Πέμπτη 20 Μάη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Βαθύ ζήτημα η δουλειά μας στο χώρο που μορφώνεται η νέα γενιά

Και τα 3 κείμενα των Θέσεων του 21ου Συνεδρίου μας - με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη - χρειάζεται να είναι, μαζί με την Απόφαση, μόνιμος άξονας μελέτης της καθημερινής δράσης μας. Πολύ σωστά το 1ο κείμενο βάζει άξονες που από την πείρα μας βοηθούν να κατακτούμε συνεχώς την ικανότητα όλοι μας να αντιλαμβανόμαστε και να βοηθάμε στην ιδεολογική, μορφωτική δουλειά από όλους τους κρίκους της οργάνωσης και αυτό δεν είναι θέμα «ειδικών».

Είναι συλλογική ευθύνη και πρέπει στην πράξη να κατακτηθεί. Φυσικά θέλει ιδιαίτερη έγνοια από όλους, με ιδιαίτερο «νοιάξιμο» από τα μεσαία Οργανα, όπως Τομεακές Επιτροπές και Επιτροπές Περιοχής, βασικούς κρίκους της οργάνωσής μας. Παράλληλα θεωρώ ότι ακριβώς επειδή η κοσμοθεωρία μας εμπνέει αισιοδοξία από μόνη της, χρειάζεται και εμείς καθημερινά να προσπαθούμε να εμπνεύσουμε, να αφυπνίσουμε συνειδήσεις. Αυτό είναι μια επίπονη διαδικασία, πολύ δύσκολη, με βασικό εχθρό, κατά την γνώμη μου, την καθημερινή κομματική ρουτίνα, την πολυχρέωση, σε συνδυασμό ότι όλοι μας δεν ζούμε σε μια γυάλα, βαλλόμαστε και εμείς από τα καθημερινά εμπόδια που μας βάζουν. Πολύ σημαντικό το να κατακτήσουμε ο καθένας μας το «μεράκι». Να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε άμεσα τις μάζες. Να εξαλείφουμε σημαντικές αδυναμίες από τη μονομέρεια στη δουλειά, να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι αποζητώντας τη συντροφική κριτική, όχι με την κλασική αγωνία μόνο για το αποτέλεσμα των δεικτών δουλειάς, αλλά με την αγωνία για το πώς συμβάλαμε όπως ακριβώς μπαίνει στη θέση 13 στο 1ο κείμενο: «Δεν είναι απλώς θέμα στιλ δουλειάς (...) ο μη συμβιβασμός με τις δυσκολίες και τις υποκειμενικές αδυναμίες, η διαρκής προσπάθεια αξιοποίησης όλων των δυνατοτήτων, η δημιουργική υλοποίηση των κατευθύνσεων, η διαρκής ανησυχία κι επαγρύπνηση, η ανάπτυξη της αυτοκριτικής αξιολόγησης της δουλειάς».

Πόσες φορές πρακτικά προχωρήσαμε την καθοδηγητική μας δουλειά ένα cm πιο ψηλά, όταν μετά από π.χ. μια σύσκεψη γονέων, ανταλλάξαμε απόψεις με «δημιουργική αγωνία» για το πού δυσκολευτήκαμε, πόσο καλύτερα μπορούσαμε να εκλαϊκεύσουμε, να συνδέσουμε τα εκπαιδευτικά ζητήματα με το χώρο εργασίας έτσι ώστε πιο ολοκληρωμένα να βάλουμε επόμενο στόχο και με δημιουργικό έλεγχο να το προχωρήσουμε κ.ά. `Η απλά επαναπαυτήκαμε ότι «πήγε καλά».

Το να μπορείς να κατακτάς βήματα στην προσωπική και οργανωτική σου ζωή, με αυταπάρνηση, χωρίς ίχνος εγωισμού και έπαρσης να μπορείς να αναζητάς πάντα τη βοήθεια, την κριτική, για να προσεγγίσεις καλύτερα τη χρέωση που έχεις, να μπορείς θαρρετά να συμβάλλεις στη συλλογική επεξεργασία, να φωτίσεις πλευρές από την προσωπική εμπειρία σου, χωρίς απολυτότητες, είναι ζητήματα προς κατάκτηση που πραγματικά οι Θέσεις συμβάλλουν καθοριστικά.

Χρειάζεται «έγνοια» στο κατά πόσο θα μπορούμε όλοι μας να γινόμαστε πιο ικανοί να γειώνουμε τη θέση μας, την πολιτική μας πρόταση με το ακροατήριο, το αντίστοιχο κοινωνικό κομμάτι που απευθυνόμαστε. Είναι μεγάλο θέμα προς κατάκτηση να μπορείς να προσαρμόσεις τις θέσεις του Κόμματός μας ανάλογα με αυτόν που έχουμε απέναντι.

Πολύ σωστά μπαίνει στο 3ο κείμενο στη θέση 29: «...Στη φάση που βρισκόμαστε είναι ανάγκη να περάσει ως καθοδηγητικός προσανατολισμός ότι για τη διαμόρφωση των διεκδικητικών πλαισίων (...) τα προβλήματα των εργαζομένων δεν καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο από το επίπεδο του μισθού, αλλά και από τη γενικότερη πολιτική, για την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία, την Παιδεία κ.ο.κ. (...)».

