Κυριακή 10 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"

Συνεχίζοντας την προσπάθεια να αναδειχτεί το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, ο ξεριζωμός και οι διώξεις του, σήμερα φιλοξενούμε περιλήψεις τεσσάρων ακόμα εισηγήσεων, που παρουσιάστηκαν σε πρόσφατο συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς «ο Προμηθέας».

Παρουσιάζεται επιγραμματικά ο ρόλος των ιμπεριαλιστών στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και τη Γενοκτονία των Ποντίων, που αποκρύπτεται επιμελώς για να μην αποκαλυφθεί πως στόχος της επέμβασης που οδήγησε στο μακελειό ήταν ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής και η ανατροπή της νεαρής ακόμη σοβιετικής εξουσίας. Επίσης αποκαλύπτονται οι ευθύνες και οι επιδιώξεις των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η πλήρης υποταγή τους στα σχέδια των ιμπεριαλιστών και η ενεργός συμβολή τους με χρήματα, αλλά και αποστολή έμψυχου δυναμικού στην αντισοσιαλιστική προπαγάνδα. Η προσπάθειά τους να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα και την αντίστασή του στην εμπλοκή της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό έγκλημα. Η εκμετάλλευση των προσφύγων για να γεμίσουν οι τσέπες των πλουτοκρατών.

Φωτίζεται η στάση του εργατικού κινήματος και του ΣΕΚΕ, του μόνου κόμματος που κατήγγειλε ξεκάθαρα την εμπλοκή της χώρας μας και πρωτοστάτησε σε σκληρές μάχες για την προστασία της Ελλάδας από την επερχόμενη βέβαιη συμφορά, αντιμετωπίζοντας διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμούς και εξορίες, άγριο κυνηγητό.

Επίσης, παρουσιάζεται η πορεία του ποντιακού ελληνισμού στην πρώην ΕΣΣΔ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τι οδήγησε στις μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών, πώς αυτοί συνέβαλαν στην ανοικοδόμησή της και πώς διέπρεψαν σε όλους τους τομείς, απολαμβάνοντας τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού. Στοιχεία και μαρτυρίες που καταρρίπτουν τον ισχυρισμό ότι οι Ελληνες αποτελούσαν μειονότητα υπό διωγμό στη Σοβιετική Ενωση.

Αλλά και πώς ο Ποντιακός Πολιτισμός παραμένει ζωντανός μέσα από την καταγραφή του στη συνείδηση του ποντιακού ελληνισμού, όχι ως στοιχείο φολκλόρ, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του.

Ο ρόλος της ηγεσίας των πολιτικών δυνάμεων στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και στη Γενοκτονία των Ελληνοποντίων

Εξόριστοι στο Ερζερούμ
Εξόριστοι στο Ερζερούμ
Το κακούργημα της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού από τους νεότουρκους και τους κεμαλικούς και η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο της Μικράς Ασίας υπήρξε αποτέλεσμα της θηριώδους αρπακτικότητας των ηγεσιών των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, που είχε στόχο την κατάλυση του νεαρού σοβιετικού κράτους και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, των πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Προθυμότατος να συμμετάσχει στη διανομή της λείας έσπευσε και ο ελλαδικός νάνος του ιμπεριαλισμού, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, να στείλει τον ελληνικό στρατό να καταλάβει την περιοχή από το νησί Κύζικος της Προποντίδας ως το βιλαέτι του Αϊδινίου στο νότο. Ο Βενιζέλος αδιαφόρησε για την εναντίωση του λαού μας στον πόλεμο με τη συμμετοχή του στη Μικρασία. Αψήφησε και τη σκληρή πολεμική εναντίον του από την πλευρά του φιλοβασιλικού στρατοπέδου, που ήταν με το μέρος του γερμανοαυστριακού μπλοκ και, δημαγωγώντας, τον κατηγόρησε ως φιλοπόλεμο.

Ομως, ο Βενιζέλος έμεινε ανένδοτος στη φιλοπολεμική ανταντόφιλη πολιτική του. Και όταν επικράτησε και έδιωξε τον Κωνσταντίνο, προσπάθησε να πείσει τους Αγγλους, και κυρίως τον Λόιδ Τζορτζ, ότι η Αγγλία έχει συμφέρον να απλωθούν τα σύνορα της Ελλάδας στην Ανατολική Θράκη ως την Πόλη και τη Μικρά Ασία. Οι Αγγλοι έμειναν σύμφωνοι γιατί είχαν πεισθεί ότι ο Βενιζέλος ήταν πιστό όργανό τους και ότι ο ελληνικός στρατός θα έπαιζε καλά το ρόλο του χωροφύλακα στη Μικρά Ασία. Και παρά τις βαθιές αντιθέσεις με τους συμμάχους τους, συνέταξαν το κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης με την Οθωμανική Τουρκία, διαμελίζοντάς τη, σαν να μοίραζαν τράπουλα, ανάλογα με τις ορέξεις τους. Οι Αγγλοι να πάρουν την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, την Αραβία και το δικαίωμα να περνούν τα πλοία τους από τα Δαρδανέλια. Η Γαλλία να πάρει τη Συρία και η Ιταλία την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή. Οι Ιταλοί και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ουίλσον, ενδιαφέρονταν για τα σύνορα της Βουλγαρίας και πρότειναν να της δοθούν η Βόρεια Θράκη με την Αδριανούπολη. Ενώ η Αγγλία πρότεινε να δοθεί στη Βουλγαρία και η Καβάλα.

