Πέμπτη 19 Ιούλη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ξεχωριστά κορίτσια!

Τέσσερεις οι ουσιαστικές πρεμιέρες και μία η κλασική επανέκδοση μιας βδομάδας που, σε γενικές γραμμές, κινείται σε πλαίσια μετριότητας. Μια και μόνο ταινία διαφοροποιείται πραγματικά, μια μικρή, ξεχωριστή γαλλική παραγωγή, η πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, δυο αδελφών από την Βρετάνη. Της Μυριέλ και της Ντελφίν Κουλέν. Τίτλος της ταινίας «ΤΑ 17 ΚΟΡΙΤΣΙΑ». Θέμα της, η - όντως - ακατανόητη απόφαση εγκυμοσύνης 17 συμμαθητριών στο Λύκειο της θλιβερής παραθαλάσσιας πόλης. Οι νεαρές γυναίκες, έστω και με λάθος απόφαση, τόλμησαν να σηκώσουν το κεφάλι, να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους και να αγωνιστούν για να αλλάξουν το μέλλον τους, να το χτίσουν πάνω σε βάσεις συλλογικότητας και αυτοσεβασμού. Η Μυριέλ Κουλέν άρχισε να εργάζεται ως βοηθός κάμεραμαν το 1989 δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες σαν τον Λουί Μαλ, τον Κισλόφσκι και τον Κάουρισμακι. Η αδελφή της Ντελφίν, προτού στραφεί ολοκληρωτικά και επιτυχώς στη λογοτεχνική συγγραφή, εργάστηκε ως συμπαραγωγός ντοκιμαντέρ, για το τηλεοπτικό κανάλι ARTE. Μαζί, έγραψαν και σκηνοθέτησαν τρεις ταινίες μικρού μήκους για τη συνάντηση των γενεών και την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ το 2009 γύρισαν το ντοκιμαντέρ «SEYDOU» συνοπτικό πορτρέτο ενός παράνομου μετανάστη. Μια επίσης γαλλική παραγωγή - όχι τόσο άξια λόγου - είναι και η γαστρονομική κωμωδία με τίτλο «Ο ΣΕΦ ΚΑΙ Ο ΣΕΦ ΤΟΥ», μια εμπορικότατων προδιαγραφών, γαλλο-ισπανική παραγωγή του 2012, σε σκηνοθεσία Ντανιέλ Κοέν, με τον πολύ Ζαν Ρενό στον πρωταγωνιστικό ρόλο...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΝΤΕΛΦΙΝ - ΜΙΡΙΕΛ ΚΟΥΛΕΝ
Τα 17 κορίτσια

Το κριτικό πνεύμα των δημιουργών της πλανιέται πάνω και γύρω, από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας των αδελφών Ντελφίν και Μυριέλ Κουλέν. Οι σκηνοθέτιδες μεταφέρουν στον κινηματογράφο ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη κάπου στην Αμερική το 2008, το χρησιμοποιούν σαν τον καμβά όπου πάνω του θα στήσουν τη μυθοπλασία που εγκαθιστούν στη μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη Lorient στη Βρετάνη, στο γενέθλιο τόπο τους. Μακριά από ενσυνείδητο φιλοσοφικό ή πολιτικό φεμινισμό, 17 συμμαθήτριες στο Λύκειο της πόλης, αποφασίζουν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους και οραματίζονται να βάλουν συλλογικά τις βάσεις για έναν άλλο κόσμο. Αφορμή, η απόφαση της χαρισματικής, αρχηγικής φυσιογνωμίας, Καμίγ, που όταν μένει έγκυος από «ατύχημα» αποφασίζει να κρατήσει το παιδί. Τότε, 16 ακόμα συμμαθήτριές της, αποφασίζουν να πράξουν το ίδιο.

