Πέμπτη 29 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΤΣΕΖΕ
Shine a light

Μπορώ να κατανοήσω την ανάγκη του καλλιτέχνη να μη θέλει να κατέβει από τη σκηνή. Η σκηνή είναι το σπίτι του, πώς να φύγει από το σπίτι του; Αλλο αυτό, βέβαια, και άλλο να μη θέλει να κατέβει, γιατί εκεί πάνω κόβει μονέδα!

Μια τέτοια περίπτωση, και να με συγχωρούνε, είναι και οι Ρόλινγκ Στόουνς. Το περίφημο αυτό ροκ συγκρότημα, που στην εποχή του, τόσο με τη μουσική του, όσο και με τις πολύ ζωντανές και πολύ κινητικές εμφανίσεις του, χάλαγε κόσμο. Η τελευταία του εμφάνιση, το φθινόπωρο του 2006, στη Νέα Υόρκη, ήταν μια τραγωδία!

Μια τραγωδία που την έκανε ακόμα χειρότερη η πρόχειρη και βιαστική («αρπαχτή») σκηνοθεσία του Μάρτιν Σκορτσέζε (άλλος φραγκοκυνηγός και αυτός). Η ανυπεράσπιστη άσπρη κινηματογραφική οθόνη γεμίζει από κάποια γερασμένα, και πάλι να με συγχωρούνε, ζόμπι, που ξεχνώντας τα χρόνια τους, προσποιούνται ή προσπαθούν να προσποιηθούν, πως νίκησαν το χρόνο και παρέμειναν παιδιά. Τότε που κάθε κούνημα της μέσης τους (Μικ Τζάγκερ) «πέθαινε» τα (άμυαλα) κορίτσια.

Οταν χάσεις το μέτρο χάνεσαι και εσύ μαζί του. Και αυτό ισχύει τόσο για τους Ρόλινγκ Στόουνς όσο και για τον Μάρτιν Σκορτσέζε. Τόσο το συγκρότημα όσο και ο σκηνοθέτης έχουν ένα πολύ καλό όνομα να υπερασπιστούν. Οι «αρπαχτές» δεν αρμόζουν στην ποιότητά τους. Κρίμα!

Εμφανίζονται: Μικ Τζάγκερ, Κιθ Ρίτσαρντς, Τσάρλι Γουότς, Ρόνι Γουντ, Κριστίνα Αγγιλέρα, Μπάντι Γκάι, Τζακ Γουάιτ Γ.

ΜΑΣΑΓΙΟΥΚΙ ΟΤΣΙΑΪ
Στιγμιότυπα θανάτου

Η πρώτη αμερικανική παραγωγή, που σκηνοθέτησε ο Ασιάτης Μασαγιούκι Οτσιάι, τα «Στιγμιότυπα Θανάτου», ασχολείται με τα φαντάσματα που εισέρχονται στο κάδρο μας όταν τραβάμε τις επαγγελματικές, τις προσωπικές και τις οικογενειακές φωτογραφίες μας!

Ο κύριος αυτός, σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Λιουκ Ντόσον, ισχυρίζεται - στα σοβαρά παρακαλώ - πως αν προσέξουμε καλά τις φωτογραφίες, που έχουμε τραβήξει ή μας έχουν τραβήξει, θα διαπιστώσουμε να υπάρχουν ανάμεσά μας, και ανάμεσα στους φίλους μας και στους συγγενείς μας, κάποιες σκιές, κάποια ακαθόριστα σχήματα. Αυτές οι σκιές, αυτά τα σχήματα, δεν είναι παραξενιές του φακού ή του φωτός, αλλά, φυλαχτείτε, φαντάσματα!

Σας ρωτάω: Τι κριτική να κάνεις; Υπάρχουν περιθώρια να ασχοληθείς σοβαρά με μια τέτοια ταινία; Ακόμα και αν είναι, που δεν είναι, άριστα γυρισμένη; Το θέμα της, που δεν είναι κωμωδία ή κάτι σχετικό, καταστρέφει κάθε καλή - που δεν υπάρχει τέτοια - προσπάθεια.

