Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Καρλ Μαρξ από το 1848 είχε διακρίνει τέσσερις περιόδους της μεσογειακής οικονομικής εποχής, με τη σημαντική επίδραση της αρχαιοελληνικής εμπορικής και πολιτιστικής επέκτασης.
Στο χώρο αυτό, ως προς την οικονομία, διέκρινε την προκεφαλαιοκρατική, που περιλαμβάνει την αρχαία και μεσογειακή και την κεφαλαιοκρατική που περιλαμβάνει τη νεότερη και την εποχή του καπιταλισμού.
Τα σχετικά στοιχεία του βιβλίου αυτού αναζητήθηκαν σε αρχαία κείμενα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια και επιβεβαιώθηκαν από την ανάγκη και αποκρυπτογράφηση της γραμμικής γραφής Β.
Αντιλαϊκός είναι ο απολογισμός της κυβέρνησης της ΝΔ και στην Παιδεία, όπως σταχυολογούν τα στοιχεία που παρουσιάζουμε σήμερα
Η χρονιά που βαδίζει προς το τέλος της και χαρακτηρίστηκε από την εναλλαγή στην κυβέρνηση της ΝΔ μετά το ΠΑΣΟΚ ήταν αποκαλυπτική για τα όσα σχεδιάζονται στην Παιδεία. Η ΝΔ ανέλαβε ρόλο άξιου συνεχιστή της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, κλείνοντας τα αυτιά στις πραγματικές σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και σπεύδοντας να υιοθετήσει τις αποφάσεις της ΕΕ, για την οποία η στροφή στην κατάρτιση σε βάρος της πραγματικής μόρφωσης αποτελεί προτεραιότητα.
Η κυβέρνηση, παρά την κριτική που άσκησε στη λειτουργία του «ολοήμερου σχολείου», συνέχισε την εφαρμογή του με τον ίδιο τρόπο, χωρίς υποδομές, με τους γονείς να πληρώνουν συνεχώς από την τσέπη τους και με εργασιακές σχέσεις - λάστιχο για τους εκπαιδευτικούς. Σε ό,τι αφορά το Λύκειο, η κυβέρνηση προχώρησε στη μείωση των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων στη Γ΄ Λυκείου σε έξι από εννέα και στην κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων στη Β΄ Λυκείου. Μια κίνηση που δεν απαντά στο μεγάλο αίτημα για αναπροσανατολισμό του Λυκείου και αποδέσμευσή του από την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα, έχει εξαγγελθεί η μετατροπή των ΤΕΕ σε Επαγγελματικά Λύκεια, διατήρηση δηλαδή του διπλού σχολικού δικτύου με τα ΤΕΛ να αναλαμβάνουν από νωρίς την κατάρτιση των παιδιών της εργατικής τάξης.
Οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις δεν άφησαν απ' έξω τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών με την αύξηση των ωρομισθίων, εκπαιδευτικών που εργάζονται ουσιαστικά σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας χωρίς δικαιώματα, τη χρησιμοποίηση αναπληρωτών για την κάλυψη των κενών, τους διορισμούς πίσω από τις πραγματικές ανάγκες.
Παράλληλα, το ζήτημα των «μη κρατικών πανεπιστημίων» ήρθε έντονα στο προσκήνιο με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να συναινούν στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και την ΕΕ να πιέζει για την αναγνώριση των τίτλων που παρέχουν τα κέντρα ελευθέρων σπουδών, αλλά και τη ΓΣΕΕ να δηλώνει μπροστάρης στη δημιουργία της «Ακαδημίας της Εργασίας» ως μη κρατικού πανεπιστημίου.
Παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης περί εθνικής προτεραιότητας στην Παιδεία, από τα στοιχεία του προϋπολογισμού για το 2005 φαίνεται ότι η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης θα συνεχιστεί. Οπως φαίνεται από τα στοιχεία του προϋπολογισμού, οι δαπάνες αναμένεται να φτάσουν στο ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό του 7,4% ακόμα χαμηλότερο και από το 7,6% του 2004 και παραμένουν πολύ μακριά από τις διεκδικήσεις του κινήματος για 15%, αλλά και τις συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες και απαιτήσεις.
Εχει γίνει ήδη φανερό ότι ο λαός δεν μπορεί να περιμένει να του χαριστεί η Παιδεία που ο ίδιος έχει ανάγκη. Μέσα στο πλαίσιο που προδιαγράφουν η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, για μια Παιδεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της «παγκοσμιοποίησης», της έντασης της επιθετικότητας του μεγάλου κεφαλαίου ενάντια σε δικαιώματα και κατακτήσεις, δε χωρά η Παιδεία που θέλει τον άνθρωπο δημιουργό της μοίρας και της ιστορίας του. Οι αγώνες που αναπτύσσονται αυτό το διάστημα στο χώρο της Παιδείας δείχνουν την ελπίδα και τον πραγματικό μονόδρομο για αλλαγές προς όφελος του λαού.
Με το σχέδιο νόμου για τη διά βίου εκπαίδευση επιχειρείται να θεσμοθετηθούν διάφορες δομές παροχής κατάρτισης που θα διατρέχουν όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και θα καθιστούν ουσιαστικά την κατάρτιση κύριο εκπαιδευτικό σύστημα, αφού αυτό επιτάσσουν και οι ευρωπαϊκές κατευθύνσεις. Στη λογική αυτή δίνεται η δυνατότητα να δημιουργηθούν κέντρα κατάρτισης μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, που θα κάνουν σεμινάρια συγκροτημένα από διδακτικές μονάδες και θα οδηγούν σε πιστοποιητικά επιμόρφωσης ή κατάρτισης. Με την έννοια κατάρτιση, αναφέρονται ουσιαστικά σε «ένα τσούρμο δεξιότητες», ατάκτως ερριμμένες, που πιθανά να φανούν πρόσκαιρα χρήσιμες σ' όποιον πληρώσει το αντίτιμο και τις αποκτήσει, ωστόσο είναι βέβαιο ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτές οι σκόρπιες γνώσεις του θα απαξιωθούν και θα χρειαστεί να ξανακάτσει στα θρανία της κατάρτισης. Μέσα από την προώθηση της κατάρτισης προχωράει επίσης και η πολύμορφη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης.
Τα Ινστιτούτα Διά Βίου Εκπαίδευσης (ΙΔΒΕ) που θα δημιουργηθούν σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ θα έχουν έσοδα από δίδακτρα που θα πληρώνουν οι φοιτητές, απευθείας χρηματοδότηση από επιχειρήσεις ή και από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και από την εμπορική τους δραστηριότητα. Παράλληλα, θα χρηματοδοτούνται από τον Ειδικό Λογαριασμό του οικείου ΑΕΙ ή ΤΕΙ, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης χρηματοδότηση από ιδιώτες. Τα «μαγαζιά» αυτά των ΑΕΙ και των ΤΕΙ θα υπόκεινται αξιολόγηση, με κριτήρια μεταξύ άλλων τη «ζήτηση» για τα προγράμματά τους, τη γνώμη αποφοίτων και διδασκόντων, καθώς και «γνώμη των φορέων απασχόλησης των αποφοίτων για την αποτελεσματικότητα των Προγραμμάτων», δηλαδή η γνώμη των εργοδοτών και των επιχειρήσεων για το αν τους κάνουν οι «γνώσεις» που θα αποκτούν οι απόφοιτοι. Αναφέρεται, δε, ρητά ότι η αρνητική αξιολόγηση ενός προγράμματος μπορεί να οδηγεί ακόμη και στην οριστική διακοπή της λειτουργίας του. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις θα παραγγέλνουν κι ανάλογα θα χρηματοδοτούν ή θα οδηγούν σε κλείσιμο τα συγκεκριμένα προγράμματα. Αυτή η σχέση των ΙΔΒΕ με τις επιχειρήσεις θα αποτελέσει δέλεαρ και «κράχτη» για αντίστοιχες δραστηριότητες των ΑΕΙ και ΤΕΙ, πολλά από τα οποία οδηγούνται λόγω της υποχρηματοδότησης να ψάχνουν για ιδιωτικούς φορείς που θα τα χρηματοδοτούν μέσα από διάφορες φόρμουλες.
