ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 14 Ιούλη 2011
Σελ. /32
Αναπολώντας τις χαμένες διακοπές ...

Διαλέγετε και παίρνετε! Απ' όλα έχει ο μπαχτσές! Πρότασή μας: Πηγαίνετε πρώτα στο γερμανοτουρκικό «Μαζί Ποτέ!» και αν τώρα σας περισσέψει χρήμα και κυρίως χρόνος ... διαθέστε τον όπως εσείς κρίνετε!

Χθες Τετάρτη, έκανε πρεμιέρα το Β` Μέρος της οικογενειακής σειράς φαντασίας και μυστηρίου «Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου» σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Γέιτς. Με αυτό το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο ολοκληρώνεται η σειρά ταινίων «Χάρι Πότερ» από τα βιβλία της Τζο Ρόουλινγκ. Στο επικό αυτό φινάλε, η μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και του Κακού κλιμακώνεται σε πλήρη πολεμική σύρραξη, κι όλα τελειώνουν εδώ. Και είναι βέβαια ο Χάρι Πότερ που καλείται να προβεί στην υπέρτατη θυσία, στην τελική αναμέτρηση με τον Λόρδο Βόλντεμορτ. Στην ταινία λαμβάνουν μέρος, μεταξύ άλλων, οι Ελενα Μπόναμ Κάρτερ και Μάγκι Σμιθ...

«ΣΑΓΚΑΝ», γαλλική ταινία μυθοπλασίας του 2008 σε σκηνοθεσία Ντιάν Κιρίς, βασισμένη στη βιογραφία της Φρανσουάζ Σαγκάν, της νεαρής Παριζιάνας που το 1954, τη χρυσή εποχή του υπαρξισμού, καθιερώθηκε, με την αστραπιαία επιτυχία που κατάκτησε το παρθενικό της μυθιστόρημα «Καλημέρα Θλίψη», ως «μύθος» μιας ολόκληρης γενιάς. Ενας μύθος φτιαγμένος στη βάση αστραφτερών τύπων, σφραγισμένους έρωτες και θορυβώδη σκάνδαλα πίσω από τα οποία κρύβεται μια γυναίκα που την αποκαλούν αντικομφορμίστρια για να μην την πουν ελεύθερη. Ελεύθερη να γράφει, να ερωτεύεται, αλλά και να οδεύει προς την αυτοκαταστροφή. Η Σαγκάν έζησε όλη της τη ζωή στην κόψη της υπερβολής. Επαιζε και έχασε μεγάλες περιουσίες στη ρουλέτα, αγόραζε και τράκαρε ακριβά σπορ αυτοκίνητα, έπινε, χόρευε και διασκέδαζε κι άφηνε πίσω της πλήθος εραστών... Στο ρόλο της Σαγκάν η Σιλβί Τεστίντ. Συμμετέχει ο Ντενί Πονταλιντές, ο Μπρούνο Βολκοβίτς και η μπαρμπιειδής σταρ Αριέλ Ντομπάλ, σύζυγος του δεξιού «φιλόσοφου» Μπερνάρ Ανρί Λεβί...

Σε επανέκδοση προβάλλεται η σπονδυλωτή ταινία, με δεκατέσσερις, σύντομες χιουμοριστικές ιστορίες σε σκηνοθεσία των Ετορε Σκόλα, Ντίνο Ρίζι και Μάριο Μονιτσέλι «Μοντέρνα τέρατα», από το 1977. Κλασική και εγγυημένη η καλοκαιρινή - και όχι μόνο - γλυκόπικρη απόλαυση με τους μέγιστους κωμικούς Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι και Βιτόριο Γκάσμαν. Ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε την πανέμορφη Ορνέλα Μούτι μαζί με τον δικό μας Γιώργο Βογιατζή στο επεισόδιο που υπογράφει ο Ντίνο Ρίζι κι έχει τίτλο «Χωρίς λόγια»...