Βέβαια, μαθαίνω πως πέρα από το «δικό» μας, τον Χαρδαβέλλα, συμπαραστάτης του Οτσιάι, στην προσπάθειά του να αποδείξει την ύπαρξη φαντασμάτων, είναι και το γνωστό CNN! Το «θαυμάσιο» αυτό κανάλι έκανε μια έρευνα, με την οποία «απέδειξε» πως το ένα τρίτο των θεατών του πιστεύουν στα φαντάσματα. Μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν έρθει και πρόσωπο με πρόσωπο με αυτά!

Καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, για τι είδος θεατών μιλάμε! Είναι οι ίδιοι «θεατές» που πιστεύουν ότι δικαίως η Αμερική εισβάλλει, βομβαρδίζει, σκοτώνει, καταστρέφει. Μακριά, λοιπόν, από φαντάσματα και από βλάκες «θεατές»!

Παίζουν: Τζόσουα Τζάκσον, Ρέιτσελ Τέιλορ, Ντέιβιντ Ντένμαν, Τζον Χένσλεϊ.

ΠΑΟΛΟ ΜΟΡΕΛΙ
Η Πόλη των Ανθρώπων

Οταν έχεις στα χέρια σου έναν θησαυρό, έχει άλλες απαιτήσεις ο κόσμος από εσένα. Ο θησαυρός είναι η Βραζιλία με τις τεράστιες αντιθέσεις της. Από τη μια μεριά η απέραντη φτώχεια και από την άλλη ο απέραντος πλούτος. Και, ακόμα, το τοπίο. Από μόνο του είναι ένα εκφραστικό μέσο. Πανέμορφο, υγρό, ζεστό και σκληρό. Και αμέσως έρχονται τα πρόσωπα. Ισως από τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της Βραζιλίας, ίσως από τον καυτό ήλιο, ίσως από τη σκληρή βιοπάλη, είναι όλα ιδρωμένα, μπρούντζινα και εκφραστικότατα. Ιδιαίτερα τα παιδιά, με τα οποία ασχολείται η ταινία.

Ολα αυτά τα μοναδικά υλικά, δυστυχώς, δεν μπήκαν στο σωστό αυλάκι, με αποτέλεσμα όλος αυτός ο ποταμός να χύνεται άσκοπα. Τα προβλήματα, τα πρόσωπα, τα παιδιά δε μετέφεραν μεγάλους κραδασμούς. Η αστοχία των δημιουργών να μεταφέρουν στην οθόνη ένα επιτυχημένο σίριαλ, και όχι να πουν το δικό τους αυτόνομο λόγο, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ταινία. Τα πράγματα στη μεγάλη οθόνη μεταφέρθηκαν, όπως τα είχε μεταφέρει η τηλεόραση στη δική της εκδοχή. Ευανάγνωστα και ευκολοχώνευτα. Και, κυρίως, χωρίς να μπει το μαχαίρι στο κόκαλο.

Στην ευρύτερη περιοχή του Ρίο ντε Τζανέιρο ζούνε πάνω από 14 εκατ. ψυχές. Οι τουρίστες, βέβαια, γνωρίζουν την παραλία της Κοπακαμπάνα ή την ακόμα ακριβότερη Ιπανέμα. Μιλάμε για παραλίες χιλιομέτρων! Ολοι, βέβαια, έχουμε ακούσει πως στο Ρίο ντε Τζανέιρο (σε ολόκληρη τη Βραζιλία) ο τεράστιος πλούτος συναγωνίζεται την τεράστια φτώχεια. Από τη μια μεριά η χλιδή και από την άλλη ο πόνος. Υπάρχουν περιοχές που τρέχει το χρυσάφι και υπάρχουν άλλες, οι περισσότερες, στις οποίες κυριαρχεί η πείνα, η έλλειψη στέγης, ο αναλφαβητισμός, η πορνεία, τα ναρκωτικά, το έγκλημα.

