Πέμπτη 1 Ιούνη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ενώ ο Ντα Βίντσι αργοσβήνει στις αίθουσες...
... Τρεις νέες απόπειρες σκάνε μύτη!

Η βδομάδα προσφέρει τρεις ενδιαφέρουσες, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, ταινίες. Δικαιωματικά πρώτη έρχεται η ιρανική ταινία «Offside», του Τζαφάρ Παναχί. Ενα αποκαλυπτικό φιλμ πάνω στις αντιφάσεις του σημερινού Ιράν. Δεύτερη, η «διασκεδαστική» ταινία του Μπράιαν Κουκ, «Λέγε με Κιούμπρικ». Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία σφετερισμού του ονόματος του γνωστού σκηνοθέτη. Τρίτη, αλλά όχι έσχατη, το μουσικό ντοκιμαντέρ, «Brasileirinho», του Μίκα Καουρισμάκι. Ενα «οδοιπορικό» πάνω στη βραζιλιάνικη αστική μουσική Choro.

Πορτρέτο
Τζαφάρ Παναχί

«Αν μια ταινία επιλέγεται για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τεχεράνης», λέει ο Τζαφάρ Παναχί, «τότε είναι πιο εύκολο να βρει διανομέα στο Ιράν. Κάθε χρόνο, συμπληρώνω κάθε απαραίτητη αίτηση για το φεστιβάλ αλλά μέχρι στιγμής οι ταινίες μου δεν έχουν βρει ποτέ διανομή στο Ιράν. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να διατηρώ την αισιοδοξία μου. Ισως γιατί υπάρχει χιούμορ στην ταινία αυτή, άρα έχει μία ευκαιρία να βρει διανομή φέτος. Νομίζω ότι αν η ταινία προβληθεί, θα ξεσηκώσει και πάλι συζητήσεις για να επιτραπεί η είσοδος των γυναικών στο γήπεδο... Με το Μουντιάλ να πλησιάζει, το timing είναι άψογο. Ισως αυτό να είναι απλά ένα όνειρο, αλλά εγώ συνεχίζω να ελπίζω».

Ο Τζαφάρ Παναχί γεννήθηκε το 1960 στο Ιράν. Σπούδασε σκηνοθεσία στο πανεπιστήμιο κινηματογράφου και τηλεόρασης στην Τεχεράνη. Πριν στραφεί στις μεγάλου μήκους ταινίες έκανε αρκετές μικρού και μεσαίου μήκους για την ιρανική τηλεόραση και δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη στο «Μέσα στους Ελαιώνες» του Aμπας Κιαροστάμι.

Η ταινία του «Ο Κύκλος» κέρδισε το «Χρυσό Λιοντάρι» στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2000. Η δραματική αυτή ταινία σχετικά με ένα κοινωνικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν αρκετές σύγχρονες ιρανές, πήρε τον τίτλο «Ταινία της χρονιάς» από την επιτροπή FIPRESCI και εμφανίστηκε σε πολλές λίστες με τις δέκα καλύτερες ταινίες των κριτικών σε πολλά μέρη του κόσμου. Ο Παναχί έκανε το ντεμπούτο του με το «White Balloon» το 1995, που κέρδισε βραβείο στις Κάννες. Ηταν η ιστορία των περιπετειών μιας νεαρής κοπέλας που προσπαθεί να αγοράσει ένα τυχερό χρυσόψαρο για την καινούρια χρονιά. Η ταινία του «The Mirror» το 1997, πήρε τη «Χρυσή Λεοπάρδαλη» στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