Ο αφηγηματικός άξονας της ταινίας στρέφεται γύρω από τη δυνατή και περήφανη Καμίγ, που έγκυος ούσα, μεταφέρει στις φίλες/συμμαθήτριές της, με τα πιο ζωντανά χρώματα, την γοητεία που αισθάνεται από την αλλαγή στο σώμα της, κάτι ικανό επιτέλους να δώσει ένα νόημα στη ζωή, στη βιομηχανική τους πόλη, εν καιρώ κρίσης. Οι αδελφές Κουλέν αφήνουν την κοινωνιολογική ανάλυση στο γαλακτερό γκρίζο της εικόνας του τοπίου, στα ανώνυμα συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών και τη βαθιά ανία από την ανέχεια. «Μην πάρεις κόκα κόλα με πάγο, την χρεώνουν πιο ακριβά» ακούγεται να λέει ένα κορίτσι εκεί που όλες μαζί λικνίζονται στις κούνιες της πλατείας, σκαλίζοντας τα κινητά τους, να σκοτώσουν τον χρόνο. Η απόφαση των κοριτσιών σηματοδοτεί πράξη εξέγερσης και αναλύεται στα συστατικά που εν δυνάμει την συνθέτουν, σε υπο-θέματα - καθοριστικά για την ηλικία - τα οποία καθίστανται και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ταινίας: Η ανάγκη ταύτισης, ο ρόλος της ηγετικής φυσιογνωμίας, η ένταξη και μέθεξη σε μια συλλογικότητα, η περιπέτεια, ακόμα - ακόμα και ο μιμητισμός...

Ως λάτρης του ρεαλισμού επιμένω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό αλλά και πιο δύσκολο, ιδιαίτερα όταν το έργο σφύζει από αλήθεια χωρίς όμως να παύει να θυμίζει ότι πρόκειται για κατασκευή μυθοπλασίας. Οι αδελφές Κουλέν με την ελαφρών τόνων, βαθιά νατουραλιστική σε σημεία ταινία τους δεν προσβλέπουν σε μαθήματα ηθικής. Αποστασιοποιούνται με ζεστασιά, με τρυφερότητα και εμπάθεια από τις ηρωίδες και τις αποφάσεις τους. Κρατούν το αντικείμενο σε απόσταση έρευνας. Κρατούν υποδειγματικές αποστάσεις ασφαλείας, σε ό,τι αφορά την ταύτιση ή τη δικαιολόγηση πράξεων και λόγων. Στην ακατανόητη για όλους απόφαση των κοριτσιών, αντιπαραβάλλουν την εφηβεία και τις δυσκολίες μετάβασης προς την ενηλικίωση. Κάτι που ο αδελφός της Καμίγ - μισθοφόρος στο Αφγανιστάν, λόγω ανεργίας - συνειδητοποίησε ως ενήλικας πέρα για πέρα. «Θα γεννήσεις μια άνεργη εργάτρια ή έναν μισθοφόρο;» ρωτάει την αδελφή του.

Σημαντικότατο το κάστινγκ. Γκαλερί μοναδικών πορτρέτων εξαιρετικών νεαρών ερμηνευτριών - οι κοπέλες επιλέχθηκαν ανάμεσα σε 600 υποψήφιες. Μικρή και σημαντική ταινία, φτιαγμένη με περισσή ευαισθησία και χάρη ... Να την δείτε!

Παίζουν: Λουίζ Γκρινμπέργκ, Ζιλιέτ Νταρς, Κάρλο Μπραντ, Εστέρ Γκαρέλ, Νοεμί Λοβσκί, κ.α.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).

ΜΠΟΑΖ ΓΙΑΚΙΝ
Ο προστάτης

Φιλμ που με τρόπο επίπεδο αναπαράγει όλα τα στερεότυπα του είδους των ταινιών δράσης: ντεκόρ, φωτισμοί, δευτερεύοντες ρόλοι όπως, εγκληματίες, αρχηγοί συμμοριών, διεφθαρμένοι αστυνομικοί και πολιτικοί, κυρίως όμως ήρωες της ιστορίας. Ανδρες δυστυχισμένοι που αναγκάζονται να απαντούν στη βία με γυμνή βία που τίποτα δεν είναι ικανό να εμποδίσει. Ο Βρετανός πρωταγωνιστής Τζέισαν Στάθαμ επανέρχεται, για μια ακόμα φορά, στον ίδιο ακραίο ρόλο του σκληρού εκδικητή και ευσπλαχνικού ιππότη μαζί που αποδείχθηκε ότι του πηγαίνει γάντι.

