Παρασκευή 11 Νοέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

1918 Ανακήρυξη της δημοκρατίας στην Αυστρία.

1934 Σε όλη την Ελλάδα γίνονται συλλαλητήρια διαμαρτυρίας των παλαιών πολεμιστών για την εγκατάλειψή τους από το κράτος.

1942 Γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στο ελεύθερο έως τότε κομμάτι της Γαλλίας, κυριεύουν τη Λιμόζ και το Βισί και φτάνουν μέχρι τα σύνορα με την Ισπανία. Την ίδια μέρα καταλαμβάνουν και την Κορσική με τη βοήθεια της Ιταλίας.

1977 Πανεπιστημιακή ομάδα αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, ανακαλύπτει στη Βεργίνα έναν ασύλητο τάφο γεμάτο εκπληκτικά έργα τέχνης. Αν και ορισμένοι Ελληνες επιστήμονες αμφιβάλλουν για το αν ετάφη εκεί ο Φίλιππος Β`, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διάχυτη είναι η αίσθηση ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη των τελευταίων χρόνων.

«Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά/

Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα./

Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί./

Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη./

Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη./

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,/

"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα"./

Αυτό θέλουμε κι εμείς./

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο./

Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(...)

Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ... δύσκολος δρόμος./

Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς/

όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του/

πάνου σε σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες./

Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος»

*

(«Καπνισμένο τσουκάλι»)

«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί,

χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά

ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι του αγρού

τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε»

«Τότε κ' εμείς, παιδιά, που ξαγρυπνούσαμε κρυφά, κουκουλωμένοι στη βελέντζα,

ακούγαμε σαν μέσα από ξερό πηγάδι τη φωνή Σου

ακούγαμε σαν μέσα απ' την παλιά κασέλα τη ζωγραφιστή

με μαύρα κυπαρίσσια

"έννοια σου, εγώ είμαι εδώ" κι αποκοιμιόμασταν σφίγγοντας

ένα αστέρι στην καρδιά μας

και μες στον ύπνο μας ακούγαμε κάποιους που έφταναν,

κάποιους που έφευγαν

κάτι μουγκά χτυπήματα σάμπως να κρούονταν άρματα

καψούλια που άναβαν μακριά μες στους καπνούς κ' ένα

φεγγάρι σίγουρο σαν του Νικηταρά το γόνατο

χέρια φαρδιά που σφίγγονταν κι ορκίζονταν απάνου στο

σπαθί του Μακρυγιάννη,

και μισανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε ορθό τον Πρόγονο

στην πόρτα να γεμίζει την μπασιά με την αντρειά του

σα σφουγγαράς μέσα στης νύχτας τα νερά που γύρω του

γλιστρούσανε των αστεριών τα ψάρια

κ' έτσι να λέει σε κάποιονε που φεύγει "καλό βόλι"

Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας

τόσο ουρανό (...)

Κ' έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο

κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο

δεξί την άγια σπάθα

είσαι η ομορφιά κ' η λεβεντιά κ' είσαι η Ελλάδα».

*

(«Η Κυρά των Αμπελιών»)

«1. Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο (...)

4. Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι το ντουφέκι είναι

Συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής

τους - έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό και έχουνε τον

καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια γούβα

αλάτι.

5. Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τα άγρια

γένεια τους όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις

άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα

με σημαίες και με ταμπούρλα».

*

(«Ρωμιοσύνη»)

Γιάννης Ρίτσος: 1η Μάη 1909 - 11η Νοέμβρη 1990

«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτή τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"».

*

(Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182)


«Σώπα, όπου να 'ναι θα

σημάνουν οι καμπάνες»

«Κι ακούστηκαν κιόλας απ' τ' ανάκτορα

οι πρώτοι πυροβολισμοί σου, Τζον,

κι ακούστηκαν και πάλι οι πυροβολισμοί σου,

όταν κηδεύαμε Τζον τους νεκρούς μας που εσύ τους εσκότωσες

την ώρα που ο λαός γονατισμένος στο Σύνταγμα

έκλαιγε τους νεκρούς του, Τζον... Ετούτη η σφαίρα σφηνώθηκε στην καρδιά των νεκρών μας,

και τούτος δω ο λαός που ποτέ δε γονάτισε παρά μονάχα μπροστά

στους νεκρούς του

σηκώθηκε με μια καρδιά, να βγάλει απ' των νεκρών του την καρδιά την

εγγλέζικη σφαίρα.

Ετσι σηκώθηκε ο Δεκέμβρης, Τζον, με τους δικούς σου πυροβολισμούς

έτσι σηκώθηκε και πάλι αυτός ο λαός φωνάζοντας:

Λευτεριά ή θάνατος

Λευτεριά ή θάνατος

Λευτεριά ή θάνατος (...)

Οι γειτονιές είναι έρημες. Είναι γυμνές οι γειτονιές.

Τα σπίτια είναι καμένα. Κείνο το ηρώο

με τις ασβεστωμένες πέτρες, με τις γλάστρες που κουβάλαγαν οι

γριούλες

έγινε στάχτη τώρα. Τον ξύλινο σταυρό

με τα πολλά τα ονόματα των λαϊκών ηρώων

τον κάψαν στην πλατεία. Μοναχά το κράνος το ελασίτικο

δεν έλιωσε στη φλόγα - απόμενε

πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς.

Μα εμείς τα θυμόμαστε τα ονόματα

και τ' άλλα ονόματα που δεν είχαμε ακόμα προφτάσει

να τα γράψουμε στους ξύλινους σταυρούς - τα θυμόμαστε (...)

Ετσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης.

Ερριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο του

κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος.

Οπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος.

Τραβάει πιο πάνου να στήσει το ταμπούρι του.

Ετσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Η Αθήνα απόμεινε έρημη.

Κλεισμένα τα γραφεία του Κόμματος

κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ

κλεισμένα τα γραφεία του «Ριζοσπάστη»

κλεισμένα τα σπίτια

κλεισμένα τα στόματα

κλεισμένες οι καρδιές.

Κατέβηκαν οι σημαίες απ' τα μπαλκόνια.

Κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρσιλ (...)»

*

(«Οι γειτονιές του κόσμου»)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