Σάββατο 22 Δεκέμβρη 2018 - Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ μπορούν να «εγγυηθούν» μόνο νέες επικίνδυνες περιπέτειες στον κυπριακό λαό

Αποσπάσματα από την ομιλία που έκανε στην εκδήλωση στη Λευκωσία ο Ελισαίος Βαγενάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Από το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της εκδήλωσης
Από το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της εκδήλωσης
Εκδήλωση για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ πραγματοποίησαν οι Κομματικές Οργανώσεις Κύπρου του ΚΚΕ, το απόγευμα της Κυριακής 16 Δεκέμβρη, στη Δημοσιογραφική Εστία Λευκωσίας. Την εκδήλωση άνοιξε με χαιρετισμό εκ μέρους των Κομματικών Οργανώσεων ο Ακης Πούλος, στέλεχος του ΚΚΕ στην Κύπρο. Αναφέρθηκε στη δράση που ανέπτυξαν το προηγούμενο διάστημα οι Κομματικές Οργανώσεις στην Κύπρο, ενώ στάθηκε και σε σημαντικές ιστορικές στιγμές από την 100χρονη πορεία του ΚΚΕ.

Μετά την ομιλία ακολούθησε η βράβευση της Γιούλης Μπάχρεχ (1ο βραβείο στην κατηγορία Παιδικό Διήγημα - 2ο βραβείο στην κατηγορία Διήγημα) από τη συμμετοχή της στον Διαγωνισμό Πρωτότυπου Λογοτεχνικού Εργου που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ προς τιμήν των 100χρονων. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με συναυλία - αφιέρωμα με τη συμμετοχή της Ρίτας Αντωνοπούλου, του Μανώλη Ανδρουλιδάκη και του Θύμιου Παπαδόπουλου, που ξεσήκωσε τους παρευρισκόμενους.

Μιλώντας στην εκδήλωση ο Ελισαίος Βαγενάς, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, σημείωσε αρχικά: «Είμαστε περήφανοι για την Ιστορία που έγραψε το Κόμμα μας αυτόν τον αιώνα, έναν αιώνα επαναστατικής δράσης για την κατάργηση της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, βάζοντας τη σφραγίδα του σε κάθε κοινωνική κατάκτηση, εργατικό και λαϊκό δικαίωμα, που έχει κατακτήσει με σκληρούς αγώνες η εργατική τάξη, τα άλλα λαϊκά στρώματα.


(...) Χαιρετίζουμε όλους αυτούς που δεν λύγισαν το 1991, όταν κατέβαιναν τα σύμβολα του αγώνα μας από το Κρεμλίνο και συνέχισαν την πάλη, κρατώντας ψηλά την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, ενάντια "στου Δυνάστη το ραβδί" και "στα δεσμά του Εργάτη"».

Για το κυπριακό ζήτημα

Ο Ελ. Βαγενάς αναφέρθηκε εκτενώς στις εξελίξεις στην Ελλάδα, στις ευθύνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και των άλλων αστικών κομμάτων για τη βαθύτερη ιμπεριαλιστική εμπλοκή, που φέρνει το λαό μπροστά σε νέους κινδύνους και περιπέτειες.

Εστίασε επίσης στις θέσεις του Κόμματος για την Κύπρο και το κυπριακό ζήτημα, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Το ΚΚΕ διαχρονικά έχει σταθεί στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Συνέβαλε από τα πρώτα χρόνια του στην εμφάνιση και ενίσχυση του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος στην Κύπρο, στην αλληλεγγύη για την αποτίναξη της αγγλικής ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατίας.

Υπάρχει μια ολόκληρη διαχρονική εξέλιξη της θέσης του ΚΚΕ για την Κύπρο, από τις δεκαετίες του '40 και του '50, του περασμένου αιώνα, για "Μια Κύπρο λεύτερη μέσα σε μια λεύτερη Ελλάδα". Το Κόμμα μας στην πορεία, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές εξελίξεις, άλλαξε τη θέση του υπέρ μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης Κύπρου και επιπλέον κατήγγειλε τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που οδήγησαν στη δημιουργία της τυπικά ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου και με τις οποίες τρία κράτη (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) γίνονταν "εγγυητές" της ανεξαρτησίας μιας άλλης χώρας.

Η βράβευση της Γιούλης Μπάχρεχ από τον Ελισαίο Βαγενά
Η βράβευση της Γιούλης Μπάχρεχ από τον Ελισαίο Βαγενά
Εχουμε εκτιμήσει πως "η ίδρυση του κυπριακού κράτους, ως προϊόν ενδοκαπιταλιστικών συμβιβασμών, με την παρουσία των βρετανικών βάσεων, στρατευμάτων τριών κρατών και το διαχωρισμό στα τοπικά όργανα των Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκυπρίους, ουσιαστικά υπονόμευε από την αρχή την ενότητα της Κύπρου, δημιουργούσε, δηλαδή, προϋποθέσεις διχοτόμησης, ακόμα και διπλής ένωσης".

Επιπλέον, το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή καυτηρίασε τις εγκληματικές ευθύνες της ελληνικής αστικής τάξης, που μέσα από το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, έστρωσε το δρόμο στη δολοφονική στρατιωτική εισβολή της αστικής τάξης της Τουρκίας, υπογραμμίζοντας πως και οι δύο ενέργειες ήταν πράξεις που απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση του ίδιου σχεδίου του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, του διαμελισμού της Κύπρου και της μετατροπής της σε αμερικανοΝΑΤΟική βάση.

Το Κόμμα μας ανέδειξε στη συνέχεια με κάθε μέσο πως το κυπριακό πρόβλημα είναι διεθνές πρόβλημα, εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία.

Διαχρονικά τασσόμαστε υπέρ της αποχώρησης των κατοχικών και όλων των άλλων ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και βάσεων από την Κύπρο και γενικότερα υποστηρίζουμε την εξάλειψη των συνεπειών της τουρκικής κατοχής, το σταμάτημα του εποικισμού, το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και την αποχώρηση εποίκων παίρνοντας υπόψη κοινωνικά, ανθρωπιστικά κριτήρια. Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στο πρόσφατο παρελθόν ενάντια στο διχοτομικό "σχέδιο Ανάν", που όχι μόνο δεν ήταν δίκαιο, μα ούτε βιώσιμο, και ενέπλεκε σε μεγάλες περιπέτειες τους λαούς της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Η ζωή επιβεβαίωσε ότι το ΚΚΕ είχε δίκιο

Σήμερα το ΚΚΕ, εκφράζοντας τη θέση του για τη λύση στην Κύπρο, δεν κάνει αναφορά στη θέση περί "δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας", που αξιοποιείται για την προώθηση της διχοτομικής λύσης, σε δύο συνιστώντα κράτη, ή με τον ψευδεπίγραφο τίτλο της "αποκεντρωμένης" ομοσπονδίας, που στην πράξη οδηγεί στη διατήρηση και νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της τουρκικής κατοχής, στη διατήρηση των ξένων στρατευμάτων και βάσεων, με "εγγυητή" της λύσης είτε την ιμπεριαλιστική ΕΕ, που απ' άκρη σ' άκρη στην επικράτειά της κατακρεουργεί τα λαϊκά και εργατικά δικαιώματα, ή μέσω της ΝΑΤΟποίησης της Κύπρου, που θα είναι εξέλιξη σε βάρος των εργαζομένων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Να θυμίσω πως πριν από 15 χρόνια υπήρχε η συζήτηση πως μέσω της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ θα επιλυθεί το Κυπριακό. Το ΚΚΕ αντέκρουσε αυτήν την επιχειρηματολογία, ψήφισε στην ελληνική Βουλή ενάντια σ' αυτήν την εξέλιξη, αποκαλύπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα αυτής της διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης, που άπλωσε τα δίχτυα της και στην Κύπρο. Η ζωή επιβεβαίωσε ότι το ΚΚΕ είχε δίκιο, η ΕΕ στο παραμικρό δεν συνέβαλε σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, αντίθετα φόρτωσε με νέα προβλήματα τους εργαζόμενους της Κύπρου.

Σήμερα τα "πλοκάμια" του προς την Κύπρο απλώνει το ΝΑΤΟ και έχουμε μια παρόμοια επιχειρηματολογία. Οτι δήθεν το ΝΑΤΟ μπορεί να γίνει ο "εγγυητής της λύσης". Εκείνο που στην πραγματικότητα μπορεί να εγγυηθεί το ΝΑΤΟ στον κυπριακό λαό είναι νέες επικίνδυνες περιπέτειες.

Βεβαίως η αστική τάξη και οι εκπρόσωποί της παρουσιάζουν στο λαό τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ως "άοσμες" και "άγευστες", δήθεν "καθαρές" διακρατικές ενώσεις, αποσπασμένες από την ταξική φύση τους, ως εργαλείων του ευρωατλαντικού και ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού. Οι εργαζόμενοι, όμως, πρέπει να βάλουν τα ταξικά "γυαλιά" τους και τότε θα διαπιστώσουν πως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν είναι οι "αδέκαστοι δικαστές", αλλά ο "λύκος" και το "τσακάλι", που τα καλούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των "αμνών".

Το ΚΚΕ ανυποχώρητα θεωρεί πως η πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να κατευθύνεται στο στόχο για μια Κύπρο στην οποία αφέντης θα είναι ο λαός της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Αρμένιοι, Λατίνοι και Μαρωνίτες. Μια Κύπρο Ενιαία, Ανεξάρτητη, με Μία και Μόνη Κυριαρχία, μια Ιθαγένεια και Διεθνή Προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες.

Απαιτείται η ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και των άλλων χωρών της περιοχής, ιδιαίτερα σήμερα, μπροστά στις σύνθετες συνθήκες των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των ιμπεριαλιστικών πολέμων στην περιοχή μας.

Σε σύγκρουση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και την καπιταλιστική εκμετάλλευση, θέτοντας στόχους πάλης που υπηρετούν τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, ενάντια στα μονοπώλια και το εκμεταλλευτικό σύστημα, για την εργατική - λαϊκή εξουσία και την κοινωνικοποίηση του πλούτου, για την αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, με το λαό κυρίαρχο στον τόπο του.

Αυτοί θα πρέπει να είναι κοινοί στόχοι για τα Κομμουνιστικά, Εργατικά Κόμματα, για τα κόμματα που ηγούνται της λαϊκής πάλης ενάντια στα μονοπώλια και στον καπιταλισμό.

Γιατί, σύντροφοι και φίλοι, αν η μισή μας καρδιά βρίσκεται στην Ελλάδα, σίγουρα η άλλη μισή βρίσκεται στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στη Λατινική Αμερική, παντού όπου η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα υποφέρουν από τον ιμπεριαλισμό και τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».

Να φέρουμε πιο κοντά το σοσιαλιστικό αύριο

Ο Ελ. Βαγενάς αναφέρθηκε και στην πρόσφατη διοργάνωση της 20ής Διεθνούς Συνάντησης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων από το ΚΚΕ, αλλά και στις άλλες πρωτοβουλίες του Κόμματος για την ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, καθώς και στη μοναδική φιλολαϊκή λύση, που είναι η σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία.

Οπως είπε: «Οσο κι αν θέλουν οι ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ και τα άλλα αστικά κόμματα να σπείρουν στο λαό την υποταγή στο σύστημα, δεν θα τα καταφέρουν! Το σύστημα αυτό έχει φάει τα ψωμιά του. Εχουν πια δημιουργηθεί οι υλικές προϋποθέσεις για να βάλει ο λαός ρότα για μια άλλη κοινωνία. Χωρίς κηφήνες! Χωρίς ταξική εκμετάλλευση! Οπου τα μέσα παραγωγής θα είναι κοινωνική ιδιοκτησία και θα υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, εργατικός - λαϊκός έλεγχος.

Αυτό το αύριο, που θα εξασφαλίσει την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών σε Υγεία, Παιδεία, στέγαση, αξιοπρεπή ζωή για εμάς και τα παιδιά μας, μπορούμε να το φέρουμε πιο κοντά. Είναι στο χέρι μας! Εξαρτάται από το πόσο καλά θα οργανώσουμε την πάλη μας, την πάλη του λαού, για την αποκατάσταση των απωλειών του λαϊκού εισοδήματος! Για κάθε πρόβλημα που ταλαιπωρεί τη ζωή του λαού! Για τη συγκρότηση της Κοινωνικής Συμμαχίας της εργατικής τάξης με την εργαζόμενη αγροτιά και τα λαϊκά στρώματα της πόλης, κόντρα στα μονοπώλια και τον καπιταλισμό, στη σαπίλα του συστήματος, στα πολιτικά κόμματα και στις ηγεσίες που το διαχειρίζονται.

Τα τελευταία εκατό χρόνια απέδειξαν πως προϋπόθεση για κάθε θετικό βήμα στην κοινωνία είναι το ισχυρό ΚΚΕ, ο κυματοθραύστης κάθε αντιλαϊκής φουρτούνας, όσο άγριος κι αν είναι ο καιρός. Στο κατώφλι του νέου αιώνα δράσης του ΚΚΕ, να το κάνουμε πιο ισχυρό, για να δυναμώσει και το εργατικό κίνημα, να γίνουν βήματα στην Κοινωνική Συμμαχία, για να ανοίξει διέξοδος προς όφελος του λαού».

