέχρι τώρα να καταφέρει τίποτα. Ας θυμίσουμε ακόμη για τη «σύγχρονη» αυτή τεχνολογία ότι πριν από 18 χρόνια η πρωτοποριακή μελέτη του ΤΕΕ «Μελέτη για την προώθηση των τεχνολογιών ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης των απορριμμάτων στην Ελλάδα» (ΤΕΕ, 1985), διαπίστωνε αναφερόμενη στην πυρόλυση:
«Παρά την εντατική έρευνα στον τομέα, η μέθοδος δεν έχει δώσει αρκετά ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Η μόνη εγκατάσταση μεγάλης κλίμακας λειτουργεί από το 1983 στην Ιαπωνία» (προ πολλού έκλεισε κι αυτή).
Μήπως όμως, από το 1985 και πέρα υπήρξε διεθνώς, κάποια, μικρή έστω, πρόοδος; Ο G. Tchobanoglous είναι κατηγορηματικός. Στο βιβλίο του «Ολοκληρωμένη διαχείριση στερεών αποβλήτων» (Intergrated solid Waste management) Διεθνείς Εκδόσεις mc GRAW- HILL, 1993, αναφέρει:
«Μόνο ένα κανονικού μεγέθους σύστημα πυρόλυσης δημοτικών στερεών αποβλήτων έχει κατασκευαστεί στις ΗΠΑ... Δεν πέτυχε τους αρχικούς του στόχους (παραγωγή υγρού καυσίμου προς πώληση) και έκλεισε ύστερα από δύο, μόλις, χρόνια λειτουργίας».
Ιδιαίτερα όμως επικίνδυνη είναι και η προσπάθεια, που γίνεται την περίοδο αυτή, να προωθηθεί η καύση ή πυρόλυση ή αεριοποίηση των σύμμεικτων απορριμμάτων, με τη διαστρέβλωση του προγράμματος του ΕΣΔΚΝΑ για τη διαχείριση των Στερεών Αποβλήτων στην Αττική. Αντί να αντιπαραθέσουν την καύση στην ολοκληρωμένη, ως προς τις επιλεγείσες μεθόδους διάθεσης των απορριμμάτων, πρόταση του ΕΣΔΚΝΑ, οι θιασώτες των νέων, δήθεν, τεχνολογιών αποδίδουν στον ΕΣΔΚΝΑ δηλαδή στο εγκεκριμένο σήμερα πλαίσιο σχεδιασμού, μονομερή προσανατολισμό υπέρ της υγειονομικής ταφής. Τίποτε αναληθέστερο και, σε μεγάλο βαθμό, ψευδέστερο! Από το σύνολο των 5.000 τόνων περίπου πρωτογενών στερεών αποβλήτων που παράγονται στην Αττική, μόνο το ένα τρίτο προβλέπεται να οδηγείται προς υγειονομική ταφή (δηλαδή σε ΧΥΤΑ), ενώ το υπόλοιπο υπόκειται, κατά περίπτωση, σε διαλογή στην πηγή, σε ανακύκλωση μέσω δύο ρευμάτων είτε σε κέντρα ανακυκλώσιμων υλικών είτε σε εργοστάσια μηχανικής ανακύκλωσης, σε βιοσταθεροποίηση. Ενα μέρος των προϊόντων από τα εργοστάσια μηχανικής ανακύκλωσης υψηλής θερμογόνου δύναμης προβλέπεται να αξιοποιείται (με τη μορφή τυποποιημένου καυσίμου - RDF) είτε σε μονάδες παραγωγής τσιμέντου είτε για παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, όχι όμως με στοιχειομετρική καύση, αλλά, κατά προτίμηση, με αεριοποίηση («Το Πρόγραμμα του ΕΣΔΚΝΑ για τη Διαχείριση των Στερεών Αποβλήτων της Αττικής και η Τεκμηρίωσή του - Συνοπτική Παρουσίαση» ΕΣΔΚΝΑ, Αθήνα 1996).