Ο ελληνοποντιακός πληθυσμός, σύμφωνα με καταγραφές αρκετών ιστορικών, στην πλειοψηφία του, τάχθηκε στο πλευρό των μπολσεβίκων. Ομως, ένα ευάριθμο μέρος τους πήγε με τους εισβολείς από την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ιδού πώς εξηγεί το γεγονός αυτό ο Γιάννης Κορδάτος: «Η ελληνική κυβέρνηση είχε στείλει στη Γεωργία, που ήταν ακόμα ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Πολιτεία, πράκτορες, για να υπονομεύσουν το νέο καθεστώς»... Ο Βενιζέλος το 1919-1920 έστειλε τον λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη, μαζί με το συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη και άλλους Κρητικούς του στενού περιβάλλοντός του, με την εντολή να τραβήξουν τους Ελληνες της Γεωργίας από τον σοσιαλισμό και κομμουνισμό. Ο Καζαντζάκης ήταν εφοδιασμένος και με μεγάλο χρηματικό ποσό, που το ξόδεψε όλο στην αντισοσιαλιστική και αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Επίσης ο Βενιζέλος έστειλε τον Ιούλη του 1919 και άλλους ανώτερους υπαλλήλους εφοδιασμένους με μεγάλα χρηματικά ποσά στην περιοχή της Ρωσίας που κατείχε ο Ρώσος τσαρικός στρατηγός Ντενίκιν. Ο Βενιζέλος, εκτελώντας τις εντολές του Κλεμανσό και του Λόιδ Τζορτζ, έστειλε στον Πόντο συμμορίες από Κρητικούς και Μικρασιάτες πρόσφυγες να συνεργαστούν με τους Αρμένηδες που ήταν όργανα των Γάλλων και Αγγλων ιμπεριαλιστών. Οι Ελληνες απεσταλμένοι που πήγαν να «οργανώσουν» τη νέα «Ελληνοαρμενική Δημοκρατία του Πόντου» βγήκαν στο Νοβοροσίσκ στις 2/7/1919, αλλά δεν έμειναν πολύ καιρό, γιατί τα σχέδια του Βενιζέλου δεν πέτυχαν. Ο ρώσικος λαός νίκησε τους αντεπαναστάτες και έδιωξε τους επιδρομείς.

Ενα σημαντικό περιστατικό, που φωτίζει τη στάση της σοβιετικής ηγεσίας απέναντι στον Κεμάλ και στην Ελλάδα, αναφέρει ο Γιάννης Κορδάτος: «Στις κρίσιμες αυτές μέρες που περνούσε η Ελλάδα, ήρθε από τη Μόσχα ένας απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και των υπουργείων Εξωτερικών και Στρατιωτικών. Με διαβατήριο σουηδικό. Είχε κατηγορηματική εντολή να συναντήσει τον Γραμματέα Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και μόνον αυτόν» (Γραμματέας τότε ήταν ο Γ. Κορδάτος). Ο Σοβιετικός απεσταλμένος ανακοίνωσε τα εξής: «Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει τον Κεμάλ και δεύτερο θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής, θα σταλεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες, δηλαδή, που δεν πήραν μέρος στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή, η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο». Σημειώνεται ότι η Αγγλία είχε ήδη αναγνωρίσει τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Ενωση.

Ο Γ. Κορδάτος ήρθε σε επαφή με τον Στράτο, αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης. «Ο Στράτος συμφώνησε, με την επισήμανση ότι, εν αναμονή κυβερνητικής μεταβολής και ενδεχόμενης ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον ίδιο και αφού μελετήσει τους φακέλους του υπουργείου εξωτερικών και δεν προβληθούν εμπόδια από τους Αγγλους και Γάλλους, θα ειδοποιήσει τον Κορδάτο να τον φέρει σε επαφή με τον Σοβιετικό απεσταλμένο». Τον συμβούλεψε όμως να συναντηθεί με τον Αντώνη Καρτάλη, υπουργό του Γούναρη, προκειμένου να εκμαιεύσει τις διαθέσεις της κυβέρνησης.

Γράφει ο Κορδάτος: «Την άλλη μέρα επισκέφτηκα τον Καρτάλη. Αλλά όταν έκανα νύξη για μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας, με έβρισε και με έδιωξε». Ολοι οι υπουργοί, με χυδαίες εκφράσεις απέρριψαν τη σκέψη, όταν το θέμα μπήκε σαν ενημέρωση στην κυβέρνηση.

Το ΣΕΚ υπήρξε το μόνο κόμμα που από το ιδρυτικό του Συνέδριο, το 1918, πρότεινε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ειρήνης, χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Αυτό το πρόγραμμα όμως ερχόταν σε ευθεία αντίθεση προς την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας» που τη χαρακτήρισε καταστροφική και την εκστρατεία τυχοδιωκτική. Καταδίκασε ανοιχτά τον πόλεμο στη Μικρασία και απαίτησε να σταματήσει αμέσως.

Το ΚΚΕ, διασπώντας και καταργώντας το μονοπώλιο των αστικών κομμάτων στην άσκηση της πολιτικής, πρόσφερε, όπως υπογράμμιζε σε ντοκουμέντο του, «ιστορικήν υπηρεσίαν εις τον ελληνικόν προοδευτικόν κίνημα. Κατόρθωσε να απαλλάξει μεγάλη μερίδα των εργαζομένων από την επίδραση της κυρίαρχης τότε αστικής ιδεολογίας».

Κατερρίφθη και ο μύθος για το διπλασιασμό της Ελλάδας χάρη στις ικανότητες και μόνο του Βενιζέλου. Στο μύθο βρίσκεται ένα ελάχιστο ποσοστό της αλήθειας. Οπως σημείωνε το ΚΚΕ σε προκήρυξή του, «είναι οι μεγάλες δυνάμεις που εμεγάλωσαν την Ελλάδα διά να τη χρησιμοποιήσουν στρατιωτικώς όπου τα συμφέροντά τους κινδυνεύουν».


Παρίσης ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
δημοσιογράφος

Ο ποντιακός ελληνισμός στην ΕΣΣΔ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ομάδα Κρωμναίων με την ποντιακή τους ενδυμασία (ζίπκα) και με πλήρη οπλισμό
Ομάδα Κρωμναίων με την ποντιακή τους ενδυμασία (ζίπκα) και με πλήρη οπλισμό
Ο γνωστός Βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm (μέλος της Βρετανικής και Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών) έγραψε σχετικά με το περιεχόμενο και τη σημασία της νίκης των σοβιετικών λαών επί των δυνάμεων του Αξονα: «Η νίκη της Σοβιετικής Ενωσης ενάντια στον Χίτλερ υπήρξε το επίτευγμα ενός καθεστώτος που οικοδομήθηκε εκεί με την Οχτωβριανή Επανάσταση... Χωρίς αυτή [την νίκη] ο Δυτικός κόσμος σήμερα θα αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ένα σύνολο διαφόρων τύπων απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων...». Μια νίκη που επετεύχθη με τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κόστος για την Σοβιετική Ενωση.