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ «ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ»
Ανανέωση της ιστοσελίδας και εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των τεκμηρίων

Στη διάθεση των επισκεπτών στο Χαλάνδρι βρίσκονται και περισσότερα από 3.000 βιβλία

Η σελίδα εισαγωγής στον ιστότοπο
Η σελίδα εισαγωγής στον ιστότοπο
Εχοντας ήδη ξεπεράσει τις 800.000 σελίδες που περιέχονται σε 165.000 ντοκουμέντα, το Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης» απέκτησε εμφανισιακά και λειτουργικά ανανεωμένη ιστοσελίδα (στη διεύθυνση www.ekxf.gr), πιο εύχρηστη και με περισσότερες δυνατότητες στην αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με το αναρτημένο υλικό και τα διαθέσιμα τεκμήρια από το σύνολο της Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας.

Ο επισκέπτης της ιστοσελίδας μπορεί να πληροφορηθεί για τον σκοπό ύπαρξης και τον κανονισμό λειτουργίας του ΕΚΧΦ, το ιστορικό του, τις δραστηριότητές του και βεβαίως να δει τον κατάλογο του αρχείου τεκμηρίων, που εμφανίζει με θεματική και χρονολογική κατάταξη το υλικό που είναι διαθέσιμο ψηφιακά στις εγκαταστάσεις του Κέντρου.

Οπως είναι γνωστό, σκοπός του Κέντρου είναι η συμβολή στην έρευνα και μελέτη της Ιστορίας του ΚΚΕ, του εργατικού και λαϊκού κινήματος, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και σημαντικών σταθμών της σύγχρονης Ιστορίας.

Στη διάθεση των επισκεπτών του στο Χαλάνδρι, πέρα από τα τεκμήρια σε ψηφιακή μορφή βρίσκονται και περισσότερα από 3.000 βιβλία που σχετίζονται με τις επεξεργασίες του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, την Ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, τις κοινωνικές επιστήμες. Ο εμπλουτισμός τόσο του Αρχείου όσο και της βιβλιοθήκης είναι συνεχής.

Συλλογές ντοκουμέντων

Η ενότητα με τα νέα τεκμήρια
Η ενότητα με τα νέα τεκμήρια
Οι συλλογές περιλαμβάνουν ντοκουμέντα από την 100χρονη πορεία και δράση του ΚΚΕ: Αρχειακό υλικό του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Πρώτα σοσιαλιστικά έντυπα στην Ελλάδα. Ντοκουμέντα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, του γυναικείου κινήματος και της νεολαίας. Εντυπα διαφόρων ρευμάτων πολιτικής σκέψης και δράσης στην Ελλάδα (σοσιαλιστικά, εθνικιστικά κ.ά.) καθώς και ντοκουμέντα του αντικομμουνισμού. Σημαντικές συλλογές περιοδικών τέχνης και πολιτισμού. Καταλόγους με νεκρούς του αγώνα κ.ά.

Πρόσφατα οι συλλογές του Κέντρου εμπλουτίστηκαν με πλήρες αρχείο του «Ριζοσπάστη» έως το 1999 καθώς και με αυτό της προδικτατορικής «Αυγής» (1952-1967). Αρχείο του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», που μαζί με τα προϋπάρχοντα του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» και της «Ελεύθερης Ελλάδας» καλύπτουν όλη την περίοδο 1947-1974. Επιπλέον σειρές εφημερίδων της πολιτικής προσφυγιάς. Σπάνια βιβλία των αρχών του 20ού αι. και του Μεσοπολέμου.

Αρχειακά τεκμήρια περιόδου 1950-1967

Μια ξεχωριστή ενότητα είναι αυτή με τα νέα αρχειακά τεκμήρια από την περίοδο 1950-1967. Σε πρώτη φάση η νέα ενότητα (Γ) περιλαμβάνει 987 νέα τεκμήρια με αναφορά σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής ζωής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα 13 φύλλα παράνομων εφημερίδων που εξέδιδε το ΚΚΕ στην Αθήνα και στην επαρχία μέχρι τη διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, έντυπα αδελφών Κομμουνιστικών Κομμάτων (ανάμεσά τους μπροσούρα του Γαλλικού ΚΚ με τις εκτιμήσεις για τα γεγονότα του Μάη - Ιούνη 1968), αλλά και η μεγαλύτερη υποενότητα, αυτή των συνδικαλιστικών εντύπων (199 τεκμήρια), όπου προεξέχει η εφημερίδα «Ελεύθερα Συνδικάτα» του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (ΔΣΚ) καθώς και ο «Ναυτεργάτης» και διάφορες προκηρύξεις και μπροσούρες της ΟΕΝΟ.

Από την καινούργια αυτή ενότητα δεν μπορούν να απουσιάζουν διάφορα έντυπα του φοιτητικού κινήματος, του φιλειρηνικού, των κινήσεων για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία και αλλού κ.λπ. Πολύ σημαντικά είναι και τα φιλολογικά περιοδικά αυτής της περιόδου, όπως π.χ. η «Επιθεώρηση Τέχνης», τα «Χρονικά της Νίκαιας» κ.λπ. Πολύτιμη είναι και η συλλογή των 205 φύλλων των εντύπων της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου.

Δεν πρέπει να υποτιμηθούν όμως και τα 1.176 τεκμήρια που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες ενότητες. Σε αυτά συγκαταλέγονται σπάνιες εκδόσεις και περιοδικά της εικοσιπενταετίας 1910-1935, πολύτιμα έντυπα της περιόδου 1940-1949 (όπως σπάνιες προκηρύξεις του Εργατικού ΕΑΜ και το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα»), παράνομα φύλλα του «Ριζοσπάστη» του 1956 και 1958, προεκλογικά υλικά της προδικτατορικής ΕΔΑ, πάμπολλες εφημερίδες και προκηρύξεις του αντιδικτατορικού αγώνα 1967-1974 που φτάνουν στην πολύ σημαντική ενίσχυση της υποενότητας που αφορά στα έντυπα της πολιτικής προσφυγιάς.

Αγλαΐα ΚΥΡΙΤΣΗ

Δημοσιογράφος, περιφερειακή σύμβουλος Β. Αιγαίου

Τα 100 χρόνια του ΚΚΕ είναι συνυφασμένα με τη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας. Είναι συνυφασμένα με τις πιο λαμπρές σελίδες που έχουν γράψει σε τούτον εδώ τον τόπο χιλιάδες αγωνιστές, χιλιάδες έντιμοι, καθημερινοί άνθρωποι, που ανιδιοτελώς αγωνίστηκαν με πίστη και πείσμα για τη λευτεριά και το δίκιο.

Ειδικά σήμερα, που ο καπιταλισμός, βυθισμένος στην κρίση και τα αδιέξοδά του, περνά στην επόμενη, πιο βάρβαρη και κυριολεκτικά απάνθρωπη φάση του, τα καθήκοντα που μπαίνουν σε όλους μας είναι ακόμα πιο επιτακτικά, ακόμα πιο συγκεκριμένα και ξεκάθαρα.

Τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, ειδικά στις συνθήκες που διαμορφώνονται, δεν είναι ακόμα ένα ιωβηλαίο, δεν είναι ακόμα μια επέτειος. Είναι μια βαριά κληρονομιά, μια βαριά παρακαταθήκη, με κορυφαία περιεχόμενα και κυρίως με προσανατολισμό για τους αγώνες, την οργάνωση, τη συσπείρωση και τη δράση που πρέπει να ξετυλιχτεί, ώστε ο λαός ως πρωταγωνιστής της Ιστορίας να γράψει τις επόμενες λαμπρές σελίδες ενός μέλλοντος που του ανήκει και κυρίως του αξίζει.

Αυτή την κληρονομιά, αυτή την παρακαταθήκη έχουμε χρέος και ιστορικό καθήκον να υπηρετήσουμε με συνέπεια και αφοσίωση.

Και σήμερα είναι πιότερο από ποτέ ανάγκη να χωνέψουμε βαθιά, όπως γράφει και στην περίφημη διακήρυξη «ΤΙ είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» ο Δημήτρης Γληνός, πως «ο μόνος τρόπος για να ζήσει και να πεθάνει κανείς σαν άνθρωπος είναι να ζήσει και να πεθάνει για ένα ιδανικό. Τη λευτεριά. Κι η λευτεριά δεν χαρίζεται, παρά καταχτιέται με τον αγώνα. Λευτεριά χαρισμένη είναι μια καμουφλαρισμένη σκλαβιά. Δεν υπάρχει πια δικαιολογία και πρόφαση για κανένα Ελληνα να μείνει αργός, να σταυρώνει τα χέρια του να περιμένει μοιρολατρικά την εξέλιξη, να σκύβει το κεφάλι του μπροστά στην τυραννία και την προδοσία, να περιμένει από αλλού τη σωτηρία. O καλύτερος φίλος σου η ενεργητική συμμετοχή στον αγώνα».

Σ' αυτόν λοιπόν τον αγώνα δηλώνω - και πρέπει όλοι να δηλώσουμε - δυναμικό «παρών».

Ευάγγελος Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Καθηγητής ΕΜΠ

Το ιστορικό καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας είναι η ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων στη χώρα με στόχο την απελευθέρωση και την εκτίναξη της παραγωγής, της τεχνολογίας και του επιπέδου ζωής του λαού, δηλαδή τον πραγματικό σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Τα τελευταία 20 χρόνια, ζούμε την αυταπάτη της συνεχούς, σταδιακής και ειρηνικής βελτίωσης των όρων και των συνθηκών ζωής των εργαζομένων μέσα στα πλαίσια του σημερινού συστήματος που μπορεί να οδηγήσει τάχα στον σοσιαλισμό. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών οδήγησε στην αμφισβήτηση του κομμουνιστικού κινήματος και κατά συνέπεια στην αποχώρηση από τις γραμμές του ΚΚΕ πολλών μελών και στελεχών του με στόχο την στήριξη του Συνασπισμού και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Από το Δημοψήφισμα του 2015 ζούμε την απόδειξη του γεγονότος ότι ένα τέτοιο ειρηνικό πέρασμα είναι μια αυταπάτη.

Η μόνη λύση σε όλα τα παραπάνω είναι ο ξεσηκωμός των εργαζομένων και η ανατροπή του σημερινού καθεστώτος με στόχο την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας. Ο πολιτικός φορέας που μπορεί να το κάνει αυτό είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα, με βάση το Πρόγραμμά του από το 19ο Συνέδριό του.

Σαφές όμως είναι και το γεγονός ότι για να γίνει πράξη αυτή η βούληση απαιτείται μια αναλυτική πρόταση προς τον Ελληνικό λαό που θα του επιτρέψει να αντιληφθεί τα απαιτούμενα βήματα για την επίτευξή του και να ταχθεί στον στόχο αυτό με το μυαλό και την ψυχή του. Αυτή η πρόταση μπορεί να στηρίζεται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ και πρέπει να έχει κάποιους βασικούς άξονες που θα επιτρέψουν την επιβίωση της ανατροπής και την εξέλιξή της χωρίς τα παρατράγουδα που οδήγησαν στην απομάκρυνση των εργαζομένων από την εξουσία στα σοσιαλιστικά κράτη και την επακόλουθη κατάρρευσή τους. Οι άξονες αυτοί είναι:

-- Η αμυντική θωράκιση της χώρας, χωρίς την εξάρτησή της από το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ

-- Η οργάνωση της αγροτικής και μεταποιητικής καταρχήν βιομηχανικής παραγωγής

-- Η αυτοδύναμη οργάνωση της Υγείας, η φαρμακοβιομηχανία και η ιατρική περίθαλψη

-- Η παραγωγή καινοτομίας και τεχνολογίας που θα επιτρέψει εξαγωγές και μείωση του κόστους παραγωγής

-- Η προσπάθεια διατήρησης συμμαχιών ή τουλάχιστον ουδετερότητας από όσο γίνεται πιο πολλά κράτη

Ποιος θα καταφέρει να εξειδικεύσει αυτό το πρόγραμμα; Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον του πιο πρωτοπόρου κομματιού της ελληνικής διανόησης, των κομμουνιστών και των οπαδών του ΚΚΕ, που μπορεί και να μελετήσει τα παραπάνω προβλήματα και να προσφέρει επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις. Με τον τρόπο αυτό, το ΚΚΕ θα αποκτήσει έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο λόγο, στο ήδη ρεαλιστικό του πρόγραμμα, διευρύνοντας την αποδοχή και την αίγλη του στους εργαζόμενους.

Με τον τρόπο αυτό, όλος αυτός ο κόσμος της Αριστεράς που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον Συνασπισμό στο παρελθόν και που προέρχεται από τις τάξεις του ΚΚΕ ή από άλλες πολιτικές δυνάμεις, καθώς επίσης και όλοι οι Αριστεροί που είναι ανένταχτοι ή ενταγμένοι σε άλλα αριστερά σχήματα, και που ο πόθος τους είναι η ανατροπή του σημερινού συστήματος με στόχο την κομμουνιστική προοπτική, θα βρουν στο ΚΚΕ τον εκφραστή και οργανωτή αυτής της εξέγερσης και ανατροπής.

Βέβαια, το θέμα δεν σταματά εκεί: Κάθε εργαζόμενος που βλέπει μέρα με τη μέρα να συρρικνώνεται το βιοτικό του επίπεδο αλλά και οι προοπτικές που όντως έχει μέσα στο σύστημα αυτό, θα βρει στο εξειδικευμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα του ΚΚΕ την πρόταση που οδηγεί τη χώρα στη μοναδική διέξοδο από την κρίση που την ταλανίζει και θα πάρει στα χέρια του αυτή την υπόθεση.