Γιατί, όμως, η προσπάθεια εισαγωγής στην Αττική της καύσης (και των παραλλαγών της) των δημοτικών απορριμμάτων δείχνει τόση μεγάλη αντοχή επιβίωσης; Η απάντηση είναι απλή. Αποτελεί πανάκριβη μέθοδο με σύνθετη τεχνολογία, με την οποία εμπλέκονται ελάχιστα μονοπώλια και έχει ήδη ενσωματώσει μεγάλο κόστος για έρευνες και δοκιμές, οφείλει επομένως, πάση θυσία, κατά την αμείλικτη λογική του μεγάλου κεφαλαίου, να αποδώσει τα προσδοκώμενα υπερκέρδη, μέσω της κατασκευής και λειτουργίας των σχετικών εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές και άλλες επιπτώσεις.
Τα μειονεκτήματα, όμως, της καύσης δεν είναι μόνο οικονομικά. Ας ανακεφαλαιώσουμε μερικά από αυτά:
Καιρός να αντιδράσουμε. Το σύνολο του επιστημονικού κόσμου της χώρας και των περιβαλλοντικών οργανώσεων εξακολουθεί να αντιτίθεται στην καύση. Πώς το εκδηλώνει, όμως; Γιατί αυτή τη φορά, τη στιγμή μάλιστα που για πρώτη φορά ο εχθρός βρίσκεται, πλέον, εντός των τειχών (απόψεις πολιτικής ηγεσίας ΥΠΕΧΩΔΕ και ΤΕΔΚΝΑ), επικρατεί μακαριότητα και εφησυχασμός; Δεν πάει άλλο. Η υγεία του λαού της Αττικής δεν μπορεί να ρίχνεται, στην κυριολεξία, στην πυρά. Και στο κάτω κάτω το θέμα δεν αφορά μόνο τον επιστημονικό κόσμο και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Μαχόμενες δυνάμεις ενάντια στις αντιλαϊκές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του υπάρχουν στα συνδικάτα, στους μαζικούς φορείς, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η αντιμετώπιση της καινούριας απειλής είναι και δική τους υπόθεση, είναι, σε τελευταία ανάλυση, υπόθεση όλων των εργαζομένων, όλου του λαού.
Σύσκεψη με θέμα «Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Αττική» διοργανώνει αύριο Δευτέρα, 26 Μάη, στις 5.30 μ.μ., στην αίθουσα Λογιστών (Κάνιγγος 27), η «Νομαρχιακή Αγωνιστική Συνεργασία» (ΝΑΣ).
Και εσύ, Τάκη μου, τι του ζητάς; Του ζητάς να συνεχίσει - επ' άπειρο; - να προσεύχεται για τις 11 του Σεπτέμβρη. Του ζητάς να ζητωκραυγάσει για το γκρέμισμα του σοσιαλισμού και την πτώση του τοίχους του Βερολίνου. Του ζητάς να πέσει πάνω στην Κούβα και να την κατασπαράξει μαζί με το Φιντέλ. Πράγματα, δηλαδή, που μπορεί να τα κάνει ο πρώτος ταραγμένος και υπανάπτυκτος εγκέφαλος. Ο πρώτος «ταγμένος» ταγματασφαλίτης. Λέξη δε λες, Τάκη μου, ούτε μέμφεσαι το διανοούμενο που και εκείνος δε λέει λέξη, για το Ιράκ, για την Παλαιστίνη, την Κύπρο, την ανεργία, την πείνα, τα δημοκρατικά δικαιώματα, τα εκατομμύρια των ανθρώπων που μαστίζονται από την καπιταλιστική δυστυχία. Κουβέντα δεν κάνεις για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που τα έχουν καταδικάσει να ζουν σαν τα ζώα. Που δεν έχουν την πολυτέλεια τη δική σου να διανοούνται, όπως εσύ!
Δεν μπορώ να δεχτώ πως μόνον ο αντικομμουνισμός σου σε οδηγεί σε τέτοιες πρωτόλειες σκέψεις. Η διανοητική καθυστέρηση είναι η λογικότερη εξήγηση. Εκείνο που δεν ξέρω είναι ο βαθμός αυτής της καθυστέρησης. Εχω να κάνω με μωρό (μικρότερο βαθμό καθυστέρησης), με ηλίθιο (μέσος βαθμός), ή με ιδιώτη (ανώτατος βαθμός); Και όλα αυτά γιατί προτιμώ να σε σκέφτομαι ψυχοδιανοητικά καθυστερημένο παρά συνειδητό πράκτορα. Γιατί με το πρώτο, με την κατάλληλη αγωγή, μπορεί να φτάσεις μέχρι και την πλήρη αποκατάσταση όλων των λειτουργιών του μυαλού σου. Ενώ με το δεύτερο δεν υπάρχει καμία ελπίδα.