Ωστόσο, η πορεία της ανοικοδόμησης ήταν εντυπωσιακή. Πραγματικά αποκαλυπτική είναι η απόρρητος αναφορά για τις πρόσφατα απελευθερωθείσες περιοχές της ΕΣΣΔ, η οποία κατετέθη προς ενημέρωση της ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο στα μέσα του 1944: «Η Σοβιετική Κυβέρνησις δεν παραλείπει να καταβάλλει την δέουσαν μέριμναν όχι μόνον διά τον επαρκή επισιτισμόν και τας υγειονομικάς συνθήκας του ηρωικού τούτου πληθυσμού αλλά και διά την ικανοποίησιν και των πνευματικών ακόμη αναγκών τούτου. Λειτουργούσιν ήδη σχολεία, βιβλιοθήκαι, θέατρα, κλπ.

Οταν ανοικοδομηθούν τα εργοστάσια και αρχίσουν λειτουργούντα, τότε θα αρχίσει η ανοικοδόμησις των οικιών των κατοίκων. Δέον να σημειωθεί όμως ότι αι καταστραφείσαι πόλεις θ' ανοικοδομηθούν συμφώνως προς νεωστί εκπεπονημένα σχέδια, με ευρείας δενδροφύτους λεωφόρους, κήπους και εν γένει με όλας τας απαιτήσεις της τελευταίας πολεοδομικής επιστήμης...

...τόσον εις την ανοικοδόμησιν της βιομηχανίας όσον και εις την ανασυγκρότησιν των γεωργικών περιφερειών, μεγάλον ρόλον παίζει το κομμουνιστικόν κόμμα του οποίου πολλά μέλη διά του ενθουσιασμού και του φανατισμού των, μεταδίδουσι εις τους πληθυσμούς την πίστιν ότι η ταχυτέρα ανόρθωσις των ερειπίων θα συντελέσει εις την βελτίωσιν του μέλλοντός των».

Στον αγώνα του σοβιετικού λαού για την αύξηση της παραγωγής στα πλαίσια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης διακρίθηκαν και πολλοί Ελληνοπόντιοι. Συνολικά μέχρι το 1950, είχαν απονεμηθεί 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες του χωριού Ντάγκβα (κοντά στο Βατούμ) της Ατζαρίας, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά την μεταπολεμική περίοδο.

Ο πόλεμος όμως, αν και τυπικά μπορεί να είχε τελειώσει, ουσιαστικά λάμβανε νέες μορφές. Η ταξική πάλη σε διεθνές επίπεδο, η πάλη μεταξύ διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος και σοσιαλισμού, όχι μόνο δεν τερματίστηκε με τη λήξη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά εισήλθε σε μια νέα περίοδο όξυνσης: Το 1946 - 1947 ενσωματώθηκε στον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ το στρατηγικό δόγμα του «ατομικού αστραπιαίου πολέμου», το οποίο προέβλεπε επίθεση στη Σοβιετική Ενωση με ατομικά όπλα: «Ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Λονδίνο Λ. Ντάγκλας τον Απρίλη του 1948 εισηγείτο στην Ουάσινγκτον ότι ο Τσόρτσιλ "πιστεύει ότι ήρθε ο καιρός να πούμε ευθέως στα Σοβιέτ, ότι αν δε φύγουν από το Βερολίνο και δεν αφήσουν την Ανατολική Γερμανία, αν δεν οδηγήσουν τα στρατεύματα στα πολωνικά σύνορα, θα καταστρέψουμε εκ θεμελίων τις πόλεις τους"... Σύμφωνα με το Σχέδιο Μπρόιλερ (Φθινόπωρο του 1947) προβλεπόταν να καταστραφούν 24 πόλεις με 34 βόμβες, σύμφωνα με το Σχέδιο Οφτεκλ (Οκτώβρης του 1949) 104 πόλεις με 220 βόμβες με διατήρηση 72 βομβών για επαναληπτικά πλήγματα στην ΕΣΣΔ».

Στις 4 Απρίλη του 1949 δημιουργήθηκε ο - αμυντικός στα λόγια, επιθετικός στην πράξη - ιμπεριαλιστικός συνασπισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Αυτό ήταν το διεθνές κλίμα, στα πλαίσια του οποίου εξελίχθηκαν όσα συνέβησαν στη συνέχεια.

Οι μετεγκαταστάσεις του 1949 αφορούσαν κυρίως Ελληνες (καθώς και Τούρκους, κ.ά.) υπηκόους ή άτομα χωρίς καμιά υπηκοότητα, οι οποίοι κατοικούσαν στις στρατηγικά ευαίσθητες συνοριακές περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.

Γιατί οι σοβιετικές αρχές προχώρησαν σε αυτό το μέτρο τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου; Για ορισμένους μελετητές, το γεγονός αυτό αποτελεί την πιο αδιάψευστη απόδειξη για τον εθνικό - ενάντια στις μειονότητες δηλαδή - χαρακτήρα της σοβιετικής πολιτικής.

Οπως διαπιστώσαμε μόλις προηγουμένως, η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα ενάντια στην ΕΣΣΔ μεταπολεμικά οξύνεται, σε βαθμό μάλιστα που για πολλούς ο Τρίτος Παγκόσμιος ήταν απλά θέμα χρόνου.

Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε και το εξής: πως έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1950 δρούσαν στις συνοριακές περιοχές της ΕΣΣΔ ένοπλες αντισοβιετικές ομάδες, αποτελούμενες από μέλη φασιστικών / εθνικιστικών οργανώσεων, συνεργατών των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, που μετά την υποχώρηση των τελευταίων παρέμειναν στα μετόπισθεν. Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα εντάσσουν τις ομάδες αυτές σε ενδεχόμενο γενικευμένο πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ.

