Πάνω από ένας μήνας πέρασε από τις μέρες που η καταστροφική πυρκαγιά κατέστρεψε σχεδόν το ένα τέταρτο του νησιού της Σάμου. Καλλιέργειες, δάση και σπίτια έγιναν στάχτη, σε ελάχιστο χρόνο, με την κυβέρνηση ουσιαστικά να παρατηρεί την καταστροφή. Αμέσως μετά την καταστροφή ήρθε η στιγμή των υποσχέσεων και των «κροκοδείλιων δακρύων» από πλευράς κυβέρνησης.
Εχουν περάσει 20 μέρες από την περιοδεία του κυβερνητικού κλιμακίου στις πυρόπληκτες περιοχές της Σάμου, όπου δόθηκαν υποσχέσεις και έγιναν προφορικές εξαγγελίες για «άμεση αποκατάσταση» των ζημιών της πυρκαγιάς.
Σήμερα και ο πλέον καλοπροαίρετος κάτοικος των πυρόπληκτων περιοχών δυσπιστεί, βλέποντας πως μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει τίποτα ουσιαστικό, πέρα από το επίδομα - ελεημοσύνη των 200.000 δραχμών που πήραν κάποιοι από τους πληγέντες.
Σήμερα ο «Ρ» παρουσιάζει ένα οδοιπορικό στις πυρόπληκτες περιοχές της Σάμου, όπου από τα λόγια των ίδιων των κατοίκων προκύπτει ότι ουδείς, αρμόδιος ή όχι, γνωρίζει πώς και με ποιο τρόπο θα γίνει αυτή η περιβόητη «άμεση αποκατάσταση» που έλεγε συνεχώς η κυβερνητική κουστωδία η οποία επισκέφτηκε πρόσφατα το νησί.
«Ποια μέτρα;» αναρωτιούνται οι κάτοικοι καθώς μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο από το επίδομα των 200.000 δραχμών και την καταμέτρηση των καταστροφών
Φτάνοντας στους Μαυρατζαίους, μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι υπήρξε ένα χωριό σπάνιας ομορφιάς χτισμένο ανάμεσα σε μια χαράδρα απέναντι από έναν ορεινό όγκο που πριν τη φωτιά ήταν καταπράσινος. Αυτή η ομορφιά του δάσους, σήμερα έχει γίνει στάχτη, μαζί με τις καλλιέργειες και 50 σπίτια και αγροικίες που χάθηκαν στις φλόγες. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει να καούν 50 από τα σπίτια και τις αγροικίες ενός μικρού χωριού.
Στην πλατεία των Μαυρατζαίων συναντήσαμε τον πρόεδρο του τοπικού συμβουλίου, τον Δημήτρη Κυριαζή. Οταν τον ρωτήσαμε πώς σχολιάζουν οι κάτοικοι τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, μάς έδωσε και αυτός την εξής απάντηση: «Ποια μέτρα; Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από το επίδομα των 200.000 δραχμών και την καταμέτρηση των καταστροφών». Οι λέξεις πλέον έχουν χάσει το νόημά τους, τονίζει, η λέξη «άμεσα» σημαίνει ότι μπορεί να περάσει χρόνος και να μην έχει γίνει ακόμα τίποτα, ενώ η λέξη «αποκατάσταση» έφτασε να σημαίνει το επίδομα ελεημοσύνης. Τριγύρω στην πλατεία είναι καθισμένοι λίγοι ακόμη άντρες του χωριού. Απαντούν κουνώντας το κεφάλι, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε περισσότερο από τις όμορφες υποσχέσεις που μοίρασε πλουσιοπάροχα το κυβερνητικό κλιμάκιο το οποίο επισκέφτηκε το νησί τους.
Επόμενη στάση του ταξιδιού μέσα από τα καμένα της Σάμου είναι οι Σπαθαραίοι, ένα χωριό με 200 μόνιμες οικογένειες, που κατά κύριο λόγο είναι αγρότες ελαιοπαραγωγοί. Η καταστροφή που έπαθαν οι καλλιέργειες είναι απόλυτη, οι φλόγες «έγλειψαν» τα πρώτα σπίτια. Το χωριό αυτό μάς λένε οι κάτοικοι που συναντήσαμε στο καφενείο, χρειάζεται επειγόντως άμεση στήριξη, αφού πολύ λίγοι είναι εκείνοι που έχουν και δεύτερη απασχόληση. Αλλιώς κινδυνεύει κυριολεκτικά να εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους.