Σε επανέκδοση, επίσης, και η αμερικάνικη κλασική αισθηματική και αστυνομική κωμωδία του Γουίλιαμ Γουάιλερ από το 1966, «Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια». Γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο Παρίσι όπου η Οντρεϊ Χέπμπουρν πρέπει να «κλέψει» το άγαλμα της Αφροδίτης του Cellini που δάνεισε ο συλλέκτης πατέρας της σε κάποιο Μουσείο, προτού ανακαλυφθεί ότι δεν πρόκειται για πρωτότυπο, αλλά για αντίγραφο. Βοηθός της στο εγχείρημα ο Πίτερ Ο΄Τουλ...


ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ
«Μαζί ποτέ!»

Βραβεύτηκε σαν καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2004, η πρώτη γερμανική μετά από 20 ολόκληρα χρόνια! Σε επανέκδοση, ένα φιλμ κοφτερό σαν το ξυράφι, χάρις στην υποδειγματικά ξεκάθαρη αντίληψη του σκηνοθέτη για τη σωρεία των θεμάτων που ξεπηδούν από τις εικόνες και το πλήθος των διαστάσεων που πηγάζει από τα θέματα αυτά. Ταινία συμπυκνωμένη και στη θερμοκρασία του αίματος που ρέει άφθονο σε πολλά σημεία της ιστορίας - κοινότοπης αλήθεια! - με εκείνο το είδος ίντριγκας στη βάση της, που συνήθως υφαίνεται στις ρομαντικές κωμωδίες. Εδώ καταγράφεται η σύγκρουση στην καταναγκαστική συνάντηση δύο πολιτισμών - του γερμανικού και του τούρκικου. Σύγκρουση, μάλλον, εσωτερική, που εκφράζεται με χαρακτηριστικά σχιζοφρένειας. Σε μια σχέση που, όπως όλες στο φιλμ, υπόκειται στους νόμους της δυναμικής εξέλιξης. Τίποτα, μα τίποτα δεν το αντιλαμβάνεται στατικά αυτή η βίαιη ταινία που δονείται, αυτή η ερωτική ιστορία με τη «λερωμένη» επιφάνεια. Ο προσωπικός αφηγηματικός τρόπος, η γλώσσα του Ακίν, η αλληλουχία συνειρμών και διαστάσεων, που ξεφυτρώνουν από το κάθε σημείο καμπής της, κάνουν την ταινία ιδιαίτερη, ξεχωριστή και πανέμορφη.

Ο 40χρονος Τσάιτ ζει χωμένος ως τα μπούνια σε μια μαύρη τρύπα. Κουρασμένος απ' τη ζωή και την καθημερινότητά του, είναι η προσωποποίηση του κυνικού, απεριποίητου, καταθλιπτικού άνδρα, αδιάφορου για όνειρα και οράματα. Η 20χρονη Σιμπέλ, προσαρμοσμένη στην κοινωνική πραγματικότητα του Αμβούργου, βρίσκεται κι αυτή στην άκρη του γκρεμού. Οι δυο τους συναντιούνται τυχαία σε ένα νοσοκομείο, χωρίς ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον και με μόνο κοινό τους σημείο την τουρκική καταγωγή παντρεύονται εικονικά, με γάμο λευκό, χωρίς έρωτα και σεξ για να ξεγελάσουν το περιβάλλον και να μπορέσει η κοπέλα να απελευθερωθεί από την πιεστική, παραδοσιακών αντιλήψεων, οικογένειά της. Δεν αργούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην εικόνα εισχωρούν, έρποντας, ειλικρινή αισθήματα. Η ψευτοσχέση των δυο, που μοιάζουν με σπασμένα κομμάτια μιας ενότητας, μπαίνει στο μονοπάτι ενός λανθάνοντα έρωτα, ενός πάθους που καίει υπόγεια, θολωμένο από ερωτική ζήλεια. Κανείς τους δεν παίρνει την πρωτοβουλία να ομολογήσει αισθήματα, ξαφνικά γίνονται ευέξαπτοι, ευάλωτοι, φοβούνται την απόρριψη, ενώ εξακολουθούν να αφήνονται να στροβιλίζονται στη δίνη ενός ολέθριου στιλ ζωής που τους πληγώνει και τους ισοπεδώνει. Το εξαιρετικό, επιλογικό μέρος της ταινίας ανοίγει με το ταξίδι της επιστροφής από το Αμβούργο στην Κωνσταντινούπολη. Επιστροφή στο σπίτι ...