Ποιος ο αριθμός των «Ειδικών Μετοίκων» του 1949;

Οι υπάρχουσες αναφορές σε αρχειακές πηγές - αν και συχνά αντικρούουν η μία την άλλη - απέχουν ωστόσο παρασάγγας από τα νούμερα που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους από τους διάφορους «ιστοριογράφους της γενοκτονίας» (και κάνουν λόγο ακόμα και για εκατοντάδες χιλιάδες). Ετσι από τα σοβιετικά αρχεία παρατίθεται ο αριθμός 10.000 και 37.000, ενώ σχετική αναφορά του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών μιλάει για 17.000. Και δεν υπάγονταν όλοι στην κατηγορία των «Ειδικών Μετοίκων», αφού ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που δεν περιλήφθηκε στο μέτρο της μετεγκατάστασης, ακολούθησε τους «Ειδικούς Μετοίκους» προκειμένου να βρίσκεται κοντά με συγγενικά πρόσωπα, κλπ.

Εγιναν λάθη στην επιλογή των ανθρώπων που προορίζονταν για μετεγκατάσταση; Η απάντηση είναι πως ναι έγιναν. Η οικογένειά του Βασίλη Τσαλουχίδη, για παράδειγμα, ήταν η μοναδική από το χωριό (της περιοχής του Σοχούμ) που στάλθηκε το 1949 στο Καζακστάν, παρότι ο ίδιος ήταν βετεράνος πολέμου. Το γεγονός αυτό ο ίδιος το απέδωσε σε σκευωρία που του έστησαν οι συγχωριανοί του.

Η οικογένεια της Χαρίκλειας Κανέτη μετεγκαταστάθηκε σε μια περιοχή κοντά στην Τασκένδη. Στη μαρτυρία της αναφέρει πως οι Αρχές μερίμνησαν για κάθε οικογένεια, για κάθε άτομο, προμηθεύοντάς τους με τα απαραίτητα, βοηθώντας τους να χτίσουνε νέες οικίες, κλπ. Εχοντας υπόψη τις ειδικότητες του καθενός, επιμελήθηκαν επίσης της άμεσης αποκατάστασης των ειδικών μετοίκων σε ανάλογα επαγγέλματα. Ετσι, ανάλογα με τις ανάγκες, καθώς και με την διαθεσιμότητα σε θέσεις εργασίας, τους έστελναν σε αντίστοιχους χώρους δουλιάς. Στον πατέρα της Χαρίκλειας συγκεκριμένα, όντας ράπτης στο επάγγελμα, του πρότειναν να πάει στην πόλη Τσιμκέντ προκειμένου να δουλέψει σε εξειδικευμένο τμήμα που έραβε ρούχα, παλτά και σακάκια.

Η σοβιετική κυβέρνηση έδωσε από την πρώτη στιγμή τη δυνατότητα στους πληθυσμούς που μετεγκατεστάθηκαν να διαπρέψουν.

Υπήρχαν διακρίσεις έναντι των Ελλήνων λόγω καταγωγής; Ο Κωνσταντίνος Καράντζος είναι κατηγορηματικός: «Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα! Ισα - ίσα, δεν ξέρω γενικά για την Σοβιετική Ενωση, αλλά η δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν μας τα έδωσε όλα, πανεπιστήμια, ελεύθερα... Το 1949 με 1952 - 1953 σπούδαζα με εκείνα τα παιδιά, που ήρθαν με υποτροφία εκεί, τρώγαμε σε ένα εστιατόριο μαζί με το κουπόνι, μας πλήρωναν και από πάνω 500 ρούβλια... Και ιδιαίτερα τους Ποντίους, ορισμένοι δε δίνανε εξετάσεις για να μπούνε... σαν μέριμνα... Και σπουδάζανε όπου θέλανε, στο Καζακστάν, στο Ουζμπεκιστάν, δεν υπήρχε περιορισμός...».

Υπήρξε γενοκτονία των Ελληνοποντίων στη Σοβιετική Ενωση; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι, η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί «μαζικών διώξεων» και «γενοκτονίας» αναδεικνύεται και από τη συνεχόμενη αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσιάζει μείωση ή στασιμότητα. Τουναντίον, το διάστημα 1926 - 1959, ο ελληνικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ παρουσιάζει αύξηση 44,76%. Η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου του πληθυσμού της Σοβιετικής Ενωσης κατά την ίδια περίοδο ήταν 40,61%. Συνεπώς, ο ελληνικός πληθυσμός παρουσιάζει μεγαλύτερες αυξητικές τάσεις από το μέσο όρο της επικράτειας.

Η αφερεγγυότητα των ισχυρισμών της κυρίαρχης ιστοριογραφίας αποδεικνύεται επιπλέον από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα από όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Σε ένα δείγμα περίπου 200 ατόμων ελληνικής καταγωγής που διέπρεψαν στη Σοβιετική Ενωση («Who is Who» του Θ. Κεσσίδη), αναφέρονται και πολλοί, οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία των ειδικών μετοίκων της περιόδου 1944 - 1949. Ορισμένοι εξ αυτών επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους, ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι διέπρεψαν είτε στους νέους τόπους κατοικίας τους (Καζακστάν) είτε σε άλλες πόλεις της ΕΣΣΔ. Το γεγονός που προκύπτει συμπερασματικά από μια επισκόπηση της σταδιοδρομίας τους είναι πως η μετεγκατάστασή τους - προσωρινή ή μόνιμη - δεν ανέκοψε την σταδιοδρομία τους. Τουναντίον, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ήταν στους καινούργιους τόπους διαμονής τους όπου τους δόθηκαν τα πρώτα εφόδια ή η δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να διακριθούν.

Η γενικότερη πορεία των Ελληνοποντίων ως ανθούσα εθνική μειονότητα έρχεται σε αντίθεση με τον συνεχώς επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό ότι οι Ελληνες αποτελούσαν ουσιαστικά μειονότητα υπό διωγμό στη Σοβιετική Ενωση.

Μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που δραστηριοποιείται και αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον «εχθρικό», δεν είναι δυνατό να διαπρέψουν παρά μόνο ως μεμονωμένες εξαιρέσεις. Οι επαναλαμβανόμενες «εξαιρέσεις», διάχυτες στο σύνολο της βιβλιογραφίας, παύουν πλέον εκ των πραγμάτων να καθίστανται εξαιρέσεις και αναπόφευκτα συνθέτουν την πραγματική αλήθεια. Πως, δηλαδή, ήταν το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα το οποίο έδωσε την δυνατότητα σε μια εθνική μειονότητα όπως οι Ελληνες να αναπτυχθεί και στα μέλη της να αναδείξουν τα ταλέντα, τις δεξιοτεχνίες και τις δημιουργικές τους ικανότητες. Γι' αυτό και κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 πάνω από ένας στους δέκα Ελληνες στην ΕΣΣΔ κατείχε ανώτατη μόρφωση, ενώ αντίστοιχα στην Ελλάδα το ποσοστό αναλφαβητισμού ξεπερνούσε το 40%. Και βέβαια πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού στην καπιταλιστική Ελλάδα πάνω από το ένα τρίτο των εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας ήταν παιδιά;


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
Δρ. Πολιτικών Επιστημών

Η στάση του εργατικού κινήματος και των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα

Πόντιοι σε καταναγκαστικά έργα κατά τη διάρκεια μετακίνησής τους στην έρημο
Πόντιοι σε καταναγκαστικά έργα κατά τη διάρκεια μετακίνησής τους στην έρημο
Η επίσημη αστική ιστοριογραφία αποσιωπά σκόπιμα το ρόλο των ιμπεριαλιστών εκείνης της περιόδου (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αμερικής) καθώς και τον υποτελή ρόλο των αστικών ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, είτε των Φιλελεύθερων του Ε. Βενιζέλου, είτε των Λαϊκών του Δ. Γούναρη, καθώς και των συνεργατών τους.

Δύο ήταν οι στόχοι των ιμπεριαλιστών: Η κατάλυση του νεαρού σοβιετικού κράτους, που λειτουργούσε με την ακτινοβολία του ως πόλος έλξης για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, οι νέες αγορές, η ιδιοποίηση των πηγών ενέργειας, κυρίως του πετρελαίου. Η εκστρατεία στην Ουκρανία είναι ακριβώς η πρακτική έκφραση αυτών των επιδιώξεων, στην οποία ο Ε. Βενιζέλος ενέπλεξε την Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως εθνικός λόγος, παρά μόνο ταξικός.

Να πώς εκτίμησε ο Πόντιος διανοούμενος Σταύρος Κανονίδης, το 1921, την ελληνική στάση: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μία από τας απαισιωτέρας πράξεις της βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν διά πρώτην φοράν καθ' όλην την ελληνικήν ιστορίαν, τα ελληνικά πλοία εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωση».

Η ελληνική αστική τάξη λειτούργησε ως το μακρύ χέρι κυρίως της Αγγλίας που επιδίωκε το άνοιγμα νέων δρόμων επικοινωνίας με την αποικία της στην Ινδία, καθώς και τον πλήρη έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής (Μοσούλη κλπ.). Και ταυτόχρονα και για τα δικά της συμφέροντα, που τα ονόμασε εθνικά. Υπήρχε λοιπόν αμοιβαίο συμφέρον. Για να επιτευχθούν οι στόχοι, ένας ήταν ο δρόμος: η κατάκτηση των αραβικών περιοχών και ιδίως το κομμάτιασμα της Τουρκίας. Και σ' αυτό δεν υπήρξε κανένας δισταγμός.

Είναι μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζουμε ως ελληνοτουρκικό πόλεμο την περίοδο εκείνη, αφού στην ουσία ο ελληνικός στρατός δρούσε κυριολεκτικά ως μισθοφορικός στρατός στην υπηρεσία, κύρια, του αγγλικού ιμπεριαλισμού.

Στην Ελλάδα οι νεοφιλελεύθεροι και οι βασιλόφρονες Λαϊκοί, απόλυτα ταυτισμένοι και στεγασμένοι κάτω από την εθνικιστική «Μεγάλη Ιδέα» θα σύρουν το λαό μας στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ποτέ στην ιστορική του διαδρομή. Οι αστικές αυτές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα και την αντίστασή του, στην εμπλοκή της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό αυτό κακούργημα.

Το μόνο κόμμα που είδε από την πρώτη στιγμή την τραγική προοπτική αυτής της ιμπεριαλιστικής επιχείρησης ήταν το νεαρό τότε ΚΚΕ, γνωστό στην αρχή με την επωνυμία ΣΕΚΕ. Οι Ελληνες εργαζόμενοι, με μπροστάρη τη νεοϊδρυμένη ΓΣΕΕ και πρωτομάχο της εργατικής τάξης το ΚΚΕ, έδωσαν σκληρές μάχες για την προστασία της Ελλάδας από την επερχόμενη βέβαιη συμφορά, αντιμετωπίζοντας διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμούς και εξορίες, άγριο κυνηγητό.

Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του το ΣΕΚΕ κατήγγειλε την εκστρατεία ως ξένη και αντίθετη με τα λαϊκά συμφέροντα. Ενώ τα αστικά κόμματα πανηγύριζαν με παράτες και παχιά λόγια την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (που να σημειωθεί δεν εφαρμόστηκε ούτε από αυτούς που την υπέγραψαν).

Τον Οκτώβρη του 1920 το ΣΕΚΕ οργανώνει προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα που μετατρέπεται σε μεγάλη διαδήλωση με κύριο σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος» και με την παρουσία 50.000 κόσμου. Είναι οι εκλογές εκείνες που έδωσαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία στους αντιβενιζελικούς, που όμως εξαπάτησαν το λαό με την υπόσχεση ότι θα τερματίσουν τον πόλεμο. Στις 14/11/1920 και πάλι το ΣΕΚΕ καταγγέλλει στο λαό τον εμπαιγμό του από τους Λαϊκούς που τώρα είναι κυβέρνηση. Τον ίδιο μήνα με προκήρυξή τους, κομμουνιστές στρατιώτες στο μέτωπο υπογραμμίζουν: «Ο πόλεμος θα εξακολουθεί να ρουφάει το αίμα και κάθε ζωτική δύναμη του λαού, ενόσω υπάρχει αστικό κράτος που δεν είναι παρά η κτηνωδέστερη εκδήλωση της οικονομικής κυριαρχίας του δυνατού πάνω στους αδύνατους, η οργανωμένη βία μιας ληστρικής τάξεως, της πλουτοκρατίας».

Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε με βίαια μέσα, από την αρχή κιόλας της αντίστασης των εργαζομένων να στομώσει τη φωνή της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. «Με την απαγόρευση της διοργάνωσης των συνεδρίων της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, με τις φυλακίσεις και τις εξορίες των πρωτοπόρων εργαζομένων, ευελπιστεί ο Βενιζέλος - με λιγότερες πιέσεις - να προχωρήσει στην υλοποίηση των «εθνικών του στόχων», γράφει ο Πέτρος Πετράτος. Τακτική που συνέχισαν στην πορεία και οι βασιλικές κυβερνήσεις με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Ενώ ο λαός οδηγούνταν στα έσχατα όρια φτώχειας και οικονομικής εξαθλίωσης και σε μια σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων σε όλα τα σημεία της Ελλάδας, με κυρίαρχα αιτήματά του τον τερματισμό του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών με την Τουρκία.

Ο Βάσος Γεωργίου γράφει στο Νέο Κόσμο: «Στελέχη μέλη και οπαδοί του Κόμματος, στελέχη της ΓΣΕΕ, αψηφώντας την τρομοκρατία και τη λογοκρισία, το στρατιωτικό νόμο και τα στρατοδικεία ανέπτυξαν σοβαρή αντιπολεμική δράση στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου κηρύχτηκαν πανελλαδικές απεργίες των σιδηροδρομικών, καπνεργατών, εργατών ηλεκτρισμού, που αποτέλεσαν αξιοσημείωτη πάλη για την καλυτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου και ταυτόχρονα πράξη επαναστατικού διεθνισμού. Χιλιάδες εργάτες πιάστηκαν τότε, επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στο μέτωπο».

Τα ελληνικά αστικά κόμματα, το βενιζελικό και το αντιβενιζελικό, φέρνουν και τα δύο τις ίδιες ευθύνες για το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες. Ολη και όλη η διαφορά ανάμεσά τους ήταν αν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το δρόμο της συμμετοχής στην Αντάντ ή το δρόμο της συμμετοχής στις κεντρικές αυτοκρατορίες.

Ας ρίξουμε όμως και μια ματιά στο κατά πόσο ανταποκρίθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των κυνηγημένων Ποντίων και Μικρασιατών, για παροχή βοήθειας, ώστε η μετάβασή τους στην Ελλάδα να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη και πώς αντιμετώπισαν τα κύματα των προσφύγων όταν πάτησαν, σε κατάσταση εξαθλίωσης, το ελληνικό χώμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δ.Κ. Νικόλης στο έργο του «Ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους»: «Εκεί όμως που η απόγνωση και η εξαθλίωση θα πάρει πιο δραματικές διαστάσεις, είναι οι Ελληνες του Πόντου». «Η συμφωνία βρίσκει τους Ποντίους μακριά από τους δικούς τους τόπους. Αλλοι βρίσκονται στην Αρμενία, άλλοι στο Κουρδιστάν και άλλοι τραβούν για τη Συρία». «Ο δρόμος του γυρισμού, σαν μόνη ελπίδα πια, είναι κι αυτό ένα μεγάλο δράμα. Πολλοί μήνες θα χρειαστούν, για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαρτυρική και βασανιστική η πορεία επιστροφής προς την Ελλάδα, για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Αλλά οι Πόντιοι μόλις βγαίνουν στον Πειραιά, βασανιστικά και με υπομονή θα προσπαθήσουν να φτιάξουν τη νέα τους ζωή. Οι εδώ κρατούντες όμως, επειδή γνωρίζουν το δημοκρατικό φρόνημα των Ποντίων, με διάφορες ανεπαίσθητες δικαιολογίες, τους ρίχνουν στο Μακρονήσι, εκεί που η παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία έστελνε όλους εκείνους που ήθελε να τους στείλει στον άλλο κόσμο. Λείπει το νερό, τα τρόφιμα, κάθε ιατρική περίθαλψη, κάθε στοιχειώδης κατοικία για ανθρώπινα πλάσματα. Ετσι, όλοι οι πρόσφυγες και μαζί τους και οι Πόντιοι που έφτασαν στην Ελλάδα σαν θλιβερές φάλαγγες, είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν καινούριες συνθήκες της ζωής τους. Οι διοικητικές ελληνικές αρχές, με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, σπρώχνουν όλον αυτόν τον κόσμο στη Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Κρήτη, Ηπειρο και Θράκη. Ενας εξαθλιωμένος πληθυσμός καλείται να αρχίσει τη ζωή του από την αρχή, κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες».

Κερδισμένοι βέβαια από την πονεμένη αυτή ιστορία, δεν είναι άλλοι παρά οι γνωστοί έχοντες και κατέχοντες, δηλαδή οι κεφαλαιούχοι που φρόντισαν να στήσουν τα εργοστάσιά τους στα σπλάχνα των προσφυγικών συνοικισμών για να έχουν στη διάθεσή τους μια πάμφθηνη εργατική δύναμη. Ολιγάριθμοι βιομηχανικοί και χρηματιστηριακοί κύκλοι βρήκαν τη δυνατότητα κυριολεκτικά να θησαυρίσουν. Αλλά και πολλοί πολιτικοί απόχτησαν τεράστιες περιουσίες, αφού πολλά από τα χρήματα που πήραν από το τουρκικό κράτος για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, κύλησαν στις τσέπες τους.

Ο Νίκος Μπελογιάννης γράφει στο έργο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα»: «Οι βιομήχανοι βρήκανε φτηνά εργατικά χέρια, οι κάθε λογής προμηθευτές μοναδική ευκαιρία για να (...) ό,τι σάπιο και άχρηστο πράγμα είχανε, οι πολιτικάντες και η Εθνοτράπεζα έκαναν τις μπάζες τους με την ανταλλαγή και την αποκατάσταση, οι προσφυγοπατέρες βρήκανε δουλιές με φούντες, οι βενιζελικοί ψήφους (...) σωματέμποροι πηδούσαν από τη χαρά τους, οι γκαρσονιέρες στολίστηκαν με τις όμορφες αλλά άτυχες κοπέλες που η προσφυγιά τις έριξε γδυτές και απροστάτευτες στο δρόμο και η Λαϊκή Τράπεζα του μεγάλου τοκογλύφου Λοβέρδου, που ήταν προστατευόμενη της Εθνικής, μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες, πρόσθεσε - ανάμεσα στις άλλες δουλιές της - και τα δάνεια μ' ενέχυρο τιμαλφών κι επίπλων ακόμα. Μ' αυτό τον τρόπο γδύσανε την προσφυγιά, παίρνοντάς τους για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα χρυσά τους κειμήλια που είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους. Οι αγιογδύτες μάλιστα φτάσανε στο σημείο ν' αγοράσουν από τους πρόσφυγες ακόμα και εικονίσματα μεγάλης αξίας για λίγες πενταροδεκάρες. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η μικρασιατική καταστροφή δε στάθηκε στο τέλος - τέλος ένα ευτυχές γεγονός για την κυρίαρχη τάξη της χώρας μας;».