«Το λάδι είναι η ιστορία μας, τα δέντρα που κάηκαν ήταν 300 χρόνων», μας λέει ο Δ. Πλασταριάς, που δεν μπορεί να κρύψει την αγανάκτησή του για τους «πραγματικούς εμπρηστές», όπως λέει, που θα πρέπει να πάνε στο δικαστήριο «ακόμη κι αν είναι υπουργοί»...
Μιλάει στο «Ρ» ο Π. Μαλαγάρης, γεωπόνος, σχετικά με τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την αποκατάσταση των ζημιών
«Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει γραπτό απολύτως τίποτα» τονίζει στο «Ρ» ο Π. Μαλαγάρης, γεωπόνος. «Τα ανώτερα κλιμάκια μάς έχουν δώσει εντολή απλώς να καταγράψουμε τις ζημιές, από εκεί και πέρα όταν μας ρωτούν οι πληγέντες τι ακριβώς θα γίνει, τούς λέμε αυτά που είπαν οι υπουργοί προφορικά και αυτές τις εξαγγελίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο», συνεχίζει. «Μόνο προφορικές υποσχέσεις υπάρχουν».
«Σύμφωνα με αυτά λοιπόν, και τη σχετική εγκύκλιο της περσινής χρονιάς, θα αποζημιωθούν οι κτηνοτρόφοι εκείνοι που έχουν πάνω από 10 αιγοπρόβατα με 70 δραχμές την ημέρα (6.300 το τρίμηνο) για ζωοτροφές. Η ελιά, αν έχει καεί ολόκληρη επιδοτείται με 4.500 το δέντρο, 1.800 δραχμές αν έχουν καεί οι πρωτεύοντες βραχίονες και 1.200 οι δευτερεύοντες, μιλάμε δηλαδή περίπου για το 50% του πραγματικού κόστους».
«Τώρα σε αυτές τις εξαγγελίες υπάρχουν οι εξής ασάφειες: Πρώτον κανείς δεν πρόκειται να πάρει άμεσα τα χρήματα. Πρέπει ο παραγωγός να αποκαταστήσει τη ζημιά και μετά αφού προσκομίσει τα ανάλογα δικαιολογητικά θα πάρει αυτά τα χρήματα και σίγουρα πάντως όχι νωρίτερα από ένα χρόνο. Από την άλλη γνωρίζουμε ότι μόνο όσοι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγροτοκτηνοτρόφοι θα αποζημιωθούν, αλλά και πάλι δεν έχει έρθει συγκεκριμένη εγκύκλιος».
Ο Π. Μαλαγάρης συνεχίζει: «Ωστόσο τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Στις εκτάσεις που κάηκαν βοσκούσαν πάνω από τα μισά ζώα του νησιού. Από τη στιγμή που κάηκαν, απαγορεύεται πλέον η βοσκή. Τι θα γίνει λοιπόν, αφού ούτε το κράτος θα μπορεί να επιδοτεί συνέχεια τις ζωοτροφές ούτε θα υπάρχουν και βοσκότοποι; Θα αποχαρακτηριστούν κάποιες από τις καμένες εκτάσεις ως μη δασικές; `Η δε θα αποχαρακτηρίσει καθόλου περιοχές με πρόσχημα την προστασία του δάσους και έπειτα παράνομα μεν αλλά αναγκαστικά θα γίνει στην πράξη οι κτηνοτρόφοι να πηγαίνουν οπουδήποτε τα κοπάδια τους για βοσκή οπότε και τότε θα υπάρξει πραγματικά συνολική καταστροφή;».
