Από τότε που η ΝΔ ανέλαβε τη διακυβέρνηση, αυτή η «παρέα» έγινε ο μόνιμος βοηθός της, στην προσπάθεια αποπροσανατολισμού και παραπλάνησης του αγροτικού κόσμου και υπονόμευσης των αγροτικών αγώνων. Και, σε μεγάλο βαθμό, «τα κατάφερε» να περάσει στους αγρότες της περιοχής τη μοιρολατρία και την υποταγή, καλλιεργώντας τη «λογική» του εφησυχασμού και της αποδοχής των «τετελεσμένων» της νέας ΚΑΠ. Ομως, όσο περνάει ο καιρός και τα αγροτικά προβλήματα πολλαπλασιάζονται και οξύνονται, όλο και περισσότεροι αγρότες «τους παίρνουν χαμπάρι» και, αργά ή γρήγορα, θα 'ρθει η ώρα που θα «τους πάρουν με τις λούρες»...
Υπάρχουν κάποιες αποφάσεις που φαίνονται ...ανώδυνες, αλλά δείχνουν πολλά. Οπως, π.χ., η απόφαση της Δημοτικής Αρχής Λάρισας να αποκλείσει, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, εκπρόσωπο του Εργατικού Κέντρου της πόλης, από το Διοικητικό Συμβούλιο της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης - Αποχέτευσης, (ΔΕΥΑΛ). Αυτός ο αποκλεισμός δεν είναι καθόλου τυχαίος, δεδομένου ότι το Εργατικό Κέντρο Λάρισας (ΕΚΛ) διοικείται από τις ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις και η παρουσία εκπροσώπου του στο ΔΣ της ΔΕΥΑΛ χαλάει τη «σούπα» της ομοφωνίας στις αντιλαϊκές αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί.
ΤΟ ΕΚΛ καταγγέλλει τον αποκλεισμό του, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για καθαρά πολιτική επιλογή, που δείχνει πόσο αντέχει η «δημοκρατική ευαισθησία» της Δημοτικής Αρχής και τίνος τα συμφέροντα υπηρετεί. Οι εργαζόμενοι και ο λαός της Λάρισας μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους...
Σε ποσοστό 19,6% του συνολικού πληθυσμού ή, αλλιώς, 832.456 νοικοκυριά, τα οποία έχουν 2.088.701 μέλη, ανέρχονταν οι φτωχοί στη χώρα μας το 2005, ισχυρίζεται η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας (ΕΣΥΕ) και η κυβέρνηση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αρκετά διαφορετική και τούτο γίνεται ολοφάνερο ακόμη κι απ' τα επίσημα στοιχεία.
Πρώτον, η ΕΣΥΕ θεωρεί φτωχό όποιον έχει ετήσιο εισόδημα έως 5.568 ευρώ ή 465 ευρώ το μήνα, καθώς και την τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο παιδιά) με εισόδημα 11.864,54 ευρώ το χρόνο, δηλαδή 988 ευρώ το μήνα. Οπως εύστοχα σχολίασε το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ, το εισόδημα των 11.864 ευρώ το χρόνο για μια τετραμελή οικογένεια δεν είναι όριο κινδύνου φτώχειας, αλλά κατάσταση εξαθλίωσης. Δεύτερον, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το 61,2% των θεωρούμενων φτωχών, αλλά και το 36% των θεωρούμενων μη φτωχών. Επίσης, με δυσκολία αντιμετωπίζει τις καθημερινές του ανάγκες το 65% των φτωχών, αλλά και το 45% των μη φτωχών, ενώ δεν μπορούν να πληρώσουν μια βδομάδα διακοπές το 79,4% των φτωχών, αλλά και το 44,8% των μη φτωχών. Δηλαδή, μεγάλο μέρος των θεωρούμενων μη φτωχών (από το 1/3 έως το 50%) αδυνατεί να ικανοποιήσει στοιχειώδεις και βασικές ανάγκες του. Αν δεν είναι αυτός ο ορισμός της φτώχειας, όμως, τότε ποιος είναι;
Η έρευνα της ΕΣΥΕ, όμως, φανερώνει κι άλλα πράγματα. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει 5,8 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%, ή, το γεγονός πως το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 25,1% του συνολικού πλούτου, ενώ το φτωχότερο 10% μόνο το 2,5%, οδηγεί σε ορισμένα αδιαμφισβήτητα και κρίσιμα συμπεράσματα.
