Οδοιπορικό του «Ρ» στο θεσσαλικό κάμπο
Νοέμβρης στο θεσσαλικό κάμπο. Παχνιστή τον έλεγαν παλιά οι Θεσσαλοί, γιατί με τον ερχομό του τα ζώα κλείνονταν στους στάβλους και δεμένα στο παχνί ταΐζονταν.
Ηταν, όμως και τότε και εξακολουθεί να είναι σήμερα ο μήνας της σποράς του σταριού. Πριν πολλά χρόνια η Θεσσαλία ήταν ένας απέραντος σιτοβολώνας. Τα τελευταία χρόνια η σιτοκαλλιέργεια έχει μειωθεί - δε συμφέρει καθόλου οικονομικά στον αγρότη - κι αναπτύχθηκαν περισσότερο άλλες δυναμικές καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα τεύτλα, ο καπνός, η βιομηχανική ντομάτα. Εξακολουθεί, όμως, ο Θεσσαλός αγρότης να σπέρνει στάρι. Οχι όλο το χωράφι όπως παλιά, αλλά κάποιο μέρος του. Κι όχι μόνο γιατί δεν ξεχνάει πως με την καλλιέργεια του σταριού έζησε στις παλιές εποχές της πείνας, αλλά γιατί και οι άλλες καλλιέργειες που είναι και πιο κουραστικές, δεν αφήνουν πια «καλά κέρδη».
Η μάχη της σοδειάς των προϊόντων της περασμένης καλλιεργητικής περιόδου τελείωσε στη Θεσσαλία - μόνο το «δεύτερο χέρι» της συλλογής βαμβακιού συνεχίζεται - κι αρχίζει τώρα η μάχη της σποράς των χειμερινών καλλιεργειών, ιδιαίτερα των σιτηρών. Παράξενος φέτος ο καιρός - Νοέμβρης κι ακόμα να 'ρθουν τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια - δυσκολεύει πολύ τον αγρότη. Δύσκολα σπέρνεται το στάρι σε ξερή γη. Για να «πιάσει» ο σπόρος θέλει να 'ναι μαλακό το χώμα, ώστε να «κολλήσει» πάνω του κι ύστερα να φυτρώσει. Ομως, δε βρέχει. Δίλημμα για τον αγρότη: Να σπείρει τώρα με την ελπίδα στο Θεό να βρέξει; ή να ποτίσει το χωράφι του και να σπείρει μετά;
Αν κάνει το πρώτο, κινδυνεύει να τον «ξεχάσει» ο Θεός και να πάει χαμένη η σπορά, ο κόπος του και τα έξοδά του.
Αν καταλήξει στο δεύτερο, θ' αυξήσει κι άλλο τα καλλιεργητικά έξοδα του γιατί το πότισμα, τη σημερινή ημέρα, είναι ακριβό.
Κι όσο αυξάνονται τα έξοδα τόσο πιο πολύ «μπαίνει μέσα» από τη σιτοκαλλιέργεια. Γιατί, μη νομίζετε ότι επειδή πληρώνει κανείς 300 δραχμές για να φάει ένα κιλό ψωμί, είναι και το στάρι ακριβό. Μόνο 40 δραχμές το κιλό το πουλάει στον έμπορο ο παραγωγός...
Στον αγώνα, στις αγωνίες, στις ελπίδες και στις απογοητεύσεις του αγρότη αναφέρεται το σημερινό οδοιπορικό του «Ρ» στο θεσσαλικό κάμπο. Και δεν είναι τίποτα άλλο παρά η περιγραφή μιας μάχης που ξεκινάει τώρα με τη σπορά και θα συνεχιστεί πιο σκληρή, την ώρα της σοδειάς. Τ' αποτελέσματα αυτής της μάχης δεν είναι επιτυχημένα στον οικονομικό τομέα. Για να πετύχει θα πρέπει να συνεχίσει τον αγώνα στο χωράφι του με την πάλη στο δρόμο για το δίκιο του. Κι αυτό ξέρει πολύ καλά να το κάνει ο Θεσσαλός αγρότης. Το απέδειξε τα τελευταία χρόνια με τις μεγαλειώδεις αγροτικές κινητοποιήσεις για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ.