Ο Πάολο Μορέλι, ακολουθώντας τα αχνάρια του ομότιτλου και πολύ πετυχημένου σίριαλ «Η Πόλη των Ανθρώπων» καταπιάστηκε με τις φτωχικές γειτονιές. Πήρε τον κορμό της ιστορίας από το σίριαλ και τον έφτιαξε κινηματογραφική ταινία. Με διάφορα «φλας μπακ», με παράλληλο μοντάζ (την ίδια στιγμή παρακολουθούμε δυο και τρεις ιστορίες) ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει γυρίσει και μερικά επεισόδια του σίριαλ, προσπαθεί σε δύο ώρες, περίπου, που διαρκεί η ταινία, να χωρέσει ολόκληρη την ιστορία του σίριαλ. Αυτό, βέβαια, είναι ανθρωπίνως αδύνατο, με αποτέλεσμα τα πράγματα να γίνονται σπασμωδικά, να υπάρχει αρκετή ασάφεια και σύγχυση. Και, κυρίως, να χάνεται η συγκίνηση!

Δυο 18χρονοι φίλοι ζούνε σε έναν πάμφτωχο λόφο, ο οποίος βρίσκεται σε διαμάχη με τον απέναντι ακόμα πιο πάμφτωχο λόφο. Οταν λέμε διαμάχη μιλάμε για διαμάχη ένοπλων συμμοριών, οι οποίες προσπαθούν η μια να εξοντώσει την άλλη, για να διευρύνουν έτσι τις «επιχειρήσεις» τους: ληστείες, πορνεία, ναρκωτικά, όπλα.

Οι δυο φίλοι δεν ανήκουν στις συμμορίες. Εχουν τα δικά τους προβλήματα. Του ενός ο πατέρας έχει σκοτωθεί, χτυπημένος πισώπλατα, όταν εκείνος ήταν ακόμα μωρό, και ο άλλος, δε γνωρίζει, ακόμα, ποιος είναι ο πατέρας του! Επίσης, ο ένας είναι παντρεμένος με ένα μωρό στην αγκαλιά, καθώς η γυναίκα του έφυγε για το Σαν Πάολο, για να εργαστεί, ελπίζοντας να συγκεντρώσει χρήματα για να επιστρέψει και να ζήσουν καλύτερα. Μιλάμε για φτωχοδιάβολους. Για δυο φτωχοδιάβολους μέρος μιας τεράστιας περιοχής φτωχοδιάβολων.

Οι «φαβέλες» (παραγκογειτονιές) του Ρίο είναι πασίγνωστες. Ουκ έστιν αριθμός αυτών που ζούνε εκεί μέσα. Μόνον σε μια τέτοια γειτονιά του Ρίο ζούνε 250.000 άτομα μαζεμένα! Ζούνε, τελοσπάντων, τρόπος του λέγειν! Στοιβάζεται ο ένας πάνω στον άλλον. Τρώνε (όταν έχουν), κοιμούνται (όταν μπορούν), κάνουν έρωτα (από ένστικτο), όλα αυτά σε κοινή σχεδόν θέα. Αφού τα «σπίτια» και τα «δωμάτια» δεν κρύβουν ούτε τα σώματα, ούτε τους ήχους! Και λάσπες. Και μικρόβια. Και αρρώστιες.

Απ' όλο αυτό το φρικτό σκηνικό, ο Πάολο Μοράλες και ο παραγωγός του, ο γνωστός σκηνοθέτης Φερνάντο Μεϊρέλες («Ο Επίμονος Κηπουρός»), ο άνθρωπος που έφτιαξε μια αντίστοιχη ταινία, την εμπορικότερη ίσως ταινία της Βραζιλίας, την «Πόλη του Θεού», η οποία στάθηκε αφορμή, για να φτιαχτεί το σίριαλ(!) κράτησαν σχεδόν μόνο τα εξωτερικά στοιχεία του «φυσικού» και ανθρώπινου ντεκόρ. Ολα φαίνονται! Αλλά φαίνονται ή βιαστικά και χάνονται ή φαίνονται ωραιοποιημένα (φολκλορικά) και πάλι χάνονται.