Ολόκληρη η δήλωση υπάρχει στο portal «902.gr» (https://www.902.gr/eidisi/politiki/177228/dilosi-toy-eyaggeloy-v-hristoforoy)

Γιάννης Γ. ΑΓΓΕΛΟΥ

Συνταγματάρχης (ΜΧ) ε.α., ΜΒΑ, MS'c

Συντάσσομαι με το ΚΚΕ, πλάι στον δοκιμαζόμενο λαό μας

Επί 25 χρόνια ως Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς στο Οπλο του Μηχανικού, έδωσα όλο μου το είναι από τις διάφορες θέσεις που υπηρέτησα και αποστρατευόμενος ένιωσα ιδιαίτερα γεμάτος και πως έκλεισα έναν κύκλο με επιτυχία, πέρα από τις όποιες διαφωνίες μπορεί να υπήρξαν, σε ανθρώπινο και επαγγελματικό επίπεδο. Αποστρατευόμενος το 2007 ενεπλάκην ενεργά στην πολιτική ζωή από τις γραμμές του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο ανήκα ιδεολογικά από το 1976, πιστεύοντας πως μπορώ να προσφέρω. Οι εθνικές εκλογές του 2009 ήταν το αποκορύφωμα της όλης προσπάθειας. Μιας προσπάθειας που προδόθηκε και εξευτελίστηκε. Τα γεγονότα είναι σε όλους, λίγο ως πολύ, γνωστά. Η χώρα οδηγήθηκε στη λαιμητόμο των μνημονίων. Αυτή η πολιτική ήταν πέρα από τα πιστεύω μου και προσπάθησα να διατυπώνω κάθε φορά τις αντιρρήσεις και ενστάσεις μου. Απευθυνόμουν εις ώτα μη ακουόντων...

Από το 2012, ουσιαστικά και τυπικά, παραμένω ανέστιος πολιτικά, μετά την επιστολή1 που έστειλα στον Γραμματέα του τότε ΠΑΣΟΚ, ενός Κινήματος που υπηρέτησα με πίστη και ανιδιοτέλεια, χωρίς να παρεκκλίνω από τις αρχές μου και τα πιστεύω μου, από το 1976. Αρκετά όλα αυτά τα χρόνια για να οδηγηθώ στην οριστική μου αποχώρηση. Υπεραρκετά για να συνειδητοποιήσω όλο το παιχνίδι.

Η περίοδος από το 2012 μέχρι σήμερα, υπήρξε περίοδος περισυλλογής, μελέτης, συζητήσεων και επαναπροσδιορισμού σε όλα τα θέματα, αναλογιζόμενος τι συνέβη στην κοινωνία και το λαό μας, το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης που βιώνουν τα νοικοκυριά και οι άνθρωποι του μόχθου, τη μετανάστευση των νέων μας σε άλλες χώρες, που ζητούν επιστήμονες και τους στερούν από τον τόπο μας, ως αποτέλεσμα των αδιέξοδων πολιτικών που ακολούθησαν τα κόμματα εξουσίας. Ολα τα βάρη στο λαό, όλες οι αδιέξοδες πολιτικές που ακολούθησαν άλλοι, φορτώθηκαν στο μόνιμο υποζύγιο, τον εργαζόμενο και συνταξιούχο. Και ταυτόχρονα συνεχίζεται το ξεπούλημα, έναντι ευτελών τιμημάτων, της δημόσιας περιουσίας, οδηγώντας σε ασφυξία τους πάντες και τα πάντα.

Η λαϊκή κατοικία δοκιμάζεται, αφού απαίτηση των ξένων είναι να εκπλειστηριαστούν τα πάντα, στη λογική της εξαφάνισης της μικρής ιδιοκτησίας. Αλυσοδέθηκε ο τόπος μας στο άρμα των δανειστών και τοκογλύφων, που απομυζούν τη χώρα και της αποστερούν κάθε δικαίωμα στοιχειώδους ανάπτυξης και ευημερίας. Στο πολιτικό σκηνικό αναφύονται κόμματα - αναχώματα, που μοναδικό σκοπό και στόχο έχουν να σταματήσουν το γιγάντεμα του λαϊκού κινήματος και να αποτρέψουν τη στροφή του κόσμου προς το μοναδικό κόμμα που από την αρχή, όχι μόνο της κρίσης αλλά πολύ νωρίτερα, είχε καταγγείλει όλα αυτά τα φαινόμενα και είχε «δει» προς τα πού πήγαινε όλη αυτή η επίπλαστη ευδαιμονία, το ΚΚΕ.

Ολες αυτές οι σκέψεις, όλες αυτές οι αγωνίες, με οδηγούν να συνταχθώ με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, να ενώσω τις δυνάμεις και τη φωνή μου, τις γνώσεις και την εμπειρία μου, στο μεγάλο αγώνα για τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυσή του, όχι μόνο για τις επερχόμενες εκλογικές μάχες, αλλά και για τις μάχες της καθημερινότητας, δίπλα στον σκληρά δοκιμαζόμενο λαό μας. Οι αγώνες που έρχονται και θα δοθούν απαιτούν συστράτευση και τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση του λαϊκού κινήματος, γιατί μόνο έτσι θα σταματήσει αυτή τη λαίλαπα και θα ανατραπούν οι πολιτικές της εξαθλίωσης.

Με την επιστολή μου αυτή, θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και ζητώ την ενεργοποίησή μου, όπου ο Γραμματέας και το Κόμμα πιστεύουν ότι μπορώ να προσφέρω καλύτερα.

Με συντροφικούς και αγωνιστικούς χαιρετισμούς.

1. http://odofragma-skas.blogspot.com/2012/03/blog-post_6813.html

Με το ΚΚΕ για το δίκιο του λαού!
ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1918 - 1949
Με επαναστατική μεθοδολογία μελετάμε την Ιστορία μας για να γίνουμε πιο δυνατοί

Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην εκδήλωση παρουσίασης των Τόμων του έργου

Ενα πολύτιμο ντοκουμέντο με ευρύτερο ιστορικό ενδιαφέρον έχουν πλέον στα χέρια τους τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ, πρωτοπόροι εργάτες και εργάτριες, αλλά και ιστορικοί ερευνητές. Το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, που αφορά την περίοδο 1918 - 1949 και κυκλοφόρησε στη μεγάλη εκδήλωση για τα 100χρονα του Κόμματος στο ΣΕΦ, παρουσιάστηκε σε εκδήλωση της ΚΕ στον Περισσό την Τετάρτη 20/12.

Η εκδήλωση περιλάμβανε παρέμβαση από τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα. Επίσης ομιλίες από την Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που παρουσίασε τη μεθοδολογία και τα περιεχόμενα των τεσσάρων Τόμων της έκδοσης και από την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, για την αντιμετώπιση της Ιστορίας του Κόμματος από την αστική και οπορτουνιστική βιβλιογραφία.

Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μπέλλου.

***

Το ΚΚΕ επιδιώκει στην πράξη να ανταποκρίνεται στο χαρακτήρα του, στον προορισμό του ως επαναστατικής ιδεολογικής - πολιτικής οργανωμένης πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.

Επομένως, είναι αδήριτη η σχέση του με την ανάγκη μελέτης και έρευνας της Ιστορίας αυτού του κινήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα, στις γειτονικές χώρες, αλλά και στις χώρες που το επαναστατικό εργατικό κίνημα μεγαλούργησε, πραγματοποίησε ιστορικής σημασίας νίκες ή ήττες, όπως στη Σοβιετική Ενωση και όχι μόνο.

Η ιδεολογία του ΚΚΕ, ο επιστημονικός κομμουνισμός, θεμελιώθηκε στα συμπεράσματα της ιστορικής έρευνας της κοινωνικής εξέλιξης, ενσωμάτωσε τα συμπεράσματα της διαλεκτικής υλιστικής έρευνας των τρόπων παραγωγής, συνολικότερα των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, ειδικότερα ενσωμάτωσε τα συμπεράσματα διαφορετικών περιόδων του εργατικού κινήματος.

Η Ελ. Μπέλλου
Η Ελ. Μπέλλου
Με άλλα λόγια, η σχέση του ΚΚΕ με την Ιστορία του δεν είναι σχέση βιωματική, βιογραφική, ούτε μπορεί να υπάρχει επαναστατικό εργατικό κόμμα, δηλαδή Κομμουνιστικό Κόμμα, αν αποσπαστεί από τα επιστημονικά επιτεύγματα, επομένως και από τα ιστορικά, αν δεν διαθέτει τις απαιτούμενες επιστημονικές δυνάμεις για να μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα, να αναπτύσσει την ιδεολογία του ενσωματώνοντας τα επιστημονικά συμπεράσματα της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης, της ταξικής πάλης. (...)

Απορρίπτουμε τους ισχυρισμούς όσων εκ του πονηρού προσάπτουν στο ΚΚΕ εμπειρισμό και υποκειμενισμό, έλλειψη αρμοδιότητας και ικανότητας να μελετήσει την Ιστορία του.

Μετά τις ανατροπές στη Σοβιετική Ενωση και σε άλλες χώρες του πρώτου ιστορικού εγχειρήματος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εξέλιξη που αναμφίβολα επέδρασε και στην εκδήλωση κρίσης στο Κόμμα μας και διάσπασή του το 1991, ακολούθησε μια πρωτόγνωρη περίοδος για το παγκόσμιο πολιτικό εργατικό κίνημα, το κομμουνιστικό, βέβαια και στη χώρα μας. Η αναζωπύρωσή του δεν μπορούσε παρά να γίνει μέσα από τη συνειδητοποίηση των αδυναμιών και των λαθών του, την ανάλυση των ανώριμων και ασταθών βημάτων του, την ανοιχτή συζήτηση των συμπερασμάτων με τα μέλη και τους φίλους του Κόμματος, της Νεολαίας του, την ανοικτή συζήτηση με πρωτοπόρους εργάτες και εργάτριες, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, εργαζόμενους μυικά - χειρωνακτικά, αλλά και πνευματικά. (...)


Μέσα στο καμίνι της καθημερινής ταξικής πάλης, στις νέες πρωτόγνωρες συνθήκες του πιο αρνητικού συσχετισμού εδώ και ενάμιση αιώνα, δρομολογήθηκε και πραγματοποιήθηκε η μελέτη της Ιστορίας του Κόμματος για την περίοδο από την ίδρυσή του έως σχεδόν την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 και την επιστροφή στο αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Πολύτιμο υλικό ευρύτερου ιστορικού ενδιαφέροντος

Εγιναν δεκάδες εκδόσεις με ανάλογα ιστορικά θέματα, όπως για τον Ιταλοελληνικό πόλεμο, για τον ΔΣΕ, ειδικότερα για τη συμμετοχή των γυναικών στον ΔΣΕ, για την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, για το αστικό πολιτικό σύστημα στις δεκαετίες 1950-1960, για τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Εγιναν εκδόσεις αρχειακών υλικών για Συνέδρια του Κόμματος, Ολομέλειες της ΚΕ που είχαν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία του Κόμματος όπως η 6η Ολομέλεια του 1956, η 7η Ολομέλεια του 1957, η 12η του 1968. Εκδόθηκε ως Δοκίμιο ο Τόμος της Ιστορίας του Κόμματος για την περίοδο 1949-1968, που με τη διαδικασία της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης το 2011 προχώρησε σε επανεκτίμηση προγενέστερων εκτιμήσεων και Αποφάσεων του Κόμματος για εκείνη την περίοδο, αποκατέστησε τον Νίκο Ζαχαριάδη από τις άδικες αποφάσεις καθαίρεσης και διαγραφής του.

Συνειδητοποιήσαμε την ανάγκη εκ νέου να μελετήσουμε και να γράψουμε την Ιστορία του Κόμματος με τη μορφή Δοκιμίου, για την περίοδο 1918-1949, σε σχέση με τον τόμο που ήδη κυκλοφορούσε από το 1995. Αυτό το καθήκον προσδιορίστηκε στο 19ο Συνέδριο (2013).

Αλλωστε, είχαμε πλέον νέες δυνατότητες, νέες πηγές για τη μελέτη της Ιστορίας μας.

  • Διαθέταμε πλέον ένα ηλεκτρονικά οργανωμένο Αρχείο του Κόμματος με πληθώρα ντοκουμέντων αυτής της περιόδου.
  • Αποκτήσαμε νέα πρόσβαση σε αρχειακό υλικό που αφορούσε τις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ και τα ΚΚ των γειτονικών βαλκανικών κρατών.
  • Διαθέταμε ένα επιστημονικό δυναμικό με δυνατότητα αξιοποίησης άλλων αρχείων, ξένης βιβλιογραφίας, αξιοποίησης σειράς μελετών για την ανάπτυξη και εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, τη συμμετοχή της στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και ιδιαίτερα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αξιοποιήσαμε μελέτες για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό αστικό κράτος, που εκπονήθηκαν από πανεπιστήμια, την Τράπεζα της Ελλάδας, την Εθνική Τράπεζα, όπως θα διαπιστώσετε και από τη βιβλιογραφική αναφορά.

Η ΚΕ του Κόμματός μας δεν είδε και δεν βλέπει σε αντιπαράθεση την ανάγκη της εξειδικευμένης ιστορικής μελέτης και έρευνας με την ανάγκη για συλλογική συζήτηση των συμπερασμάτων της και ανάληψη της ανάλογης ευθύνης.