«Υπάρχει πρόβλημα στο Ιράν», λέει ο Ιρανός σκηνοθέτης, «γιατί η διαφορά ανάμεσα στο τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται δεν είναι πάντα τόσο ευδιάκριτη. Αν, για παράδειγμα, η μουσική απαγορεύεται, τότε να είσαι σίγουρος ότι ο κόσμος θα την ακούει ακόμα περισσότερο. Επίσης, αυτοί οι οποίοι επιβάλλουν τους νόμους τους ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Για το λόγο αυτό, ποτέ δεν ξέρουμε εντελώς αν έχουμε να κάνουμε με έναν πραγματικό νόμο ή την προσωπική εκδοχή κάποιου άλλου γι' αυτό. Η αστυνομία πρέπει να διασφαλίσει ότι ο κόσμος σέβεται τους νόμους, αν και ο κόσμος πάντα θα καταφέρνει να κάνει αυτό που θέλει ούτως ή άλλως. Οσον αφορά στο ποδόσφαιρο, η ατμόσφαιρα μέσα στο στάδιο είναι πολύ ...αντρική! Οι άνδρες σε ένα τέτοιο πλαίσιο τείνουν να γίνονται βίαιοι και να προσβάλλουν ο ένας τον άλλον, ώστε αυτό να τροφοδοτεί την αντιπαράθεση, καθώς κάποιοι συντηρητικοί πιστεύουν ότι οι γυναίκες δε θα 'πρεπε να εκτίθενται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές!

»Κάθε περιορισμός καταλήγει σε περαιτέρω περιορισμούς. Αν δούμε κάποιον συγκεκριμένο περιορισμό, αυτός μας οδηγεί σε περισσότερους. Οι ταινίες μου λειτουργούν με ανάλογο τρόπο. Πιάνω ένα σχετικά απλό θέμα και προσπαθώ να αναπτύξω όλα τα ζητήματα γύρω από αυτό, όλα όσα σχετίζονται με αυτό. Αυτό το μικρό πρόβλημα τελικά αντιπροσωπεύει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα σε μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Το Μουντιάλ είναι ένα παγκόσμιο γεγονός. Είτε το Ιράν ή η Ιαπωνία, όλοι μας έχουμε τα ίδια ιδανικά και αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να ξεριζώσουμε την καταπίεση. Ισως οι Ιρανές μας επίσης εκφράζουν την επιθυμία να γίνουν κομμάτι της διεθνούς κοινότητας. Αλλά αυτό δεν είναι το μήνυμα της ταινίας, το κοινό είναι ελεύθερο να πάρει από αυτήν ό,τι νομίζει».

Φιλμογραφία

2003«Κόκκινο Χρυσάφι»,2000«Ο Κύκλος»,1997«The Mirror»,1997«Ardekoul»,1995«Το Ασπρο Μπαλόνι»,1992«Akharin emtehan»,1992«The Friend»,1991«Kish»,1988«The Wounded Heads».

ΜΙΚΑ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ
Brasileirinho

Στη Βραζιλία χορεύουν από... μωρά!
Στη Βραζιλία χορεύουν από... μωρά!

Το «Brasileirinho» έρχεται σαν συνέχεια του «Moro No Brazil», του ίδιου σκηνοθέτη - παραγωγού. Μιλάμε για δυο ντοκιμαντέρ, που αφορούν στη μουσική της Βραζιλίας, την οποία, ο Μίκα Καουρισμάκι και ο αδερφός του, έχουν κάνει δεύτερη πατρίδα τους, αφού εκεί έχουν μεταφέρει και τις επιχειρήσεις τους. Το «Moro Νο Brazil», που γυρίστηκε το 2002, αφορούσε στη λαϊκή βραζιλιάνικη μουσική και το «Brasileirinho», που γυρίστηκε το 2005, στην αστική βραζιλιάνικη μουσική, τη γνωστή σαν Choro.

Η βραζιλιάνικη αστική μουσική, Choro, έχει ζωή 130 χρόνων! Μοιάζει με τζαζ! Για πολλούς είναι η βραζιλιάνικη τζαζ! Με αυθεντικά τοπικά (τροπικά) ηχητικά γνωρίσματα. Γνωρίσματα που την ξεχωρίζουν από άλλες τζαζ, άλλων χωρών!