Η δράση μας στα σωματεία βάσει των παραπάνω είναι καθοριστική. Εξίσου όμως καθοριστικό φάνηκε να είναι η συμμετοχή μας στο χώρο που ζουν και μορφώνονται τα παιδιά της εργατικής τάξης, πώς εμείς συμβάλλουμε καθημερινά στο να διαφωτίσουμε π.χ. πατέρα συμμαθητή γιου μας ή ακόμα περισσότερο το δάσκαλο. Η δράση μας για τα ζητήματα της Παιδείας στους συλλόγους γονέων δεν είναι για «κάποιους», δεν είναι «ωχ, άλλη μια χρέωση». Είναι για όλους τους γονείς συντρόφους με καθήκον τους να γνωρίζουν καλά το χώρο που ζει και μορφώνεται το παιδί τους, όπως ακριβώς θέλουν να γνωρίζουν την παρέα του παιδιού τους. Και αυτό ακριβώς φάνηκε όλο το προηγούμενο διάστημα με τα ζητήματα Υγείας και Παιδείας στα σχολεία, όπου όταν ως κομμουνιστές «δεν αφήσαμε τίποτα να πέσει κάτω», αφουγκραστήκαμε έγκαιρα τα ζητήματα, συνδυάσαμε τη δουλειά μέσα από τους συλλόγους γονέων, τις Ενώσεις σε κάθε δήμο, τις Ομοσπονδίες σε όλη τη χώρα, μαζί με τους συλλόγους εκπαιδευτικών και τους μαθητές, καταξιωθήκαμε ως κομμουνιστές στο χώρο μας. Αναδείξαμε ζητήματα (γενικότερα της σχολικής στέγης και της 2χρονης Προσχολικής Αγωγής, των σεισμόπληκτων σχολείων), παράλληλα κερδίσαμε αιτήματα, π.χ. να μην κλείσει το Παίδων Καλλιθέας, να μη γίνουν συγχωνεύσεις σε σχολικές μονάδες, σταματήσαμε χτίσιμο σχολείου με ΣΔΙΤ, εξασφαλίσαμε προσωπικό καθαριότητας σε σχολεία πολλών δήμων της Αττικής. Οι αγωνιστικές διεκδικήσεις που προβάλαμε, π.χ. για δωρεάν tablet και internet, ήταν το 1ο αίτημα που ακόμα τα ΜΜΕ δεν μπορούσαν να μην το προβάλουν, αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήσαμε και μέσω των συλλογικών οργάνων των γονέων με ταχύτατα αντανακλαστικά. Η τελευταία χρονιά βοήθησε να βγάλουμε συμπεράσματα ότι για τις εδαφικές ΚΟΒ η σχολική μονάδα δεν είναι ένας τυπικός χώρος δράσης, ιεραρχώντας μόνο τη βοήθεια σε κάθε αντίστοιχη μαθητική ΟΒ. Πολλά σχολεία είναι σαν μικρά χωριά, με 300 μαθητές, ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς και 8μηνο προσωπικό καθαριότητας. Η ευθύνη της εδαφικής ΚΟΒ είναι η πάλη μας για να συσπειρώσουμε τους εργαζόμενους και σε αυτούς τους χώρους, σε συνδυασμό με την καθοδήγηση της μαθητικής ΟΒ, τη συνεργασία με τις οργανώσεις των εκπαιδευτικών, των αντίστοιχων ΟΤΑ, αλλά και συγκεκριμένων κλαδικών ΚΟΒ για τους χώρους των ΕΠΑΛ. Αυτό συμβάλλει στην άνοδο της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ στο χώρο της κάθε σχολικής μονάδας.

Παράλληλα σύλλογοι γονέων πρωτοστάτησαν στον αγώνα για να φύγουν τα «καζάνια του θανάτου» στο Πέραμα ή μπήκαν μπροστά σε κινητοποιήσεις για κλείσιμο του ΧΥΤΑ Φυλής, ενάντια στην καύση απορριμμάτων από την «ΤΙΤΑΝ» στην Ευκαρπία κ.ά.

Η δουλειά μας στο χώρο που μορφώνεται η νέα γενιά είναι βαθύ ζήτημα, κατακτιέται τόσο από την πείρα στη δράση και της ΚΝΕ, της πολύ θετικής μας δουλειάς στις μικρότερες ηλικίες, αλλά παράλληλα με το «παίδεμα» πάνω σε αυτά τα ζητήματα που χρειάζεται να το δούμε συλλογικά και όχι ξεκομμένα από τα υπόλοιπα καθήκοντά μας. Αυτές είναι πλευρές που πρέπει να «σκύψουμε» και να δουλέψουμε με μεράκι γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί.