Συμπαθητικός κι ευάλωτος που ξαφνικά μετατρέπεται σε ψυχρό δολοφόνο ο Λουκ Ράιτ, πρώην μυστικός πράκτορας, πρώην αστυνομικός, πρώην μποξέρ σε παράνομους αγώνες, τον οποίο υποδύεται ο Στάθαμ, στο ζενίθ της φόρμας του. Γνώστης και πανούργος χρήστης όλων των φονικών όπλων, μυώδης, καλογυμνασμένος, λαστιχένιος, διορατικός, λιγομίλητος και φειδωλός σε εκφράσεις και εκμυστηρεύσεις, ρόλος κομμένος και ραμμένος για δευτεροκλασάτα φιλμ δράσης.

Ταινία που, βγαίνοντας από την αίθουσα, διαγράφεται αυτομάτως από τη μνήμη... σε αντίθεση με τη «μνήμη» της 11χρονης ηρωίδας - αυτού του σεναρίου/σκλάβου της δράσης - που υπερβαίνει ακόμα και κείνη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Μήλον της Εριδος η Μέι, γιατί έχει απομνημονεύσει τον κωδικό ενός υπερφορτωμένου θησαυροφυλακίου. Σκοτώνονται για να την αποκτήσουν η κινέζικη «τριάδα», η ρώσικη μαφία αλλά και οι ξεπουλημένοι διευθυντές της αστυνομίας και ο Δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Ο Λουκ Ράιτ, πολτοποιημένος από τα αδιέξοδά του ετοιμάζεται να βάλει τέλος στη ζωή του, στο μετρό της πόλης, όταν το βλέμμα του διασταυρώνεται με κείνο της μικρής κυνηγημένης που έντρομη προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες της. Ο Λουκ ορκίζεται να την προστατέψει με όποιο κόστος.

Γρήγοροι ρυθμοί και νεύρο, έξυπνη σε αρκετά σημεία, προτιμά τις βίαιες λύσεις από τις ψυχολογικές αναλύσεις, η ταινία που αλλάζει συνεχώς τον άξονα της αφήγησης, συνθέτοντας ένα κολάζ σκηνών βίας κατά βάση με ενδιαφέρον μοντάζ. Οχι απόλυτα κακιά. Από τους θαυμαστές του είδους σίγουρα θα εκτιμηθεί δεόντως.

Παίζουν: Τζέισον Στάθαμ, Ρόμπερτ Τζον Μπουρκ, Κάθριν Τσαν, Κρις Σάραντον, Ανσον Μάουντ, Τζέιμς Χονγκ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).

ΦΡΑΝΚ ΚΑΠΡΑ
Αρσενικό και παλιά δαντέλα

Επανέκδοση της κλασικής μακάβριας κωμωδίας του Φρανκ Κάπρα που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του Τζόζεφ Κέσσερλινγκ. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν μέσα στο 1941, αλλά στις αίθουσες βγήκε μόνο το 1944, όταν οι παραστάσεις στο Μπροντγουέι είχαν κλείσει τον κύκλο τους. Αμυδρά ξεθωριασμένη για το σήμερα, η ιστορία του θεατρικού κριτικού που αποφασίζει επιτέλους να νυμφευτεί και επισκέπτεται τις δύο γεροντοκόρες θείες του να τους ανακοινώσει τα ευχάριστα. Εκεί ανακαλύπτει ότι οι σεβάσμιες και γλυκύτατες γραίες, δολοφονούν «ευσπλαχνικά» με παλιό, καλό κρασί ηλικιωμένους γνωστούς τους και, με τη βοήθεια ενός τρελού ανιψιού, θάβουν τα ατυχή τους θύματα...

Η κωμωδία αυτή του Κάπρα απέχει παρασάγγας από το κυρίως έργο του σκηνοθέτη, ο οποίος είθισται να αποκαλείται «Classic Populist» («Κλασικός Λαϊκιστής») γιατί «η ζωή, η ελευθερία και το κυνήγι της ευτυχίας» αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου που ενέπνευσαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, βρήκαν την πιο ολοκληρωμένη και ατόφια τους έκφραση στις ταινίες του. Ο σικελικής καταγωγής Φρανκ Κάπρα (1867-1991) μετανάστευσε το 1903, σε ηλικία 6 ετών στο Λος Αντζελες. Αποφοίτησε με δίπλωμα χημικού μηχανικού από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας αλλά μη βρίσκοντας δουλειά στον κλάδο του ασχολήθηκε με την συγγραφή gags, δίπλα σε χολιγουντιανούς παραγωγούς. Το εντελώς φρέσκο βλέμμα του Κάπρα λειτούργησε σαν αποστακτήρας της πεμπτουσίας του αμερικάνικου ονείρου, όπερ ουσιαστικά σημαίνει, των ιδανικών της λαϊκίστικης μεσαίας τάξης - γιατί αυτή η κοινωνική τάξη συντηρούσε και αναπαρήγαγε τις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας. Ο ίδιος ο Κάπρα αναφέρει κάπου: «Ολη μου η φιλοσοφία εγγράφεται στις ταινίες μου». Ο ιδιοφυής Κάπρα μέσα από μια ντουζίνα αριστουργημάτων δημιούργησε ένα αειφόρο κληροδότημα ως προς το «πνεύμα του λαϊκισμού» που, όπως όλα τα κινήματα έχει τη μυθολογία του και όπως για όλα τα κινήματα, η μυθολογία αυτή, πολύ συχνά αποδεικνύεται πολύ πιο σημαντική από τα ίδια τα γεγονότα...