Παρ' όλα αυτά, ο φακός και τα πρόσωπα, ηθοποιοί και απλοί περαστικοί πολίτες, μιλάνε από μόνα τους (και ερήμην των δημιουργών). Ο,τι έρχεται μπροστά, πρώτο πλάνο στο φακό, είναι μια καταγγελία! Είναι μια πιστή καταγραφή της ταλαιπωρημένης Βραζιλίας. Ο θεατής δεν ασχολείται με την ιστορία, παρότι έχει και αυτή το ενδιαφέρον της, αλλά ασχολείται με το χώρο, με τους ανθρώπους, με τον πόνο! Στα πρόσωπα των ηθοποιών, στα μάτια τους, προπαντός στα μάτια τους, διαγράφεται ένας απέραντος τρόμος. Τρόμος για το σήμερα και το αύριο. Τρόμος για τις ένοπλες και αδίστακτες συμμορίες που λυμαίνονται τις φτωχές περιοχές, τρόμος για τους αστυνομικούς, οι οποίοι, για να συμπληρώσουν τους πενιχρούς μισθούς τους, μετατρέπονται σε «κρυφούς» κακοποιούς: ληστεύουν, εκβιάζουν, πουλάνε ναρκωτικά, γίνονται νταβατζήδες... Τρόμος, κυρίως, για το μεγάλο ληστή, τον καπιταλισμό, ο οποίος εν ψυχρώ έχει καταδικάσει σε αργό θάνατο τόσα εκατομμύρια ψυχές. Είναι τέτοια η αγριότητα στο Ρίο και τέτοια η φτώχεια που, για παράδειγμα, στο μετρό υπάρχουν ταμπέλες οι οποίες σε προειδοποιούν να μην τρέχεις, γιατί η αστυνομία θα σε εκλάβει για κλέφτη!

Θέλει, βέβαια, πολύ γερά κότσια και μεγάλη ιδεολογική και ταξική κατάρτιση, για να μεταφέρεις στην οθόνη όλη αυτή την αθλιότητα. Θέλει, ακόμα, και ταξική συνείδηση για τον πραγματικό ρόλο της Τέχνης. Δυστυχώς, οι δημιουργοί της «Πόλης των Ανθρώπων», περιορίστηκαν σε μια τουριστική περιγραφή, σε μια ακροθιγή αντιμετώπιση του ζητήματος. Γίνεται φανερός ο στόχος τους να αρέσουν (το εισιτήριο)! Κυρίως στο εξωτερικό. Στη Βόρεια Αμερική, στην Ευρώπη...

Ωστόσο, σας συστήνω να δείτε την ταινία, γιατί τα προβλήματα δεν κρύβονται! Ο πόνος δεν κρύβεται. Ο θεατής δεν πρόκειται να μείνει ασυγκίνητος! Θα αγαπήσει αυτούς τους φτωχοδιάβολους, θα πονέσει μαζί τους. Θα νιώσει την αγωνία τους, την επιθυμία τους για ένα κομμάτι χαρά. Οταν αγκαλιάζονται, αγκαλιάζονται άδολα και σφιχτά. Οταν φιλιούνται στα χείλη φιλιούνται με όλο το κορμί τους. Οταν κοιτάζονται στα μάτια, κοιτάζονται χωρίς σκιές και δεύτερες σκέψεις. Είναι όμορφοι άνθρωποι, και ας στάζει τόσος ιδρώτας από πάνω τους. Ισως ακριβώς γιατί στάζει τόσος ιδρώτας, να είναι τόσο όμορφοι!