Γι' αυτό με την ευθύνη της ΚΕ δρομολογήθηκε η επίπονη μελέτη της Ιστορίας του Κόμματος, μέσω του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ και ενός δικτύου ιστορικών - συνεργατών και άλλων επιστημόνων που είναι ενταγμένοι στα Τμήματα της ΚΕ. Παράλληλα, δρομολογήθηκε και η διεξοδική συζήτηση ανάλογων ιστορικών θεμάτων, όχι μόνο στην ΚΕ, αλλά και στα παρακάτω καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος. Συγκεντρώθηκαν παρατηρήσεις από στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ, μια διαδικασία που κορυφώθηκε με την πραγματοποίηση ανάλογης θεματικής Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης τον περασμένο Ιούνη.

Προϊόν όλης αυτής της διαδικασίας είναι οι 4 τόμοι του Δοκιμίου Ιστορίας που σήμερα σας παρουσιάζουμε.

Ειδικότερα, απευθυνόμενοι στους εκπροσώπους του Τύπου, θέλουμε να επισημάνουμε:

Το υλικό των 4 τόμων δεν αποτελεί μια αποκλειστικά κομματική Ιστορία, δεν είναι στενά φιλο-ΚΚΕ ενδιαφέροντος ή αποκλειστικά ερευνητικού από την πλευρά του ταξικού αντίπαλου.

Θα υποστηρίξουμε ότι είναι υλικό ευρύτερου ιστορικού ενδιαφέροντος και αυτό οφείλεται στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Δηλαδή οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδρυση, η ανάπτυξη και η εξέλιξη της ιδεολογικής - πολιτικής ταυτότητας και δράσης του ΚΚΕ και της Νεολαίας του εξετάζονται σε συνάρτηση ιδιαίτερα με τις εγχώριες, αλλά και τις διαβαλκανικές και παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Ετσι, μέσω της Ιστορίας του ΚΚΕ, βλέπουμε την Ιστορία της Ελλάδας ενταγμένης στα Βαλκάνια, για έναν αιώνα, αφού είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Αλλά πηγαίνουμε και πιο πίσω, στον έναν σχεδόν αιώνα που μεσολάβησε από την Επανάσταση του 1821 έως την ίδρυση του ΚΚΕ. Επιχειρούμε μια εκτεταμένη αναφορά και εκτίμηση των κοινωνικών - οικονομικών - πολιτικών συνθηκών και ιδεολογικών αντιλήψεων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα έως τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Πιο συγκεκριμένα:

Ο Τόμος Α1 αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενόψει των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821

Ο Τόμος Α1 έχει τίτλο: «Διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες από την επικράτηση του καπιταλισμού ως την Οκτωβριανή Επανάσταση». Η ύλη του κατανέμεται σε τρία μέρη:

Στο Πρώτο Μέρος παρουσιάζεται συνοπτικά σε παγκόσμιο επίπεδο η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, που αναπτύχθηκε σε μια μακρόχρονη πορεία. Για βασικές χώρες του καπιταλισμού εξετάζεται η ωρίμανση των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή της εργασιακής ικανότητας του ανθρώπου, σε συνδυασμό με την ταξική πάλη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις φεουδαρχικές εξουσίες και στην ανερχόμενη αστική τάξη. Σε αυτή την εποχή η αστική τάξη ήταν η βασική δύναμη της κοινωνικής προόδου, ηγήθηκε και του αγώνα που έκαναν οι αγρότες για την ανατροπή του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, για την κατανομή της γης που στον έναν ή άλλο βαθμό πραγματοποιήθηκε με την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού κράτους.

Επίσης, σ' αυτό το μέρος του Τόμου Α1 παρουσιάζονται η εμφάνιση και ανάπτυξη της εργατικής τάξης, η διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος στο έδαφος της μαρξιστικής θεωρίας, που υπήρξε προϋπόθεση για να κατακτήσει το εργατικό κίνημα αυτοτελή πολιτική παρουσία, σε μια εποχή που η εδραίωση της αστικής τάξης στην εξουσία την έκανε αντιδραστική. Ως προϊόν της ανάγκης διεθνούς ενότητας της εργατικής τάξης, συγκροτήθηκε αρχικά η Α' και στη συνέχεια η Β' Διεθνής.

Δίνονται συνοπτικά και συγκεντρωμένα τα χαρακτηριστικά της έναρξης της εποχής του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, στα τέλη του 19ου και στην αρχή του 20ού αιώνα, δηλαδή της εποχής που διαμορφώνεται ως ανάγκη το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Δίνονται οι παράγοντες που οδήγησαν στον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, από τις φλόγες του οποίου ξεπήδησε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Το Δεύτερο Μέρος του Τόμου Α1 πραγματεύεται την ανάπτυξη του καπιταλισμού από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Υποχρεωτικά η ιστορική ανάλυση πηγαίνει πιο πίσω, στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, στο καθεστώς της οποίας έζησαν και εξελίχθηκαν οι πληθυσμοί της μετέπειτα ελληνικής επικράτειας.

Αναδεικνύεται η εξής ιδιαιτερότητα στη συγκρότηση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους: Η διεύρυνσή του διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα. Σημαντικό μέρος των πληθυσμών των εδαφών που σταδιακά εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος είχαν δύο αλληλένδετα χαρακτηριστικά στην ιστορική τους διαδρομή:

Την ελληνιστική γλώσσα, επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου που συνέχισε να εξελίσσεται, και την Ορθοδοξία, κέντρο καλλιέργειας της γλώσσας. Είναι παράγοντες που στις συγκεκριμένες οικονομικές, πολιτικές προϋποθέσεις του τέλους του 18ου αιώνα, συνέβαλαν στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης.

Αναδεικνύονται οι κοινωνικές δυνάμεις που πήραν μέρος στην Επανάσταση του '21, τεκμηριώνεται ο χαρακτήρας της Επανάστασης ως αστικής εθνικοαπελευθερωτικής. Παρουσιάζονται η πολιτική συγκρότηση των δυνάμεων της Επανάστασης και η σχέση τους με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).

Παρουσιάζονται οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στην περίοδο από την ίδρυση του ελληνικού αστικού κράτους μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πρόκειται για ιστορική προσέγγιση που βοηθά στη διαμόρφωση κριτηρίων για την κατανόηση και σύγχρονων εξελίξεων, των αντιθέσεων και ανταγωνισμών για το μοίρασμα των αγορών στην ευρύτερη περιοχή, που συχνά οδηγούν στο διαμελισμό υφιστάμενων κρατών, στη διαμόρφωση νέων που λειτουργούν και ως προτεκτοράτα άλλων.

Ειδικότερα αναλύεται ο θεσμός της Βασιλείας ως συστατικό θεμελίωσης του αστικού κράτους, ως θεσμός ενοποίησης των τοπικών αρχών και συγκεντροποίησης της αστικής εξουσίας. Αναλύονται επίσης οι αντιθέσεις που στην πορεία εκδηλώθηκαν μεταξύ του θρόνου και των κατ' εξοχήν αστικών οργάνων, της Βουλής και των κυβερνήσεων.

Σε αυτό το Δεύτερο Μέρος του Τόμου Α1 γίνεται ειδική αναφορά στην πολυπλοκότητα των σχέσεων ιδιοκτησίας γης κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πώς αυτές επηρέασαν τις σχέσεις ιδιοκτησίας γης στο ελληνικό καπιταλιστικό κράτος κατά τη σταδιακή ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας. Εχει ιδιαίτερη σημασία και για την κατανόηση ιδιαιτεροτήτων στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, όπως ο πολύ μικρός αγροτικός κλήρος, η μεγαλύτερη επιβίωση της κατακερματισμένης αλλά εμπορευματοποιημένης αγροτικής και χειροτεχνικής παραγωγής, η υπέρμετρη ανάπτυξη της ναυτιλίας και η καθυστέρηση της μεταποίησης, κυρίως στον κλάδο της βιομηχανίας εργαλειομηχανών.

Η αντικειμενική εξήγηση αυτών των ιδιαιτεροτήτων είναι αναγκαία γιατί επεξηγεί ανάλογα λάθη στις αναλύσεις του Κόμματος για την ελληνική καπιταλιστική οικονομία και συνολικότερα για το κράτος, θεωρητικά λάθη που επέδρασαν αρνητικά και στην επεξεργασία της στρατηγικής του, στον προσδιορισμό των κοινωνικών δυνάμεων, στη διαμόρφωση της πολιτικής συμμαχιών.

Το Τρίτο Μέρος του Τόμου Α1 αναφέρεται στη γέννηση και ανάπτυξη του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα έως το 1918.

Καταγράφονται τα πρώτα σκιρτήματά τους αλλά και οι διώξεις και τα θύματα της αστικής κρατικής καταστολής.

Η ανάπτυξη των πρώτων συνδικάτων και σοσιαλιστικών ομάδων στα αστικά κέντρα της χώρας, αλλά και ανάμεσα στους Ελληνες εργάτες του εξωτερικού, δέχτηκε αρχικά τις ιδεολογικές - πολιτικές επιρροές από ρεύματα του ουτοπικού σοσιαλισμού και του αναρχισμού και στη συνέχεια από το διεθνές κίνημα που πάταγε στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ολες αυτές οι επιδράσεις αποτυπώθηκαν αρχικά στην οργανωτική συγκρότηση και ιδεολογική - πολιτική ταυτότητα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ).

Η μελέτη αυτού του Τρίτου Μέρους, πρώτα απ' όλα από εργάτες, εργάτριες, μισθωτούς, συνδικαλιστές άλλων κινημάτων, βοηθά στην κατανόηση των συνθηκών μέσα στις οποίες πραγματοποιήθηκε η ποιοτική αλλαγή στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, με την ίδρυση του ΣΕΚΕ.

Συνολικά ο Τόμος Α1 είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και ενόψει των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, αλλά είναι και Τόμος ειδικότερου ενδιαφέροντος για εκπαιδευτικούς, φοιτητές - σπουδαστές, ακόμα και για μαθητές Λυκείου.

Αντικειμενική εκτίμηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον Μεσοπόλεμο

Ο Τόμος Α2 έχει τίτλο «Μεσοπόλεμος: Οικονομία και πολιτική. Η ίδρυση του ΚΚΕ, τομή στην ελληνική κοινωνία» και περιλαμβάνει δύο μέρη:

Το Πρώτο Μέρος αναφέρεται στην ελληνική οικονομία στο Μεσοπόλεμο.

Αναδεικνύεται η σύμφυση βιομηχανικού - εμπορικού - τραπεζικού κεφαλαίου, δηλαδή η ύπαρξη του χρηματιστικού κεφαλαίου, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ωρίμανσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλιστικού του σταδίου, που εκφράζεται και στη σύνθεση των Διοικητικών Συμβουλίων των μεγάλων τραπεζών. (...)

Δίνονται στοιχεία που αφορούν την κρατική παρέμβαση στην κατεύθυνση καπιταλιστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, με το νόμο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος (ΑΤΕ) και τη διασύνδεση των συνεταιρισμών με αυτή. Επισημαίνεται η κρατική παρακολούθηση των οικονομικών στατιστικών στοιχείων, που επιδίωκε παράλληλα τον στατιστικό διαχωρισμό της βιομηχανίας από τη βιοτεχνία.

Επισημαίνεται επίσης ότι το κράτος δημιούργησε Σχολές, Ινστιτούτα, με στόχο την επέκταση της επιστημονικής και τεχνικής ειδίκευσης, διαμόρφωσε πλήθος άλλων καπιταλιστικών θεσμικών οργάνων, ενώ και τα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου - βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές - είχαν τις δικές τους οργανώσεις.

Αναδεικνύεται ότι στη διάρκεια του Μεσοπολέμου προχώρησε η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, καταγράφηκαν σημαντικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και του αντίστοιχου κατά κεφαλήν, αυξήθηκε το μισθωτό εργατικό δυναμικό. Ταυτόχρονα, παρέμενε το εξής διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα που, τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχει και σήμερα: Η ανάπτυξη αφορούσε τους κλάδους της Μεταποίησης που παρήγαν προϊόντα άμεσης κατανάλωσης και πολύ περιορισμένα μέσα παραγωγής. (...)

Η αντικειμενική εκτίμηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον καθορισμό της στρατηγικής του Κόμματος, αφού η αιτιολόγηση της σταδιοποιημένης στρατηγικής, αρχικά με την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως αναγκαία πριν τη σοσιαλιστική, στηριζόταν στη βάση και λαθεμένων θέσεων για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα, την εκτίμηση για ημιφεουδαρχικές σχέσεις, που χαρακτήριζαν και το κράτος, με το θεσμό της Βασιλείας.

Η διαμόρφωση της στρατηγικής του Κόμματος στον Μεσοπόλεμο

Το Δεύτερο Μέρος του Τόμου Α2 αναφέρεται στην ηρωική πάλη του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο αλλά και στη διαμόρφωση της στρατηγικής του Κόμματος.

Αναδεικνύει τις διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες ιδρύθηκε, καθώς και τις εσωτερικές, που αποτέλεσαν και τη βασική πηγή της ίδρυσής του ως Κόμμα «τέκνο της ανάγκης και ώριμο τέκνο της οργής».