Πόσα θέματα δεν αγγίζει και δεν ανοίγει η ταινία του Ακίν και πόσες αντιφάσεις σε επίπεδο εποικοδομήματος! Τι σημαίνει - ψυχολογικά - να είσαι ξένος και να αισθάνεσαι ξένος, ήτοι προσωρινός, μετέωρος, πανταχόθεν εγκλωβισμένος και να ρίχνεις το κρίμα της παράλυσής σου πάνω σου! Σταθερά παρόν το διπλό πολιτισμικό ταμπλό και οι ταυτότητες μέσα από την α-συνείδητη αντιπαράθεση των διαφορετικών αξιακών συστημάτων, των δυτικών και των μη δυτικών. Απομυθοποίηση της Δύσης εκ των έσω, μέσα από τη ζωή κι όχι μέσα από αγοραίες μυθολογίες, όπως στην περίπτωση της ξαδέλφης της Σιμπέλ που ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη (στο λευκό αποστειρωμένο σπίτι της η τηλεόραση όλο το 24ωρο παίζει αγγλόφωνα κανάλια, ενώ εκείνη γυμνάζεται με όργανα γυμναστικής που διαθέτει στο σπίτι με μια λουθηρανή αυτοπειθαρχία κ.λπ.).

Η πραγματική, όμως, δύναμη της ταινίας συνίσταται στην ικανότητά της να κατασκευάσει δυο χαρακτήρες, που η κάθοδός τους στον «κάτω κόσμο» δεν αναιρεί την αξιοπιστία τους ως ανθρώπινων όντων που έχουν επιθυμίες και πάθη. Οι προσπάθειες αυτοκτονίας, οι ναρκωτικές ουσίες, οι βιασμοί, οι φυλακίσεις, η βία και η εξορία δε «βλάπτουν» τη βαθιά ριζωμένη ανθρώπινη ιδιότητά τους, η οποία αποτυπώνεται ακόμα και στις πιο ακραίες τους επιλογές, ακόμα και στα όρια της αυτοκαταστροφής! Η ταινία ανήκει σε έναν κινηματογράφο που γίνεται ολοένα και πιο σπάνιος, που ξεφλουδίζει όποια έθνικ φρου-φρου και αρώματα, όποια εκχυδαϊστικά τουριστικά στοιχεία και στοχεύει κατευθείαν στη γυμνή ουσία των πραγμάτων. Η ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών διέπεται από σπαρακτική αλήθεια, με τα κοντινά πλάνα να κάνουν τη συμπεριφορά τους διάφανη στα μάτια μας. Η κάμερα εναλλάσσει την σχέση της με τα απεικονιζόμενα αντικείμενα. Πότε κρατά απόσταση για σχολιασμό και πότε συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα. Σε κάθε περίπτωση καθιστά αξιόπιστους χαρακτήρες και καταστάσεις. Δυο άνθρωποι που η ζωή έσπρωξε στον πάτο και βρήκαν τη δύναμη να ξανασηκωθούν και να ανασυνταχθούν. Ταινία αξιόλογη, με μουσικά ιντερμέδια που λειτουργούν σαν προπέλα της αφήγησης, μια ορχήστρα 6 οργανοπαικτών και μιας τραγουδίστριας στο κέντρο, με σκηνικό τον Βόσπορο και την Αγιά Σοφιά να ορθώνεται πίσω τους μεγαλοπρεπής.

