Κυριακή 10 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η στάση του εργατικού κινήματος και των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα

Πόντιοι σε καταναγκαστικά έργα κατά τη διάρκεια μετακίνησής τους στην έρημο
Πόντιοι σε καταναγκαστικά έργα κατά τη διάρκεια μετακίνησής τους στην έρημο
Η επίσημη αστική ιστοριογραφία αποσιωπά σκόπιμα το ρόλο των ιμπεριαλιστών εκείνης της περιόδου (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αμερικής) καθώς και τον υποτελή ρόλο των αστικών ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, είτε των Φιλελεύθερων του Ε. Βενιζέλου, είτε των Λαϊκών του Δ. Γούναρη, καθώς και των συνεργατών τους.

Δύο ήταν οι στόχοι των ιμπεριαλιστών: Η κατάλυση του νεαρού σοβιετικού κράτους, που λειτουργούσε με την ακτινοβολία του ως πόλος έλξης για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, οι νέες αγορές, η ιδιοποίηση των πηγών ενέργειας, κυρίως του πετρελαίου. Η εκστρατεία στην Ουκρανία είναι ακριβώς η πρακτική έκφραση αυτών των επιδιώξεων, στην οποία ο Ε. Βενιζέλος ενέπλεξε την Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως εθνικός λόγος, παρά μόνο ταξικός.

Να πώς εκτίμησε ο Πόντιος διανοούμενος Σταύρος Κανονίδης, το 1921, την ελληνική στάση: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μία από τας απαισιωτέρας πράξεις της βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν διά πρώτην φοράν καθ' όλην την ελληνικήν ιστορίαν, τα ελληνικά πλοία εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωση».

Η ελληνική αστική τάξη λειτούργησε ως το μακρύ χέρι κυρίως της Αγγλίας που επιδίωκε το άνοιγμα νέων δρόμων επικοινωνίας με την αποικία της στην Ινδία, καθώς και τον πλήρη έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής (Μοσούλη κλπ.). Και ταυτόχρονα και για τα δικά της συμφέροντα, που τα ονόμασε εθνικά. Υπήρχε λοιπόν αμοιβαίο συμφέρον. Για να επιτευχθούν οι στόχοι, ένας ήταν ο δρόμος: η κατάκτηση των αραβικών περιοχών και ιδίως το κομμάτιασμα της Τουρκίας. Και σ' αυτό δεν υπήρξε κανένας δισταγμός.

Είναι μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζουμε ως ελληνοτουρκικό πόλεμο την περίοδο εκείνη, αφού στην ουσία ο ελληνικός στρατός δρούσε κυριολεκτικά ως μισθοφορικός στρατός στην υπηρεσία, κύρια, του αγγλικού ιμπεριαλισμού.

Στην Ελλάδα οι νεοφιλελεύθεροι και οι βασιλόφρονες Λαϊκοί, απόλυτα ταυτισμένοι και στεγασμένοι κάτω από την εθνικιστική «Μεγάλη Ιδέα» θα σύρουν το λαό μας στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ποτέ στην ιστορική του διαδρομή. Οι αστικές αυτές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα και την αντίστασή του, στην εμπλοκή της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό αυτό κακούργημα.

Το μόνο κόμμα που είδε από την πρώτη στιγμή την τραγική προοπτική αυτής της ιμπεριαλιστικής επιχείρησης ήταν το νεαρό τότε ΚΚΕ, γνωστό στην αρχή με την επωνυμία ΣΕΚΕ. Οι Ελληνες εργαζόμενοι, με μπροστάρη τη νεοϊδρυμένη ΓΣΕΕ και πρωτομάχο της εργατικής τάξης το ΚΚΕ, έδωσαν σκληρές μάχες για την προστασία της Ελλάδας από την επερχόμενη βέβαιη συμφορά, αντιμετωπίζοντας διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμούς και εξορίες, άγριο κυνηγητό.

Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του το ΣΕΚΕ κατήγγειλε την εκστρατεία ως ξένη και αντίθετη με τα λαϊκά συμφέροντα. Ενώ τα αστικά κόμματα πανηγύριζαν με παράτες και παχιά λόγια την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (που να σημειωθεί δεν εφαρμόστηκε ούτε από αυτούς που την υπέγραψαν).

