Πέμπτη 10 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Φτώχεια, ανεργία και ερήμωση ήταν τα «δώρα» για τις ελληνικές περιφέρειες

Η κυβερνητική προπαγάνδα όλα τα προηγούμενα χρόνια χρησιμοποίησε κατά κόρον τα κονδύλια των κοινοτικών «πακέτων» για να διαφημίσει την Ευρωπαϊκή Ενωση και να υποσχεθεί μια πρωτοφανή ανάπτυξη για ολόκληρη την Ελλάδα. Τα κονδύλια του πρώτου και του δεύτερου «πακέτου Ντελόρ», τα «μεγάλα έργα», οι χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, η ανάπτυξη της περιφέρειας ήταν από τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ για να υφαρπάξει την ψήφο του ελληνικού λαού σ' όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ερχεται λοιπόν ο λογαριασμός και για την υπόθεση αυτή. Ο λογαριασμός αποτυπώνεται στο κατάλογο των φτωχότερων και των πλουσιότερων περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι περιφέρειες, λοιπόν, που θα έπρεπε να είχαν γνωρίσει την ανάπτυξη είναι οι φτωχότερες περιφέρειες σ' ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι επτά από τις έντεκα φτωχότερες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ελληνικές! Για να είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη στον τομέα αυτό προσδιόρισε με το δείκτη 100 το μέσο κοινοτικό όρο. Δηλαδή η οικονομική κατάσταση μια μέσης περιοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση ορίζεται στο 100. Με βάση αυτό το σύστημα λοιπόν, η Ηπειρος, η φτωχότερη περιοχή σ' ολόκληρη την ΕΕ, έχει 43, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου έχουν 51, η Δυτική Ελλάδα 56, η Πελοπόννησος 57, η Ανατολική Μακεδονία 60, η Δυτική Μακεδονία 60 και τα νησιά του Ιονίου 60.

Φυσικά, η σύγκριση αυτή αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με τις πλουσιότερες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εξάλλου εννοείται ότι όλα αυτά τα «πακέτα» και τα ταμεία «συνοχής» δημιουργήθηκαν για να μειωθεί ή και να εξαλειφθεί η απόσταση μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων περιοχών.

Ετσι λοιπόν τη στιγμή που ο δείκτης της οικονομικής κατάστασης είναι για την Ηπειρο 43, η περιοχή του Κεντρικού Λονδίνου έχει δείκτη 227! Την ώρα που τα νησιά του Βορείου Αιγαίου έχουν 51, το Αμβούργο έχει 198. Ακολουθούν το Λουξεμβούργο με 172, οι Βρυξέλλες 170, το Ντάρμσταντ 167, η Βιέννη 166, η Βαυαρία 165, το Παρίσι 156, η Βρέμη 146, το Εσσεν 140, η Αμβέρσα 138. Πρόκειται ουσιαστικά για χάσμα μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων.

Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι αυτή η φτώχεια που δέρνει την ελληνική περιφέρεια δεν είναι «φυσικό φαινόμενο», δεν είναι δηλαδή μοιραίο να είναι φτωχή η Ηπειρος, η Δυτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος και οι άλλες περιοχές της χώρας. Η φτώχεια είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που ασκήθηκε τα προηγούμενα χρόνια στο όνομα μάλιστα της ΟΝΕ, της «σύγκλισης» του «ευρωπαϊκού οράματος»...

Μήπως δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής υποβάθμισης, της συστηματικής καταστροφής της παραγωγικής βάσης της χώρας για το χατίρι της «ανταγωνιστικότητας» και της «ιδιωτικοποίησης»; Μήπως δεν είναι το αποτέλεσμα από την εφαρμογή της αντιαγροτικής πολιτικής, της ΚΑΠ, που όρισε ότι θα πρέπει να συρρικνωθούν ή να εξαφανιστούν όλες οι παραδοσιακές αγροτικές καλλιέργειες στην Ελλάδα, που διέταξε την εξαφάνιση της ελληνικής κτηνοτροφίας και όρισε ότι ο αγροτικός πληθυσμός στη χώρα μας θα πρέπει να μειωθεί στο 3% του συνόλου;

Οι περιφέρειες, λοιπόν, όχι μόνο δεν αναπτύχθηκαν με την πολιτική της ΟΝΕ, αλλά αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις έφθασαν σε απελπιστικό σημείο. Τα όποια έργα βιτρίνας κατασκευάστηκαν με τα κοινοτικά κονδύλια δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα.