Παίζουν: Κάρι Γκραντ, Πρισίλα Λέιν, Πέτερ Λόρε, Τζακ Κάρσον, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1944).

ΛΑΡΙ ΤΣΑΡΛΣ
Ο Δικτάτορας

Ακραία προβλέψιμο και μπαγιάτικο χιούμορ, χωρίς πνευματώδεις ατάκες, χωρίς απρόβλεπτα γυρίσματα και τομές και χωρίς υποκριτική «δαντέλα» η αφιερωμένη - άμα τη ενάρξει της - στον αποθανόντα ηγέτη της Βόρειας Κορέας ταινία του Βρετανού Σάσα Μπάρον Κόεν. Αφηγηματική, χωρίς διάθεση αυτοσχεδιασμού και (χωρίς) φόρμα «mokumentary» (μυθοπλασία δοσμένη σε μορφή ντοκιμαντέρ και «candid camera» - όπως οι προγενέστερες ταινίες του, «BORAT» και «BRUNO»), η νεοαφιχθείσα ταινία του κωμικού, υπήρξε αντικείμενο πολύμηνης, ένθερμης promotion παρούσας σε όλους τους διαδικτυακούς τόπους που αποτελούν και την κύρια πηγή πληροφόρησης (και δυστυχώς γνώσης) ενός νεαρού κοινού. Μέρος της promotion και η εμφάνιση του κωμικού, στο γκαλά των Οσκαρ, μασκαρεμένος δικτάτορας, κίνηση που έθρεψε τις όποιες προσδοκίες για μια ταινία που δικαιολογεί την έκφραση «άνθρακας ο θησαυρός»...

Ο τίτλος της ταινίας ενδεικτικότατος του περιεχομένου. Μια λέξη, μια και μόνο έννοια με υποδήλωση απεχθή, «Ο ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ». Η κινηματογραφική ωστόσο χρήση της έννοιας δεν μπορεί παρά να κατευθύνει ευθέως τους συνειρμούς στην αντιπολεμική, προοδευτική, ταινία του Τσάπλιν «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΚΤΑΤΩΡ» και δεν μπορεί παρά να προϊδεάζει τον αδαή αποδέκτη για ύπαρξη μιας κάποιας σχέσης εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στις δύο παραγωγές. Βέβαια αυτό, σαν στοιχείο, αποδεικνύεται προσοδοφόρο, εμπορικά και ιδεολογικά, αποκλειστικά για τη μεταγενέστερη ταινία, αυτή του Κόεν. Για τους παραγωγούς λοιπόν, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια!

Ο κωμικός Σάσα Μπάρον Κόεν, ένας απ' όλους αυτούς που προσπαθούν να πείσουν ότι «λένε αυτά που δεν θα 'πρεπε να λένε», αφηγείται στην ταινία του την «ηρωική ιστορία ενός δικτάτορα που διακινδυνεύει τη ζωή του ώστε η δημοκρατία να μην έρθει ποτέ στη χώρα που αυτός, με τόση αγάπη καταπιέζει»... Κάθε ταινία κρίνεται ως προς το είδος και τους αποδέκτες της... όμως η αλλαγή από πλευράς Κόεν και η υιοθέτηση - σε αντίθεση με το παρελθόν - μιας συμβατικής παραγωγής, με γνωστούς και δημοφιλείς ηθοποιούς σε ασήμαντους ρόλους, στη βάση ενός «πραγματικού» σεναρίου, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί έναν και μοναδικό στόχο: εκείνον της όσο γίνεται μεγαλύτερης εισπρακτικής επιτυχίας. Η εισπρακτική επιτυχία βέβαια καθορίζεται από τα ποσοστά θέασης... άσχετα αν η επίπεδη και κακόγουστη αυτή πολιτική σάτιρα, αφήνει στο στόμα γεύση χαμένου χρόνου...