Τον Οκτώβρη του 1920 το ΣΕΚΕ οργανώνει προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα που μετατρέπεται σε μεγάλη διαδήλωση με κύριο σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος» και με την παρουσία 50.000 κόσμου. Είναι οι εκλογές εκείνες που έδωσαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία στους αντιβενιζελικούς, που όμως εξαπάτησαν το λαό με την υπόσχεση ότι θα τερματίσουν τον πόλεμο. Στις 14/11/1920 και πάλι το ΣΕΚΕ καταγγέλλει στο λαό τον εμπαιγμό του από τους Λαϊκούς που τώρα είναι κυβέρνηση. Τον ίδιο μήνα με προκήρυξή τους, κομμουνιστές στρατιώτες στο μέτωπο υπογραμμίζουν: «Ο πόλεμος θα εξακολουθεί να ρουφάει το αίμα και κάθε ζωτική δύναμη του λαού, ενόσω υπάρχει αστικό κράτος που δεν είναι παρά η κτηνωδέστερη εκδήλωση της οικονομικής κυριαρχίας του δυνατού πάνω στους αδύνατους, η οργανωμένη βία μιας ληστρικής τάξεως, της πλουτοκρατίας».

Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε με βίαια μέσα, από την αρχή κιόλας της αντίστασης των εργαζομένων να στομώσει τη φωνή της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. «Με την απαγόρευση της διοργάνωσης των συνεδρίων της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, με τις φυλακίσεις και τις εξορίες των πρωτοπόρων εργαζομένων, ευελπιστεί ο Βενιζέλος - με λιγότερες πιέσεις - να προχωρήσει στην υλοποίηση των «εθνικών του στόχων», γράφει ο Πέτρος Πετράτος. Τακτική που συνέχισαν στην πορεία και οι βασιλικές κυβερνήσεις με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Ενώ ο λαός οδηγούνταν στα έσχατα όρια φτώχειας και οικονομικής εξαθλίωσης και σε μια σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων σε όλα τα σημεία της Ελλάδας, με κυρίαρχα αιτήματά του τον τερματισμό του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών με την Τουρκία.

Ο Βάσος Γεωργίου γράφει στο Νέο Κόσμο: «Στελέχη μέλη και οπαδοί του Κόμματος, στελέχη της ΓΣΕΕ, αψηφώντας την τρομοκρατία και τη λογοκρισία, το στρατιωτικό νόμο και τα στρατοδικεία ανέπτυξαν σοβαρή αντιπολεμική δράση στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου κηρύχτηκαν πανελλαδικές απεργίες των σιδηροδρομικών, καπνεργατών, εργατών ηλεκτρισμού, που αποτέλεσαν αξιοσημείωτη πάλη για την καλυτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου και ταυτόχρονα πράξη επαναστατικού διεθνισμού. Χιλιάδες εργάτες πιάστηκαν τότε, επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στο μέτωπο».

Τα ελληνικά αστικά κόμματα, το βενιζελικό και το αντιβενιζελικό, φέρνουν και τα δύο τις ίδιες ευθύνες για το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες. Ολη και όλη η διαφορά ανάμεσά τους ήταν αν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το δρόμο της συμμετοχής στην Αντάντ ή το δρόμο της συμμετοχής στις κεντρικές αυτοκρατορίες.