Το τοπίο, οι γειτονιές, τα στενοσόκακα, οι μικρές πλατείες, οι απέραντες παραλίες, η ακόμα πιο απέραντη θάλασσα, οι ερμηνείες των ηθοποιών (οι δυο 18χρονοι, ο πατέρας, ο αρχηγός της συμμορίας που «νίκησε», η νεαρή φίλη του ενός 18χρονου), όλα τα πρόσωπα, όλες οι μουσικές της ταινίας, η ατμόσφαιρα, όλα αυτά θα σας σκλαβώσουν! Οσες ελλείψεις και αν παρατηρήσετε, και θα παρατηρήσετε αρκετές, δε θα βγείτε απροβλημάτιστοι από την αίθουσα. Τα ζητήματα μπαίνουν, έστω και ερήμην των δημιουργών.

Παίζουν: Ντάρλαν Κούνχα, Ντάγκλας Σίλβα, Τζόναθαν Χάαγκενσεν, Ροντρίγκο ντος Σάντος.

Αφιέρωμα στη Βενεζουέλα

Σήμερα ξεκινάει στον κινηματογράφο «Τριανόν» (και θα διαρκέσει μέχρι την άλλη Πέμπτη) το αφιέρωμα στον κινηματογράφο της Βενεζουέλας! Θα παιχτούν 9 ταινίες:) 1) Ο ΤΣΑΒΕΣ, Η ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ ΚΙ Η ΝΕΑ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ, 2) ΜΠΟΛΙΒΑΡ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, 3) ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, 4) ΜΙΑ ΖΩΗ, ΔΥΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ, 5) Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΕ ΘΑ ΜΕΤΑΔΟΘΕΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ, 6) ΜΠΟΛΙΒΑΡΙΑΝΗ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ. Ο ΛΑΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, 8) ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, 9) ΔΕ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ ΣΗΜΕΡΑ και 10) REVOLUTION: ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ.

Το αφιέρωμα, που μπορείτε να παρακολουθήσετε με ένα εισιτήριο (τρεις ταινίες την ημέρα), γίνεται σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας στην Ελλάδα. Από τους τίτλους των ταινιών και μόνον, πέρα από τα άλλα στοιχεία που συγκεντρώσαμε (δυστυχώς δεν είδα καμία ταινία και δεν έχω προσωπική (κριτική) άποψη), φαίνεται πως ο θεατής σίγουρα θα σχηματίσει μια πολύ σοβαρή γνώμη για τη σημερινή Βενεζουέλα. Μια χώρα, που έτσι και αλλιώς τραβάει το ενδιαφέρον μας. Στο αφιέρωμα υπάρχουν ταινίες με υπόθεση και ταινίες ντοκιμαντέρ.

Η θεματολογία των ταινιών είναι τέτοια που, σίγουρα, ο θεατής θα γεμίσει τις αποσκευές του. Στην ταινία, για παράδειγμα, «Ο Τσάβες, η Βενεζουέλα κι η Νέα Λατινική Αμερική», της Alexandra Keeble, η Αλέιδα Γκεβάρα, η μεγαλύτερη κόρη του Τσε Γκεβάρα και της Αλέιδα Μαρτς, η οποία εργάζεται ως παιδίατρος στην Αβάνα, παίρνει συνέντευξη από τον Ούγο Τσάβες. Θέμα της συνέντευξης: «Οι επαναστατικοί κραδασμοί στη Βενεζουέλα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Απριλίου του 2002». Το πραξικόπημα υποκινήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες (από ποιον άλλο;).

Υπάρχει η ταινία που συν-σκηνοθέτησε η Ελληνίδα (ομογενής από τη Βενεζουέλα) Ευτέρπη Χαραλαμπίδη, «Μπολιβάρ για Πάντα - Πολίτης της Ελευθερίας», η οποία αναφέρεται σε μια τηλεοπτική σειρά (σίριαλ) του νέου δημόσιου τηλεοπτικού καναλιού της Βενεζουέλας με θέμα την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής. Η σειρά έγινε μετά από πρόταση (και σε δική του ιδέα) του Ούγο Τσάβες.