Παίζουν: Σιμπέλ Κεκιλί, Μπιρόλ Ουνέλ, Κατρίν Στρίμπεκ, Μελτέμ Κουμπούλ, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία, Τουρκία (2004).


ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ
«Blackmail»

Επανέκδοση της πρώτης ομιλούσας ταινίας του Χίτσκοκ - στην πραγματικότητα κυκλοφόρησε και μια βωβή βερσιόν - αλλά και του δεύτερου θρίλερ του σκηνοθέτη. Πρόκειται για πρώιμο, αλλά καθοριστικό δείγμα γραφής του Χίτσκοκ, ο οποίος θα χρειαστεί κάποιες ακόμη δεκαετίες για να καταξιωθεί ως απόλυτος μετρ του είδους. Αλλά και ως σκηνοθέτης που διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να αποδίδει το τελικό αποτέλεσμα με απόλυτη πιστότητα στη λεπτομερή εικόνα, που ο ίδιος διαμόρφωσε στο μυαλό του από την αρχική στιγμή της σύλληψης της ιδέας.

Με τον ίδιο τον Χίτσκοκ να εμφανίζεται σε κάποιο πέρασμα ολίγων δευτερολέπτων - όπως συνηθίζει να κάνει σε κάθε του ταινία. Με ιδιαίτερα ευρηματική και πρωτοποριακή - για την εποχή - χρήση του ήχου. Με την Γερμανίδα πρωταγωνίστρια Ανι Οντρα - που δεν μιλούσε αγγλικά - να αντικρίζει ήδη τη δύση της καριέρας της ως σταρ του ομιλούντος. Με τις εντυπωσιακές στιγμές καταδίωξης στη στέγη του Βρετανικού Μουσείου, που γυρίστηκαν με τη μέθοδο ενός συστήματος με κάτοπτρα, που είχε δημιουργηθεί για την «Metropolis» του Φριτς Λανγκ, ώστε να επιτευχθεί η τοποθέτηση της δράσης στα κατάλληλα σκηνικά. Και, τέλος, με τη γνωστή διαλεκτική που ο σκηνοθέτης «εγκαθιστά» σε σχέση με το θεατή, με το έργο και τους ήρωές του, η ταινία «Εκβιασμός» γοητεύει ακόμα και παραμένει λαμπερά γοητευτική...

Η ιστορία της ασπρόμαυρης αυτής ταινίας, που βασίζεται σε ένα θεατρικό του Τσαρλς Μπένετ - με τον οποίο ο Χίτσκοκ είχε μακροχρόνια συνεργασία - κινείται μέσα σε χώρους και ντεκόρ μιας «τυπικής» ρεαλιστικής ατμόσφαιρας και είναι αρκετά απλοϊκή. Η νεαρή Αλις συναντά τον φίλο της Φρανκ, ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ, πηγαίνουν σε ένα εστιατόριο, εκεί καυγαδίζουν και οι δρόμοι τους, εκείνη τη βραδιά, χωρίζουν εκεί. Η Αλις στη συνέχεια συναντά έναν άγνωστο ζωγράφο που την φλερτάρει. Εκείνη διστακτικά τον ακολουθεί στο εργαστήρι του, όπου ο καλλιτέχνης προσπαθεί να την βιάσει. Η Αλις, αμυνόμενη, τον σκοτώνει και την εξιχνίαση της υπόθεσης αναλαμβάνει ο φίλος της, ο Φρανκ Γουέμπερ. Την επομένη, στον τόπο του εγκλήματος, ο Φρανκ αναγνωρίζει ένα στοιχείο που ενοχοποιεί την Αλις, αλλά αποκρύπτει την ανακάλυψή του από την υπηρεσία. Συναντά την Αλις για να δουν τι θα κάνουν. Ομως εμφανίζεται ένας μικροκακοποιός, ο Τρέισι, που ισχυρίζεται ότι είναι μάρτυρας του συμβάντος, εκβιάζει την Αλις και δηλώνει ότι δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει τη στάση του. Ο Φρανκ καταδιώκει τον Τρέισι μέχρι τη στέγη του Βρετανικού Μουσείου, απ' όπου ο εκβιαστής πέφτει και χάνει τη ζωή του. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξαφανίζονται τα ίχνη κάθε μαρτυρίας για ενοχή της Αλις...