Ο έτερος μποναμάς για την Ανώτατη Εκπαίδευση με τη μορφή νομοσχεδίου είναι αυτός που αφορά στις αλλαγές στο ΔΙΚΑΤΣΑ και τις αναγνωρίσεις τίτλων σπουδών. Ουσιαστικά, με αυτό εξισώνονται τα τρίχρονα bachelors με τα πτυχία που αποκτώνται στα ελληνικά πανεπιστήμια μετά από τεσσάρων και πέντε χρόνων σπουδές, αναγνωρίζονται σπουδές που γίνονται σε διάφορα μέρη και διαφόρων ειδών κι επιπέδων ιδρύματα κι, ακόμα, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να αναγνωριστούν τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΚ) που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια.
Τα παραπάνω είναι αποκαλυπτικά της κατάφωρης υποβάθμισης των ελληνικών πτυχίων που επιχειρείται. Παράλληλα, ολόκληρο το νομοσχέδιο διαπνέεται από τη λογική του συστήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης που επιβάλλουν οι συνθήκες της Μπολόνια, της Πράγας και του Βερολίνου, δηλαδή εκπαίδευση διαιρεμένη σε κύκλους σπουδών, αξιολογούμενη σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων, εξατομικευμένη για τον κάθε φοιτητή μέσω του συστήματος πιστωτικών μονάδων.
Θυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί ακόμα ένα νομοσχέδιο που ήδη ψηφίστηκε κι έγινε νόμος. Μετά το σάλο που προκλήθηκε από τις αποκαλύψεις για παράνομες μετεγγραφές, το υπουργείο Παιδείας προώθησε νέο νομοθετικό πλαίσιο στα τέλη του Οκτώβρη, θέτοντας όρους και προϋποθέσεις για μετεγγραφές. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση απέφυγε να απαντήσει ουσιαστικά στο πρόβλημα της ανύπαρκτης φοιτητικής μέριμνας στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας, απ' όπου ξεκινάει για τις λαϊκές οικογένειες και η ανάγκη της μετεγγραφής. Ετσι, συνεχίζεται το φαινόμενο παιδιά λαϊκών οικογενειών, που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά σε φοίτηση σε άλλη πόλη, να εγκαταλείπουν τις σπουδές τους.
Αναζητώντας συναίνεση στην εφαρμογή των αναδιαρθρώσεων που υπαγορεύει η ΕΕ στην Παιδεία, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει «εθνικό διάλογο», στον οποίο θα αξιοποιηθεί και το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Ωστόσο, είναι ήδη ξεκάθαρο από τις δηλώσεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας ότι δεν υποχωρεί από τους βασικούς άξονες του κυβερνητικού προγράμματός της, που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τις πραγματικές σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και σε απόλυτη σύμπνοια με τις επιταγές της ΕΕ για μεγαλύτερη σύνδεση με την αγορά. Και έχει γίνει πια φανερό ότι ο όποιος διάλογος διεξάγεται σε προαποφασισμένο πλαίσιο - το πλαίσιο της Λισαβόνας και της Μπολόνια. Και τα ζητήματα που τίθενται είναι δευτερεύοντα και αφορούν το πώς θα εφαρμοστούν χωρίς «κοινωνικές αναταράξεις» τα αντιδραστικά σχέδια.