Στο σχολείο σήμερα, το παιδί, ο έφηβος περνά περισσότερο «καθαρό» χρόνο της μέρας από ό,τι με τους γονείς του. Οφείλουμε εμείς ως κομμουνιστές να μη «χαρίσουμε» στο αστικό πολιτικό σύστημα «ούτε λεπτό» στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας - ακόμα περισσότερο για την ισχυροποίηση της ΚΝΕ. Η συμβολή όλων μας λοιπόν και στους χώρους Εκπαίδευσης είναι καθοριστική.


Στέλλα Βαλαβάνη
ΚΟΒ Ταύρου Αττικής του ΚΚΕ. Πρόεδρος του ΔΣ της Ομοσπονδίας Γονέων & Κηδεμόνων Περιφέρειας Αττικής

Περί κοινωνικού φύλου

Η συζήτηση που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια και περιστρέφεται γύρω από τις αστικές θεωρίες περί κοινωνικού φύλου αναδεικνύει την αναγκαιότητα βαθύτερης μελέτης της μαρξιστικής φιλοσοφίας, ως απαραίτητο όρο για την ορθή (από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης) προσέγγιση ζητημάτων που έρχονται στο προσκήνιο και αξιοποιούνται από την άρχουσα τάξη, για τον αποπροσανατολισμό και την ενσωμάτωση συνειδήσεων αλλά και την καλύτερη προσαρμογή του καπιταλιστικού εποικοδομήματος στις νέες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής οικονομικής βάσης.

Αρχικά, το ζήτημα του φύλου θέτει στο προσκήνιο τη διαλεκτική ενότητα βιολογικού και κοινωνικού, καθώς ο άνθρωπος εξ υπαρχής εντοπίζεται εντός αυτής της ενότητας. Σημαντικό στοιχείο αυτής της σχέσης αποτελεί το γεγονός πως στην αλληλεπίδραση με την περιβάλλουσα φύση η προσαρμογή του περιβάλλοντος υπερτερεί της προσαρμογής του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος περισσότερο προσαρμόζει τη φύση, παρά προσαρμόζεται σε αυτήν. Η πορεία της ανθρωπότητας περνά μέσα από μια διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο, ανάμεσα στο ένστικτο και τη συνείδηση. Με όρους διαλεκτικής, η φύση ως θέση βρίσκει στη συνείδηση την άρνησή της. Η συνείδηση όμως δεν είναι ποτέ καθαρά ατομική. Η κάθε φορά επίλυση της σύγκρουσης αίρει τον άνθρωπο - ως βιολογικό ον - σε ένα ανώτερο επίπεδο, στο οποίο η νέα συνείδηση γίνεται όλο και περισσότερο κοινωνική, όπως ακριβώς και η παραγωγή των υλικών όρων της ύπαρξης. Με αυτό θέλω να τονίσω την άποψη της διαρκούς ισχυροποίησης του κοινωνικού, έναντι του βιολογικού παράγοντα και της άρσης του σε ένα ανώτερο στάδιο στη σχέση του με το βιολογικό. Οσο προχωρά η κοινωνική εξέλιξη, τόσο περισσότερο κυριαρχεί το συνειδητό/κοινωνικό έναντι του ενστικτώδους/βιολογικού.

Η ανθρώπινη συνείδηση κυριαρχεί όλο και περισσότερο πάνω στη φύση και τα βιολογικά ένστικτα, με κορυφαίο παράδειγμα εκδήλωσης αυτής της κυριαρχίας την κομμουνιστική συνείδηση που ιστορικά εκμηδενίζει ακόμα και το έσχατο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, με την ενσυνείδητη αυτοθυσία χιλιάδων κομμουνιστών που έθεσαν την υπόθεση της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την εκμετάλλευση πάνω από την ατομική τους βιολογική ύπαρξη.

Κατ' αντιστοιχία με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, το φύλο, ως όλον με έμφυτα/γενετικά και επίκτητα/κοινωνικά χαρακτηριστικά, μπορεί να μελετηθεί μόνο στη διαλεκτική ενότητα αυτών των χαρακτηριστικών και όχι σε κάποια μεταφυσική απολυτοποίηση επιμέρους πλευρών. Δεν μπορούμε να αρνούμαστε την ύπαρξη του κοινωνικού χαρακτήρα του φύλου (και του σεξουαλικού προσανατολισμού), αλλά ούτε και την προτεραιότητα του κοινωνικού χαρακτήρα έναντι του βιολογικού. Χρειάζεται προσοχή στον τρόπο που τοποθετούμαστε απέναντι σε αυτήν τη σχέση, καθώς μια υπερτόνιση του βιολογικού παράγοντα θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της επίκλησης στην «ανθρώπινη φύση» με όλα τα αντιδραστικά επιχειρήματα που την ακολουθούν.