Και ο Π. Μαλαγάρης κατέληξε: «Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η πυρκαγιά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τη συνέπεια μιας καθαρά αντιαγροτικής πολιτικής που ακολουθείται συνολικά στη χώρα μας. Ακόμα και αυτά τα προγράμματα που επιδοτούνται για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής ξεκινούν "στραβά", με αποτέλεσμα να αποτελούν ευκαιρία για "αρπαχτές" κάποιων επιτήδειων. Γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει καμιά οργανωμένη σχεδιασμένη πολιτική στήριξης του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού της χώρας και της παραγωγής μας. Η φωτιά ήρθε απλά να ολοκληρώσει το ξεκλήρισμα της παραγωγής, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το... "κερασάκι στην τούρτα". Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει όλον τον ελληνικό λαό, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι αγρότης είναι το εξής: Τι θα γίνει όταν όλος αυτός ο πληθυσμός θα συσσωρευτεί στις πόλεις;».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Γιώργο Μώρο, κάτοικο του χωριού Πλάτανος, το οποίο γλίτωσε από την πυρκαγιά κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, χάρη στην αυτοθυσία των κατοίκων του, οι οποίοι όταν είδαν τις φλόγες να πλησιάζουν, πήραν την υπόθεση στα χέρια τους, πέφτοντας πάνω στη φωτιά. Μαζί με τον Δ. Φωτίου και τον Κ. Σταυρινό διηγούνται στον «Ρ» πώς κατάφεραν όλοι μαζί οι κάτοικοι του χωριού με τη βοήθεια των εθελοντικών ομάδων πυρασφάλειας της γύρω περιοχής, από τον Μαραθόκαμπο, τους Αγ. Θεοδώρους, το Καρλόβασι, την Υδρούσα και τα Κοντακέικα, να μην αφήσουν τη φωτιά να περάσει από το χωριό τους.
Οχι περισσότεροι από 70 άνθρωποι, αγνόησαν τις υποδείξεις των δυνάμεων της πυροσβεστικής για εκκένωση της περιοχής και έδωσαν την προσωπική τους μάχη με τη φωτιά. Μέσα σε μια νύχτα δημιούργησαν ζώνη πυρασφάλειας στα όρια της περιοχής, κάτι που αν είχε γίνει νωρίτερα στις υπόλοιπες περιοχές που καταστράφηκαν ίσως σήμερα να μην ήταν το 1/4 της Σάμου καμένο. Για την πράξη τους αυτή, οι ομάδες πυρασφάλειας θα οδηγηθούν στο δικαστήριο, από κάποια οικολογική ομάδα του νησιού, επειδή λέει, κατέστρεψαν το δάσος...
Ηταν η αγάπη για τη γη τους και το πείσμα τους αυτά που σταμάτησαν τις φλόγες. Το ίδιο πείσμα και αγάπη για τη γη, που τους οδηγεί να καλλιεργούν το αμπέλι και την ελιά, ακόμα και τώρα που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι εξευτελιστικές, ακόμα και αν όπως μας είπαν οι συνομιλητές μας, το «λάδι αξίζει όσο το νερό». Η απαξίωση των αγροτικών προϊόντων είχε ως αποτέλεσμα τη μη καλλιέργεια της γης. Τα χωράφια γέμισαν από αγριόχορτα. Ηταν το «μπαρούτι» για να επεκταθεί με τέτοια ταχύτητα η φωτιά. Η πυρκαγιά με τη σειρά της θα επιφέρει την απαξίωση της γης, πολύ πιο φτηνά τώρα μπορούν να αγοραστούν μεγάλες εκτάσεις γης.
Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι εγκαταλείψουν τις καλλιέργειές τους, το μόνο σίγουρο είναι πως, «οι Γερμανοί» θα έχουν περισσότερα γκαρσόνια να τους σερβίρουν και περισσότερα ξενοδοχεία για να μένουν το καλοκαίρι...
Τριάντα στρέμματα όλα κι όλα, με αμπέλια και ελιές και ένα σπίτι 80 τετραγωνικών μέτρων ήταν το βιος του που χάθηκε ολοσχερώς μέσα στις φλόγες του Ιούλη. «Ο,τι είχα και δεν είχα χάθηκαν στις φλόγες. Μόνο τα ρούχα που φορούσα γλίτωσαν και το αμάξι μου, στο οποίο κοιμάμαι όλες αυτές τις μέρες. Στην αρχή είχα την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει, όταν είδα όλους αυτούς τους υπουργούς να έρχονται. Το μόνο που έγινε ήταν να πάρω αυτό το επίδομα των 200.000 δραχμών.Ηταν ελεημοσύνη, λέει, αλλά το είχα ανάγκη. Από δω και μπρος όμως τι θα γίνει; Η ελπίδα χάνεται και αυτή μέρα με τη μέρα».