Τους άξονες αυτού του διαλόγου είχε περιγράψει ο πρωθυπουργός κατά την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για την Παιδεία στις 8 Νοέμβρη 2004. Τότε είχε κάνει λόγο για οχτώ άξονες. Ανάμεσα σε αυτούς, η θέσπιση γενικών αρχών λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και «αλλαγές στον προσανατολισμό των δύο πρώτων βαθμίδων στη σχολική εκπαίδευση και ιδίως σε ό,τι αφορά την έμφαση που πρέπει να δώσουμε στην ανθρωπιστική παιδεία, τη δημιουργική μάθηση, την εισαγωγή της πληροφορικής και των δικτύων και την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα 12 χρόνια». Οπως έχει επανειλημμένα δηλώσει η υπουργός Παιδείας, οδηγός σε αυτές τις αλλαγές αποτελεί το λεγόμενο φινλανδικό μοντέλο, το οποίο προβάλλεται ως πρότυπο, ακριβώς γιατί συμπυκνώνει όλες τις αντιδραστικές αλλαγές που επιχειρούνται τα τελευταία χρόνια. Και στο οποίο η ταξική διαφοροποίηση έχει τον πρώτο λόγο, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σε όλες τις βαθμίδες, με μοχλό και την αξιολόγηση, είναι προσανατολισμένη στο να υπηρετεί την «ανταγωνιστικότητα».
Σε ό,τι αφορά την ανώτατη εκπαίδευση, θέμα του διαλόγου αποτελεί και η ενίσχυση της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, «η απαλλαγή τους από τη γραφειοκρατία» και η «αναβάθμιση των σπουδών». Μια «αναβάθμιση», όπως τη ζητά το μεγάλο κεφάλαιο, ώστε οι σπουδές και η επιστήμη να εξυπηρετούν καλύτερα τις ανάγκες του σε εργαζόμενους. Οπως αυτή έχει περιγραφεί στη Συνθήκη της Μπολόνιας, η εφαρμογή της οποίας αποτελεί για την κυβέρνηση προτεραιότητα. Οπως έχει δηλώσει η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου, ο διάλογος θα ξεκινήσει με την «αξιολόγηση» και τμήματα της Μπολόνια. Προς την κατεύθυνση αυτή πιέζει η επερχόμενη Σύνοδος του Μπέργκεν στις 26 Μάη, στην οποία, σύμφωνα με την υπουργό, «πρέπει να παρουσιάσουμε ότι στην Ελλάδα έχουν γίνει κάποιες κινήσεις επί του θέματος». Αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι η κυβέρνηση εντάσσει το διάλογο για αυτά τα θέματα στο μονόδρομο που έχει χαράξει η ΕΕ.
Στόχος της κυβέρνησης είναι, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, η προώθηση της «αξιολόγησης» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η προσπάθεια αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του λαού και της Παιδείας, καθώς ενώ «πατάει» και υπόσχεται να διορθώσει τρωτά του εκπαιδευτικού συστήματος, για τα οποία η ίδια αντιεκπαιδευτική πολιτική είναι υπεύθυνη, στην πραγματικότητα θεσμοθετεί μηχανισμούς καταναγκασμού και εντατικοποίησης, εντείνει την ταξική διαφοροποίηση και οδηγεί την εκπαίδευση στους δρόμους ακριβώς που θέλει το σύστημα. Και σε ένα κοινωνικό σύστημα που έχει σκοπό το κέρδος, η όποια αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι υποταγμένη σε αυτό.
Στον «εθνικό διάλογο» προτίθεται να θέσει η κυβέρνηση και τα ζητήματα της διά βίου κατάρτισης, για τα οποία η ΕΕ είναι σαφής ως προς το στόχο τους: Μεγαλύτερη παραγωγή απασχολήσιμων που θα συμβάλλουν στην «ανταγωνιστικότητα» του μεγάλου κεφαλαίου και μάλιστα με ορίζοντα το 2010, την ημερομηνία που έχει θέσει η Λισαβόνα.