Η Choro ξεκινάει με το τέλος του 19ου αιώνα. Βραζιλιάνοι μουσικοί άρχισαν να παντρεύουν ευρωπαϊκούς ρυθμούς με αφρο-βραζιλιάνικους. Ο «γάμος» ανάμεσα στις ευρωπαϊκές μελωδίες και τη μελαγχολική μουσική των Ινδιάνων της Βραζιλίας γέννησε το πασίγνωστο, πια, Choro! Ορχηστικά κομμάτια που παίζονταν στις αίθουσες χορού, στις μπιραρίες, αλλά και σε ειδικές συναυλίες. Κομμάτια που έχουν γράψει και υπηρετήσει εξαιρετικά βραζιλιάνικα ονόματα. Σχεδόν δεν υπάρχει κανένας βραζιλιάνος συνθέτης, όποιο είδος μουσικής και να υπηρετεί, που να μην έχει γράψει ή να μην έχει επηρεαστεί από την Choro.


Η Choro θεωρείται «ευλύγιστη» μουσική, γιατί έχει τη δυνατότητα να αποδίδεται από ένα άτομο ή από μεγάλες ορχήστρες. Με την ίδια ευκολία χωράει σε ένα μικρό καφέ, σε ένα χορευτικό μαγαζί, σε μια μικρή ή μεγάλη αίθουσα συναυλιών ή και σε τεράστιους ανοιχτούς χώρους. Το ίδιο «ευλύγιστη» είναι και η θεματολογία της. Ξεκινάει από μικρά προσωπικά γεγονότα και διευρύνεται.

Η ταινία του Μίκα Καουρισμάκι, χωρίς να είναι μια επαναστατική μουσική ταινία, στέκεται με μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό απέναντι στην ίδια τη μουσική και τους δημιουργούς της. Δίνει πολλές και χρήσιμες πληροφορίες. Παρέχει στο θεατή τη δυνατότητα να «μορφώσει γνώμη» ακούγοντας εξαιρετικά μουσικά σόλο, τρίο, μικρά και μεγάλα μουσικά σύνολα. Αλλά και «αυθόρμητους» μουσικούς αυτοσχεδιασμούς!

Το «Brasileirinho», το δίχως άλλο, είναι μια εξαιρετική ηχητική ανακούφιση. Οποιος αγαπάει τους λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, τους βραζιλιάνικους ρυθμούς, δε θα μετανιώσει βλέποντας την ταινία. Εστω και αν δείχνει κάποια στατικότητα σε κάποιες στιγμές. Μόλις αρχίσει η 7χορδη κιθάρα, οι κορνέτες, η βραζιλιάνικη τρέλα, αρχίζεις να χτυπάς ρυθμικά τα πόδια σου.

ΤΖΑΦΑΡ ΠΑΝΑΧΙ
Offside

Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, σε μια σκηνή της ταινίας
Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, σε μια σκηνή της ταινίας

Μπορεί ο δυτικός θεατής να βρει το «Offside» διδακτικό και αρκετά απλοϊκό. Ομως, για το Ιράν - και άλλες σχετικές χώρες - η ταινία του Τζαφάρ Παναχί, είναι μια πολύ χρήσιμη και λειτουργική ταινία! Γιατί, με απλό και απόλυτα κατανοητό τρόπο, παρεμβαίνει στην κοινωνία και προσπαθεί να την αφυπνίσει. Παρεμβαίνει στις συνειδήσεις και προσπαθεί να τις αναστατώσει. Η ταινία κέρδισε το βραβείο «Χρυσή Αρκτος» στο 56ο Φεστιβάλ Βερολίνου.

To «Offside» παρακολουθεί μια παρέα Ιρανών κοριτσιών, τα οποία διεκδικούν το αυτονόητο! Το δικαίωμα να παρακολουθήσουν και αυτές έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Δικαίωμα που στο Ιράν έχουν μόνον οι άντρες! Παθιασμένες και αυτές με την εθνική τους, που δίνει αγώνα πρόκρισης με το Μπαχρέιν για το μουντιάλ, αλλά και αποφασισμένες να παλέψουν με τις προκαταλήψεις, μεταμφιέζονται σε αγόρια και προσπαθούν να ξεγελάσουν τους φύλακες και να μπούνε στο στάδιο.