Γίνεται αναλυτική αναφορά στη σκληρή πορεία του Κόμματος, προκειμένου να κατακτήσει επαναστατικά χαρακτηριστικά, στη διαπάλη που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του για τον χαρακτήρα του, αλλά και στην επίδραση που είχε στις γραμμές του η διαπάλη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Εχει ιδιαίτερη σημασία και για σήμερα η ιστορική ανάλυση του κατασταλτικού χαρακτήρα του κράτους, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτεύματος ή τη μορφή της διακυβέρνησης, έχει σημασία η διερεύνηση των μεθόδων του ταξικού εχθρού προκειμένου να διεισδύσει στα ανώτατα κλιμάκια του Κόμματος, η θωράκιση του Κόμματος με την εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων.

Αξίζει να μελετηθούν οι μορφές πάλης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, η στάση των κομμουνιστών, αγωνιζόμενων εργατών και αγροτών στις διώξεις.

Επίσης, αναδεικνύονται ο διεθνιστικός χαρακτήρας του Κόμματος ως τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η εναντίωση του ΚΚΕ στην ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία.

Σε αυτό το μέρος του Τόμου Α2 ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη στρατηγική που διαμόρφωσε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα από το 1928 (6ο Συνέδριο της ΚΔ) και στη συνέχεια (7ο Συνέδριο της ΚΔ, 1935). Αυτή η στρατηγική άσκησε καθοριστική επίδραση στη στρατηγική του ΚΚΕ. (...)

Από το 1934, αλλά και σ' όλη τη δεκαετία του 1940, στις προγραμματικού χαρακτήρα Αποφάσεις του Κόμματος κυριάρχησε η σταδιοποίηση με τη μία ή άλλη μορφή, δηλαδή παρεμβλήθηκαν ένας κυβερνητικός στόχος πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση, ή και πιο καθαρά ένας μεταρρυθμιστικός - μεταβατικός κυβερνητικός στόχος που αποδυνάμωνε και απενεργοποιούσε τον διακηρυγμένο στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγούσε σε πολιτική συμμαχίας με αστικές δυνάμεις, αρχικά με δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και ας είχαν αστικοποιηθεί, στη συνέχεια με τις λεγόμενες «δημοκρατικές», «φιλειρηνικές» ή αντιφασιστικές αστικές δυνάμεις.

Το Δοκίμιο χρησιμοποιεί όσα στοιχεία διέθετε που δείχνουν τη σχετική διαπάλη στο Κόμμα και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Συνεχίζουμε να διερευνάμε τις αιτίες που οδήγησαν την ΚΔ στο να μη διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική στις παραμονές του ιμπεριαλιστικού πολέμου και φιλοδοξούμε να έχουμε κάτι περισσότερο να πούμε την επόμενη χρονιά, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΚΔ.

Η δράση του ΚΚΕ στον Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο

Ο Τόμος Β1 αναφέρεται στη δράση του ΚΚΕ στον Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Περιλαμβάνει τη στάση του Κόμματος στον Ιταλοελληνικό πόλεμο και την ανασυγκρότησή του στις συνθήκες της τριπλής φασιστικής κατοχής. Αναδεικνύεται ο πρωτοπόρος ρόλος του στην ίδρυση της Εθνικής Αλληλεγγύης, του Εργατικού ΕΑΜ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ και άλλων οργανώσεων. Πραγματεύεται τη δράση των κομμουνιστών στη Μέση Ανατολή για τη συγκρότηση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) και των Αντιφασιστικών Οργανώσεων του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Τεκμηριώνεται η μεγάλη συνεισφορά του ΚΚΕ και των απελευθερωτικών οργανώσεων μέσα από τις οποίες έδρασε, εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων και των ντόπιων συνεργατών τους.

Αναλύεται ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου και αυτοκριτικά κρίνεται το γεγονός ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να διαμορφώσει στρατηγική πάλης για την εργατική εξουσία σε συνθήκες πολέμου και επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά χώρες, βέβαια και στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται ο καθοριστικός ρόλος του Κόκκινου Στρατού και γενικότερα της ΕΣΣΔ στη συντριβή του ναζισμού - φασισμού στην Ευρώπη και στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας κυρίως σε 6 χώρες, επισημαίνονται όμως και οι αδυναμίες λόγω έλλειψης ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής, ιδιαίτερα με τον τρόπο και τον λόγο που προβλήθηκε για τη διάλυση της ΚΔ.

Αυτός ο Τόμος είναι θεμελιακός για τη στρατηγική αντίληψη του ΚΚΕ. Τα συμπεράσματά του έχουν σημασία για το σήμερα και το αύριο του εργατικού κινήματος.

Διδάγματα από την εποποιία του ΔΣΕ

Ο Τόμος Β2 έχει τίτλο του: «Η εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ)».

Δεν είναι ένας Τόμος που ταυτίζεται με την αντίστοιχη έκδοση. Περιλαμβάνει πολύ πιο πλούσιο υλικό, την ανάλυση του διεθνούς μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων και της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε συνθήκες που είχε συγκροτηθεί το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων, γνωστό ως Κομινφόρμ.

Παρουσιάζονται αυτοκριτικά οι εκτιμήσεις και οι θέσεις του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (1-6 Οκτώβρη 1945), που δεν μπόρεσε να επανεκτιμήσει τη γραμμή πάλης του ΚΚΕ και έγκαιρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ένοπλης πάλης σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

Γίνεται η εκτίμηση ότι και οι μετέπειτα Ολομέλειες της ΚΕ δεν διόρθωσαν τη στρατηγική του Κόμματος, αν και φαίνεται ότι προσανατολίζονταν στον ένοπλο αγώνα, όμως με ασάφεια και αντιφατικότητα για τον χαρακτήρα του. Στην αντίληψη για τον ένοπλο αγώνα κυριαρχούσε ο περιορισμένος και αμυντικός του χαρακτήρας και όχι ο γενικευμένα οργανωμένος επιθετικός ενάντια στην αστική εξουσία. (...)

Βέβαια, η έκβαση μιας τέτοιας επαναστατικής εργατικής εξέγερσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, αφού εξαρτάται και από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Ωστόσο, δεν υποτιμάμε ότι τα λάθη στρατηγικής του Κόμματος και οι αδυναμίες στην οργάνωση του ένοπλου αγώνα έδωσαν περιθώρια στην ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, με την αποφασιστική παρέμβαση αρχικά του βρετανικού και στη συνέχεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ.

Συνεχίζουμε να διερευνούμε αν η καθυστέρηση στη γενίκευση του ένοπλου αγώνα οφειλόταν κυρίως σε δισταγμό του Κόμματος ή κυρίως σε δισταγμό των αδελφών ΚΚ, πρώτα απ' όλα του ΚΚΣΕ. Στον Τόμο παρουσιάζουμε μια σειρά στοιχείων και ντοκουμέντων που προσανατολίζουν στο συμπέρασμα ότι από το Κόμμα υπήρχαν ένας προσανατολισμός και ορισμένη προετοιμασία για γενική λαϊκή εξέγερση, χωρίς βέβαια να απαλλάσσονται οι Αποφάσεις του Κόμματος από τη σύγχυση ως προς τον χαρακτήρα της ένοπλης λαϊκής εξέγερσης, που συνέχιζε να θεωρεί ως μαζική λαϊκή αυτοάμυνα και πίεση για «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις».

Σημειώνουμε ακόμα ότι το ΚΚΕ πάντα έβλεπε ότι αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ως τέτοιο επιδίωκε τη συμφωνία των αδελφών γειτονικών ΚΚ και του ΚΚΣΕ στον ένοπλο ταξικό αγώνα και γενικότερα ενδιαφερόταν για τη σταθεροποίηση της σοσιαλιστικής εξουσίας σ' αυτές τις χώρες, για την προστασία τους από ενδεχόμενη ιμπεριαλιστική επίθεση.

Ομως, δίδαγμα διαχρονικής σημασίας απ' όλη αυτήν την περίοδο είναι ότι ο σταθερός επαναστατικός στρατηγικός προσανατολισμός σε κάθε χώρα είναι η καλύτερη συμβολή για την ευνοϊκή αλλαγή στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.

Ντοκουμέντο που δίνει απαντήσεις και εμπνέει στο σήμερα

Στο σύνολο των σελίδων των 4 Τόμων του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ για τα χρόνια 1918-1949 μπορείτε να βρείτε τις πραγματικές και όχι τις παραποιημένες θέσεις του ΚΚΕ για σειρά σύγχρονων πολιτικών προβλημάτων, όπως το Κυπριακό, το λεγόμενο Μακεδονικό, που έχουν ιστορικές ρίζες. Θα βρείτε και την εξήγηση, τους παράγοντες που οδήγησαν ακόμα και σε λαθεμένες θέσεις ή και το πώς διορθώθηκαν στην πορεία.

Θα βρείτε, επίσης, την εξήγηση για ιδιαιτερότητες της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα σε σύγκριση και με καπιταλιστικά κράτη ανάλογου πληθυσμιακού μεγέθους. Θα βρείτε μια εξήγηση για τις σημερινές αμφισβητήσεις στην ιδιοκτησία δασικών, λιβαδικών και άλλων εκτάσεων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ακόμα κτηματολόγιο και να μην είναι ξεκαθαρισμένοι τίτλοι ιδιοκτησίας.

Θα βρείτε την πρωτοποριακή επαναστατική αντίληψη και πρακτική του ΚΚΕ για σειρά σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων, όπως είναι το ζήτημα της ισοτιμίας και χειραφέτησης της γυναίκας. Καθοδηγητικά όργανα, κομμουνιστές σε συνδικαλιστικά όργανα, κομμουνίστριες και συναγωνίστριες στο κίνημα, ΚΝίτισσες, διαβάζοντας τις αντίστοιχες σελίδες μπορούν να αποκτήσουν αντικειμενική ιδεολογική - πολιτική αντίληψη για την ιστορία και την εξέλιξη της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, να εμπνευστούν για την εξειδικευμένη δουλειά του Κόμματος και της ΚΝΕ στις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Τα αναλυτικά περιεχόμενα κατά Τόμο είναι οδηγός για τη μελέτη του Δοκιμίου, την αξιοποίησή του από κάθε μέλος και φίλο του Κόμματος και της ΚΝΕ, κάθε συνεπή συναγωνιστή και συναγωνίστρια (...).

5ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
Στα ίχνη μιας λογοτεχνίας «χρήσιμης» για τη σύγχρονη εποχή

Εκτενή αποσπάσματα από την εναρκτήρια ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού

Με μεγάλη επιτυχία έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο 15 και 16 Δεκέμβρη, στην έδρα της ΚΕ στον Περισσό, το 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ με θέμα: «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τον Μεσοπόλεμο».

Με το συνέδριο ολοκληρώθηκε το 5χρονο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Χαιρετισμό στην έναρξη του συνεδρίου απηύθυνε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, ενώ τις πολύ ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις πλαισίωσε ένα πλούσιο και πρωτότυπο καλλιτεχνικό πρόγραμμα και τις δυο μέρες του Συνεδρίου.

Οπως και με τα προηγούμενα επιστημονικά συνέδρια του ΚΚΕ, τα πρακτικά θα δημοσιευτούν σε ειδική έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής».

***

(...) Οι πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία με τη μορφή του ουτοπικού σοσιαλισμού. Γενικότερα, τη δεκαετία του 1870, ένα μέρος της λογοτεχνίας απέκτησε αντιδυναστικά μέχρι και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, ως αντανάκλαση των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848, της Παρισινής Κομμούνας αργότερα και των πρώτων εργατικών απεργιών στη μεταποίηση.

Από το 1880, η τάση αυτή διακόπηκε και παρουσιάστηκε πισωγύρισμα. Η πεζογραφία στράφηκε στη λαϊκή παράδοση και την αποτύπωση των ηθών και των εθίμων της επαρχιακής ζωής - που ονομάζεται ηθογραφία - μέσα από τη σύνδεσή της με την πρωτοεμφανιζόμενη το 1884 επιστήμη της Λαογραφίας.

Η μεταστροφή της πεζογραφίας στην ηθογραφία και την παράδοση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επιδίωξη όλων των μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης να ενισχύσουν την εθνική ταυτότητα, ως προϋπόθεση για την εδαφική επέκταση του κράτους της. Αυτή άλλωστε είναι σταθερή επιδίωξη της αστικής τάξης από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, που ενσαρκώθηκε στη στρατηγική της «Μεγάλης Ιδέας», την ουτοπία για εδαφική επέκταση έως τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ιδεολογική επένδυση στον μεγαλοϊδεατισμό είχε ζωτική σημασία για την αστική τάξη, αφού η επιστράτευση σ' αυτόν της πλειονότητας του πληθυσμού εξυπηρετούσε τις ανάγκες της για διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς του κράτους και ενίσχυση της θέσης του στον διεθνή ανταγωνισμό (...).


Γύρω από το ορόσημο του 1880 συντελέστηκε ένας αποφασιστικός εκσυγχρονισμός του αστικού κράτους από την κυβέρνηση Τρικούπη, ενώ από το 1881 είχε πραγματοποιηθεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας, που αναζωπύρωσε τον μεγαλοϊδεατισμό. Ηταν φυσικό λοιπόν η πεζογραφία να προσαρμοστεί μέσα από την ηθογραφία στη σύγχρονη πραγματικότητα (...). Ετσι η ηθογραφία δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με μονομέρεια, ως επιστροφή στο παρελθόν μέσα από την εξιδανίκευση και την ειδυλλιακή νατουραλιστική αποτύπωση της ζωής στο χωριό, τάση οπωσδήποτε υπαρκτή. Το περιεχόμενο που κυριάρχησε στα αντιπροσωπευτικότερα ηθογραφικά πεζογραφήματα από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελεί ανάμειξη του λαογραφισμού με την καταπολέμηση αναχρονιστικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και καταστάσεων ή την καταγγελία στα πολιτικά και κοινωνικά «κακώς κείμενα». Τα στοιχεία αυτά τα συναντά κανείς στα έργα των σημαντικότερων εκείνα τα χρόνια πεζογράφων, όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας, με διαφορετικό στον καθένα τρόπο και από διαφορετική αφετηρία (...).