Ολα τα παραπάνω, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν αθωώνουν τις αστικές θεωρίες στις οποίες ο όρος κοινωνικό φύλο (gender) δεν διαφοροποιείται απλά από το βιολογικό φύλο (sex) αλλά αποκόπτεται πλήρως από αυτό. Η υποτίμηση του βιολογικού φύλου ορθώς εκτιμάται από το Κόμμα ως προσπάθεια αλλοίωσης της αντικειμενικής πραγματικότητας και νομιμοποίησης του υποκειμενισμού. Ωστόσο η ορθή προσέγγιση του Κόμματος πάνω στο ζήτημα πολλές φορές παρανοείται και διαστρεβλώνεται από το γεγονός ότι ως επίκεντρο της επιχειρηματολογίας μας κατανοείται η υπεράσπιση του βιολογικού έναντι του κοινωνικού, η οποία καταλήγει αναπόφευκτα σε υπεράσπιση του ενστίκτου έναντι της συνείδησης. Εντούτοις, το κύριο πρόβλημα αυτών των θεωριών δεν βρίσκεται στην υπεράσπιση του κοινωνικού έναντι του βιολογικού, αλλά στην υπεράσπιση ενός κοινωνικού που αλλοιώνει την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα, διαμορφώνει αλλότριες συνειδήσεις, αποξενωμένες από τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας. Οι θεωρίες του κοινωνικού φύλου δεν είναι εσφαλμένες επειδή υπερασπίζονται τη συνείδηση έναντι του ενστίκτου, αλλά γιατί απολυτοποιούν την κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση της αστικής κοινωνίας που προτάσσει καθετί ατομικό και ξορκίζει καθετί συλλογικό, που θέτει στο επίκεντρο και θεοποιεί την ατομική ιδιοκτησία. Για τη σύναψη συμβολαίων, λέει ο Ενγκελς, χρειάζονται άνθρωποι που να μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τα άτομά τους, τις πράξεις τους και την ιδιοκτησία τους. Αυτή είναι η βασική ανάγκη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πάνω στην οποία διαμορφώνονται οι αστικές θεωρίες για το φύλο.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη «φύση» του ούτε να αποκόπτεται μεταφυσικά από αυτήν. Η έμφυλη ταυτότητα του ατόμου (όπως και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, αλλά και άλλα ατομικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως το γούστο) είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής ενότητας βιολογικού και κοινωνικού παράγοντα. Πρόκειται για μια ενότητα η οποία διαρρηγνύεται εξαιτίας των αντιφάσεων της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Η διάκριση ανάμεσα σε βιολογικό και κοινωνικό φύλο είναι αποτέλεσμα αυτών των αντιφάσεων και θα επιλυθεί μονάχα όταν «πάψει η ξεχωριστή οικογένεια να είναι οικονομική μονάδα της κοινωνίας». Ωστόσο, είναι λάθος, κατά τη γνώμη μου, να αρνούμαστε την ύπαρξη του κοινωνικού φύλου, ιδωμένου όχι ως θεωρίας αλλά ως κοινωνικού φαινομένου. Το αστικό εποικοδόμημα αξιοποιεί τα προβλήματα έμφυλης ταυτότητας που ανακύπτουν αντικειμενικά ως αποτέλεσμα των εκμεταλλευτικών σχέσεων αλλά δεν τα δημιουργεί σκόπιμα.

Το κοινωνικό φύλο υπάρχει ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ως ρήξη της ενότητας βιολογικού και κοινωνικού παράγοντα και υπάρχει πραγματικά ως στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων όπως ακριβώς η ανταλλακτική αξία υπάρχει μέσα στο εμπόρευμα ως στοιχείο των παραγωγικών σχέσεων. Το κοινωνικό φύλο υπάρχει ως αλλοτριωμένη συνείδηση και αποξένωση του ατόμου όχι μόνο από τον παραγόμενο πλούτο αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό, σε ακραίες περιπτώσεις από την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα. Ως Κόμμα οφείλουμε να στεκόμαστε με σεβασμό απέναντι στην εσωτερική ανάγκη του ατόμου για αυτοπροσδιορισμό, άσχετα από το πώς ερμηνεύεται κοινωνικά αυτή η ανάγκη, ακόμα περισσότερο απέναντι στην ανάγκη των ατόμων που αντιμετωπίζουν έμφυλες διακρίσεις να κινητοποιηθούν και να αγωνιστούν με επίκεντρο τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Γι' αυτόν το λόγο το Κόμμα θα πρέπει να εκφράζει καθημερινά και έμπρακτα την αλληλεγγύη του απέναντι σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, να πρωτοστατεί στην πάλη για την επίλυσή τους, με αιτήματα που ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες και αναδεικνύουν τη σοσιαλιστική - κομμουνιστική προοπτική ως μόνη τελική διέξοδο. Μονάχα ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός μπορεί να απαλλάξει τον άνθρωπο από κάθε ίχνος σεξισμού και εν γένει ρατσιστικής διάκρισης, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα την ανθρωπότητα από κάθε είδους ανισότητα και εκμετάλλευση.