Παίζουν: Ανι Οντρα, Τσαρλς Πάτον, Τζον Λόνγκντεν, Σάρα Ολγουντ, Σίριλ Ρίτσαρντ κ.ά.

Παραγωγή: Μεγ. Βρετανία (1929).


ΖΑΝ ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
«Film socialisme»

«Σοσιαλισμός» έννοια οικειοποιημένη από τον κάθε τσαρλατάνο και κακοποιημένη όσο καμιά άλλη! Και από τον Γκοντάρ, τον «αφέντη των ιδεών», του οποίου οι γνώριμοι, στατικοί «γκονταρισμοί», εν έτει 2011, μοιάζουν, επιεικώς, τουλάχιστον παρωχημένοι. Κατά πώς αναγνωρίζει και ο ίδιος, οι ταινίες του είναι πάντα ένας μονόλογος του δημιουργού, μια ακραία αυτοέκφρασή του, κάτι που συνιστά, ταυτόχρονα, τη δύναμη και την αδυναμία του. Εξάλλου οι ταινίες του έχουν χαρακτηριστεί «δοκίμια». Ομως το δοκίμιο δεν είθισται να αποτελεί κινηματογραφικό είδος, αλλά φόρμα, μορφή, οπωσδήποτε χαλαρή! Η έννοια του δοκιμίου μοιάζει να είναι μάλλον σημαντική στο έργο του Γκοντάρ μόνο σαν άλλοθι, ενταγμένο σε ιστορικό χρόνο, για ασυνήθεις αφηγηματικές στρατηγικές.

Η ταινία συντίθεται σε τρία μέρη: Το πρώτο εκτυλίσσεται στο περιβάλλον ενός κρουαζιερόπλοιου που περιφέρεται στα λιμάνια της λεκάνης της Μεσογείου φορτωμένο μικροαστούς συνταξιούχους, το δεύτερο μέρος περικλείει δυο παιδιά που αναζητούν αξιόπιστες απαντήσεις στις έννοιες ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα (ο μικροαστός Γκοντάρ βρίσκεται ακόμα εκεί) και το τρίτο και τελευταίο επισκέπτεται (μέσα από πρωτογενές υλικό άλλων) 6 σταθμούς του μεσογειακού πολιτισμού, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Οδησσό (με αναφορά στο «Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν), την Ελλάδα, τη Νάπολη και την Βαρκελώνη. Αρες, μάρες, κουκουνάρες...

Παίζουν: Πάτι Σμιθ, Ελιζαμπέτ Βιταλί, Αλέν Μπαντιού, Κριστιάν Σινιγκέρ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ελβετία (2010).


ΤΖΙΜ ΛΟΟΥΤΣ
«Πορτοκάλια στον ήλιο»

Ενα πολύ δυνατό ιστορικό θέμα. Ο βίαιος χωρισμός παιδιών από τους γονείς τους και η μαζική απέλαση αυτών των παιδιών, αποκλειστικά από την εργατική τάξη, προς άλλους τόπους, εν προκειμένω εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας, στη μακρινή Αυστραλία, όπου φαίνεται είχε ανάγκη από εργατικά χέρια, έστω και παιδικά, για σκληρή ΑΠΛΗΡΩΤΗ εργασία! Παρεμφερή εγκλήματα βίαιου χωρισμού παιδιών και γονιών (και μόνο από φτωχά λαϊκά στρώματα) διαπράχθηκαν, νομίμως, (sic), σε ευρωπαϊκές χώρες, κάστρα της αστικής δημοκρατίας, όπως η Σουηδία, με τους νόμους της σοσιαλδημοκρατίας περί καταναγκαστικής στείρωσης, για παράδειγμα. Το εκπληκτικά δυνατό και πολύπλευρα επίκαιρο θέμα έπεσε στα χέρια μιας φοβικής σκηνοθεσίας, που αποποιείται ευθύνες άλλες πέραν της «αντικειμενικής» παράθεσης των ιστορικών γεγονότων - κι αυτά, συνοδευόμενα από «πολιτικώς ορθά» μισόλογα και σχόλια. Δηλαδή η ταινία ανάγεται σε δακρύβρεχτο, αστυνομικής χροιάς, θέμα και θάβεται υπό το βάρος της «συμφιλίωσης» με το παρελθόν, όποιο κι αν είναι αυτό! «Θάβοντας» το θέμα, θάβονται και οι όποιες δυνατότητες απογείωσης της αφηγηματικής έκφρασης και μένει μόνο το θλιβερά άχρωμο και υποτονικό κατασκεύασμα που έχουμε μπροστά μας.