Θεωρώ πως αξίζει τον κόπο να επισκεφτούμε τον κινηματογράφο της οδού Κοδριγκτώνος. Αλλωστε, οι Ελληνες θεατές δεν έχουμε καθημερινά την ευκαιρία να δούμε συγκεντρωμένες τόσες ταινίες από μια λατινική χώρα. Πέρα από το γεγονός ότι κάτι συμβαίνει στη Βενεζουέλα...

Ταινίες από τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και τον Ζυλ Ντασσέν

Φτωχή, πράγματι, η εβδομάδα. Με εξαίρεση, ίσως, το αφιέρωμα (εννέα ταινίες) στον κινηματογράφο της Βενεζουέλας - και στη Βενεζουέλα - στο «Τριανόν». Υπάρχει, βέβαια, «Η Πόλη των Ανθρώπων», του Βραζιλιάνου Πάολο Μορέλι, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι μια ολοκληρωμένη ταινία. Παρασύρθηκε από το τηλεοπτικό παρελθόν της. Το θέμα της σίγουρα θα έσπαγε κόκαλα, αν, φυσικά, είχε άλλη μεταχείριση. Παιδικές συμμορίες στη Βραζιλία. Φτώχεια, όπλα, ναρκωτικά, φιλίες...

Η δεύτερη ταινία της εβδομάδας, που ζητάει την προσοχή μας, είναι μια ακόμα παλιά (1950) ταινία, του Ζυλ Ντασσέν. Πρόκειται για την εξπρεσιονιστική «Η Νύχτα και η Πόλη». Ενα Λονδίνο, όπως δεν το έχετε ξαναδεί στον κινηματογράφο, βουτηγμένο στην παρανομία και στο έγκλημα.

Μετά από τις δυο σημαντικές αυτές ταινίες, που ήδη αναφέραμε, περνάμε στη συνηθισμένη ...θλίψη! Τα «Στιγμιότυπα του Θανάτου», του Μασαγιούκι Οτσιάι, είναι ένα καθ' όλα προβλεπόμενο μεταφυσικό θρίλερ. Ο Μάρτιν Σκορτσέζε, στην ταινία του «Shine a Light», χρησιμοποιεί το όνομά του και το όνομα των «Rolling Stones» για να τα ...αρπάξει! Φιλμογραφούν δήθεν, βιντεοσκοπούν καλύτερα, μια συναυλία του γερασμένου, πια, ροκ συγκροτήματος και περιμένουν τις ...εισπράξεις!

ΖΥΛ ΝΤΑΣΣΕΝ
Η Νύχτα και η Πόλη

Σωστό είναι να ξεκινήσουμε με τους φωτισμούς! Δε θέλω να πω πως είναι το άλφα και το ωμέγα της ταινίας, σίγουρα, όμως, είναι ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της τα οποία την κάνουν να απαιτεί το σεβασμό μας. Από το «Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι» (1919), του Ρόμπερ Βίνε, μέχρι τις μέρες μας, ο εξπρεσιονισμός, όσες φορές χρησιμοποιήθηκε σωστά στο κινηματογράφο, έφερε θαυμάσια αποτελέσματα. Δημιούργησε έναν εξαιρετικά εκφραστικό κόσμο, προσέφερε δυνατά συναισθήματα.

Η ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Η Νύχτα και η Πόλη» (1950) με τη βοήθεια, βέβαια, του εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας Μουτζ Γκρινμπάουμ, παρουσιάζει ένα «φανταστικό» Λονδίνο (υποκειμενικό) το οποίο, όμως, είναι βαθιά «πραγματικό» (αντικειμενικό), αφού φαίνεται το «εσωτερικό» του, φαίνεται η «ψυχή» του. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, μοιάζουν με ακτινογραφίες. Ακτινογραφίες που φέρνουν στην επιφάνεια όλες τις αμαρτίες της πόλης. Δεν είναι τυχαίο που οι Λονδρέζοι αντέδρασαν έντονα σε βάρος της ταινίας. Δεν αναγνώρισαν (ή την αναγνώρισαν;) την πόλη τους.

