Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας - επιστημονικό, τεχνικό, καλλιτεχνικό - παρατηρείται πάντα διαφορά νοοτροπιών και ιεράρχηση δυνάμεων. Διακρίνονται οι αδιαφιλονίκητες μεγαλοφυίες, οι θαυμαστοί εκπρόσωποι, οι εκλεκτοί, οι ανεκτοί, οι μέτριοι, ακόμα και οι βλαβεροί και οι «καταραμένοι». Η νεοελληνική λογοτεχνία όμως έχει και τον Αγιό της.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι μια εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων. Ενας άνθρωπος με ολότελα μοναχική και ιδιόμορφη πορεία στη ζωή και στην τέχνη.

Γεννημένος το 1851 στη Σκιάθο, μεγάλωσε σ' ένα ιδιαίτερα συντηρητικό και βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον - ο πατέρας του ήταν ιερέας και ο ίδιος ήταν βαθιά δεμένος με την ορθοδοξία και την ψαλτική - ιδιαίτερα κλειστό, αποξενωμένο ακόμα και από την κλειστή σκιαθίτικη κοινωνία, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του τόσο ιδιόμορφου και εσωστρεφούς χαρακτήρα του.

Μετά από μια ταλαιπωρημένη παιδική και εφηβική ηλικία, εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου ακολουθεί, για βιοποριστικούς λόγους, το στάδιο του μεταφραστή και του δημοσιογράφου.

Στη λογοτεχνία εμφανίζεται νωρίς - 1879 - με τα ιστορικά μυθιστορήματα «Εμποροι των Εθνών» και «Γυφτοπούλα». Αργότερα, θα αφοσιωθεί στην καλλιέργεια του ηθογραφικού διηγήματος και θα γίνει ο σπουδαιότερος εκπρόσωπός του.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν μια ολότελα ξεχωριστή μορφή. Δεν ανήκε στην εποχή του, αλλά και σε καμία άλλη, ήταν άνθρωπος μοναχικός και τα έργα του ήταν μοναδικά, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή. «Αλλ' εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε ούτε με τον Δίκενς ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;».

«Η φόνισσα», έργο του ζωγράφου Μίλτου Γκολέμα για το εξώφυλλο του ομότιτλου βιβλίου του Παπαδιαμάντη, από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
«Η φόνισσα», έργο του ζωγράφου Μίλτου Γκολέμα για το εξώφυλλο του ομότιτλου βιβλίου του Παπαδιαμάντη, από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Αυτή την απόλυτη συνέπεια προς την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα τη διατήρησε σε όλη του τη ζωή, χωρίς καμία διάθεση αυτοπροβολής ή φαμφαρονισμού.

Τα θέματά του είναι παρμένα κυρίως από την καθημερινότητα και τους ανθρώπινους τύπους της πατρίδας του. Το αστικό περιβάλλον της Αθήνας ποτέ δεν τον αφομοίωσε, κάτι που ενίσχυσε το βαθύ αίσθημα νοσταλγίας και την έντονη αγάπη για τη φύση, στοιχεία διάχυτα στο έργο του.

Το σημαντικότερο θέμα της προβληματικής του Παπαδιαμάντη είναι ο αιώνια βασανιζόμενος άνθρωπος. Μέσα σε όλο του το έργο - στο οποίο συνυπάρχουν αυτοβιογραφικά και αντικειμενικά στοιχεία - ο συγγραφέας ασχολείται με τη ζωή των φτωχών και κατατρεγμένων. Οντας ένας από αυτούς, δεν τους περιγράφει απλώς, ζει μαζί τους. Τα γραφτά του μαρτυρούν την ώριμη και ακριβή ψυχολογική του διείσδυση στις ταλαιπωρημένες μορφές του, που συχνά συνοδεύεται από μια δυσδιάκριτη και πικρή ειρωνεία για τον άνθρωπο που αγωνίζεται ασταμάτητα σε έναν αιώνια άδικο κόσμο. Σκύβει με ζεστασιά πάνω από τους δικούς του ανθρώπους, τους καταλαβαίνει απόλυτα και μιλά γι' αυτούς «όπως κανένας πατέρας δε θα μιλούσε για τα παιδιά του» (Μυρτιώτισα).

Εκτός όμως από τη ζεστή αυτή και ρεμβαστική κατανόηση για τον αδικημένο και αγωνιζόμενο άνθρωπο, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που η ρεμβαστική λύπη μετατρέπεται σε αγανάκτηση.