Κώστας Πιννίκας
Μέλος της ΚΟΒ Παιδείας Ρόδου του ΚΚΕ

Επιτακτική η ανάγκη συντριβής των ιδεολογημάτων και πρακτικών του αστικού «δικαιωματισμού»

Είναι απαραίτητη η παρέμβαση στον τρόπο ζωής, στον πολιτισμό, στη δραστηριότητα και στις σχέσεις της νεολαίας για τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης. Ωστόσο, «η κοινωνική συνείδηση διαμορφώνεται και από ζητήματα που θέτει το αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ο ατομικός δικαιωματισμός, οι ανορθολογικές θεωρίες περί "κοινωνικού φύλου" κ.λπ.» (Θέση 39). Επομένως, είναι αναγκαίο «να κατακτηθούν η γνώση και η ικανότητα αντιπαράθεσης με σύγχρονες αστικές θεωρίες» το κεντρικό και πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό των οποίων «είναι ότι σύνθετα κοινωνικά ζητήματα, όπως η βία κατά των γυναικών, η "ταυτότητα φύλου", ο ρατσισμός κ.ά., παρουσιάζονται με όρους ατομικών δικαιωμάτων» (θ. 46).

Οφείλουμε λοιπόν να διερευνήσουμε: 1. Την κοινωνικοοικονομική βάση που ευνοεί την εμφάνιση και απήχηση αυτών των ιδεολογημάτων, 2. Τον αντιεπιστημονικό - ανορθολογικό τους χαρακτήρα, 3. Τα συστηματικά εγχειρήματα θεσμικής επιβολής τους, 4. Τη στρατηγική σημασία που έχουν για το καθεστώς και 5. Την αναγκαιότητα τεκμηριωμένης συστηματικής καταπολέμησής τους.

Η απήχηση τέτοιων ιδεολογημάτων συνδέεται με την εμφάνιση και διεύρυνση νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, χαρακτηριστικό των οποίων - σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή χειρωνακτική - εκτελεστική εργασία - είναι η αύξουσα ανάπτυξη διανοητικών - δημιουργικών ικανοτήτων. Αυτές οι στρατιές της εργατικής τάξης ακόμα στερούνται συλλογικών δεξιοτήτων και συνείδησης της κοινωνικής - ταξικής αποστολής τους, ενώ οι δυνάμεις του κεφαλαίου πασχίζουν να τις καθηλώσουν στην κατάσταση «τάξης εν εαυτή», να τις αποτρέψουν από τη συγκρότηση σε «τάξη δι' εαυτήν» (Κ. Μαρξ), σε υποκείμενο του επαναστατικού μετασχηματισμού.

Ο κάθε άνθρωπος προβάλλει βασικά ως φορέας εργασιακής ικανότητας, ως φορέας του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», δηλ. ως φορέας εμπορεύσιμων «προσόντων». Οσο εντείνονται η αποδόμηση της προσωπικότητας και της κοινωνικότητας μέσω της αλλοτρίωσης, του καταναλωτισμού και της «κουλτούρας του ναρκισσισμού», το κεφάλαιο, τα θεσμικά και εξωθεσμικά όργανά του σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο προβάλλουν παρελκυστικά και προτάσσουν επίπλαστες ανάγκες και επιθυμίες, πρότυπα που συνδέονται με ρευστές μονήρεις ταυτότητες βάσει των οποίων προάγονται ποικίλα ατομικά «δικαιώματα», πάντα σε αντιδιαστολή με τα συλλογικά - ταξικά.

Οι καταναλωτικές προτιμήσεις, ως συνδηλωτικά στοιχεία ύφους ζωής (life style) και γούστου, αφήνουν το στίγμα τους στον τρόπο προβολής του εαυτού ως εμπορεύσιμου «προσοντούχου», ενώ η απολυτοποίηση της σπουδής για ακραίο αυτοπροσδιορισμό του ατομικού υποκειμένου μέσω ανερμάτιστης αναζήτησης «ταυτοτήτων φύλου» και προτιμήσεων καταλήγει μια βασανιστική διαδικασία χωρίς τέλος και χωρίς υποκείμενο... Η νοσηρά αυτοερωτική ηδονοθηρία της μονήρους «ερωτοπραξίας» ρευστών και ποικίλων «σεξουαλικών εαυτών» υποβαθμίζει τον homo sapiens σε homo sexualis. Η σεξουαλικότητα, αποσπασμένη από τον βιολογικό πυρήνα της οικογένειας και της προσωπικότητας, αλλά και από τα ουσιώδη κοινωνικά - πολιτισμικά, συναισθηματικά, συνειδησιακά κ.λπ. στοιχεία της, εμποτισμένη από τον ατομικισμό και τον καταναλωτισμό, προτάσσεται ως αφηρημένη, αντεστραμμένη και φετιχοποιημένη υποστασιοποίηση της γενικευμένης αλλοτρίωσης, του κενού, της απουσίας νοήματος και του μόνιμου αισθήματος ανικανοποίητου.