Το τέλος μιας δεκαετίας εμπαιγμού και εκμετάλλευσης στο όνομα της ΟΝΕ

Η ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) ήταν για μια δεκαετία περίπου το σύνθημα, με το οποίο η οικονομική ολιγαρχία και τα αστικά πολιτικά κόμματα εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό. Ολα τα προγράμματα οικονομικής πολιτικής σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν στο όνομα της ΟΝΕ, χαρακτηρίζοντας απαραίτητες τις θυσίες (τις οποίες μονομερώς έκαναν οι εργαζόμενοι), αφού μετά την ένταξη θα έρχονταν οι «καλύτερες μέρες».

Σ' όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, σ' αυτό το διάστημα, το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία και από κοντά ο Συνασπισμός επαναλάμβαναν το ίδιο επιχείρημα, ότι η ένταξη στην ΟΝΕ θα φέρει τη χώρα στη λέσχη των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα καλύψει τη διαφορά που χώριζε την Ελλάδα από τις πλουσιότερες χώρες, θα αυξήσει τον εθνικό πλούτο και έτσι θα αυξηθεί και το μερίδιο των εργαζομένων σ' αυτόν.

Την ίδια περίοδο το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που έλεγε ότι η ΟΝΕ δεν έχει να δώσει τίποτα για τους μισθωτούς και τα πλατύτερα λαϊκά στρώματα, αντίθετα, θα προκαλέσει δεινά, θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση της ανεργίας, την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας, την περιθωριοποίησή της και τη μετατροπή της σε εξάρτημα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της «νέας τάξης». Προειδοποιούσε ακόμη τον ελληνικό λαό ότι στο τέλος αυτής της πορείας όχι μόνο δε θα έρχονταν οι «καλύτερες μέρες», αλλά, αντίθετα, θα είχαμε ακόμη χειρότερες, αφού θα συνεχιζόταν η ίδια και ακόμη πιο σκληρή πολιτική. Αν μέχρι σήμερα οι θυσίες των εργαζομένων ήταν απαραίτητες, για να σφραγιστεί το εισιτήριο εισόδου στην ΟΝΕ, αύριο θα είναι απαραίτητες, για να σφραγιστεί η άδεια παραμονής.

Και σ' αυτές τις εκλογές, της 9ης Απριλίου, κυριαρχεί το θέμα της ΟΝΕ. Εχοντας εξασφαλίσει την ένταξη, η κυβέρνηση επιχειρεί να αποσπάσει την ψήφο του ελληνικού λαού, σαν υπογραφή σε άγραφο χαρτί, το οποίο θα συμπληρώσει η ίδια εκ των υστέρων με όλα τα μέτρα και τις πολιτικές για τη λεγόμενη «μετα-ΟΝΕ εποχή». Την ίδια πρόταση κάνει και η Νέα Δημοκρατία, η οποία το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί είναι μια άλλη διαχείριση της ίδιας, όμως, πολιτικής. Μέχρι σήμερα αυτές οι δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ζητούν θυσίες και να υπόσχονται. Εφτασε όμως η ώρα του λογαριασμού. Ετσι κι αλλιώς τώρα μαθαίνουμε το τι στοίχισε η ΟΝΕ στον ελληνικό λαό, ποιος πλήρωσε το «μάρμαρο», ποιος κέρδισε απ' αυτήν την πολιτική. Ομως, τώρα που φθάσαμε στο τέλος αυτής της πορείας, όλοι άρχισαν δειλά - δειλά να αναγνωρίζουν ότι τα δύσκολα έρχονται μετά την ένταξη στην ΟΝΕ. Οι απαιτήσεις και οι όροι που προβάλλουν οι «εταίροι», αλλά και οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση για την οικονομική πολιτική των επόμενων χρόνων περιλαμβάνονται στα επίσημα κοινοτικά έγγραφα, όπως η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το πρόγραμμα «σύγκλισης».