Η εισαγωγή του δημοτικισμού

Σε ένα πιο πρόσφορο από την καθαρεύουσα γλωσσικό μέσο για την ισχυροποίηση της εθνικής συνείδησης και την ομογενοποίησή της με αντιμετώπιση των γλωσσικών ιδιωμάτων αποσκοπεί και η εισαγωγή του δημοτικισμού από τον αστό Ψυχάρη, με το «Ταξίδι», το 1888. Στον πρόλογό του επισημαίνει πως ένα έθνος, για να γίνει έθνος, χρειάζεται «να μεγαλώσουν τα σύνορα και να κάμει φιλολογία δική του». Με άλλα λόγια, η δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε από μια μερίδα της αστικής διανόησης για να αποτελέσει την εθνική γλώσσα ως τη μόνη προσιτή στα λαϊκά στρώματα, σε αντίθεση με την καθαρεύουσα που υποστήριζε άλλη μερίδα της (...).


Η οξύτατη αντιπαράθεση δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων αποτελούσε ενδοαστική διαμάχη, έτσι που υποστηρικτές της μιας ή της άλλης γλωσσικής εκδοχής να συναντώνται και στα δύο βασικά αστικά στρατόπεδα, φιλελεύθερων και φιλοβασιλικών, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες τους για τις μορφές της αστικής διαχείρισης (...).

Ο πόλεμος του 1897, παρά τη σύντομη διάρκειά του, υπήρξε σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρώτα - πρώτα βοήθησε να ακουστούν οι πρώτες φωνές καταδίκης του εθνικισμού και των πολεμόχαρων κηρυγμάτων (...). Το 1901 ο Δημοσθένης Βουτυράς δημοσίευσε το διήγημά του «Λαγκάς», αναδείχνοντας τη φρίκη του πολέμου και αναφερόμενος σε συμφέροντα που τον υποκινούν, ενώ λίγο αργότερα, το 1907, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στο διήγημά του «Αντάρτης» διακωμώδησε τη «Μεγάλη Ιδέα».

Η επίδραση της αντιδραστικής φιλοσοφίας του Νίτσε

Η πτώχευση επί Τρικούπη το 1893 και η ταπεινωτική ήττα του 1897, που έφερε τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο, οδήγησαν τη διανόηση όλων των αστικών μερίδων να αναζητά διέξοδο προς μια εθνική «αναγέννηση». Την απάντηση τη βρήκαν στη λύτρωση που θα έρθει από τα πάνω, από τον Υπεράνθρωπο (...). Ετσι, το μεγαλύτερο τμήμα των διανοούμενων προσχώρησε στην αντιδραστική φιλοσοφία του Νίτσε για τον ρόλο του Υπεράνθρωπου, που καθένας τους τον αντιλαμβάνονταν διαφορετικά: Ως σκληρό και άτεγκτο αρχηγό, ως οδηγό - διαφωτιστή, ως μεταρρυθμιστή. Ο ερχομός του Βενιζέλου το 1910 φαίνεται πως εκπλήρωσε την επιθυμία των περισσότερων. Ο νιτσεϊσμός ωστόσο συνέχισε για πολλά ακόμη χρόνια να διαποτίζει τη σκέψη και το έργο σπουδαίων λογοτεχνών όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός (...).


Ο νιτσεϊσμός εκφράστηκε στους περισσότερους λογοτέχνες που συμμετείχαν στο σημαντικότερο περιοδικό της περιόδου, «Νουμάς» (...). Ενα περιοδικό που μέσα στις στήλες του βρήκαν έκφραση οι βασικότερες τότε λογοτεχνικές και πολιτικο-ιδεολογικές αναζητήσεις.

Τομή στη σκέψη της διανόησης δημιούργησε το 1907 η δημοσίευση στο περιοδικό «Νουμάς» του έργου «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» του Γεωργίου Σκληρού (...). Ο Σκληρός ανακηρύσσει την πάλη των τάξεων «ως αναπόφευκτο και μόνο σχεδόν παράγοντα της κοινωνικής προόδου», αντιμετωπίζοντας όμως με μεταρρυθμιστική λογική αυτή την κοινωνική πρόοδο. Με αφορμή το έργο ξεκίνησε μια πλατιά συζήτηση από τις στήλες του «Νουμά» για τον σοσιαλισμό. Οι δημοτικιστές διαχωρίστηκαν σε εθνικιστές και σοσιαλιστές (...).

Οι πρόδρομοι σοσιαλιστές λογοτέχνες και η εποχή τους

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας πρώτης υλιστικής και σε κάποιο βαθμό επιστημονικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό στο χώρο της διανόησης - πριν από τη συγκρότηση του πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης - έπαιξε ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (...).

Ζώντας από τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και παρακολουθώντας από κοντά τις έντονες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στους κόλπους της Β' Διεθνούς, ήταν μαρξιστικά κατατοπισμένος όσο ελάχιστοι. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας και αναμείχθηκε ενεργά στις διεργασίες για τη συνδικαλιστική και πολιτική συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Τάχθηκε κατά του αστικού δημοτικισμού, τονίζοντας ότι κριτήριο για την προοδευτικότητα των δημοτικιστών είναι η στάση τους απέναντι στο εργατικό κίνημα.

Αντιπάλεψε την κυρίαρχη αντίληψη πως το στρατιωτικό πραξικόπημα στου Γουδή (1909) αποτελούσε επανάσταση. Κατήγγειλε τη στάση του «Νουμά», που επιδοκίμασε την κυβέρνηση Βενιζέλου και το τσάκισμα του, ανεβασμένου στα χρόνια της διακυβέρνησής του, απεργιακού εργατικού κινήματος. Καταδίκασε τη φιλοβενιζελική στάση του Σκληρού και τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό της Κοινωνιολογικής Εταιρείας.

Παράλληλα όμως - απογοητευμένος από την ανωριμότητα στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα - δήλωνε πως στην Ελλάδα πρέπει να υποστηριχτεί ένα μεταρρυθμιστικό, «μισο-αστικό», σοσιαλιστικό κίνημα. Αντιμετωπίζοντας ως μικρότερο κακό το πρόγραμμα του Βενιζέλου σε σχέση με αυτό των παλιών προσωπικών κομμάτων, συνεργάστηκε με τους Κοινωνιολόγους και την κυβέρνηση Βενιζέλου, ως λογοκριτής την περίοδο της Θεσσαλονίκης, ενώ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθώντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις στη Β' Διεθνή, τάχτηκε υπέρ του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ.

Ωστόσο, υπήρξε ο πρώτος που μετέφρασε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» το 1908 - αφήνοντας όμως ανοιχτό το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση - και το «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο» του Μαρξ. Κι ακόμα ήταν αυτός που μύησε στα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς τους σπουδαιότερους - μαζί με τον ίδιο - πρόδρομους σοσιαλιστές λογοτέχνες, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον Κώστα Παρορίτη (...).

Ο Θεοτόκης, άνθρωπος με πλατιούς μορφωτικούς ορίζοντες, ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του πεζογράφους, για την εκφραστική πνοή και την αισθητική αρτιότητα του έργου του.

Μετά την ιδεολογική μεταστροφή του γύρω στο 1911 από τον νιτσεϊσμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό στον υλισμό, κατόρθωσε να εκφράσει στο έργο του με πολύ μεγαλύτερη από τον Χατζόπουλο καθαρότητα και ωριμότητα την ταξική, οικονομική βάση των κοινωνικών σχέσεων και φαινομένων της ελληνικής ζωής, με την παρουσία μάλιστα της εργατικής τάξης στο εξελισσόμενο βιομηχανικό περιβάλλον.

Εφτασε να ξεπεράσει τον κριτικό ρεαλισμό, προβάλλοντας στο σπουδαίο μυθιστόρημά του «Σκλάβοι στα δεσμά τους» (1922) την αναγκαιότητα μιας καινούργιας και ανώτερης κοινωνίας. Αν και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πρωτοστάτησε στη συγκρότηση σοσιαλιστικού κινήματος στη γενέτειρά του την Κέρκυρα, για να καταλήξει κι αυτός, όπως η μάζα των συνεργατών του «Νουμά», στην υποστήριξη της ενεργού συμμετοχής στον ιμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στις τάξεις του βενιζελισμού, αν και στη συνέχεια διαχωρίστηκε.

Από τους σοσιαλιστές λογοτέχνες, μόνο ο Παρορίτης δεν παρασύρθηκε από τη ρεφορμιστική επίδραση της Β' Διεθνούς, καθώς συγκλονίστηκε από τη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Αυτό και μόνο το γεγονός δίνει μεγάλη αξία στο λογοτεχνικό έργο του ως το πρώτο προλεταριακό, παρά τις αισθητικές αδυναμίες του (...).

Στη λογοτεχνική δημιουργία του, ειδικά μετά το 1910, αποτυπώνεται ένα καυτερό μίσος για τη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, καταδικάζονται η δήθεν φιλολαϊκή πολιτική του Βενιζέλου και ο προδοτικός ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, καθώς και η κάλπικη σύγκρουση των δύο φιλοπόλεμων αστικών παρατάξεων - βασιλικών και βενιζελικών - την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι ήρωές του, συχνά τύποι μποέμ - όπως και του Δ. Βουτυρά, λογοτέχνη προπαντός της δεκαετίας του '20 με σοσιαλιστική τάση - δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο, όπως ισχυρίζεται η αστική βιβλιογραφία, εντάσσοντάς τους ανάμεσα στους εκφραστές ενός αλητισμού στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου. Εχουν τα χαρακτηριστικά των άπλαστων ακόμη σοσιαλιστών και της νεαρής εργατικής τάξης, που περιπλανιέται μεταξύ ανεργίας και άθλιου μεροκάματου στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η τόλμη του να προβάλλει τόσο πρώιμα την επαναστατική σοσιαλιστική αναγκαιότητα, είναι η κύρια αιτία για τη συνειδητή αγνόηση του έργου του που - από τον καιρό του ακόμη - χαρακτηριζόταν προπαγανδιστικό και άτεχνο.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες άφησαν τα ίχνη τους και στο έργο του Παλαμά εκείνης της περιόδου όχι γιατί είχε διαμορφώσει ιδεολογία σοσιαλιστική, αλλά γιατί ως σπουδαίος δημιουργός, υπήρξε ιδιαίτερα ευαίσθητος στους παλμούς της ζωής, αντανακλώντας στο έργο του τα αντιφατικά μηνύματά της.

Η αναγνώριση των δημιουργικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, το ουτοπιστικό όραμά του για μια νέα πανανθρώπινη κοινωνία και τα γιούχα στις πατρίδες, την προγονοπληξία, τις θρησκείες, στις επικές ποιητικές συνθέσεις της πιο γόνιμης περιόδου του στις αρχές του 20ού αιώνα, προπαντός στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και τη «Φλογέρα του Βασιλιά», είναι σάλπισμα ανασύνταξης για εθνική αναγέννηση πάνω στις αρχές του ορθολογισμού και της επιστήμης.

Συνυπάρχουν, ή πιο σωστά υπακούν, στους μεγαλοϊδεατικούς οραματισμούς του. Το δριμύ κατηγορώ του στην αστική τάξη, ιδιαίτερα στα «Σατιρικά Γυμνάσματα», και ο ανατρεπτικός λόγος του έχουν το νόημα της διόρθωσης προβληματικών κοινωνικών καταστάσεων.

Αλλωστε, και αυτός μαζί με τους περισσότερους λογοτέχνες είδε τη λύτρωση στον ερχομό του Βενιζέλου. Στη συνέχεια, η ποίησή του ξεπεράστηκε ιστορικά από άποψη ιδεολογική και πολιτική, γιατί άλλαξε ιστορικά η θέση της αστικής τάξης, που με το έργο του εκπροσωπούσε. Αναμφισβήτητα όμως το μεγάλο ποιητικό ταλέντο του, οι ριζοσπαστικές και εξελίξιμες πλευρές των ιδεών του, οι καινοτομίες στο ύφος και τον ρυθμό της ποιητικής γλώσσας, η τεράστια συνεισφορά του στην ανάπτυξη της δημοτικής και η γλωσσοπλαστική ικανότητά του, έβαλαν καθοριστικά τη σφραγίδα τους στην ποίηση των επερχόμενων γενεών, όπως του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, αλλά και του Βάρναλη και του Ρίτσου.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η ίδρυση του ΣΕΚΕ άνοιξαν ρήγμα στην αντίληψη της διανόησης για τον σοσιαλισμό

Ενα μικρό τμήμα των δημοτικιστών - μετά και τον αναπροσανατολισμό του Δημήτρη Ταγκόπουλου και του «Νουμά» από το 1919 προς τους νέους κοινωνικούς και σοσιαλιστικούς ορίζοντες και την υποταγή του δημοτικιστικού αγώνα του σε αυτούς - πλησίασαν γρήγορα την κομμουνιστική ιδεολογία, το ΣΕΚΕ και το εργατικό κίνημα, πολλοί περισσότεροι σε μια πορεία. Ανάμεσα στους πρώτους συμπεριλαμβάνονται ο Κώστας Παρορίτης, ο ποιητής Σπύρος Νικοκάβουρας, ο γλωσσολόγος Μένος Φιλήντας, οι ποιητές Ρήγας Γκόλφης και Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο κορυφαίος Κώστας Βάρναλης. Ανάμεσα σ' εκείνους που με σχετική καθυστέρηση προσέγγισαν το ΚΚΕ διακρίνεται η συμβολική μορφή του παιδαγωγού, διανοητή και κλασικού φιλόλογου Δημήτρη Γληνού (...).