Η αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ το χειρότερο κακό για τους αγρότες
Το όργωμα και η σπορά |
Αυτός, όμως, δεν «αδειάζει». Δεν έχει καιρό για πολλές κουβέντες. Κάτι θα μου πει σταματώντας για λίγο τη δουλιά και θα μου δώσει ραντεβού το μεσημέρι ή καλύτερα το βράδυ στο καφενείο. Εκεί, ίσως, μπορέσουμε να πούμε πολλά. Σ' αυτές τις περιπτώσεις βοηθάει μερικές φορές και το τσίπουρο.
Τελικά, σταματά. Είναι μια ευκαιρία να ξαποστάσει και να πάρει μια ανάσα. Να σκουπίσει τον ιδρώτα που «τρέχει» στο πρόσωπό του. Δίνει το χέρι του να χαιρετήσει και γίνονται οι συστάσεις. Λέγεται Βασίλης Ζησόπουλος και είναι μόνιμος κάτοικος του χωριού Μεσορράχη του Δήμου Κραννώνα Λάρισας. Και στην ερώτηση «πώς πάει φέτος η σπορά» βρίσκει το κουράγιο να χαριτολογήσει και λέει: «Η αλήθεια είναι ότι ο αγρότης πρέπει να βρει ένα λογιστή για να υπολογίζει όλα τα έξοδα του, γιατί αλλιώς χάνει το λογαριασμό». Το πρόσωπό του αλλάζει έκφραση και συνεχίζει: «Η γεωργία πεθαίνει. Η σπορά άρχισε με μύρια προβλήματα. Μόνο να σκεφτείτε την αύξηση του πετρελαίου, τις αυξήσεις στα λιπάσματα και τ' άλλα καλλιεργητικά έξοδα που έχουμε, φτάνει. Και η τιμή του σταριού συνεχώς μειώνεται». Σκύβει το κεφάλι και απογοητευμένος «καρφώνει» τα μάτια του στη γη, για να πει: «Βλέπετε πώς είναι το χώμα. Ξερό. Αν δε βρέξει, χαθήκαμε. Το καλοκαίρι δεν μπορούσαμε να ποτίσουμε τα βαμβάκια, γιατί δεν είχαμε νερό. Και τώρα δε βρέχει. Δε φτάνουν όλα τ' άλλα έξοδα, πρέπει να πληρώσουμε και για πότισμα;». Η συζήτηση φτάνει στον «ένοχο» αυτής της κατάστασης. «Θέλουν - λέει ο Βασίλης Ζησόπουλος - να μας διώξουν από τη γη μας με την πολιτική αυτή. Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά να εγκαταλείψω τα χωράφια μου και να ψάξω να βρω κάτι άλλο. Εχω παιδιά και πρέπει να προσπαθήσω για να ζήσουν όσο γίνεται καλύτερα».
Οι «καταραμένες» αυξήσεις στο πετρέλαιο δε θ'αφήσουν δραχμή στην τσέπη των αγροτών |
To λόγο παίρνει στη συνέχεια ο συγχωριανός του Γιάννης Παπακώστας, για να πει πως «στους αγρότες δε μένει εισόδημα και ότι τα βγάζουν πέρα "τσίμα - τσίμα"» και να μιλήσει για τους φόβους που έχει ότι «τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα».
Οι αγρότες αφανίζονται, λέει ο δήμαρχος Κραννώνος, Θανάσης Μπαντούλης (στο μέσο της φωτογραφίας) |
Καθόμαστε σ' ένα τραπέζι. Στην παρέα βρίσκονται οι Βασίλης Ζαμπανιώτης, Αποστόλης Καρτσαφλέκης και Βασίλης Παπακώστας. «Τα παράπονά μας είναι πολλά» λέει ο Βασίλης Παπακώστας. Και συνεχίζει: «Δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα. Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν σήμερα οι αγρότες. Από τη σπορά μέχρι τη σοδειά τα έξοδα είναι πάρα πολλά και δεν μπορούμε να "σηκώσουμε" τόσο βάρος. Τώρα σπείραμε τα στάρια. Δεν ξέρουμε και μεις τι πληρώσαμε για τα λιπάσματα, το πετρέλαιο, το όργωμα, το σβάρνισμα και τη σπορά. Ολα είναι πανάκριβα. Πολλοί αγρότες στο χωριό μας που δεν έχουν τρακτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα προτίμησαν να μην καλλιεργήσουν φέτος στάρι και νοικιάσουν άλλου τα χωράφια τους. Και να θες να καλλιεργήσεις κάτι άλλο, δεν μπορείς. Θες βαμβάκι, θες τεύτλα, όλες οι καλλιέργειες πάνε από το κακό στο χειρότερο. Μεγάλο το κόστος και αποτέλεσμα κανένα».