Στις αρετές της ταινίας είναι το πολύ λεπτό χιούμορ της! Ο σκηνοθέτης της διάλεξε τη μέθοδο της «ήρεμης» και «μαλακής» σάτιρας, της μελαγχολικής σάτιρας, για να πει τις απόψεις του. Ετσι δεν προκαλεί κανέναν! Αντίθετα, σκηνή τη σκηνή, πλάνο το πλάνο, καρέ το καρέ, διά μέσου του συναισθήματος και της λογικής, ξεδιπλώνει τις απόψεις του και αποκαλύπτει την ηλιθιότητα των προκαταλήψεων.

Η λογική και η ευαισθησία της ταινίας είναι τέτοια, που ο κάθε καλοπροαίρετος Ιρανός και όχι μόνο, μετά την επαφή μαζί της, το λιγότερο που έχει να κάνει είναι να «ξανασκεφτεί» τη συμπεριφορά του. Ο Τζαφάρ Παναχί καταφέρνει με απλές και πολύ λεπτές πινελιές να «ζωγραφίσει» όλο το ιστορικό και ψυχολογικό βάθος των προκαταλήψεων. Δεν αφήνει καμία περιοχή έξω από το κάδρο του. Με το τέλος της ταινίας αποκαλύπτεται ολόκληρη η αλήθεια.

Η μεγαλύτερη, όμως, αρετή της ταινίας είναι η διαλεκτική της. Ενώ εξωτερικά μοιάζει με κινηματογραφικό και φιλοσοφικό «πρωτόλειο», στην ουσία πρόκειται για μια κοινωνική πραγματεία. Η οποία απλώνεται σε όλο το φάσμα της ιρανικής πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής. Ο σκηνοθέτης ακουμπάει το νυστέρι του σε όλες τις πληγές του Ιράν και τις ξύνει. Τις ξύνει, όμως, με έναν τρόπο που δείχνει την επιθυμία του να γιατρέψει και όχι να προκαλέσει. Η ευθεία καταγγελία, άλλωστε, είναι απαγορευμένη στο Ιράν! Και η ίδια η ταινία δε βρήκε ακόμα διανομέα στη χώρα της!

Το Ιράν, με τις αλλεπάλληλες και χωρίς πραγματικό προοδευτικό προσανατολισμό «επαναστάσεις» του, με τις βαθιές ρίζες και τη μεγάλη εμπλοκή της θρησκείας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, τη μακροχρόνια, σκληρή καταπίεση του λαού που τον μετέτρεψε σε παθητικό δέκτη, είναι μια χώρα σε πολύ βαθιά σύγχυση! Από τη μια κυνηγάει το σύγχρονο και το πάντρεμα με την τεχνολογία και από την άλλη, για καθαρά πολιτικούς λόγους, διατηρεί όλες τις παλιές αναχρονιστικές δομές. Το κορίτσια, για παράδειγμα, σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και από την άλλη ζούνε μέσα σε απίστευτες διακρίσεις και απαγορεύσεις! Από τη μια, δηλαδή, η επιστήμη και η έρευνα και από την άλλη η σιωπή και η υποταγή!

Η ταινία με πολύ αποτελεσματικό τρόπο καυτηριάζει αυτές τις αντιφάσεις. Και ξεκαθαρίζει πως κάποιοι κερδίζουν από αυτές, γι' αυτό και τις διατηρούν! Κερδίζουν αυτοί που από τη μια θέλουν ειδικευμένο λαό, λαό που να αποδίδει, και από την άλλη θέλουν έναν λαό υπάκουο και συμβιβασμένο. Η ταινία καυτηριάζει, επίσης, και την τακτική που ακολουθείται, για να διατηρηθεί αυτό το «στάτους κβο», των πραγμάτων. Αποκαλύπτει, πώς οι «διοικούντες», στον έναν απαγορευτικό και καταπιεστικό νόμο, προσθέτουν έναν άλλον! Και μετά έναν άλλον! Και, τελικά, ο ιρανικός λαός ζει μέσα σε ένα πλέγμα νομοθετημένων αλλά και εθιμικών απαγορεύσεων. Μια ζωή, δηλαδή, καθόλου ευχάριστη. Βέβαια, για να εξηγούμαστε, αυτό σε καμία περίπτωση δε δικαιολογεί την εισβολή, που ετοιμάζουν οι Αμερικάνοι! Τα προβλήματα του Ιράν μόνον ο ιρανικός λαός μπορεί - και πρέπει - να τα λύσει.