Η εξέλιξη των σχημάτων - δογμάτων, που στοχεύουν στην επιστημονικοφανή επένδυση/χειραγώγηση τέτοιων τάσεων, περνά από την αλτουσεριανή «ιστορία χωρίς υποκείμενο» στη φουκοϊκή «μικροφυσική» της εξουσίας και στη μεταμοντέρνα αναγωγή ταυτότητας και φύλου σε «κοινωνικές - συμβολικές κατασκευές» κατά το δοκούν. Η αποθέωση της ιδιαιτερότητας είναι η άλλη όψη της απόρριψης της συγκρότησης υποκειμένων με όρους συλλογικότητας, ταξικότητας και καθολικότητας. Ιδιαίτερη επίδραση έχει ασκήσει η εκλεκτικιστική «θεωρία» για το φύλο (J. Butler κ.λπ.).

Η μεταμοντέρνα «αφήγηση» περί ταυτοτήτων και επιτελεστικότητας κινείται στο πεδίο μιας αφηρημένης υποκειμενικής ιδεαλιστικής πλάνης: Η ύπαρξη θεσμών, σχέσεων, ταυτοτήτων, η ίδια η ιστορική πραγματικότητα προβάλλει ως πεδίο αυθαίρετης βουλησιαρχίας.

Οπως όλα τα αστικά ιδεολογήματα - δόγματα και αυτά παραδέρνουν μεταξύ της Σκύλλας του βιολογισμού και της Χάρυβδης του κοινωνιολογισμού, κοινή μεθοδολογική βάση των οποίων είναι η μεταφυσική - αντιδιαλεκτική προσέγγιση του ανθρώπου και της κοινωνίας, που παγιδεύει τη σκέψη σε αδιέξοδα δίπολα αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών επιτείνοντας τη σύγχυση, ενώ υπονομεύει κάθε δυνατότητα διαλεκτικής επιστημονικής διάγνωσης της κοινωνικής νομοτέλειας, της λογικής της ιστορίας.

Κρατικοί και διακρατικοί μηχανισμοί (π.χ. Gender Equality in the Council of Europe, Standards and mechanisms, Gender Equality Commission (GEC), National Focal Points, Gender Equality Rapporteurs, European Committee for Social Cohesion, Human Dignity and Equality (CDDECS), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο ΟΑΣΕ, η ΕΣΔΑ, ΜΚΟ κ.ο.κ.) επιβάλλουν κυνικά την «επιτελεστικότητά» τους με δέσμη θεσμών, προδιαγραφών και προτύπων και εποπτεύουν τη συμμόρφωση με αυτά. Αυτοί που εξαπολύουν πολέμους και διαπράττουν γενοκτονίες, επιβάλλουν και τα LGBTQ πρότυπα - ταυτότητες, χρηματοδοτούν και προβάλλουν «παρελάσεις υπερηφάνειας», «σπουδές φύλου», «έρευνες και ερευνητές», πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, ΜΜΕ, ΜΚΟ κ.λπ. Η θεσμοθέτηση πρακτικών χρήσης «παρένθετης μητέρας» είναι μια μορφή αποτρόπαιης δουλικής εκμετάλλευσης του σώματος και της μητρότητας. Η χορήγηση αναστολέων ορμονών και η αλλαγή φύλου σε παιδιά συνιστά ειδεχθές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Ορθώνεται ένας επιπλέον κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας, πέραν αυτών που προϋπήρχαν: μαζικού εμπόλεμου ή/και οικολογικού. Κάποια - εκ πρώτης όψεως αθώα - μεταφυσική αντίληψη μετατρέπεται πλέον σε όπλο μαζικής καταστροφής κατά των επερχόμενων γενεών και σε θεσμικό επίπεδο, βάσει του οποίου προβλέπεται και η ποινικοποίησης της διαφωνίας με τα νομικά εργαλεία δίωξης «ρατσιστικού λόγου» και «κηρύγματος μίσους».

Η στρατηγική των πιο επιθετικών κύκλων του παγκόσμιου κεφαλαίου, έχοντας εν πολλοίς επιτύχει τη διάλυση κάθε συλλογικότητας μέσω της ιδιώτευσης, στοχεύει πλέον ευθέως στην πλήρη αποδόμηση - διάλυση της οικογένειας και της προσωπικότητας, βάλλοντας στη ραχοκοκαλιά τους: στον βιολογικό πυρήνα τους, ώστε να υπονομεύσει/ακυρώσει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα συγκρότησης επαναστατικού υποκειμένου. Αυτό συνιστά στοχευμένη πρακτική διάλυσης του κινήματος, πράξη μαζικού ασύμμετρου προληπτικού αντικομμουνιστικού πολέμου και ως τέτοια οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε!

Ολα αυτά εκλαμβάνονται αυθόρμητα απ' τους απλούς ανθρώπους ως εκφυλιστικά δείγματα σήψης ενός άδικου και ανήθικου συστήματος, που στρέφεται πλέον απροκάλυπτα κατά των ανθρώπων και της ίδιας της οικογένειας. Αυτή η - κατά βάση υγιής - αυθόρμητη αντίδραση, εάν δεν βρει επιστημονικά τεκμηριωμένη - οργανωμένη διέξοδο σε προοδευτική κατεύθυνση, αποτελεί ευνοϊκό έδαφος για την άνοδο αντιδραστικών/σκοταδιστικών ιδεών και του φασισμού.