Η «Φόνισσα», το σπουδαιότερο έργο του Παπαδιαμάντη. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο συγγραφέας επηρεάστηκε από το έργο του Ντοστογιέφσκι «Εγκλημα και Τιμωρία», το οποίο είχε ο ίδιος μεταφράσει.

Η κεντρική του ηρωίδα, μια γυναίκα εξήντα ετών, που καταλαβαίνει ότι ξοδεύτηκε για να υπηρετεί τους άνδρες - πατέρα, σύζυγο, γιους - αποφασίζει να σκοτώσει τα μικρά κορίτσια του χωριού της, για να τα γλιτώσει από τη σκληρή ζωή που τα περιμένει, σε μια πατριαρχική κοινωνία. Η Φραγκογιαννού, η ηρωίδα του έργου, θυμίζει το φοιτητή Ρασκόλνικοφ του Ντοστογιέφσκι ο οποίος, όντας εξαθλιωμένος και άρρωστος, αποφασίζει να σκοτώσει μια γριά τοκογλύφο, για να συνεχίσει τις σπουδές του και να αναμορφώσει την άδικη κοινωνία που τον περιβάλλει. Ο Ρασκόλνικοφ, βέβαια, διαπράττει συνειδητά το έγκλημά του, ενώ η Φραγκογιαννού γίνεται «φόνισσα» ως αυθόρμητη αντίδραση στην κοινωνική και φυλετική καταπίεση που υφίσταται και που την οδηγεί προοδευτικά στην τρέλα («ψηλώνει ο νους της», γράφει ο Παπαδιαμάντης).

Ετσι λοιπόν το έργο του Παπαδιαμάντη είναι όχι μόνο μια παθητική περιγραφή της εξαθλίωσης, αλλά και ένα δριμύ κατηγορώ για την κάθε είδους κοινωνική αδικία.

Τέλος, το έργο του Παπαδιαμάντη λειτουργεί και ως μία ανεκτίμητη λαογραφική πηγή. Τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού είναι φωτογραφικά αποτυπωμένα στην πιο απροσποίητη έκφρασή τους.

Η παρουσίαση των λαογραφικών πληροφοριών, σε συνδυασμό με τα ακριβή ψυχογραφήματα των νεοελλήνων ηρώων, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε το έργο του Παπαδιαμάντη ακόμη και ως ιστορική πηγή.

Ολα τα παραπάνω, η Σκιάθος και οι άνθρωποί της, η φύση, η νοσταλγία, ο ρεμβασμός, ο πάντα βασανιζόμενος άνθρωπος, συνθέτουν ένα σταθερό και ιδιόμορφο τοπίο στο έργο του Παπαδιαμάντη, που περιγράφεται επίσης ξεχωριστά, αν αναλογιστούμε τη μοναδικότητα της γλώσσας του συγγραφέα.

Ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Η καθαρεύουσά του όμως είναι εντελώς ιδιότυπη και θα ήταν εντελώς αυθαίρετο και επιπόλαιο να τη σχετίσουμε με τη γλώσσα της Εκκλησίας, όπως γίνεται κατά καιρούς.

Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την αυστηρή καθαρεύουσα μόνο στις περιγραφές, σε αντίθεση με τους ζωντανούς διαλόγους του που είναι γραμμένοι σε καθαρή δημοτική, διανθισμένη με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς, ενώ στην αφήγηση τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν. Τα παραπάνω δίνουν μια ακόμα ξεχωριστή και ποιητική πνοή στο πεζογραφικό του έργο. Ο Μαλακάσης τον χαρακτήρισε το μεγαλύτερο Ελληνα ποιητή, «τον μόνο που κατόρθωσε να δώσει υποβολή στον ποιητικό λόγο».

Το έργο του Παπαδιαμάντη αγαπήθηκε αλλά και κατηγορήθηκε όσο λίγα, ακριβώς επειδή είναι τόσο ξεχωριστό.

Η αρνητική κριτική καυτηρίασε στοιχεία όπως την απουσία σχεδίου, την ατημέλητη έκφραση, τα σταθερά θέματα, την ιδιότυπη χρήση της γλώσσας κλπ.

Η έλλειψη όμως οποιασδήποτε δέσμευσης και φόρμας που εμφανίζεται στο έργο του εξαιτίας της νοσταλγίας και του ρεμβασμού, το κάνει ακόμη πιο άμεσο, αυθεντικό και γοητευτικό.