Φυσικά, όπως όλοι οι λαοί, έτσι και ο ιρανικός, βρίσκει τον τρόπο να «ξεγελάει» αυτούς τους απαγορευτικούς νόμους. Αλλους τους ξεγελάει και άλλους τους καταργεί στην πράξη. (Κάτι παρόμοιο δεν κάνουμε και εμείς άλλωστε;). Η ταινία δικαιολογεί αυτή την τακτική του λαού και τον παροτρύνει να τη συνεχίσει!

Το «Offside» δε φέρνει κάποια επανάσταση στην έβδομη τέχνη. Οχι! Είναι απλό. Σχεδόν, μοιάζει ντοκιμαντέρ! Εάν δεν υπήρχε η «φόρτιση» του περιεχομένου, ίσως και να μας άφηνε τελείως αδιάφορους! Ομως, το περιεχόμενο είναι εκεί. Και είναι αληθινό. Αληθινοί οι χώροι, αληθινά τα πρόσωπα (οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες). Αληθινοί οι φύλακες, οι ποδοσφαιριστές και οι θεατές του αγώνα. Ολες αυτές οι αλήθειες, λοιπόν, είναι εκεί και μετασχηματίζονται σε μια αληθινή ταινία! Με εικαστικά «ελαττώματα», αλλά με ουσία!

Παίζουν: Σίμα Μπομπάρακ-Σάχι, Σαγιέστε Ιράνι, Αϊντα Σαντέκι.

ΜΠΡΑΪΑΝ ΚΟΥΚ
Λέγε με Κιούμπρικ

Μαρκ Γουόνερ και Τζο Μάλκοβιτς
Μαρκ Γουόνερ και Τζο Μάλκοβιτς

Στις αρχές του 1990 ο κύριος Aλαν Κάνγουεϊ, από το Λονδίνο, βαρέθηκε να είναι ο εαυτός του, άλλωστε δεν είχε και πολλά να κερδίσει από αυτόν, και έγινε ο διάσημος σκηνοθέτης του κινηματογράφου Στάνλεϊ Κιούμπρικ! Αυτός, μάλιστα, άξιζε τον κόπο. Και μόνον να έλεγε «Στάνλεϊ Κιούμπρικ», άνοιγαν όλες οι πόρτες! Με όλα τα θετικά αποτελέσματα γι' αυτόν! Περιποίηση, φιλοξενία, παροχή δανεικών και αγύριστων, ζωή «μπέικη», με άλλα λόγια. Ζωή που ο ίδιος, το παλιό του όνομα δηλαδή, δεν του παρείχε με τίποτα! Κιούμπρικ, λοιπόν!

Ο κύριος Κάνγουεϊ, αγαπητοί μου, ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ...χαρίσματα: Ψεύτης, Σφετεριστής, Απατεώνας, Υπερβολικός, Σαγηνευτικός, Μυθομανής, Μπλοφατζής, Γελοίος, Αγύρτης, Καταφερτζής, Ιδιότροπος, Αλαζόνας και ...Ομοφυλόφιλος, σύμφωνα με τους τίτλους των αγγλικών εφημερίδων, όταν έγινε γνωστή η αλήθεια και αποκαλύφθηκε η φτωχή του ταυτότητα.