Υπάρχει όμως ακόμα ένα γεγονός που, σε συνδυασμό με το φτηνό και επιφανειακό περιεχόμενο της ταινίας, εγείρει καχυποψία ως προς τον προπαγανδιστικό της ρόλο κι έχει να κάνει με το χρόνο εμφάνισής της. Ενα εξάμηνο - ό,τι πρέπει για τη ζύμωση - πριν την ιμπεριαλιστική επίθεση στη Συρία (μετά τις αμερικανικές εκλογές, εικάζει πληθώρα αναλυτών)... Επίθεση που σύσσωμη η υπεράνω πάσης κριτικής διεθνής κοινότητα προετοιμάζει εντατικά, κάτι για το οποίο όλοι, γινόμαστε καθημερινά κοινωνοί, μέσα από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των «ελευθέρων» και πλουραλιστικών ΜΜΕ.

Ετσι έχουμε κάθε δικαίωμα να αμφισβητούμε τις προθέσεις της αγνής και ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης του Εβραίου κωμικού και των παραγωγών του, ιδιαίτερα ως προς τη χρονική, ιστορική συγκυρία που επέλεξαν για τη διακωμώδηση Αράβων δικτατόρων ειδικά όταν τα όρια ανάμεσα στο ρατσισμό και στο χτίσιμο μιας δουλειάς πάνω σε προκαταλήψεις και στερεότυπα σε παράταξη, δεν είναι πάντα αυτονόητα.

Ο Κόεν υποδύεται το δικτάτορα Χαφάζ Αλαντίν της βορειο-αφρικανικής Γουαντίγια, που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη να μιλήσει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Εκεί τον βρίσκει το πραξικόπημα του θείου του και αντικαθίσταται από έναν σωσία. Χωρίς γενειάδα, ο Αλαντίν δεν είναι παρά ένας ανώνυμος πρόσφυγας που συνωμοτεί για να ανακτήσει την εξουσία. Στην ανάγκη του αυτήν, θα τον βοηθήσει μια άχρωμη και άοσμη φεμινίστρια ονόματι Ζοέ και μεταξύ τους θα μπλεχτεί μια ερωτική ιστορία τόσο άτσαλα φτιαγμένη, που δεν έχει νόημα ή λογική σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας... Στη ροή της φθηνής φλέβας σάτιρας που διαπερνά το φιλμ, όσοι αναζητήσουν δραματουργική ανάπτυξη ρόλων/χαρακτήρων θα σηκώσουν τα χέρια ψηλά... Βέβαια, υπάρχουν, χωρίς άλλο, κωμικές σκηνές, όπως αυτή με τους τρομοκρατημένους τουρίστες στο ελικόπτερο...

Ακαλαίσθητοι αστεϊσμοί σε μια ξεδοντιασμένη ταινία. Ο ίδιος ο Κοέν που ξεσκέπαζε τις προκαταλήψεις έχει δυσκολίες να γίνει πιστευτός στη μυθοπλαστική του ιστορία, ενώ στο τέλος αναφέρεται στα προτερήματα τού να έχει κανείς δικτατορία, μια ακριβής περιγραφή της σημερινής Αμερικής...

Το χιούμορ δεν ταυτίζεται πάντα με το αστείο και το γέλιο δεν συνιστά πάντα τον καλύτερο τρόπο μέτρησης του καλού χιούμορ. Την ώρα της προβολής μπορεί να γελάς με οτιδήποτε... με σαχλαμάρες και μύριες όσες, άμορφης μάζας κακογουστιές. Μετά όμως, όταν αναρωτιέσαι για ποιο ακριβώς πράγμα γελούσες, δεν μπορείς να δώσεις απάντηση...

Παίζουν: Σάσα Μπάρον Κόεν, Μέγκαν Φοξ, Αννα Φάρις, Τζον Ράιλι, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Μπ. Τζ. Νόβακ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