Πρώτον, οι κοινωνικές ανισότητες είναι χαοτικές και κραυγαλέες και, βέβαια, δε φταίει γι' αυτό η μοίρα ή το όποιο θεϊκό θέλημα. Είναι το αποτέλεσμα του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος και των ταξικών αντιλαϊκών πολιτικών, που εφαρμόζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες - πολιτικοί εκπρόσωποι της ολιγαρχίας των «εχόντων και κατεχόντων». Δεύτερον, ο συνολικός πλούτος φτάνει και περισσεύει για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού και είναι ψέματα όλα όσα σχετικά λένε οι θιασώτες του ευρωμονόδρομου, περί αντοχών της οικονομίας και αδυναμίας ικανοποίησης των λαϊκών αιτημάτων, κλπ. Απλώς, οι έχοντες την οικονομική και πολιτική εξουσία του τόπου ξεχωρίζουν πρώτα τη δική τους μερίδα του λέοντος και αφήνουν το λιγοστό υπόλοιπο για τους πολλούς, κάνοντας, μάλιστα, και τα διάφορα «παιχνίδια» τους με τη μοιρασιά του.
Η τελευταία περί φτώχειας έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) μας κέντρισε να σας θυμίσουμε ορισμένα στοιχεία. Εχουμε και λέμε, λοιπόν:
Στα 805 δισ. δραχμές υπολογιζόταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας το 1975, ή, αλλιώς, ο παραγόμενος συνολικά πλούτος της χρονιάς εκείνης. Το έτος 2000 έφτασε στα 124 δισ. ευρώ ή στα 42,2 τρισ. δραχμές και το 2007 - σύμφωνα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης - θα φτάσει τα 208,7 δισ. ευρώ ή τα 71 τρισ. δραχμές. Με άλλα λόγια, από το 1975 μέχρι σήμερα, ο ετήσια παραγόμενος συνολικός πλούτος αυξήθηκε κατά 88 φορές περίπου ή σε ποσοστά κατά 8.720%.
Κι αν κάποιος αντιτείνει ότι δεν υπολογίζουμε τον ετήσιο πληθωρισμό, πολύ ευχαρίστως να το κάνουμε. Μόνο στη δεκαετία 1996-2006, το ΑΕΠ της χώρας, σε πραγματικές τιμές, αυξήθηκε κατά 44,6%. Από τα 82,1 δισ. ευρώ το 1996, έφτασε στα 118,76 δισ. ευρώ το 2006, χωρίς να λογαριάζουμε την κυβερνητική εξαγγελία για αναθεώρηση των στοιχείων του Συστήματος Εθνικών Λογαριασμών από το 2000, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του Εγχώριου Παραγόμενου Προϊόντος κατά 25%.
Ο καθένας, επομένως, ας κάνει τις συγκρίσεις του, με την πορεία των μισθών, των μεροκάματων, των συντάξεων και, γενικότερα, των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και του λαού.
Γεγονός είναι ότι οι κατοχικές δυνάμεις, εξαρχής, «έδειξαν προτίμηση» στο σιιτικό κομμάτι του Ιράκ, ως λιγότερο εχθρικό και επί της ουσίας συμμάχησαν μαζί του, όπως και με τους Κούρδους, ανοίγοντάς τους το δρόμο της εξουσίας και δείχνοντας μεγαλύτερη ανοχή στη διατήρηση των σιιτικών παραστρατιωτικών ομάδων. Σήμερα, πλέον, είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι παραστρατιωτικές αυτές ομάδες δρουν ανενόχλητες στους κόλπους των «νέων ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας» ως τάγματα θανάτου, κατά σουνιτών αλλά και κατά «ανεπιθύμητων» σιιτών.
Ο ίδιος ο Μάλικι στηρίχτηκε για να εκλεγεί πρωθυπουργός στα πιο ακραία σιιτικά στοιχεία και στις ένοπλες ομάδες τους, όπως είναι ο στρατός του Μεχντί του Μουκτάντα Σαντρ. Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι τώρα πλέον, που οι πιέσεις για καταστολή της δράσης των ενόπλων αυτών είναι έντονες, ο Μάλικι βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Πολλοί άλλωστε αμφιβάλλουν σοβαρά ότι θα προχωρήσει σε τέτοια μέτρα, ενδεχόμενο που η Ουάσιγκτον φέρεται να μην θέλει ούτε να διανοηθεί, γνωρίζοντας ότι αν δε γίνουν συγκεκριμένα βήματα, η θέση της γίνεται ακόμη δυσκολότερη στη σπαρασσόμενη χώρα.