Οπως αντιλαμβάνεστε έχουμε να κάνουμε με μια αληθινή ιστορία! Η οποία έχει ακόμα ένα ενδιαφέρον «ντεσού»! Οταν ο πραγματικός Στάνλεϊ Κιούμπρικ έμαθε πως κάποιος τον ...αντιγράφει, έστειλε τον προσωπικό του φίλο, τον σεναριογράφο Aντονι Φρίουιν στο Λονδίνο, για να μάθει περισσότερα! Εκείνος έμαθε τόσα πολλά που, στο τέλος, γοητεύτηκε από την ιστορία και κυρίως από τον ίδιον τον κύριο Κάνγουεϊ και υπέκυψε στον πειρασμό. Εκανε την όλη υπόθεση σενάριο!

Το σενάριο του κ. Aντονι Φρίουιν, φίλου του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο σκηνοθέτης και παραγωγός Μπράιαν Κουκ, το έκανε ταινία. Και παρότι είναι η πρώτη του σκηνοθετική δουλιά, το φιλμ είναι ...κινηματογραφικά ελκυστικό! Γιατί ρίχνει το βάρος στη «χαριτωμένη» πλευρά της ιστορίας. Η οποία μοιάζει με ένα «ψεύτικο» παραμύθι. Από αυτά τα «ψεύτικα παραμύθια» που «τρελαίνεται» ο κινηματογράφος. Η ταινία γοητεύεται από την προσωπικότητα του απατεώνα! Τον οποίον δεν αντιμετωπίζει αστυνομικά, καταγγελτικά. Αντίθετα, τον «κατανοεί» και έως ένα σημείο τον «δικαιολογεί» κιόλας. Στο κάτω - κάτω, τι κακό έκανε ο άνθρωπος! Είπε να ζήσει λίγο και αυτός όπως ζούνε οι διάσημοι! Κακό είναι; Υστερα, μην ξεχνάμε, και αυτοί εκμεταλλεύονται τον απατεώνα. Τον κάνουν ταινία! Υποθέτω χωρίς να τον αποζημιώσουν, όπως δικαιούται! (Τελικά, ποτέ δε χάνουν οι ...διάσημοι. Είναι και αυτός ένας «νόμος»)!

Η ταινία δεν κάνει κοινωνιολογική έρευνα. Δεν προσπαθεί να εμβαθύνει στην προσωπικότητα του απατεώνα! Δεν ψάχνει για τους κοινωνιολογικούς λόγους και τις προσωπικές αιτίες, που οδήγησαν έναν άνθρωπο να παραστήσει κάποιον άλλον. Δε φορτώνεται με επιστημονικές ή έστω σοβαρές κοινωνιολογικές αναζητήσεις. O,τι κοινωνιολογικό ή ψυχοερευνητικό προκύπτει, προκύπτει από σπόντα! Το ενδιαφέρον του σεναρίου, όσο και της σκηνοθεσίας, στρέφεται προς το ...χαριτωμένο! Το ίδιο και ο πρωταγωνιστής της, ο Τζον Μάλκοβιτς. Ο οποίος φτιάχνει μια «χαριτωμένη» φιγούρα, είναι αλήθεια, όμως, απλώς μια «χαριτωμένη» φιγούρα. Τίποτα περισσότερο! Κανένα «δραματικό» στοιχείο τέτοιο που θα έδινε άλλο περιεχόμενο στον ήρωα. Θα έδινε άλλες ευκαιρίες στον ηθοποιό!

Το «Λέγε Με Κιούμπρικ», λοιπόν, είναι μια «χαριτωμένη» ταινία και τίποτα περισσότερο. Ακριβώς, όπως την επιθυμούσαν οι δημιουργοί της. Με καλή ατμόσφαιρα, με καλές ερμηνείες, με αρκετό ενδιαφέρον. Ολα αυτά, όμως, με τη σχετική έννοια των λέξεων. Γιατί το καλό, ας πούμε, όταν δεν είναι σχετικό, έχει άλλες απαιτήσεις.

Παίζουν: Τζον Μάλκοβιτς, Τζιμ Ντέιβιντσον, Μαρκ Γουόρεν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