Πιο γρήγορα και από τους συγγραφείς ...δυστοπικών μυθιστορημάτων κατεβάζει η «γκλάβα» των κυβερνητικών επιτελείων τις νέες φράσεις και ετικέτες, για να ντύσει το αφήγημα των «ακραίων φαινομένων», λέγοντας επί της ουσίας ότι οι φωτιές θα σβήνουν στη θάλασσα και ότι δεν πρέπει ο λαός να ζητάει πολλά. «Πυρονέφος», «μεγαπυρκαγιά», «έκρηξη φωτιάς» και άλλα τέτοια επιστρατεύονται για να κρύψουν την επιλεκτική γύμνια του κρατικού μηχανισμού σε υποδομές και μέσα, την έλλειψη ολοκληρωμένου αντιπυρικού σχεδιασμού, να παρουσιαστούν οι πυρκαγιές ως «πρωτόγνωρα» φαινόμενα, σαν κάτι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Κι όμως: Ακόμα και οι ορολογίες που «κορφολογούν», για να δώσουν επιστημονική επίφαση στην προπαγάνδα, δείχνουν το ακριβώς αντίθετο από όσα ισχυρίζονται. Οτι δηλαδή «τα εργαλεία υπάρχουν αλλά δεν χρησιμοποιούνται», όπως έλεγε πρόσφατα σε συνέντευξή του ένας επιστήμονας του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Το γιατί δεν χρησιμοποιούνται δεν θέλει και μεγάλη φαντασία να το καταλάβει κανείς: Γιατί θεωρούνται κόστος για το αστικό κράτος και «πεδίο δόξης λαμπρόν» για τους επιχειρηματικούς ομίλους, που η κυβέρνηση τους ανοίγει δρόμο για εμπλοκή στη διαχείριση των δασών. Ηρθε η ώρα, λοιπόν, μετά από τόσες τραγωδίες και καταστροφές, η μάχη που δίνει ο λαός για να σώσει τα σπίτια, το βιος του και το περιβάλλον να βάλει στο στόχαστρο τους πραγματικούς ενόχους για το επαναλαμβανόμενο έγκλημα: Το αστικό κράτος, το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που το υπηρετούν.
Περίσσεψαν τα μεγάλα λόγια για τον «ηγετικό ρόλο» της Ελλάδας στα Βαλκάνια και για την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» που αναθερμάνθηκε με την άτυπη σύνοδο Δυτικών Βαλκανίων - ΕΕ στην Αθήνα, με στόχο την «ασφάλεια» και τη «σταθερότητα» στην περιοχή. Πίσω από το παραβάν, όμως, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική, καθώς αυτό που παρουσιάζουν ως «λύση», δηλαδή η μεγαλύτερη πρόσδεση των Δυτ. Βαλκανίων στις δομές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, είναι ο πιο επικίνδυνος παράγοντας όξυνσης των ανταγωνισμών που δυναμιτίζουν την περιοχή. Για παράδειγμα, οι αντιθέσεις Ελλάδας - Αλβανίας, που εκφράστηκαν και με την απουσία του Αλβανού πρωθυπουργού από τη σύνοδο, έχει ως υπόβαθρο τις συγκρούσεις ισχυρών επιχειρηματικών (και όχι μόνο) συμφερόντων στην περιοχή της Χειμάρας και τα παζάρια για τον καθορισμό ΑΟΖ Ελλάδας - Αλβανίας, για τα οποία ενδιαφέρονται διακαώς το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και βέβαια η Τουρκία. Η Σερβία, από την πλευρά της, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκεια για την πρόσκληση του προτεκτοράτου του Κοσόβου, με το οποίο μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση αναβαθμίζει συνολικά τις σχέσεις της, καθ' υπόδειξη των ΗΠΑ. «Τζαρτζάρισμα» υπήρξε και μεταξύ των αντιπροσωπειών Κοσόβου και Β. Μακεδονίας, για τα ανοιχτά ζητήματα στο Τέτοβο, αλλά και μεταξύ Β. Μακεδονίας - Βουλγαρίας, στο φόντο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που ζητάει η δεύτερη από την πρώτη. Να λοιπόν τι «ωραία ατμόσφαιρα» δημιουργούν τα ΝΑΤΟικά σχέδια στην περιοχή, στα οποία η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί «πρωταγωνιστικό ρόλο», με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και των άλλων αστικών κομμάτων.
Εχει παραγίνει το κακό με τον «στρατηγό άνεμο» και την «λοχαγό ξηρασία», που μας τσαμπουνάει κάθε τρεις και λίγο η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τις καταστροφές από τις πυρκαγιές. Να θυμίσουμε ότι οι καύσωνες στη χώρα μας δεν εμφανίστηκαν τον περασμένο Ιούλη, ούτε βέβαια η ανομβρία, που κατά καιρούς έχει σπάσει διάφορα ρεκόρ. Ενδεικτικά μόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία που διατηρεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο, από το 1987 μέχρι και το 2021 έχουν καταγραφεί στη χώρα μας 11 περιπτώσεις καύσωνα που κράτησε περισσότερες από 10 μέρες, με θερμοκρασίες έως και 46 βαθμούς. Βέβαια, τις περιόδους αυτές είχαμε ξανά μεγάλες φωτιές, όπως το 2007, ή το 2021. Αυτό σημαίνει όμως ότι το «καμπανάκι» του καιρού, που επικαλείται διαρκώς ως άλλοθι η κυβέρνηση, έχει χτυπήσει προ πολλού και είναι απαράδεκτο σήμερα να οχυρώνεται ο κρατικός μηχανισμός πίσω από μεταβολές στο κλίμα που η επιστήμη παρακολουθεί εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, καταγράφοντας και την επίδρασή τους στα δάση. Δεν φταίει επομένως ο ...κακός τους ο καιρός. Φταίει ότι με ήλιο και βροχή, οι κυβερνήσεις και ο κρατικός μηχανισμός δεν έχουν για προτεραιότητα την προστασία του λαού και του περιβάλλοντος, αλλά τη στήριξη των επενδύσεων και της επιχειρηματικής δράσης, στα αποκαΐδια των λαϊκών δικαιωμάτων και αναγκών.