Ο Παπαδιαμάντης εκπληρώνει αξιοζήλευτα τους δύο ουσιαστικούς στόχους του λογοτέχνη και του καλλιτέχνη γενικότερα: να προβληματίσει και να ικανοποιήσει αισθητικά. Μέσα από ένα γοητευτικά δοσμένο έργο, θίγει και αναλύει καίρια και διαχρονικά ζητήματα, τροφοδοτώντας την ανησυχία, τη βασικότερη προϋπόθεση για τη δραστηριοποίηση του ανθρώπου απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα. Τα στοιχεία αυτά σίγουρα χαρακτηρίζουν «το μεγαλύτερο νεοέλληνα πεζογράφο» (Γ. Σεφέρης).

Ο Παπαδιαμάντης έζησε μια ζωή γεμάτη αγωνίες και στερήσεις, όπως ακριβώς οι ήρωές του. Πέθανε από γρίπη - λίγο πριν πεθάνει από πείνα, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά - στο τελευταίο του ταξίδι στην πατρίδα του.


Μάρκος Ηλιάδης

Σελίδες λάμπουν στο σκοτάδι «ΡΙΖΟχαρτο»
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

Σκηνοθεσία Κλάιβ Ντόνερ

Το έργο «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» («A CHRISTMAS CAROL» 1984) βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Κάρολου Ντίκενς. Σ' αυτό, όπως και στην ταινία, περιγράφονται, με σπαραχτικό τρόπο, η φτώχεια και η εξαθλίωση των ανθρώπων της βιομηχανικής Αγγλίας, η αυθαιρεσία των αφεντικών, η παντελής έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας και οι θλιβερές τους συνέπειες.

Πρωταγωνιστής είναι ο Εμπενέζερ Σκρουτζ (Τζορτζ Σ. Σκοτ), ένας πλούσιος και κυνικός επιχειρηματίας, που, κυνηγώντας το κέρδος, έχει χάσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς και κοινωνικότητας. Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Σκρουτζ δέχεται την επίσκεψη του πρώην συνεταίρου του, ο οποίος έχει πεθάνει πριν από εφτά χρόνια. Ο πρώην συνέταιρος, και νυν φάντασμα, προειδοποιεί τον Σκρουτζ για τα δεινά που τον περιμένουν, αν συνεχίσει να αντιμετωπίζει τη ζωή και τους συνανθρώπους του με τη σκληρότητα και τον εγωισμό που έδειχνε έως τότε. Τελευταία ευκαιρία για τη σωτηρία του θα είναι τρία πνεύματα που πρόκειται να τον επισκεφτούν...

Εχουν κατά καιρούς γίνει αρκετές μεταφορές της ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη οθόνη. Η παρούσα τηλεταινία του Κλάιβ Ντόνερ (WHAT'S NEW PUSSYCAT, 1965) πραγματικά ξεχωρίζει, κυρίως για ένα λόγο. Η παρουσία του ηθοποιού Τζορτζ Σ. Σκοτ (Οσκαρ πρώτου ανδρικού για το «ΠΑΤΟΝ», 1970) είναι κυριολεκτικά καταλυτική. Ο Σκοτ δεν ερμηνεύει, αλλά είναι ο Σκρουτζ! Δεν πρόκειται για χαρακτήρα καρικατούρα, αλλά για έναν αδίσταχτο, άπληστο εκμεταλλευτή.

Επιπλέον, η ταινία - αν και φτιαγμένη για την τηλεόραση - έχει πολύ προσεγμένα και πλούσια σκηνικά και φωτογραφία, δύο στοιχεία που δίνουν την ατμόσφαιρα που χρειάζεται σαν εποχή αλλά και σαν είδος.

Το σενάριο είναι πάρα πολύ κοντά στο βιβλίο. Οι διάλογοι συχνά παρμένοι αυτούσιοι από τις σελίδες του Ντίκενς, οι θλιβερές κοινωνικές συνθήκες δοσμένες με την ίδια ένταση. Αν και μιλάμε για διαφορετικές μορφές τέχνης, ωστόσο αυτό το οποίο εισπράττουμε είτε ως αναγνώστες είτε ως θεατές είναι παρόμοιο σαν αίσθηση: Προβληματισμός και θλίψη για την κοινωνική αδικία, αγανάκτηση για τον ευτελισμό της ζωής και της εργασίας από τους πλούσιους, στο τέλος όμως παρηγοριά, χάρη στη δυνατότητα της τέχνης να εμπνέει αγωνιστικότητα, αισιοδοξία και πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον. Βιβλίο και ταινία για ψυχαγωγία δίχως εγκεφαλική ραθυμία.