Ποιοι πλήρωσαν το «μάρμαρο» για τη «σύγκλιση» της οικονομίας

Η «καραμέλα» της ΟΝΕ, την οποία χρησιμοποίησαν κατ' επανάληψη τα αστικά κόμματα για να κοροϊδέψουν τους Ελληνες εργαζόμενους μοιάζει τελικά με το κινίνο. Το γλυκό επίχρισμα τέλειωσε και τώρα αποκαλύπτεται η πικρή του γεύση.

Στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκαν τα θεμέλια της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, τα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού ζήτησαν απ' τους Ελληνες εργαζόμενους να υπομείνουν ένα σκληρό πρόγραμμα «σύγκλισης». Υπόσχονταν ότι το αντάλλαγμα θα ήταν η ενίσχυση του εισοδήματος και η κάλυψη της διαφοράς που χώριζε τους Ελληνες εργαζόμενους απ' τους εργαζόμενους των πλουσιότερων κρατών - μελών. Η προπαγάνδα των θιασωτών της ΟΝΕ έφθανε στο σημείο να υπόσχεται ότι μετά την ένταξη οι αμοιβές στην Ελλάδα θα ήταν ίδιες μ' αυτές στη Γερμανία ή τη Γαλλία και ότι οι τιμές θα είναι κοινές σ' όλα τα κράτη - μέλη. Αυτά, έλεγαν, θα είναι τα αποτελέσματα της δημιουργίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του «ΕΥΡΩ».

Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια από τότε και μόλις προχτές μάθαμε από τη «Eurostat» τις αμοιβές εργασίας σ' όλες τις χώρες - μέλη. Σύμφωνα μ' αυτά, η μέση αμοιβή του Ελληνα εργαζόμενου είναι 17.200 ΕΥΡΩ, ενώ η μέση αμοιβή σ' ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 28.900 ΕΥΡΩ. Οσον αφορά στη διαφορά που χωρίζει τον Ελληνα εργαζόμενο απ' τους εργαζόμενους στα άλλα κράτη - μέλη, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία: ο Βέλγος παίρνει 36.000, ο Γερμανός 33.600, ο Δανός 32.600, ο Γάλλος 32.000 ΕΥΡΩ. Αποδεικνύεται λοιπόν με ατράνταχτα στοιχεία ότι όχι μόνο δεν είχαμε μείωση της διαφοράς, αλλά αντίθετα ο Ελληνας μισθωτός παίρνει περίπου τα μισά απ' όσα παίρνουν οι εργαζόμενοι στις πλουσιότερες χώρες - μέλη. Αυτή είναι η «σύγκλιση» των μισθών...

Τι έγινε όμως με τι τιμές; Εγινε πιο άνετη η ζωή των Ελλήνων εργαζομένων μετά τα προγράμματα «σύγκλισης»; Ο δείκτης που μας βοηθάει να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά είναι η αγοραστική δύναμη. Τα στοιχεία λοιπόν από την επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά και σ' αυτό τον τομέα. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, η Κομισιόν έχει ορίσει με το δείκτη 100 το μέσο όρο του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ας πούμε λοιπόν ότι ο μέσος Ευρωπαίος έχει αγοραστική δύναμη 100. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτό τον τρόπο μέτρησης ο Ελληνας έχει αγοραστική δύναμη 66, είναι δηλαδή ο φτωχότερος σ' ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι διαφορές που τον χωρίζουν από τους κατοίκους των πλουσιότερων χωρών είναι τεράστιες, αφού ο Λουξεμβούργιος έχει αγοραστική δύναμη 174, ο Δανός 120, ο Ολλανδός 113, ο Αυστριακός 112, ο Γερμανός 108. Μ' άλλα λόγια οι Ελληνες εργαζόμενοι είδαν αυτά τα χρόνια την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται δραματικά.

θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ακόμη και αυτά τα συντριπτικά στοιχεία παρουσιάζουν ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας, η οποία είναι ακόμη χειρότερη για τους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αυτή η συγκάλυψη οφείλεται στον υπολογισμό των μέσων όρων που εμφανίζουν μεγαλύτερα τα εισοδήματα των εργαζομένων απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Ομως ακόμη και έτσι, δίνουν αποστομωτική απάντηση σ' όσους υπόσχονταν ότι το εισόδημα θα βελτιωθεί και η αγοραστική δύναμη θα αυξηθεί με την ένταξη στην ΟΝΕ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