Ενα βράδυ του 1986 στο Νότινχαμ της Αγγλίας, η κοινωνική λειτουργός Μάργκαρετ Χάμφρεϊς δέχεται την επίσκεψη μιας απελπισμένης γυναίκας που της ζητά να βρει μόνο «ποια είναι». Η γυναίκα λέει πως ήταν 4 χρονών όταν την έβαλαν σε ένα πλοίο μαζί με πολλά άλλα παιδιά για την Αυστραλία όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα ορφανοτροφείο. Η Μάργκαρετ δεν ξέρει αν θα πρέπει να την πιστέψει, μέχρις ότου βρίσκεται μπροστά σε μια άλλη ίδια ιστορία. Ταξιδεύει στην Αυστραλία και ανακαλύπτει ότι οι ιστορίες πολλαπλασιάζονται, γίνονται δεκάδες, εκατοντάδες και χιλιάδες. Ανακαλύπτει ότι όντως πραγματοποιήθηκαν μαζικές απελάσεις ανηλίκων. Παιδιών εκτός γάμου ή άπορων οικογενειών, στα οποία ειπώθηκε ότι οι γονείς τους πέθαναν ενώ η κυβέρνησή τους τους υποσχόταν ήλιο και πορτοκάλια στην Αυστραλία. Αντί γι' αυτό, η παιδική ζωή τους ξοδεύτηκε στην καταναγκαστική εργασία και πνίγηκε στα τραύματα και τα αγεφύρωτα συναισθηματικά κενά.

Ο Τζιμ Λόουτς - γιος του Κεν Λόουτς - στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, μετά από πλήθος τηλεοπτικών σειρών, δεν αποδεικνύεται σε θέση να ξεχωρίσει τη διακριτικότητα από την ανωνυμία και την απουσία προσωπικού στίγματος. Ακουμπώντας στη σίγουρη δύναμη του θέματος, στη δακρύβρεχτη ερμηνεία της Εμιλι Γουότσον και στην μεμψίμοιρη φωτογραφία, η ταινία είναι μια φθαρμένη εικόνα αυτού που θα μπορούσε να είναι... Μια ταινία στατική για μια ιστορία ακινητοποιημένη από την έλλειψη θέλησης να φέρει τα πάνω - κάτω. Το σενάριο της ταινίας είναι γραμμένο από την Σκωτσέζα Rona Munro, σεναριογράφο του «Ladybird Ladybird», ενός από τα καλύτερα φιλμ του Κεν Λόουτς για την ιστορία μιας γυναίκας που της παίρνουν τα παιδιά. Το θέμα συγγενές, αλλά εδώ πολλαπλάσιο, σε 130.000 και βάλε μετριούνται τα παιδιά - θύματα των απελάσεων, για το καλό τους βέβαια!

Παίζουν: Εμιλι Γουότσον, Χιούγκο Γουίβινγκ, Ντέιβιντ Γουένχαμ, Τάρα Μορίς κ.ά.

Παραγωγή: Μεγ. Βρετανία, Αυστραλία (2010).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