Στρατηγικός σκοπός των κομμουνιστών είναι η κοινωνία στην οποία η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών δυνατοτήτων της κάθε προσωπικότητας είναι όρος για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Αρα, στο επίκεντρο του αγώνα τους βρίσκεται η επιδίωξη της εξάλειψης όλων εκείνων των όρων που θέτουν φραγμούς στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και της συλλογικότητας των ανθρώπων και η θετική επίτευξη αντικειμενικών όρων που θα συμβάλλουν με τον βέλτιστο τρόπο σε αυτή την ανάπτυξη. Οι όποιες διεκδικήσεις δικαιωμάτων στερούνται νοήματος εάν δεν συνδέονται οργανικά με αυτό τον στρατηγικό σκοπό. Η επίτευξη αυτού του σκοπού συνιστά και τη θετική βάση υπέρβασης κάθε μορφής διάκρισης, εκμετάλλευσης και καταπίεσης.


Δημήτρης Πατέλης
Αν. καθηγητής Φιλοσοφίας, δρ. Πανεπιστημίου Λομονόσοφ, μέλος ΓΣ Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό»

Σκέψεις πάνω στο έμφυλο ζήτημα

Με αφορμή τη θέση Α.39 των θέσεων, θα πρέπει να ανοίξει περισσότερο στο ερχόμενο διάστημα η επεξεργασία μας για τα ζητήματα των επιμέρους αντιφάσεων (γυναικείο, έμφυλο, φυλετικό ζήτημα), που αναπτύσσονται στο έδαφος του καπιταλισμού και τη σχέση τους με τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας.

Είναι σημαντικό να αποκτήσουμε μια συνολική ιστορικοϋλιστική θεώρηση, σχετικά με το γιατί οι ανωτέρω επιμέρους αντιφάσεις αναδείχθηκαν στο πλάι της βασικής αντίθεσης, στo ιστορικό πλαίσιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού (και της συνύπαρξής του με τον σοσιαλισμό). Κατά την άποψή μου, η ανάδειξη των παραπάνω αντιθέσεων είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα της ευρύτερης κοινωνικοποίησης της εργασίας. Είναι η πρωτόγνωρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής από τα τέλη του 19ου αιώνα, που έφερε στο προσκήνιο τη γυναίκα, τον πρώην Αφρικανό δούλο, τον Λατινοαμερικανό αυτόχθονα, ως παραγωγούς και ακολούθησαν οι χειραφετητικές τάσεις και η πάλη τους για ισοτιμία, πλάι στην πάλη τους κόντρα στην ταξική καταπίεση. Και είναι η ακόμα ευρύτερη κοινωνικοποίηση της εργασίας, που ανέδειξε τις τελευταίες 10ετίες του 20ού αιώνα και άλλες επιμέρους καταπιεστικές αντιθέσεις, όπως η καταπίεση του σεξουαλικού προσανατολισμού.

Δεν είναι τυχαίο ότι ιστορικά το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας, στην κοινωνική του έκφραση, σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις της κοινωνίας, βρήκε ανοιχτή έκφραση είτε σε κύκλους σχετικά ή ολικά απαλλαγμένους από την ταξική καταπίεση (π.χ. κύκλοι δουλοκτητών - ελεύθερων πολιτών στην αρχαία Ελλάδα, φεουδαρχικές αυλές, μοναστικές κοινότητες), είτε ως αποτέλεσμα καταπιεστικών ταξικών σχέσεων (βλ. εκπόρνευση, δουλεία), ενώ στις καταπιεζόμενες τάξεις ήταν ανέκαθεν ταμπού και σκληρά τιμωρούμενη συμπεριφορά.

Το πεδίο των έμφυλων σπουδών (sex studies) μπορεί να κυριαρχείται από αστικά ρεύματα, παρ' όλα αυτά μελετά το φαινόμενο και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Πλέον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι μια κοινωνικά αποκτώμενη συνήθεια και αποτέλεσμα προτύπων, αλλά μια βιολογική ιδιότητα, υλικά εξηγούμενη (από γενετικούς, ορμονολογικούς, νευρολογικούς παράγοντες). Δεν είναι κοινωνικό ζήτημα, δεν είναι θέμα προτύπων, πολλώ δε μάλλον ηθικό, γεννιέται κανείς με αυτό και εν συνεχεία εκφράζεται και κοινωνικά. Η κοινωνική έκφραση επομένως έχει υλική βιολογική βάση.

Οσο τα αστικά επιτελεία επιθυμούν να χρησιμοποιούν τις επιμέρους αντιφάσεις (έμφυλες, φυλετικές κ.λπ.), για να κρύψουν τη βασική αντίθεση, τόσο το ΚΚ οφείλει να παίρνει το νήμα των επιμέρους καταπιεστικών σχέσεων και να τις συνδέει με την ταξική καταπίεση, στην άρση της οποίας θα βρουν οριστική δικαίωση και οι επιμέρους καταπιέσεις. Το γεγονός ότι π.χ. το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα κυριαρχείται και προβάλλεται από αστικές δυνάμεις και σε ένα βαθμό υιοθετεί αντιλήψεις που θέλουν να το απομακρύνουν από την ταξική θεώρηση της κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι τα κινήματα αυτά είναι εφευρήματα της αστικής τάξης και δεν πατάνε σε αντικειμενικά προβλήματα, που βιώνουν οι κοινότητες και τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτά.