Μάριος Βαλάσης

Κραυγές και ψίθυροι

«Η ακτή των ψιθύρων», Λίντια Ζορζ, εκδόσεις «Πόλις»

Ενα βιβλίο μπορεί να λέει πολλά για την ιστορία μιας χώρας. Ακόμα κι όταν η μορφή του δεν είναι άμεσα ιστορική, αλλά μέσα από την αφήγηση σχηματίζεται η εικόνα μιας ιστορικής αλήθειας.

Εκεί η λογοτεχνία μπορεί να παίξει το ρόλο της σε πολλά επίπεδα: να ξυπνήσει συνειδήσεις, να ενημερώσει, να κλονίσει, να καλλιεργήσει αισθητικά. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι «Η ακτή των ψιθύρων» της Πορτογαλίδας Λίντια Ζορζ. Μεταφερόμαστε στη Μοζαμβίκη, χώρα της Νοτιοανατολικής Αφρικής, πορτογαλική αποικία, που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1974 μετά από πολλή αιματοχυσία με ανταρτοπόλεμο από το Φρελίμο, το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Μοζαμβίκης. Το Φρελίμο είχε ιδρυθεί το 1962 με επικεφαλής τον Εντουάρντο Μοντλάνε, τον πιο διαπρεπή μαύρο ακαδημαϊκό στον ΟΗΕ στη Νέα Γιόρκη, ο οποίος - φυσικά - δολοφονήθηκε. Ηταν η εποχή των απελευθερωτικών πολέμων σε πολλές χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου». Στη μαρτυρική ήπειρο της Αφρικής μας μεταφέρει το βιβλίο, σε μια ήπειρο με αμέτρητα φυσικά πλούτη και αμέτρητες καταστροφές, κατασπαραγμένη όπως είναι από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις πρώτα και εφόσον «ανεξαρτητοποιήθηκαν» οι περισσότερες χώρες της, από μια νέα στυγερή ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, της οποίας είμαστε καθημερινά μάρτυρες.

Σκηνή πρώτη: Δίπλα στο επιταγμένο ξενοδοχείο «Στέλλα Μάρις», στο οποίο διαμένουν οι οικογένειες των Πορτογάλων αξιωματικών που πολεμούν τους εξεγερμένους Αφρικανούς, στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και τη νύχτα του γάμου της Εβίτας με έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, η εύθυμη παρέα των Πορτογάλων αξιωματικών με τις συζύγους τους βλέπουν με τρόμο από την ταράτσα του ξενοδοχείου σωρούς πνιγμένων μαύρων, που τους ξέβραζε η θάλασσα και τους μάζευε ένα φορτηγό. Τα σχόλια των λευκών εορταζόντων είναι χαρακτηριστικά για τη βαθύτατη ρατσιστική περιφρόνηση των αποικιοκρατών απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, την τόσο ταπεινωμένη μαύρη φυλή. Οπως είναι χαρακτηριστική για τη στάση τους η «αιτία» που δίδεται για το θάνατο:

«... οι πνιγμένοι δεν ήταν πνιγμένοι. Αν στην αρχή θεωρήθηκαν πνιγμένοι, αυτό συνέβη γιατί τους έβγαλε έξω η θάλασσα... Αλλά από την πρώτη κιόλας νύχτα μαθεύτηκε ότι η καταστροφή οφειλόταν στη μεθυλική αλκοόλη. Μόνο στη Λέσχη των Αξιωματικών το διέγνωσαν τρεις γιατροί».

Και όταν οι θάνατοι μαύρων πληθαίνουν:

«Δεν άργησαν να αρχίσουν να σωριάζονται σε διάφορα άσχετα σημεία της πόλης...... Τα δελτία ειδήσεων το έκρυβαν και η πλειονότητα των γυναικών που μιλούσαν στην ταράτσα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτή την τακτική. Ηταν θέμα δικαιοσύνης: απ' τη στιγμή που έκρυβαν το θάνατο και τα μαρτύρια των Πορτογάλων στρατιωτών που πληγώνονταν στη μάχη, ποιος ο λόγος να αναστατώνουν τα πιο ευαίσθητα άτομα μεταδίδοντας ειδήσεις για τον εθελοντικό θάνατο μερικών άπληστων για οινόπνευμα μαύρων; Αν πέθαιναν, πέθαιναν.»

Η Εβίτα, η νύφη, ανακαλύπτει ότι ο αγαπημένος της τελικά ήταν στυγνός σφαγέας....