Στην πρόσκληση, οι δύο οικοδεσπότες, Γ. Παπανδρέου και Α. Διαμαντοπούλου, και «σημαντικές διεθνείς προσωπικότητες», όπως σημειώνεται, μας υπόσχονται ότι θα παρουσιάσουν προτάσεις για τη «γυναικεία προοπτική και το ρόλο των γυναικών στην ενδυνάμωση της ΕΕ και στην ανάπτυξη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής».
Ξεκάθαρος, λοιπόν, ο στόχος τους, η ισχυροποίηση της ΕΕ, βάζοντας στο παιχνίδι και τις γυναίκες, σε μια εποχή αυξημένης επιθετικότητας των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και του μεγάλου κεφαλαίου.
Ισχυροποίηση, όμως, των καπιταλιστικών ενώσεων, όπως είναι η ΕΕ, σημαίνει παραπέρα αύξηση της εκμετάλλευσης των λαών και συσσώρευση υπερκερδών στα μονοπώλια και στην ολιγαρχία του πλούτου. Καθαρά πράγματα, για να μη δημιουργούνται συγχύσεις στη συνείδηση της εργάτριας και του εργάτη από το στρογγύλεμα των λέξεων και των εννοιών.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Οι ιμπεριαλιστές, όταν ενώνονται γίνονται ακόμη πιο ασύδοτοι και πιο επικίνδυνοι. Οταν δεν τους βγαίνουν όπως τα έχουν υπολογίσει, προχωρούν παραπέρα. Κάνουν πολέμους, αλλάζουν σύνορα, δημιουργούν καινούριες αγορές, καταληστεύουν λαούς και χώρες και δολοφονούν εν ψυχρώ. Φροντίζουν πάντα, όμως, να προετοιμάζουν ιδεολογικά το έδαφος, αξιοποιώντας όλους τους «υπαλλήλους» τους.
Μπορεί μια ιμπεριαλιστική ένωση, όπως η ΕΕ, να διασφαλίσει την ειρήνη; Από πού πηγάζει η προοπτική της ΕΕ ως αντίπαλο δέος στην επιθετικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού;
Ξεχνούν το ρόλο που έπαιξε η ΕΕ στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας πριν λίγα χρόνια; Η δήθεν φιλειρηνική στάση κάποιων χωρών στον πόλεμο κατά του Ιράκ, ήταν απόρροια των ιδιαίτερων συμφερόντων τους και μόνο. Δεν τα είχαν βρει στη μοιρασιά της λείας με τους εισβολείς. Ηταν οι ίδιες χώρες (οι κυβερνήσεις τους), που πρωτοστάτησαν ή έβαλαν πλάτη στο διαμελισμό των Βαλκανίων, μετά την αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Είναι οι ίδιες χώρες που τώρα επενδύουν στα Βαλκάνια, γιατί βρίσκουν πάμφθηνη εργατική δύναμη και εξουθενωμένους λαούς από τη βάρβαρη επέλαση του καπιταλισμού.
Μέσα σ' αυτές τις χώρες φιγουράρει και η «ισχυρή Ελλάδα» του φιλειρηνιστή κ. Σημίτη, που παραχώρησε στεριά, θάλασσα και ουρανό στους δολοφόνους των λαών της Βαλκανικής και όχι μόνο.
Τώρα κάνει πως δεν καταλαβαίνει, όταν οι βιομήχανοι πετούν στους δρόμους μαζικά εργάτριες και εργάτες, 50 και 55 χρόνων οι περισσότεροι, χωρίς πλέον εργασιακή προοπτική. Αντίθετα, τους χλευάζει με τις υποσχέσεις για προγράμματα κατάρτισης, ειδίκευσης και επιχειρηματικότητας.