«Και πώς να έχεις αποτέλεσμα», συνεχίζει ο Βασίλης Ζαμπανιώτης. «Κάθε μέρα πληρώνεις και δεν πληρώνεσαι. Ανταμοιβή καμιά. Καμιά από τις καλλιέργειες δεν είναι ικανή να μας ζήσει. Και όλοι μας εδώ είμαστε μικροκαλλιεργητές. Ο αγροτικός κλήρος είναι περίπου 50 στρέμματα χωράφια ο καθένας. Αν καθίσεις και τα υπολογίσεις τα έξοδα και τα έσοδα, ζημιωμένοι βγαίνουμε. Για όλους αυτούς τους λόγους φεύγουν και τα παιδιά μας από τα χωριά για να βρουν καμιά άλλη δουλιά, κάτι που είναι πολύ δύσκολο».
«Ζούμε δύσκολες μέρες» λέει ο Αποστόλης Καρτσαφλέκης. Και λέει: «Θα ζήσουμε ακόμα πιο δύσκολες. Ο αγρότης σήμερα υποφέρει και βρίσκεται σε αδιέξοδα. Πρέπει επιτέλους να σκύψουν στα προβλήματα του αγρότη».
Στην ερώτηση για το ποιος πιστεύουν ότι ευθύνεται για την κατάσταση που έχουν περιέλθει, η απάντηση είναι κοινή: «Φταίει η κυβέρνηση, φταίνε όλες οι κυβερνήσεις, φταίει η ΕΕ που δε σκύβουν στα προβλήματα του αγρότη, γιατί θέλουν να μας ξεπαστρέψουν». Και στην ερώτηση για το ποιος είναι ο δρόμος για τη λύση του προβλημάτων τους, η απάντηση είναι μία: «Ο δρόμος του αγώνα».
Στην παρέα μας προστίθεται και ο Αντώνης Σταμουλάκης. Είναι συνταξιούχος του ΟΓΑ, περίπου 80 χρονών. Ηθελε να μιλήσει για το δικό του πόνο. Για την εξευτελιστική σύνταξη των 40.000 που παίρνει το μήνα. Ακούγοντας τη συζήτηση για τα γενικότερα προβλήματα των αγροτών, μιλά «κουβαλώντας» την πείρα μιας ολόκληρης ζωής και λέει: «Οι αγρότες πρέπει ν' αγωνιστούν, γιατί διαφορετικά θα μείνουν για πάντα αιχμάλωτοι». Με τον έμπειρο και σοφό λόγο του μπαρμπα - Αντώνη, του 80χρονου παππού, κλείνει η συζήτηση.
Δίπλα στο καφενείο βρίσκεται το Δημαρχείο Κραννώνος. Συναντάμε το δήμαρχο Θανάση Μπαντούλη, που γίνεται καθημερινά δέκτης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο αγροτικός κόσμος του δήμου. «Ολα συνηγορούν - λέει - ότι δεν υπάρχει προοπτική στον αγροτικό τομέα. Ο αγρότης τείνει να εκλείψει σε μια δεκαετία και ο δήμος μας θα γίνει εγκατελειμμένη περιοχή. Θα γίνει ένα απέραντο γηροκομείο». Στη συνέχεια ο δήμαρχος μιλά για την έλλειψη έργων που χρειάζεται ο αγροτικός κόσμος για να ζήσει και για την αναγκαιότητα κατασκευής τους. Για την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας ζωής των αγροτών και για τις προτάσεις που έχει σ' αυτή την κατεύθυνση.