Στο βιβλίο θα βρούμε πολλές φορές το Βορρά της χώρας να κυνηγάει σαν φάντασμα τη συνείδηση των Πορτογάλων αποικιοκρατών. Δεν είναι τυχαίο. Το Σεπτέμβρη του 1964 ξέσπασε στη Μοζαμβίκη ο πόλεμος για την ανεξαρτησία, ιδιαίτερα στο Βορρά, όπου το Φρελίμο σε μερικά χρόνια κατόρθωσε να νικήσει τις πορτογαλικές δυνάμεις σε δύο επαρχίες. Επιπλέον, πεθαίνει το 1971 ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Σαλαζάρ, ο οποίος μέχρι τότε προσπαθούσε να πνίξει τις εξεγέρσεις στο Βορρά σπέρνοντας εθνικές συγκρούσεις και προσωπικές έχθρες. Εκείνη τη στιγμή, περίπου, τοποθετείται η ως άνω σκηνή.

Η «Ακτή των ψιθύρων» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για ιστορικά γεγονότα που κραυγάζουν.


Α. Ι.

Η ποίηση για το Δεκέμβρη του '44

Δυο αποσπάσματα από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου

Ο ποιητής της ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Ο ποιητής της ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Παρά το γεγονός ότι ο Δεκέμβρης είναι ένας μήνας στενά συνυφασμένος με κλίμα εορταστικό, για το λαό μας έχει υπάρξει ένας μήνας σκληρός. Ζωντανή είναι, στη συλλογική μνήμη, η ένοπλη επέμβαση των Βρετανών και της ντόπιας αστικής τάξης ενάντια στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα, το 1944. Ο Γιάννης Ρίτσος, στην επική τοιχογραφία του «Οι Γειτονιές του Κόσμου», έχει αποτυπώσει ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας σε αυτή την κομβική φάση της μεγάλης δεκαετίας του 1940. Στο πρώτο απόσπασμα που παραθέτουμε, καταγράφει ένα πραγματικό επεισόδιο: Τον μέγιστο ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη - τον «καλύτερο βασιλιά Ληρ του κόσμου», όπως τον χαρακτήρισε η κριτική της εποχής - να στήνει το οδόφραγμα της Κυψέλης, ενάντια στα βρετανικά τανκς. Στο δεύτερο απόσπασμα, μάρτυρας και κατήγορος της επέμβασης είναι το άγαλμα του μεγάλου Αγγλου ποιητή και συμβόλου του πολιτικού κινήματος του φιλελληνισμού, του Λόρδου Μπάιρον:

Από τις «Γειτονιές του Κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου:

(...)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.

Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον - είναι όμορφη η πατρίδα σου -

Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη - και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου

Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη

Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του

Μ' ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του, ο Ληρ μες στην

Ομίχλη του Λονδίνου

Ο Ληρ - όχι πια βασιλιάς - μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος

Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια

Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός

Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια

Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης

Ο Αιμίλιος Βεάκης ως Βασιλιάς Ληρ
Ο Αιμίλιος Βεάκης ως Βασιλιάς Ληρ
Τυφλός ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης

Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο

Γύρω στ' αχτένιστα μαλλιά του Ληρ - Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ

Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,

Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ

Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ' τ' οδόφραγμα της Κυψέλης

Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη -

Και μεις, Τζον,

Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου

Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,

Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.

Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα

Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;

(...)

(...)

Ξημερώνει. Τα τζάμια είναι ρόδινα. Κι η πολιτεία είναι ρόδινη.

Και τα τανκς του Τζον είναι μαύρα. Και μόνο

Οι νεκροί έχουν μείνει στους δρόμους της ρόδινης πολιτείας. Και μόνο

Το άγαλμα του Βύρωνα πίσω απ' το Ζάππειο,

Εκεί που στρίβουν οι ράγιες του τραμ για το Παγκράτι,

Καταμόναχο το άγαλμα του Βύρωνα πάνου απ' τους σκοτωμένους

Κοιτάει κατάματα τον Τζον

Κοιτάει τα μαύρα τανκς των πατριωτών του μέσα στη ρόδινη πολιτεία

Κι απαγγέλλει στο ρόδινο πρωινό την κατάρα του.

Μα ο Τζον δεν ακούει. Μόλις ξύπνησε.

Ερριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του.

Σαπούνισε καλά τα χέρια του. Δε βλέπει τίποτα πάνου στα χέρια του.

Κατεβαίνει τις σκάλες της «Μεγάλης Βρεττάνιας»

Σφυρίζοντας χαρούμενα το Τιπερέρι.

Κι ο Βύρωνας ολομόναχος απαγγέλλει πάνου από τους σκοτωμένους

Κοιτώντας τα μαύρα τανκς των πατριωτών του

Μέσα στη ρόδινη, την έρημη, την καταπληγωμένη Αθήνα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