Ο Ζυλ Ντασσέν με τη βοήθεια του δοκιμασμένου σεναριογράφου Τζο Αϊσινγκερ και στηριζόμενη στο μυθιστόρημα του Γκέραλντ Κερς έφτιαξε μια ταινία που «διαλύει» την πόλη, που την «αποσυνθέτει». Πίσω από την Πόλη, βέβαια, στο δεύτερο επίπεδο για όσους θέλουν να καταλάβουν, υπάρχει ο πραγματικός ένοχος. Το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός που, με την ιδεολογία του και τις πρακτικές του, παράγει όλα αυτά τα επικίνδυνα και αδίστακτα στοιχεία, που πέφτουν σαν τις ακρίδες πάνω στην Πόλη και στους πολίτες. Παιδιά δικά του είναι όλα αυτά τα επικίνδυνα στοιχεία, τα οποία διαφεντεύουν την πόλη, καθορίζουν την καθημερινότητα, επιβάλλουν τους όρους τους. Είναι τέτοια η μανία τους και η επιθυμία τους για πλουτισμό, για παράνομο πλουτισμό, που πατάνε επί πτωμάτων (πραγματικά και μεταφορικά).

Η ταινία εξωτερικά μοιάζει με μια αστυνομική ταινία. Είναι και τέτοια. Στην ουσία, όμως, είναι μια ταινία χαρακτήρων. Για την ακρίβεια είναι μια ταινία που ασχολείται με χαρακτηριστικούς τύπους της πόλης, της ζωής. Ολοι αυτοί οι χαρακτήρες, τελικά, φτιάχνουν μια αποκαλυπτική τοιχογραφία. Ο πρωταγωνιστής της, ο Χάρι Φαμπιάν για παράδειγμα, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αδίστακτου αριβίστα, ο οποίος στην πορεία του προς την κορυφή δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό (πόσοι τέτοιοι κυκλοφορούν και στη δική μας πόλη!). Από την άλλη μεριά, ο παλιός παλαιστής, ο «Γρηγόριος, ο Αθηναίος» (τυχαία το όνομα;), ο άνθρωπος που επιμένει να παλεύει τίμια, εκφράζει σίγουρα τους απλούς ανθρώπους, τους ανθρώπους που έχουν ηθικές αξίες, που κρατάνε το λόγο τους. Στο κέντρο αυτών των δύο ακραίων χαρακτήρων κυκλοφορεί όλο το φάσμα του καλού και του κακού.

Η ταινία τρέχει σαν καλπασμός γρήγορου αλόγου. Πέρα από τους ηθοποιούς, οι οποίοι είναι θαυμάσιοι, μιλάει και το μοντάζ, εξαιρετικά δεσίματα των πλάνων (ρακόρ), μιλάνε τα ντεκόρ, που συνεισφέρουν αφάνταστα στην αγωνία και στη δράση, μιλάει η φωτογραφία, η οποία αναδεικνύει τους ανθρώπους, τα ντεκόρ, τις καταστάσεις και «σπρώχνει» τον θεατή να κοιτάξει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Τόσο τα εξωτερικά, δρόμοι, πλατείες, στενάκια, γέφυρες (εξαιρετική η σκηνή του τέλους), όσο και τα εσωτερικά, σπίτια, κέντρα διασκέδασης, γήπεδο πάλης, κλπ., όπως, και κυρίως, οι θέσεις της μηχανής και η επιλογή των φακών, είναι τόσο άριστα προσεγμένα όλα αυτά, που πραγματικά αναδεικνύουν, αποδεικνύουν σωστότερα, την καλλιτεχνική αξία του Ζυλ Ντασσέν. Είναι κρίμα που αυτός ο άνθρωπος δεν απασχολήθηκε με πιο άμεσα πολιτικά θέματα. Που οι περισσότερες ταινίες του δεν μπαίνουν κατευθείαν στο ψητό! Και μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ταινία του 1950!

Παίζουν: Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζιν Τίρνι, Γκούγκι Γουίδερς, Χίου Μάρλοου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