Είναι ορθό να λέμε πάλεψε μαζί μας «ανεξαρτήτως χρώματος, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού», όμως δεν είναι και το μόνο επαρκές για να πλησιάσουμε όσους υφίστανται την καταπίεση αυτή. Χρειάζεται ειδική επιχειρηματολογία και προσέγγιση των προβλημάτων. Δεν μπορεί να υποτιμάται π.χ. η ανάγκη για κοινωνική ορατότητα ή το ξεπέρασμα βαθύτατων, αντιδραστικών προκαταλήψεων που υπάρχουν ενάντια στους ομοφυλόφιλους, τους τρανς κ.λπ., που δεν τους επιτρέπουν κοινωνικά να εκφράσουν το αυτονόητο, τη στιγμή μάλιστα όπου στον μισό πλανήτη η εν λόγω ιδιότητά τους, όπως αυτή εκφράζεται κοινωνικά, είναι ποινικά κολάσιμη. Ασφαλώς έχει κυρίαρχο ρόλο η βασική αντίθεση στον τρόπο προσέγγισής μας, αλλά δεν παύουμε να εξειδικεύουμε αναλόγως χώρου στον οποίο παρεμβαίνουμε.

Στη βάση αυτή ασφαλώς και θα πρέπει να μελετήσουμε την εμπειρία (θετική και αρνητική) του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε πάνω στο ζήτημα, όπως π.χ. την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας με τον Ποινικό Κώδικα της ΕΣΣΔ του 1924 (ήδη de facto από το 1917), το μεταγενέστερο πισωγύρισμα με την επαναφορά της ποινικοποίησής της, την αποποινικοποίησή της στη ΓΛΔ ήδη από το 1957, πολλά χρόνια πριν από την ΟΔΓ. Να αναδειχθεί το γεγονός ότι ζητήματα που παρουσιάζονται κεφαλαιώδη για το σημερινό ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, όπως π.χ. το κληρονομικό ζήτημα, ουδέποτε αποτέλεσαν πρόβλημα στην ΕΣΣΔ, καθώς από τα πρώτα κομμάτια αστικού δικαίου που καταργείται στο σοσιαλισμό είναι το ίδιο το κληρονομικό δίκαιο. Ενώ ανεξαρτήτως της αντιμετώπισής τους στο εποικοδόμημα, οι διαπροσωπικές σχέσεις ανεξαρτήτως φύλου στο σοσιαλισμό είχαν ασφαλώς μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή τους, καθώς ήταν απαλλαγμένες, σε ένα μεγάλο βαθμό, από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Παρά το κοινωνικό άλμα της επανάστασης, η αργοπορία και τα μπρος - πίσω στην κοινωνική ανάδειξη, σε πορεία επίλυσης της εν λόγω επιμέρους αντίφασης στο σοσιαλισμό, μπορεί να εξηγηθεί με το σχήμα της αργοπορίας της ανοιχτής ένταξης των ανθρώπων αυτών στην παραγωγή και της συνακόλουθης αυτοσυνειδητοποίησής τους, της έλλειψης επιστημονικής έρευνας στο πεδίο αυτό, αλλά και από επιβιώσεις των παλαιών ταξικών προκαταλήψεων στο έδαφος της νέας κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, σπουδές πάνω σε αυτό το πεδίο αναπτύχθηκαν και στην ΕΣΣΔ και στη ΓΛΔ και θα πρέπει να τις λάβουμε υπόψη μας.

Μεθοδολογικά επίσης θα πρέπει να διαχωριστεί το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού από αυτό της αμφισβήτησης φύλου. Περαιτέρω, θέματα έμφυλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού στη μεθοδολογική τους ανάλυση δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως παρακλάδια του γυναικείου ζητήματος, καθώς δεν αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες. Τέλος, αν και εκφεύγει από τη δυνατότητα ανάπτυξης στο παρόν κείμενο, το ζήτημα της ιατρικής και νομικής απόδοσης φύλου, σε άτομα με αμφισβήτηση φύλου, το οποίο και ορθά υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει να είναι ένα σεβαστό δικαίωμα, που οφείλει να εξασκείται μετά από πλήρη επιστημονική υποστήριξη του ατόμου που τη βιώνει, δεν παύει να είναι κοινωνική απόδοση φύλου, ως εκ τούτου η κριτική μας στις μεταμοντέρνες θεωρίες «κοινωνικού φύλου» θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους αυτή την πτυχή.


Θανάσης Κατσάμπης
ΚΟΒ Ελεγκτών, Τομεακή Οργάνωση Εμπορίου - Υπηρεσιών Αττικής του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