Εκδήλωση της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας για τον κομμουνιστή ποιητή
Η βραδιά άνοιξε με χαιρετισμό του Θέμη Γκιώνη, ενώ στη συνέχεια διαβάστηκε απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή στον «Ριζοσπάστη», όπου ανέφερε γιατί έγινε κομμουνιστής, ιδιότητα που υπερασπίστηκε σε όλη του τη ζωή. Και αμέσως μετά, μέσα από το υλικό που προβλήθηκε σε γιγαντοοθόνη, ο ίδιος ο ποιητής να απαγγέλλει «Επιτάφιο», να κάνει μέσα από την ποίησή του «προσκλητήριο» στους νεκρούς συντρόφους του, να μιλάει για μέρες, τόπους, πρόσωπα μαρτυρικά, ηρωικά, αθάνατα. Γυάρος, Ακροναυπλία, Μακρόνησος... Και τα λόγια του ποιητή από τις «Γειτονιές του κόσμου», που απήγγειλε ο Γρηγόρης Βαλτινός, η υπόσχεση για το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, να επισφραγίζονται από τα θερμά χειροκροτήματα του κόσμου.
Πολλές οι συγκινήσεις της «συνάντησης» με τον ποιητή, που σπούδασε ιστορία στη σχολή του αγώνα κι έγραψε στίχους, τους οποίους υπερασπίστηκε πρώτος σε κάθε «χαράκωμα», σε όλη τη ζωή του. Το έργο του ταξιδεύει πάντα μέσα μας, ξεπερνώντας κάθε προσπάθεια σιωπής ή διαστρέβλωσης. Ο ίδιος, εξάλλου, είναι μόνιμος «συνομιλητής» με όσους συνεχίζουν να ονειρεύονται και να παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά και με τους νέους, που πιστεύουν, όπως και ο ίδιος, στην Επανάσταση.
Την εκδήλωση άνοιξε ο Θέμης Γκιώνης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Γραφείου Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, σημείωσε:
«Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους καλλιτέχνες, τον Γερ. Ανδρεάτο, την Μαργαρίτα Ζορμπαλά, τον Μανώλη Μητσιά, την ηθοποιό Φιλαρέτη Κομνηνού, τον Γρ. Βαλτινό για τη σκηνοθετική επιμέλεια της εκδήλωσης, τους μουσικούς της ορχήστρας, που μέσω των τραγουδιών και της απαγγελίας θα μας φέρουν σε επαφή με τη λυρική, αγωνιστική, βαθιά λαϊκή ποίηση του Γ. Ρίτσου».
«Το Κόμμα μας, τιμώντας φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, επιδιώκει να πραγματοποιήσει μια αντεπίθεση ισάξια με το ηθικό, καλλιτεχνικό και κοσμοθεωρητικό ανάστημα του ποιητή και αγωνιστή του δίκιου και της αλήθειας. Οχι γενικά, σε καμία περίπτωση μουσειακά, αλλά υπογραμμίζοντας εκείνο το θεμελιακό στοιχείο που ενοχλεί, γιατί απειλεί την αστική κυριαρχία και τους υποτακτικούς της. Την τεράστια αφυπνιστική δύναμη της ποίησής του, μιας ποίησης που με ευθύνη φρόντισε να αποτελεί διαχρονικό "οργανωτή του κοινωνικού αισθήματος", "οδηγό μάχης και ευτυχίας", όπλο και σημαία στα χέρια της ελευθερίας σύμφωνα με τους δικούς του ρυθμούς.
Αλλωστε, ο λόγος του Ρίτσου εξακολουθεί να συνεγείρει και να εμπνέει στις μέρες μας, γιατί ενσαρκώνει τους πόθους και τις ελπίδες του λαού μας για νίκη και ευτυχία, γιατί με σπάνια ικανότητα μετουσιώνει τα μεγάλα συμφέροντα της εποχής, την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης κι αυτή η ικανότητα δεν οφείλεται μόνο στην ευφυΐα, τη διορατικότητα και το ταλέντο του, αλλά και στους δεσμούς αίματος που τον ενώνουν με την εποχή και το φορέα της κοινωνικής αλλαγής, την εργατική τάξη και της Γης τους αδικημένους».
«Η ανωτερότητα της τέχνης του οφείλεται ακριβώς στο ταξικό κριτήριο, στην κομμουνιστική ιδεολογία, στο μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την κοινωνική απελευθέρωση, τη βεβαιότητα ότι ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που σκέπτεται και δρα δεσμευμένος στους νόμους και στα ιδανικά της κοινωνικής εξέλιξης. Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ αντλούμε δύναμη από το έργο του κομμουνιστή ποιητή για να γίνει πιο ισχυρό το ΚΚΕ και στις ευρωεκλογές, για την ταξική αντεπίθεση, τη νίκη του λαού και της νεολαίας».
«Γιατί έγινα κομμουνιστής; Για ό,τι γίναμε όλοι μας. Γιατί διαπιστώσαμε ότι υπάρχει αδικία, εκμετάλλευση, γιατί υπάρχει καταπίεση και σαν άνθρωποι αντιστεκόμαστε σ' αυτό. Και ύστερα οργανωθήκαμε όλοι εμείς οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, οι εξευτελισμένοι, ενωθήκαμε με το ανθρώπινο όνειρο, να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή για όλους τους ανθρώπους. Οχι μονάχα για μας. Γιατί εμείς αυτά που φτιάχνουμε μπορεί να μην τα χαρούμε κιόλας. Αλλά έχουμε τη χαρά ότι κάποτε θα τα χαρούν κάποιοι. Γι' αυτό έγινα. Οπως γινήκατε όλοι σας. Οπως γίναμε όλοι μας. Γιατί έμεινα; Θα μπορούσε κανένας, απ' τη στιγμή που ονειρεύτηκε έναν κόσμο καλύτερο κι απ' τη στιγμή που δούλεψε γι' αυτό τον κόσμο με όσες δυνάμεις είχε, μικρές, μεγάλες ή μέτριες, θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει; Θα ήταν σα να εγκατέλειπε τον καλύτερό του εαυτό...
Το αν έφευγα από τον κομμουνισμό ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα απ' τη ζωή, σα να έφευγα απ' τον κόσμο. Σαν να μην ήμουν τίποτα... Γιατί, αν εσείς λέτε ότι εσείς μου χρωστάτε κάτι, ότι είμαι κι εγώ ένας από τους οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος (εάν και όπως τελοσπάντων), εγώ σας χρωστάω πολύ περισσότερα. Τα δικά σας βιώματα, οι δικές σας εμπειρίες, η δική σας συντροφικότητα σε δύσκολες στιγμές, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο, με στήριξαν... Είναι λοιπόν, όχι σα να εγκαταλείπω εσάς πια. Είναι σαν να εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Δε θα μπορούσε να γίνει. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου μακριά από σας. Γιατί σας χρωστάω πάρα πολλά, σύντροφοι...» (από συνέντευξη του Γ. Ρίτσου στο «Ριζοσπάστη», που διαβάστηκε χτες).