Γιώργος ΤΕΜΕΝΕΚΙΔΗΣ
ιστορικός – φιλόλογος

Ο Ποντιακός Πολιτισμός

Βυζαντινή τοιχογραφία στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα
Βυζαντινή τοιχογραφία στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα

Ολοι οι πολιτισμοί του πλανήτη μας θεμελιώθηκαν σε τέσσερις παράγοντες: στη σκέψη, στη γλώσσα (την ομιλία - επικοινωνία), στην παραγωγή της τροφής και στην κοινωνική οργάνωση. Δε θα αναπτύξω το θέμα μου ιστορικά, γιατί ο Ποντιακός Πολιτισμός δεν κινδυνεύει ως ιστορική κατηγορία ούτε ως σύνολο συγκεκριμένων πληροφοριών, γιατί αυτά έχουν καταγραφεί, έτσι κι αλλιώς όχι μόνο σε πολυάριθμες ειδικές μελέτες, αλλά και στην ίδια τη συνείδηση του Ποντιακού Ελληνισμού. Κι αυτό σημαίνει πως για να αμφισβητήσεις τον Ποντιακό Πολιτισμό είναι σαν να αμφισβητείς τον Ποντιακό Ελληνισμό. Γιατί συμβαίνει με τους Ποντίους αυτό που πολύ σπάνια το συναντάς: τα πράγματα, οι ήχοι, τα χρώματα, οι μελωδίες, οι λέξεις, οι μυρωδιές να ταυτίζονται με τους ανθρώπους. Ετσι δεν μπορείς να αμφισβητήσεις μόνο το ένα από τα δύο.

Θα αναφερθώ, με επιγραμματικό τρόπο στις προσπάθειες των ίδιων των Ποντίων για να επιζήσει ο Πολιτισμός τους, να επιζήσουν αυτοί οι ίδιοι ως πολιτιστική οντότητα κάτω από τους λεβέντικους και νοσταλγικούς μαζί ήχους του Ελματσούκ, του Εταίρε, του Κοτς, του Τερς και του πανάρχαιου Πυρρίχιου και μιλώντας στους κλειστούς κύκλους τους την ποντιακή γλώσσα.

Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Ποντιακό Πολιτισμό ως ιδιαίτερη ιστορική και ανθρωπολογική οντότητα είναι τρία: Το Περιβάλλον, τα Πράγματα (φαγητό, ενδυμασία κλπ.) και η Γλώσσα.

Το Περιβάλλον: και ως φυσικό και ως ανθρωπογενές. Το φυσικό ως σύνολο γεωγραφικών στοιχείων και το ανθρωπογενές όχι μόνο ως σύνολο κατασκευών, αλλά και ως ένα απαράβατο πλέγμα παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Το φυσικό μέρος αυτού του στοιχείου, που έχει επηρεάσει και τα άλλα δύο στοιχεία του Ποντιακού Πολιτισμού (Πράγματα και Γλώσσα) μετά τη γενοκτονία δεν είναι δυνατό, όπως καταλαβαίνετε, να συντηρηθεί, να διασωθεί ως συγκεκριμένο αντικειμενικό στοιχείο. Υπάρχει μόνο εκεί που το άφησαν οι πρόγονοι, στον Πόντο. Και όπως είπε και ο Ρίτσος «αυτό το χώμα είναι δικό μας και δικό σας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει». Και φυσικά διασώζεται αναλλοίωτο μέσα στη μνήμη αυτών που το έζησαν. Αυτών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα σ' αυτό και δεν έχουν χαθεί βίαια ή δεν έχουν πεθάνει με την έντονη νοσταλγία να ξαναγυρίσουν σ' αυτό. Αυτό που ούτε οι δηλώσεις ούτε οι πολιτικές μπορούν να το αλλοιώσουν. Μπορεί οι γενοκτόνοι να αφάνισαν ζωές, να έπνιξαν μέσα στο αίμα όνειρα και ελπίδες για τη ζωή, το Φυσικό Περιβάλλον, όπου γεννήθηκε ο Ποντιακός Πολιτισμός, θα παραμένει εκεί να μας θυμίζει και οι προσκυνητές ή οι τουρίστες να το φωτογραφίζουν και να το περιγράφουν στους άλλους. Αυτό εξάλλου ταυτίζεται με το Παρελθόν, που όπως και αν το περιγράψει κανείς, από όποια γωνιά κι αν το φωτογραφίσει, θα μένει πάντα αναλλοίωτο.

Και από τα ανθρωπογενή στοιχεία του Περιβάλλοντος όμως, έχουν απομείνει πολλά. Σπίτια, γεφύρια, μοναστήρια, εκκλησιές, άλλα όρθια εκεί που τα άφησαν εκείνοι κι άλλα μισογκρεμισμένα για να μαρτυρούν ό,τι μέσα σ' αυτά έλαβε χώρα: η δουλιά, ο έρωτας, ο θάνατος και ό,τι από αυτά προέκυπτε, ως ζωή, ως πράγμα, ως μνημόσυνο, ως αντικειμενική συνθήκη της ύπαρξής τους, όπως θα έλεγε και ο Κ. Μαρξ.