Παρότι το νεαρό ΣΕΚΕ ταλανιζόταν από εσωκομματική διαπάλη, αντιμετωπίζοντας μάλιστα άγρια καταστολή από το αστικό κράτος επειδή αντιτάχθηκε στην ιμπεριαλιστική μικρασιατική εκστρατεία, η κομμουνιστική ιδεολογία άφησε έντονο αποτύπωμα στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1920, ιδιαίτερα μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.

Οι ευαίσθητες κεραίες των ποιητών της δεκαετίας δεν ήταν δύσκολο να συλλάβουν το νόημα της εποχής: Ενας κόσμος που γεννιέται κι ένας που πεθαίνει. Από τη μια, η νέα σοσιαλιστική κοινωνία που ερχόταν να πραγματοποιήσει τα πιο προωθημένα ιδανικά της ανθρωπότητας και, από την άλλη, ο καπιταλισμός που από καιρό είχε μπει στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, με τα συμπτώματα της παρακμής του στο απόγειο: Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και αστικοποίηση, με άθλιες συνθήκες ζωής για τα λαϊκά στρώματα, που επιδεινώθηκαν από τη μαζική εισροή των προσφύγων: Ανεργία, μισοαπασχόληση, εκμετάλλευση και φτώχεια που οδηγούσε μεγάλο ποσοστό τους στην εξαθλίωση και το περιθώριο, αρρώστιες που θέριζαν συχνά και τους ίδιους τους λογοτέχνες, κατάρρευση των εθνικιστικών αυταπατών και πολιτική κρίση (...).

Με αδύναμη ακόμη τη συνειδητή παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας, του ΚΚΕ, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν τον δρόμο που οδηγεί από τα σκοτάδια της σύγχρονής τους πραγματικότητας στο φως της άλλης, της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι ποιητές της γενιάς του '20 αντανακλούν στο έργο τους αυτήν την αντίφαση: Αμφισβήτηση, αποστροφή για τον ξένο, τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, αντίδραση με φυγή απ' αυτόν, αλλά και σύγκρουση με επαναστατικούς τόνους ή με έναν απελπισμένο αγώνα, όπως αυτός της κεντρικής φυσιογνωμίας της γενιάς, του Κώστα Καρυωτάκη. Η απέχθεια της γενιάς του '20 προς την παρηκμασμένη καπιταλιστική πραγματικότητα είναι η αιτία που οι εκπρόσωποι αστών λογοτεχνών της δεκαετίας του '30 - αναλαμβάνοντας να αναστηλώσουν τα καταρρακωμένα αστικά ιδεώδη - την πολέμησαν σκληρά ως παρακμιακή, μεμψίμοιρη και πεισιθάνατη, αποσιωπώντας, αν και μοντερνιστές, πως αυτή, η γενιά του '20, ήταν η πρώτη που εισήγαγε τον μοντερνισμό στην ελληνική ποίηση.

Την ίδια περίοδο άνθισε και η αντιπολεμική πεζογραφία με τρία έργα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας: Τη «Ζωή εν τάφω» (1924) του Μυριβήλη, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» το 1929 του Δούκα και το «Νο 31328» του Βενέζη το 1931.

Η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της Οκτωβριανής Επανάστασης εκδηλώθηκε και στην αστική λογοτεχνία της περιόδου: Στην κοινωνική τριλογία «Πλούσιοι και Φτωχοί», «Τίμιοι και Ατιμοι», «Τυχεροί και Ατυχοι» του σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης Γρηγόρη Ξενόπουλου και στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ με τίτλο «Ρουσία» του Νίκου Καζαντζάκη (...). Κάπως αργότερα στο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», του Μ. Καραγάτση, παρατηρούνται δείγματα συμπάθειας για το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, που σε επόμενες εκδόσεις αντιστρέφονται.

Η «προλεταριακή λογοτεχνία» και η επίδρασή της

Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κομμουνιστικής πεζογραφίας στη δεκαετία του ΄20 ήταν ο Πέτρος Πικρός - κομματικό στέλεχος κύρια από τη θέση του αρχισυντάκτη - αρχικά στον «Ριζοσπάστη» και στη συνέχεια διαδοχικά μέχρι το 1931 στα κομμουνιστικά λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα Επιθεώρηση» και «Πρωτοπόροι». Στο έργο του, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του, αποτυπώνονται οι αδυναμίες της νεοφώτιστης γενιάς των κομμουνιστών να επεξεργαστούν μια λογοτεχνία κατάλληλη να εκφράσει τα ιδανικά τους.

Για αρκετά ακόμη χρόνια η κομμουνιστική λογοτεχνία ταλαιπωρήθηκε από τα ανώριμα χαρακτηριστικά της αποκαλούμενης προλεταριακής τέχνης - μια αντανάκλαση ανάλογων αναζητήσεων στην ΕΣΣΔ - και τις διάφορες παραλλαγές της μέχρι το 1934, όταν στο συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων καθιερώθηκε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

Η στενή οριοθέτηση και σχηματικότητα, με την οποία παρουσιάστηκε και ερμηνεύτηκε στη συνέχεια ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στο όνομα της λαϊκότητας και της περιφρούρησης της νέας λογοτεχνίας από ξένες αστικές επιδράσεις, αλλά και η απώλεια από το 1935 του αντικαπιταλιστικού, ανατρεπτικού χαρακτήρα του, για να εξυπηρετηθεί η προβληματική στρατηγική περί σύμπηξης κομμουνιστικών και αστικών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων ενόψει του φασιστικού κινδύνου, εμπόδισαν για πολλά χρόνια την εκδήλωση της δυναμικής του. Παρ' όλα αυτά, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός άνοιξε τους ορίζοντες για μια βαθιά, υλιστική - διαλεκτική λογοτεχνική αντιμετώπιση της κοινωνικής - ιστορικής πραγματικότητας, με στόχο όχι απλά να την αποκαλύψει, αλλά επιδρώντας στη συνείδηση να την αλλάξει. Με άλλα λόγια, άνοιξε δρόμο για τη μετάβαση από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό και την επιφανειακή υποκατηγορία του, τον νατουραλισμό, στον ρεαλισμό που θα εκφράζει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Μέχρι τότε, ωστόσο, τόσο ο Π. Πικρός στη δεκαετία του ΄20 όσο και οι υπόλοιποι προλεταριακοί λογοτέχνες Γ. Καζαντζάκη, Θ. Κορνάρος, Ν. Κατηφόρης, Ε. Αλεξίου κ.ά. στη δεκαετία του '30, συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους - με αξιοθαύμαστο βέβαια τρόπο - στην αποκάλυψη και καταγγελία των πιο εξόφθαλμα νοσηρών ή δραματικών όψεων της καπιταλιστικής κοινωνίας (...) με την πεποίθηση ότι αυτό αρκούσε για να διεγερθούν αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά στον αναγνώστη. Μια θεώρηση που απηχούσε την τροτσκιστική θέση - που φαίνεται πως αρχικά υιοθετούσε και ο Λουνατσάρσκι - ότι σοσιαλιστική τέχνη θα υπάρχει μόνο στον κομμουνισμό, επομένως για τη λογοτεχνία στην περίοδο της καπιταλιστικής επικράτησης αρκεί η άρνηση της αστικής κοινωνίας (...).

Οι «Νέοι Πρωτοπόροι», το πιο προωθημένο πολιτικοϊδεολογικά περιοδικό της κομμουνιστικής διανόησης που εκδόθηκε στη θέση των «Πρωτοπόρων», δίχως πια τον Πικρό, παρενέβαιναν επίμονα με υποδείξεις για τη διόρθωση της τροπής που είχε πάρει η πεζογραφική δημιουργία των κομμουνιστών. Εως το 1934 επικέντρωνε στην ανάγκη να απομακρυνθούν οι λογοτέχνες από την αποσπασματική καταδίκη μεμονωμένων πλευρών της καπιταλιστικής κοινωνικής παθογένειας φανερώνοντας και τις αιτίες της, οδηγίες που δεν ξέφευγαν από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό των κορυφαίων μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα, στο επίπεδο των οποίων η ελληνική μυθιστοριογραφία δεν είχε ποτέ φτάσει.

Στο επίμαχο ερώτημα για το πώς η προλεταριακή λογοτεχνία θα μπορέσει να υπερβεί την προηγούμενή της αστική, το περιοδικό δεν είχε επίσημη τοποθέτηση. Από τη μέχρι τότε αρθρογραφία στους «Νέους Πρωτοπόρους», αλλά και στο προηγούμενό τους κομμουνιστικό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» με διευθυντή τον ικανότατο δημοσιογράφο και κριτικό Αιμίλιο Χουρμούζιο - που, μέσω του τροτσκισμού, προσχώρησε αργότερα στο αστικό στρατόπεδο - διαφαινόταν η κατεύθυνση για μια λογοτεχνία που θα εκφράζει τους πόθους, τα ιδανικά, την ιδεολογία, τελικά την ψυχολογία της εργατικής τάξης, βασισμένη στον ορισμό του Μπουχάριν ότι η τέχνη είναι η συστηματοποίηση των συναισθημάτων.

Μια λογοτεχνία όμως που αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση της συνείδησης στην εργατική τάξη με όρους ψυχολογίας και όχι με την επιστημονική προσέγγιση του διαλεκτικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των κοινωνικών σχέσεων, πολύ εύκολα ξεπέφτει στην αυθαιρεσία και τον ιδεαλισμό (...).

Από την αφετηρία της ότι η τέχνη πρέπει να εκφράζει την ταξική εργατική ψυχολογία, η προλεταριακή λογοτεχνία πολύ εύκολα κατέληξε να προβάλλει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την εργατική τάξη, διατυπώνοντας μάλιστα την κατεύθυνση πως ο λογοτεχνικός ήρωας πρέπει να είναι η μάζα της εργατικής τάξης και όχι το άτομο. Για ένα διάστημα επικράτησε μια ακραία εκδοχή του ουτοπικού αυτού φιλεργατισμού, πως μόνο οι εργάτες μπορούν να γράψουν προλεταριακή λογοτεχνία, γιατί καμιά άλλη κοινωνική κατηγορία δεν είναι ικανή να συλλάβει γνήσια τα βιώματά τους (...).

Σ' αυτές τις αντιλήψεις είναι ολοφάνερη η επίδραση της σοβιετικής Προλετκούλτ, μαζικής πολιτιστικής οργάνωσης με πρωταγωνιστή τον Μπογκντάνοφ, του οποίου η ιδεαλιστική φιλοσοφία είχε υποστεί την κριτική του Λένιν. Σύμφωνα με την τεχνοκρατική θεωρία του Μπογκντάνοφ, η εργατική τάξη αποκτά τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας κύρια μέσα από τη συμμετοχή της στη σύγχρονα οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή. Επομένως, κάθε βιομηχανικός εργάτης έχει συνείδηση των συμφερόντων και του ρόλου του στην κοινωνία, έξω από τις σχέσεις ιδιοκτησίας που τη διαφεντεύουν και επιδρούν καταλυτικά στη συνείδησή του, αν δεν μεσολαβήσει για την πολιτική και ιδεολογική του αφύπνιση ο συνειδητός φορέας της εργατικής τάξης, το ΚΚ.

Επιπλέον, σε δημοσιευμένο στη «Νέα Επιθεώρηση» το 1929 άρθρο του, ο Μπογκντάνοφ υποστηρίζει ότι «η λογοτεχνία δεν επιτρέπεται, όσο η πολιτική, να υπολογίζει σε σύμμαχο που έρχεται απ' έξω».

Κώστας Βάρναλης και Γιάννης Ρίτσος, οι μεγαλύτερες μορφές της κομμουνιστικής λογοτεχνίας

Ετσι εξηγείται η επιφύλαξη της κομμουνιστικής λογοτεχνικής κριτικής απέναντι στον μικροαστικής προέλευσης και θέσης Βάρναλη, παρότι από νωρίς είχε αναγνωρίσει τη μεγάλη λογοτεχνική αξία και επαναστατικότητα του έργου του. Το μέγεθος ωστόσο του Βάρναλη μόνο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λογοτέχνες του καιρού του μπορεί κανείς να το συλλάβει σε όλο το βάθος και την έκτασή του. Πολύ νωρίτερα, από το 1922, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το «Φως που καίει», ο Βάρναλης είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα για να ανασάνει η ποιητική γενιά του ΄20 από την ασφυκτικά καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Πολύ έγκαιρα ακόμη, είχε φωτίσει με το έργο του τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει η λογοτεχνική πρωτοπορία για να αισθητοποιήσει καλλιτεχνικά την κομμουνιστική ιδεολογία της.