Το οδοιπορικό σταματά εδώ. Η «μάχη» της σποράς συνεχίζεται για ν' ακολουθήσουν μετά άλλες «μάχες». Και αυτές θα γίνουν στο δρόμο της πάλης και της διεκδίκησης. Γιατί μόνο έτσι δε θα είναι οι αγρότες αιχμάλωτοι της αντιαγροτικής πολιτικής, όπως είπε κι ο μπαρμπα - Αντώνης.
Περισσότερα χρήματα ξοδεύει για την καλλιέργεια απ' όσα εισπράττει, πουλώντας το προϊόν του, ένας σιτοπαραγωγός. Υπολογίζεται ότι για να παράγει ένα κιλό στάρι ξοδεύει 45 δραχμές και πουλώντας το εισπράττει 42 δραχμές. «Μπαίνει μέσα», δηλαδή, 3 δραχμές το κιλό, τουλάχιστον.
Να πόσα - με ακριβείς και, ίσως, «συγκρατημένους» υπολογισμούς - είναι τα έξοδα για κάθε στρέμμα σιτοκαλλιέργειας:
Για κάθε στρέμμα σιτοκαλλιέργειας, λοιπόν, ο αγρότης ξοδεύει 18.000 δραχμές περίπου. (Τα έξοδα μπορεί και ν' αυξηθούν ακόμα περισσότερο, αν - λόγω μιας φθινοπωρινής ανομβρίας, όπως φέτος, π.χ. - χρειαστεί και πότισμα, το οποίο είναι και ακριβό, είτε γίνεται με μηχανές που καταναλώνουν πετρέλαιο, είτε με ηλεκτρικό ρεύμα).
Τα έσοδα από την πώληση του σταριού ανέρχονται, το πολύ, στις 16.000 δραχμές το στρέμμα, οπότε ο παραγωγός «μπαίνει μέσα» 2.000 δραχμές το στρέμμα περίπου!
Από κάθε στρέμμα ο αγρότης παράγει κατά μέσο όρο περί τα 400 κιλά στάρι. (Υπάρχουν κάποιες περιοχές - λίγες τα τελευταία χρόνια - είτε επειδή εξακολουθούν να είναι «σταρομάνες», είτε γιατί τα χωράφια είναι «ξεκούραστα», που παράγουν και πάνω από 500 κιλά το στρέμμα. Υπάρχουν, όμως, πολλές άλλες που παράγουν 200-300 κιλά). Αν υπολογίσουμε ότι η μέση εμπορική τιμή του σταριού φτάνει, τα τελευταία χρόνια, στις 40 δραχμές το κιλό, τότε τα έσοδα από κάθε στρέμμα ανέρχονται στις 16.000 δραχμές περίπου.
Και τίθεται το ερώτημα: Αφού ο σιτοπαραγωγός «μπαίνει μέσα» γιατί ασχολείται μ' αυτή την καλλιέργεια; Πρώτα, θα πρέπει να πούμε ότι ο παραγωγός σκληρού σταριού, εκτός από την εμπορική τιμή που εισπράττει πουλώντας το προϊόν του, εισπράττει και επιδότηση. Αυτή, φέτος, κυμαίνεται - αναλόγως του ύψους του προστίμου συνυπευθυνότητας που επιβάλλει η ΕΕ για την υπέρβαση του στρεμματικού πλαφόν καλλιέργειας από τους σιτοπαραγωγούς κάθε νομού - από 8.000-15.000 δραχμές το στρέμμα, αρκετά μειωμένη σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές.
Με την είσπραξη - με την παρέλευση 6 μηνών περίπου από το αλώνισμα - και της επιδότησης, ο σιτοπαραγωγός καλύπτει τη «χασούρα» των 2.000 δραχμών ανά στρέμμα που έχει υποστεί από το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα στα έξοδα καλλιέργειας και τα έσοδα από την πώληση του προϊόντος και το τελικό κέρδος του ανέρχεται σε 6.000-13.000 δραχμές το στρέμμα.
Αυτό σημαίνει ότι ένας αγρότης που καλλιεργεί 50 στρέμματα με στάρι - αυτός βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο του αγροτικού κλήρου στη χώρα μας - θα έχει καθαρό εισόδημα από 300.000 μέχρι 650.000 δραχμές το χρόνο. Είναι προφανές ότι μ' αυτό το εισόδημα δεν μπορεί να ζήσει την οικογένειά του...