Τα Πράγματα: Αυτά πρέπει να τα διακρίνουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στα πράγματα της δουλιάς και στα πράγματα της καθημερινότητας. Τα πρώτα λέγονται κι αλλιώς, μέσα παραγωγής. Από το μολύβι του λογιστή που έγραφε μέσα σε μεγάλα κατάστιχα τα τσουβάλια με τα φουντούκια που έπαιρναν το δρόμο της αγοράς και τους σχετικούς λογαριασμούς μέχρι το σκαλιστήρι του προλετάριου, το αλέτρι του γεωργού. Από αυτά λίγα έχουν διασωθεί και βρίσκονται τώρα σε λαογραφικές συλλογές και σε λαογραφικά μουσεία. Δυστυχώς όμως, όλα αυτά εκτίθενται με ένα τρόπο που δεν αποκαλύπτουν την ταξική τους προέλευση όπως έπρεπε να το κάνουν. Και έτσι δε μας λένε την αλήθεια. Δε μας λένε δηλαδή πως και η παραδοσιακή ποντιακή κοινωνία είχε και αυτούς που εμπορεύονταν φουντούκια, αλλά και αυτούς που είχαν σαν βιος τους μόνο το σκαλιστήρι. Δε μας λένε, με άλλα λόγια, πως και εκείνη η κοινωνία είχε και τους εργάτες και τα αφεντικά. Και πώς ο Πολιτισμός στο βαθμό που ταυτίζεται με την Ιστορία είναι το προϊόν της σύγκρουσης αυτών των δυο.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για έναν πολιτισμό, όποιος και αν είναι αυτός, πρέπει να το λέμε κι αυτό. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις εσωτερικές του διαφορές, αλλά και να κατανοήσουμε το λόγο της διάρκειάς του. Τη σημασία της επιβίωσής του από την ιστορική άποψη και όχι απλώς τη συναισθηματική.

Τα δεύτερα, τα πράγματα της καθημερινότητας, είναι όλα εκείνα που βρίσκονται έξω από τη δουλειά. Μακριά από το μολύβι του λογιστή, τα φουντούκια του έμπορα και το σκαλιστήρι του προλετάριου. Μακριά, κατά κάποιον τρόπο από την οικονομική βάση του Ποντιακού Πολιτισμού. Είναι όλα εκείνα που σχετίζονται με το κορμί μας και με την ψυχή μας. Αυτά που βάζουμε επάνω στο σώμα μας και στο τραπέζι μας και κείνα που αποθέτουμε στο εικονοστάσι ή στη βιβλιοθήκη μας: σερβίτσια, ρούχα, κεντήματα, εικόνες, θυμιατά, ζωγραφιές, κοσμήματα, βιβλία, και, φυσικά, μαζί μ' αυτά, τα τραγούδια, τα παραμύθια, οι παροιμίες, τα αινίγματα, τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια. Ο,τι, τελικά, συνόδευε τις νεκρώσιμες και τις αναστάσιμες στιγμές της ζωής: τους γάμους, τη γέννα, τα βαφτίσια, τα γλέντια, το θάνατο, τις κηδείες. Και απ' αυτά πολλά έχουν σωθεί και πιο πολλά έχουν καταγραφεί. Αλλα στα σπίτια, των απογόνων, άλλα στις συλλογές και τα μουσεία, και άλλα μέσα σε βιβλία πολύτιμα, που έγραψαν αξιόλογοι και ακάματοι ερευνητές του Ποντιακού Πολιτισμού.

Η γλώσσα: Οι παλαιοανθρωπολόγοι, βασισμένοι στις προτάσεις της εξελικτικής θεωρίας πιστεύουν ότι ο άνθρωπος ξεχώρισε ως είδος από τους δυο άλλους συγγενείς του, το γορίλα και τον χιμπατζή από τότε που άρχισε να μιλάει, και να επικοινωνεί. Δηλαδή, πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια. Κι αυτό σημαίνει πως η γλώσσα χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Και όσο αυτός κάτω από την επίδραση του ενός ή του άλλου περιβάλλοντος αναγκάζεται να αντιμετωπίσει προβλήματα που σχετίζονται με την επιβίωσή του αποκτάει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αυτά που τον ξεχωρίζουν από τους άλλους, όχι φυλετικά. Και ένα από αυτά, ίσως το πιο σημαντικό είναι η γλώσσα. Μέσα σ' αυτήν αντανακλάται όλη του η προσπάθειά να δαμάσει και να οργανώσει το Περιβάλλον. Να οργανώσει, επίσης, την παραγωγή των Πραγμάτων και, τέλος, να θεσμοποιήσει την οργάνωση των κοινωνικών του σχέσεων. Κι αυτό σημαίνει πως η μελέτη της γλώσσας είναι ουσιαστικά μελέτη του πολιτισμού. Μελέτη της σκέψης και της ψυχής. Γι' αυτό και η μελέτη της ποντιακής γλώσσας δεν αποτελεί μια σχολαστική, γλωσσολογική δραστηριότητα, αλλά μια πολυεπίπεδη ανθρωπολογική προσέγγιση του Ποντιακού Πολιτισμού.

Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς κάνουν οι Πόντιοι για να κρατήσουν ζωντανό τον πολιτισμό τους. Οι ειδικοί επιστήμονες τον μελετούν. Οι απλοί άνθρωποι τον ζουν μέσα από τα τραγούδια, τους ήχους του κεμεντζέ και την ένταση του χορού. Ιδρύουν συλλόγους, θεατρικά και μουσικά συγκροτήματα, οργανώνουν λαογραφικές συλλογές, πανηγυρίζουν, προσεύχονται στην Παναγία της Σουμελά, μαγειρεύουν χαβίτς, πλουγούρ, χασίλ λαβάσια, φελιά, φούστρον, χαψία, καρτόφια. Οσο για τους πόντιους πολιτικούς και το υπουργείο Πολιτισμού, δεν αντιμετωπίζουν τον Ποντιακό Πολιτισμό και ως μια πολύτιμη ιδεολογική πλατφόρμα, πάνω στην οποία θα μπορούσε να αναπτυχθούν τα θεωρητικά επιχειρήματα για μια πάλη ενάντια στην Παγκοσμιοποίηση, ενάντια στον Ιμπεριαλισμό (Eduard Said). Οχι. Αυτοί παρακολουθούν τον Ποντιακό Πολιτισμό σαν ένα φολκλορικό φαινόμενο και σαν ένα εύκολο τρόπο να μαζεύουν ψήφους χορεύοντας και υποσχόμενοι!


Γιώργος ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
Ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, βουλευτής του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