Ομως οι κατευθύνσεις που χάραξε ο Βάρναλης, με το λογοτεχνικό κυρίως έργο του, ήταν δύσκολο να υιοθετηθούν μέσα σ΄ένα κλίμα όπου θεωρούνταν δεδομένο πως η μέθοδος μορφοποίησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας μπορεί να ερευνηθεί και να προσδιοριστεί μόνο από τη χώρα που οικοδομεί τον σοσιαλισμό. Ετσι από την αρχή, του είχε ασκηθεί άδικη κριτική πως ήταν γκρεμιστής της παλιάς ζωής και όχι οικοδόμος της νέας (...).

Ομως ο Βάρναλης είχε σκέψη διαλεκτική. Με την ανελέητη σάτιρά του, αναδείκνυε τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της (...), αποκάλυπτε ότι η καπιταλιστική πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και χτυπούσε δυνατά την καμπάνα πως μόνο με την ταξική πάλη μπορούν αυτές οι αντιφάσεις να επιλυθούν σε όφελος των καταπιεσμένων. Η ποίησή του αποκλείει κάθε περιθώριο να σκεφτεί κανείς άλλη διέξοδο πέρα από την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού κόσμου και την οικοδόμηση ενός νέου, σοσιαλιστικού.

Στην πραγματικότητα, αυτό που του καταλογιζόταν ήταν η σπανιότητα θετικών ηρώων και η κριτική του στην ιδεολογική - πολιτική καθυστέρηση της εργατικής τάξης, παραβιάζοντας απαιτήσεις απαράβατες της προλεταριακής τέχνης και αργότερα του μηχανιστικά τοποθετημένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Μια κριτική που βέβαια τον βοήθησε να γράψει το 1930, τον αριστουργηματικό «Οδηγητή» και να τον προσθέσει στο «Φως που Καίει» σε νεότερη έκδοσή του. Ομως, ακόμη και χωρίς θετικούς ήρωες, το έργο του Βάρναλη αποπνέει την ιστορική επαναστατική αισιοδοξία, αβίαστα και χωρίς κηρύγματα. Είναι έργο σοσιαλιστικά ρεαλιστικό έξω από καλούπια και στρεβλώσεις, πριν ακόμη διατυπωθεί ο όρος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βάρναλης υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε ότι ο ιστορισμός στην ποίηση του Καβάφη αποτελούσε μέσον για κριτική στη σύγχρονή του πραγματικότητα και τον αξιοποίησε στο έργο του.

Εκείνος που εντόπισε γρήγορα τη σημασία του Βάρναλη ως τροχιοδείκτη για τη στρατευμένη στα κομμουνιστικά ιδανικά λογοτεχνία και πάτησε στα φτερά του για να πετάξει ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Από την πρώτη του συλλογή «Τρακτέρ» που κυκλοφόρησε το 1934 - χρονιά και ένταξής του στο ΚΚΕ - με ποιήματα γραμμένα από το 1930, ανάμεσα στις επιρροές άλλων σπουδαίων ποιητών - σαν τον Μαγιακόφσκι και τον Καρυωτάκη - διακρίνεται η καυστική σάτιρα του Βάρναλη για την αστική κοινωνία και το ρόλο της αστικής τέχνης. Η επίδραση του Βάρναλη αποτυπώνεται και στη δεύτερη συλλογή του Ρίτσου «Πυραμίδες» (1935) ειδικά στα επαναστατικά στοιχεία των αντιπολεμικών ποιημάτων του «Γράμματα από και για το μέτωπο», προδρομικά για τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο», στον οποίο η κληρονομιά του Βάρναλη δημιούργησε.

Αυτό υπήρξε και το τελευταίο ομοιοκατάληκτο ποίημα του Ρίτσου, που έχοντας εμβαθύνει στην ουσία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από την αρχή δεν δίστασε να οικειοποιηθεί τις μορφοπλαστικές κατακτήσεις οποιουδήποτε λογοτεχνικού ρεύματος, απογυμνωμένου από το ιδεαλιστικό ιδεολογικό - φιλοσοφικό του υπόβαθρο. Στις τρεις επόμενες συνθέσεις του «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία» και «Εμβατήριο του Ωκεανού» - γραμμένες στις συνθήκες της αγριότερης έως τότε καταδίωξης του ΚΚΕ από τη δικτατορία Μεταξά και με τη λογοκρισία να μεσουρανεί - υιοθέτησε τη μοντερνιστική γραφή, που πλευρές της ανιχνεύονται και σε προηγούμενα έργα του. Οι συνθέσεις αυτές, αν και στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, περιέχουν σαφείς νύξεις, ορισμένες φορές ιδιαίτερα τολμηρές, ενάντια στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και τον φασισμό ως συνειδητό αποκύημα της αστικής κυριαρχίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα συμφέροντά της.

Η αποτελεσματικότητα της ιδεολογικής παρέμβασης του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο

Παρά τις κατηγορίες που έχει δεχτεί η κομμουνιστική πρωτοπορία ότι στην αισθητική της υπήρξε συντηρητική, ανάμεσα στους πρώτους που υποδέχτηκαν στο έργο τους πρωτοποριακές και μοντερνιστικές τεχνοτροπίες ήταν κομμουνιστές και φιλοκομμουνιστές. Εκτός από τον Γιάννη Ρίτσο, συγκαταλέγονται σε αυτούς ο Νικήτας Ράντος, η Μέλπω Αξιώτη, μέλος του Κόμματος από το 1936, που θεωρείται εισηγήτρια τεχνοτροπιών του υπερρεαλισμού στην πεζογραφία, ο Γιάννης Σκαρίμπας με την εντελώς ιδιότυπη γραφή του που θυμίζει την υπερρεαλιστική χωρίς να εντάσσεται σε αυτή, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το ΚΚΕ είχε μια ιδιαίτερα αποτελεσματική ιδεολογική παρέμβαση στον Μεσοπόλεμο μέσω σειράς περιοδικών για τη λογοτεχνία και τις κοινωνικές επιστήμες («Νέοι Βωμοί», «Λογοτεχνική Επιθεώρηση», «Νέα Επιθεώρηση», «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι»). Σημαντικότατη ήταν και η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στους φοιτητές. Η αστική διανόηση υποχρεώθηκε να οργανώσει την αντεπίθεσή της (...).

Η προσπάθεια της αστικής διανόησης να απαντήσει οργανωμένα στην επίδραση των κομμουνιστικών ιδεών

Σε ανταπάντηση των «Νέων Πρωτοπόρων», το 1933 εκδόθηκε το αντικομμουνιστικό περιοδικό «Ιδέα», με στόχο να καταπολεμήσει την κομμουνιστική ιδεολογία, αναζωογονώντας τις αρχές του ιδεαλισμού και του αστισμού. Τη συντακτική επιτροπή αποτελούσαν ο Σπύρος Μελάς, φανατικός τότε οπαδός του Βενιζέλου που στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους ναζί κατακτητές, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς και ο Γιάννης Οικονομίδης με σπουδές στη φιλοσοφία, ενώ βασικοί συνεργάτες ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς και ο κριτικός λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας, το περιοδικό επιδίωξε να επιβάλει λογοτέχνες, έργα και αισθητικούς κανόνες που να υπηρετούν τους στόχους του, ενώ υιοθέτησε τον δημοτικισμό ως προϋπόθεση για την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού, με σκοπό την αντίσταση στον κομμουνισμό, όπως λίγο αργότερα ο Μεταξάς (...). Στον Γληνό στο πεδίο της ιδεολογίας και στον Βάρναλη σ' αυτό της λογοτεχνίας προσωποποιήθηκαν τα πυρά του περιοδικού ενάντια στο ΚΚΕ (...).

Η σκυτάλη της αστικής αντεπίθεσης μεταβιβάστηκε στη συνέχεια στο επόμενο αστικό περιοδικό «Νέα Γράμματα» (1935 - 1940) επικεντρωμένο στη λογοτεχνία, που επιδεικνύει πιο σύγχρονο πνεύμα και χαμηλότερους αντικομμουνιστικούς τόνους. Αυτό, άλλωστε, ήταν λογικό, γιατί ο αντίπαλος είχε βγει από τη σκηνή. Οι ασφυκτικοί περιορισμοί και οι διώξεις που αντιμετώπιζε η κομμουνιστική διανόηση όλα τα προηγούμενα χρόνια από το βενιζελικό Ιδιώνυμο, με τη δικτατορία Μεταξά κορυφώθηκαν. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των «Νέων Πρωτοπόρων», ενώ σχεδόν σύσσωμη η τελευταία τους συντακτική επιτροπή βρέθηκε στις εξορίες: Ο Δημήτρης Γληνός στην Ανάφη και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία, ο Γιάννης Ζεύγος στην Ακροναυπλία, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και η Φούλα Χατζηδάκη στην Κίμωλο. Ο μόνος που δεν είχε συλληφθεί ήταν ο Νίκος Καρβούνης, ο οποίος στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας καθοδηγούσε την παράνομη φοιτητική - επιστημονική κομμουνιστική οργάνωση Αλήθεια. Επίσης στη Σίκινο εξορίστηκε και ο δημοσιογράφος και κριτικός Γιώργης Λαμπρινός, υπεύθυνος των «Πρωτοπόρων» που επανεκδόθηκαν για μικρό διάστημα στην Κατοχή, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος - που τα προηγούμενα χρόνια είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική αντιπαράθεση στους τομείς της Ιστορίας και της λογοτεχνικής κριτικής στη «Νέα Επιθεώρηση», στους «Νέους Πρωτοπόρους» και άλλα ευρύτερα προοδευτικά λογοτεχνικά περιοδικά - είχε συλληφθεί και φυλακιστεί.

Διευθυντής στα «Νέα Γράμματα» ήταν τα περισσότερα χρόνια ο γνωστός από το περιοδικό «Ιδέα» Αντρέας Καραντώνης, ενώ σ' αυτό συσπειρώθηκαν όλοι οι επώνυμοι λογοτέχνες της αντιεπιστημονικά αποκαλούμενης γενιάς του '30, καθώς δεν είχαν ιδεολογική ομοιογένεια. Ανάμεσά τους βασικότεροι ήταν οι Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Αντρέας Εμπειρίκος στην ποίηση και οι Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης, Στρατής Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης στην πεζογραφία. Ο τελευταίος μάλιστα το 1944 έγινε μέλος του ΚΚΕ, έχοντας όμως από εκείνα τα χρόνια δώσει στο έργο του δείγματα αμφισβήτησης μέχρι άρνησης της τάξης του, που είχαν εντοπιστεί από τους «Νέους Πρωτοπόρους», αλλά και από τον δαιμόνιο Καραντώνη.

Ο κεντρικός προσανατολισμός του περιοδικού συνοψιζόταν στην ανάδειξη της ελληνικότητας και συγκεκριμένα της εθνικής διάστασης στη λογοτεχνία μέσα από τη δημοτική γλώσσα και την προβολή της ελληνικής ιδιοτυπίας, έναντι της ταξικής διάστασης που εξέφραζε η κομμουνιστική λογοτεχνία. Ειδικά για την πεζογραφία, είχε προστεθεί και ο παράγοντας της προβολής των υποτιθέμενων αρετών της αστικής τάξης (...). Η πρόταξη της ελληνικότητας με θέματα από την Ιστορία, τον πολιτισμό, τη λαϊκή παράδοση, το λαό και τη φύση της Ελλάδας συγχωνεύονταν με ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα συγχρονισμού με τη Δύση. Η αισιοδοξία, η κατάφαση στην καπιταλιστική πραγματικότητα, αποτελούσε κεντρική απαίτηση. Με άλλα λόγια, το περιοδικό «Νέα Γράμματα» έθεσε κανόνες και προδιαγραφές για έναν αστικό ρεαλισμό στην πεζογραφία, απονευρωμένο από το πιο βασικό χαρακτηριστικό του - την κριτική στάση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα - στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τους βασικούς συνεργάτες του περιοδικού - αν και δεν αμφισβητούσαν την αστική κυριαρχία - σαν άξιοι λογοτέχνες που ήταν, σχεδόν κανείς δεν αντιμετώπισε αβασάνιστα, άκριτα και αισιόδοξα την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.

Από το βήμα αυτού του περιοδικού - σε πείσμα της αντιπάθειας που έτρεφε ο Καραντώνης στα ξενόφερτα ρεύματα - προβλήθηκε το ποιοτικό άλμα, που συντελέστηκε την περίοδο εκείνη στην νεοελληνική ποίηση προς έναν αφομοιωμένο μοντερνισμό, καθώς και η αποφασιστική μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα, αλλαγές που απηχούσαν μια συγχρονισμένη με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ο Γιάννης Ρίτσος προχώρησε σε μια περιπαιχτική κίνηση, υποδηλωτική ότι οι κομμουνιστές δεν υστερούν στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης, με το να στείλει τρία ποιήματά του στο περιοδικό κάτω από το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου και να αποσπάσει διθυραμβικούς επαίνους από τον Καραντώνη, ο οποίος στο πρόσωπο του Ρίτσου συγκέντρωνε εκείνη την περίοδο όλο το μένος του για την κομμουνιστική ιδεολογία.

Στο κλείσιμο της ομιλίας της, η Ελ. Μηλιαρονικολάκη σημείωσε ότι είναι χρέος η δημιουργία προϋποθέσεων, για να δυναμώσει η κομμουνιστική παρέμβαση στη λογοτεχνία. Σε αυτήν τη φροντίδα ήταν αφιερωμένο και τούτο το Συνέδριο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