«Συμβιβασμός της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή», «συμβιβασμός των αναγκών των εργαζομένων και των επιχειρήσεων», προέτρεπε η Σύνοδος Κορυφής της Λισαβόνας πριν δύο χρόνια και η κυβέρνηση, υπάκουη στις εντολές του μεγάλου κεφαλαίου, έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά τους. Συζητήσεις, φόρουμ, συνέδρια και ό,τι άλλο υπάρχει, μπήκαν στην ημερήσια διάταξη του στόχου της φθοράς των συνειδήσεων των εργαζομένων και ιδιαίτερα της εργαζόμενης γυναίκας. Ο χορός καλά κρατεί, οι αυταπάτες για την αντιμετώπιση της ανεργίας βρίσκουν έδαφος με τις ευέλικτες μορφές εργασίας, που γενικεύονται, και με τη μερική απασχόληση.
Η τάση συρρίκνωσης της απασχόλησης είναι δεδομένη σε πολλούς κλάδους (ιματισμός, σιδηρουργία, αυτοκινητοβιομηχανία κλπ.). Ο ΣΕΒ απαιτεί, εκβιάζει και αγωνίζεται για την «αύξηση της ανταγωνιστικότητας», δηλαδή των υπερκερδών τους. Η κυβέρνηση προσπαθεί δήθεν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας, όταν η δική της πολιτική υπηρετεί τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας. Και εμφανίζεται, στο φόντο των επικείμενων εθνικών εκλογών, πότε να ανακοινώνει προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας, πότε να ρίχνει την ευθύνη στην εργοδοσία, όταν η πολιτική της ενισχύει την ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Οι εργαζόμενοι, όμως, και ο λαός πρέπει να έχουν καθαρό ότι η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είναι αυτή που έβαλε πλάτη να περάσουν οι αντεργατικές αναδιαρθρώσεις στη χώρα μας. Είναι η στάση του ΣΥΝ, που όχι μόνον ψήφισε και στήριξε αυτές τις πολιτικές που απορρέουν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά καλλιέργησε και αυταπάτες στους εργαζόμενους. Οτι φτάνει η ενότητα στο πρόβλημα, χωρίς να θίγονται οι αιτίες που βρίσκονται στα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα της εργατικής τάξης και του λαού μας. Οτι φτάνουν κάποιες ρυθμίσεις, κάποιες θεσμοθετήσεις και κάποιες προσωρινές παροχές και όλοι θα ζήσουμε καλά και ο καπιταλισμός καλύτερα.
Είναι οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που αδρανοποίησαν το μόνο αποτελεσματικό όπλο, που έχουν οι εργαζόμενοι στα χέρια τους σήμερα, τον ταξικό αγώνα, μέσα από τις λογικές και τις πολιτικές του «κοινωνικού διαλόγου» και του μικρότερου κακού.
Η ενθάρρυνση για το κυνήγι μιας θέσης απασχόλησης καταλήγει στην κάθε μορφής υποαπασχόληση και υποταγή της γυναίκας και στην αποδοχή, από μέρους της, της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης. Ετσι, να δέχεται αδιαμαρτύρητα το ότι έχει γίνει μια σύγχρονη δούλα χωρίς δικαιώματα και απαιτήσεις.
Αυτή την ευρωπαϊκή προοπτική μάς προτείνουν για τις γυναίκες. Αυτή την προοπτική την απορρίπτουμε, γιατί δεν την αξίζουμε. Η δικιά μας πρόταση είναι ο ενωμένος ταξικός αγώνας. Η συσπείρωση στα ταξικά συνδικάτα και στο μαχητικό γυναικείο κίνημα.
Είναι η ενίσχυση του ΠΑΜΕ και η ισχυροποίηση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος. Αυτό θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί βαθιά απ' όλες τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους ότι η σύγκρουση με την κυρίαρχη εκμεταλλευτική πολιτική είναι αναπόφευκτη. Συμφέρον τους είναι η αποδυνάμωση, ο απεγκλωβισμός από την ΕΕ μέχρι τη διάλυσή της.
Μόνον αν οι λαϊκές δυνάμεις κάθε χώρας βάλουν τέτοιο στόχο, μπορεί να ανατραπεί η εξουσία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, που καταδυναστεύει σήμερα γυναίκες και άντρες, όλη την εργατική λαϊκή οικογένεια.
Η Ευρώπη των λαών της, η σοσιαλιστικά ενωμένη Ευρώπη είναι το μέλλον μας, γιατί αυτή μπορεί να υπερασπίσει την ειρήνη και να υπηρετήσει τον άνθρωπο και τις σύγχρονες ανάγκες του.