Ας ρίξουμε όμως και μια ματιά στο κατά πόσο ανταποκρίθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των κυνηγημένων Ποντίων και Μικρασιατών, για παροχή βοήθειας, ώστε η μετάβασή τους στην Ελλάδα να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη και πώς αντιμετώπισαν τα κύματα των προσφύγων όταν πάτησαν, σε κατάσταση εξαθλίωσης, το ελληνικό χώμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δ.Κ. Νικόλης στο έργο του «Ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους»: «Εκεί όμως που η απόγνωση και η εξαθλίωση θα πάρει πιο δραματικές διαστάσεις, είναι οι Ελληνες του Πόντου». «Η συμφωνία βρίσκει τους Ποντίους μακριά από τους δικούς τους τόπους. Αλλοι βρίσκονται στην Αρμενία, άλλοι στο Κουρδιστάν και άλλοι τραβούν για τη Συρία». «Ο δρόμος του γυρισμού, σαν μόνη ελπίδα πια, είναι κι αυτό ένα μεγάλο δράμα. Πολλοί μήνες θα χρειαστούν, για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαρτυρική και βασανιστική η πορεία επιστροφής προς την Ελλάδα, για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Αλλά οι Πόντιοι μόλις βγαίνουν στον Πειραιά, βασανιστικά και με υπομονή θα προσπαθήσουν να φτιάξουν τη νέα τους ζωή. Οι εδώ κρατούντες όμως, επειδή γνωρίζουν το δημοκρατικό φρόνημα των Ποντίων, με διάφορες ανεπαίσθητες δικαιολογίες, τους ρίχνουν στο Μακρονήσι, εκεί που η παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία έστελνε όλους εκείνους που ήθελε να τους στείλει στον άλλο κόσμο. Λείπει το νερό, τα τρόφιμα, κάθε ιατρική περίθαλψη, κάθε στοιχειώδης κατοικία για ανθρώπινα πλάσματα. Ετσι, όλοι οι πρόσφυγες και μαζί τους και οι Πόντιοι που έφτασαν στην Ελλάδα σαν θλιβερές φάλαγγες, είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν καινούριες συνθήκες της ζωής τους. Οι διοικητικές ελληνικές αρχές, με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, σπρώχνουν όλον αυτόν τον κόσμο στη Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Κρήτη, Ηπειρο και Θράκη. Ενας εξαθλιωμένος πληθυσμός καλείται να αρχίσει τη ζωή του από την αρχή, κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες».

Κερδισμένοι βέβαια από την πονεμένη αυτή ιστορία, δεν είναι άλλοι παρά οι γνωστοί έχοντες και κατέχοντες, δηλαδή οι κεφαλαιούχοι που φρόντισαν να στήσουν τα εργοστάσιά τους στα σπλάχνα των προσφυγικών συνοικισμών για να έχουν στη διάθεσή τους μια πάμφθηνη εργατική δύναμη. Ολιγάριθμοι βιομηχανικοί και χρηματιστηριακοί κύκλοι βρήκαν τη δυνατότητα κυριολεκτικά να θησαυρίσουν. Αλλά και πολλοί πολιτικοί απόχτησαν τεράστιες περιουσίες, αφού πολλά από τα χρήματα που πήραν από το τουρκικό κράτος για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, κύλησαν στις τσέπες τους.

Ο Νίκος Μπελογιάννης γράφει στο έργο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα»: «Οι βιομήχανοι βρήκανε φτηνά εργατικά χέρια, οι κάθε λογής προμηθευτές μοναδική ευκαιρία για να (...) ό,τι σάπιο και άχρηστο πράγμα είχανε, οι πολιτικάντες και η Εθνοτράπεζα έκαναν τις μπάζες τους με την ανταλλαγή και την αποκατάσταση, οι προσφυγοπατέρες βρήκανε δουλιές με φούντες, οι βενιζελικοί ψήφους (...) σωματέμποροι πηδούσαν από τη χαρά τους, οι γκαρσονιέρες στολίστηκαν με τις όμορφες αλλά άτυχες κοπέλες που η προσφυγιά τις έριξε γδυτές και απροστάτευτες στο δρόμο και η Λαϊκή Τράπεζα του μεγάλου τοκογλύφου Λοβέρδου, που ήταν προστατευόμενη της Εθνικής, μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες, πρόσθεσε - ανάμεσα στις άλλες δουλιές της - και τα δάνεια μ' ενέχυρο τιμαλφών κι επίπλων ακόμα. Μ' αυτό τον τρόπο γδύσανε την προσφυγιά, παίρνοντάς τους για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα χρυσά τους κειμήλια που είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους. Οι αγιογδύτες μάλιστα φτάσανε στο σημείο ν' αγοράσουν από τους πρόσφυγες ακόμα και εικονίσματα μεγάλης αξίας για λίγες πενταροδεκάρες. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η μικρασιατική καταστροφή δε στάθηκε στο τέλος - τέλος ένα ευτυχές γεγονός για την κυρίαρχη τάξη της χώρας μας;».


Γιώργος ΤΕΜΕΝΕΚΙΔΗΣ
ιστορικός – φιλόλογος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