«Για τούτο το νησί, την παλιά Μελίτη, ή κατά τον Ηρόδοτο Μύλιτα ο ιστορικός Π. Καρολίδης γράφει πως το όνομά της μαρτυράει το φοινικικό ξεκίνημά της. Οι Φοίνικες αναδείξανε το νησί σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι, πριν τον 7ο π.Χ. αιώνα να την κατακτήσουν οι Καρχηδόνιοι κι ύστερα τον 3ο π.Χ. αιώνα να το πάρουν οι Ρωμαίοι. Αργότερα, το 500 μ.Χ. κατέλαβαν τη Μάλτα οι Βάνδαλοι, στη συνέχεια οι Οστρογότθοι, το 600 μ.Χ. οι Βυζαντινοί και το 900 μ.Χ. οι Αραβες. Στα χέρια των Αράβων γνώρισε μεγάλη άνθηση και χτίστηκαν η Μεδίνα και το Αραμπάτ. Δυο αιώνες αργότερα την κατέλαβαν οι Νορμανδοί και την ενώσανε με το βασίλειο των δύο Σικελιών. Τον καιρό εκείνο η Μεσόγειος ήταν μια περιοχή ταραγμένη, που την αλώνιζαν οι φοβεροί κουρσάροι. Ο Κάρολος Ε', αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να γλιτώσει το νησί από τις κουρσάρικες επιδρομές το παραχώρησε στο Τάγμα των Ιωαννιτών, με συνέπεια η Μάλτα να ξεπέσει. Μάλιστα η καταπίεση των κατοίκων από το Τάγμα οδήγησε στα 775 στην πρώτη λαϊκή εξέγερση που οι ιππότες των Ιωαννιτών την πνίξανε στο αίμα.
Καθώς περιφερόμαστε στους δρόμους της Μάλτας ξεχωρίζουμε στην αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων το στιλ μπαρόκ του 16ου αιώνα. Οι αψιδωτές καμάρες στα σπίτια σου θυμίζουν την Κέρκυρα και τα καφασωτά μπαλκόνια πως κάποτε από δω πέρασαν οι Αραβες. Από τα αξιοθέατα μνημεία της Μάλτας το πιο σημαντικό είναι το παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου που βρίσκεται στη Βαλέτα. Σήμερα, το παλάτι αυτό έχει γίνει μουσείο κι ένα τμήμα του κατοικία του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εκτός από το παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου είδαμε και μερικά άλλα κτίρια κι εκκλησίες και πισωγυρίσαμε στην κεντρική πλατεία. Στο κέντρο τούτης της πλατείας είναι στημένο ένα σιντριβάνι στολισμένο ολόγυρα μ' ένα σύμπλεγμα από πέτρινα αγάλματα που παριστάνουν «αντρικές γοργόνες». Από εδώ πήγαμε σ' ένα καταπράσινο πάρκο με θέα προς το λιμάνι όπου βρήκαμε την ευκαιρία μαζί με το δροσολόγημα ν' απολαύσουμε τα διάφορα παλιά χτίσματα που δίνουν την εντύπωση πως έβλεπες ένα τεράστιο ανοιχτό χέρι. Στη συνέχεια κατηφορήσαμε για τη «Λαϊκή Αγορά», που ήταν κάτι σαν το δικό μας «γιουσουρούμ». Φαίνεται πως το «προνόμιο» να στήνονται τέτοιες αγορές τις Κυριακές δεν είναι μόνο δικό μας. Κάναμε μερικές ακόμα γυροβολιές στην πόλη και με βιάση μπήκαμε στα πούλμαν να ξεφύγουμε από το λιοπύρι, με προορισμό τη μικρή πόλη Μεδίνα, που είχε χτιστεί από τους Αραβες. Αν στη Βαλέτα το πιο αξιοθέατο ήταν το παλάτι, εδώ ήταν η καθολική εκκλησία του Αγίου Παύλου. Από τούτη την εκκλησία, που ήταν ξαναχτισμένη στ' αχνάρια της γκρεμισμένης παλιάς από ένα σεισμό, το πιο αξιόλογο ήταν τα βιτρό που βρίσκονταν πάνω από την κεντρική πόρτα και παριστάνανε τον προφήτη Ανανία. Οσον αφορά την εικόνα της Παναγίας που ήταν στο παρεκκλήσι, μου φάνηκε κάπως απίθανη η ιστόρηση από την ξεναγό πως την είχε φτιάξει ο όσιος Λουκάς.
Ρίχνουμε 500γρ. ταλιατέλες ζυμαρικά σε μια μεγάλη κατσαρόλα σε αλατισμένο νερό που βράζει και τις βράζουμε και τις σουρώνουμε. Στο μεταξύ, έχουμε ξεφλουδίσει 500 γρ. κολοκύθας, την έχουμε κόψει σε μικρά κομμάτια και τα βάζουμε σε ένα μεγάλο μπολ. Τα σκεπάζουμε καλά και την ψήνουμε για δυο λεπτά σε πολύ δυνατό φούρνο. Υστερα την πολτοποιούμε μαζί με ένα φλυτζάνι ξινόγαλο. Ανακατεύουμε τον πολτό της κολοκύθας με το ζεστό ζυμαρικό, προσθέτουμε τέσσερα ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια, 40 γραμμάρια ψημένο κουκουνάρι, αλάτι, πιπέρι και λίγο μοσχοκάρυδο.
Μου είναι πολύ δύσκολο να είμαι αντικειμενική με τον Ροθ. Μου αρέσει. Θαυμάζω την ικανότητά του, όχι μονάχα να εμπνέεται ακόμα και από την απουσία της έμπνευσης, με αποτέλεσμα να γράφει ατέλειωτες σελίδες για ένα παράξενο αυχενικό αδιάγνωστο όμως πόνο π.χ., αλλά και το ότι καταφέρνει, αυτό είναι το εντυπωσιακό, να με εκνευρίζει αλλά ταυτόχρονα να με κρατά αιχμάλωτη. Από τη μια να βρίζω τον Ροθ και από την άλλη να μη μπορώ να τον αφήσω από τα χέρια μου. Πού οφείλεται αυτό; Απλό είναι. Επειδή ο άνθρωπος αυτός είναι μάγος του λόγου. Και, παρόλη την τρέλα και τα τρομερά ελαττώματά του, τα οποία όχι μόνον δεν τα κρύβει αλλά με ιδιοτελή ειλικρίνεια τα εμπορεύεται, γοητεύει τον αναγνώστη.
Στο βιβλίο «Ζούκερμαν δεσμώτης», θα ήταν ακριβέστερος ο τίτλος «Ο αναγνώστης δεσμώτης», ο Φίλιπ Ροθ δεν είναι συναρπαστικός όπως ήταν στην τριλογία της Αμερικής: «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Αμερικάνικο ειδύλλιο», «Ανθρώπινο στίγμα», ούτε συναρπάζει όπως συνέβη με το μυθιστόρημά του «Επιχείρηση Σάιλοκ», όμως συνεχίζει να γοητεύει και να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνους που παρακολουθούν τη λογοτεχνική του πορεία. Εν ολίγοις καταφέρνει το ακατόρθωτο, να γοητεύσει τον αναγνώστη με θέματα καθόλου «πιασιάρικα» με θέματα μελαγχολικά, αντιπαθητικά και γεμάτα κακία καμιά φορά, με θέματα μίζερα. Κι αυτό, δηλαδή το ότι ενώ δεν προσπαθεί να γίνει συμπαθής, το αντίθετο μάλιστα, κατορθώνει να αποκτά λογοτεχνικούς φίλους, το θεωρώ μεγάλη επιτυχία. Δεν είναι;
Η Βάνα Ξένου σπούδασε ζωγραφική και σκηνοθεσία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Ecol National Superiere des Beaux-Art Παρίσι. Από το 1979 διδάσκει στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, σήμερα ως αναπληρώτρια καθηγήτρια και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, οργανωμένων από την Εθνική Πινακοθήκη.