Ενημερώνουμε επίσης για τη διεξαγωγή του 7ου Διεθνούς Φεστιβάλ Animation (κινουμένων σχεδίων) της Αθήνας που θα λάβει χώρα στους χώρους της «Ταινιοθήκης της Ελλάδας». Το φεστιβάλ ξεκινά σήμερα 1ητου Μάρτη και διαρκεί έως και την επόμενη Τετάρτη 7 του μήνα. Στη φετινή διοργάνωση τιμώμενη χώρα είναι η Τσεχία με εκτεταμένο αφιέρωμα σε παλαιότερες, αλλά και πρόσφατες παραγωγές animation, ενώ τιμώμενος καλλιτέχνης είναι ο Γερμανός Thomas Bertels. Σε αυτό το 7ο Φεστιβάλ κινουμένων σχεδίων διαγωνίζονται 79 παραγωγές μικρού μήκους, 60 σπουδαστικές, 19 ελληνικές και το σύνολο των 21 συμμετοχών στο τμήμα «Πανόραμα». Το εισιτήριο για τις προβολές της απογευματινής ζώνης (17.30-19.30) ανέρχεται σε 5 ευρώ για 2 άτομα, ενώ για τη βραδινή ζώνη (19.30-23.30) είναι 5 ευρώ κατ' άτομο. Για περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για το πρόγραμμα προβολών απευθυνθείτε στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδας».
Παίζουν: Πιέρ Μπατσέφ, Σιμόν Μαρέιγ, Χάιμε Μιραβίλες, Σαλβαδόρ Νταλί και Λουίς Μπουνιουέλ.
Παραγωγή: Γαλλία (1929).
Παίζουν: Γκαστόν Μοντό, Λιά Λις, Μαξ Ερνστ, Πιέρ Πρεβέρ, Καριδάδ ντε Λαμπερντέσκ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1930).
Στη χλιαρή θαλπωρή του καλοκαιρινού Οσλο ο, αποφασισμένος να τελειώνει με τη ζωή του, Αντερς, θα προσπαθήσει για ύστατη φορά, να επαναδιαπραγματευτεί την ποιότητα της ζωής του, την ποιότητα των δεσμών του με το έμψυχο υλικό της πόλης. Με τους φίλους, τους γονείς, την αδελφή του, τις παλιές του κοπέλες και τις καινούργιες γνωριμίες... Η συμπυκνωμένη αυτή μέρα συνιστά τον επίλογο της ζωής του και το θέμα της ταινίας του Τρίερ. Γιατί κάθε συνάντηση φέρνει στην επιφάνεια θέματα, υποθέματα και συνειρμούς που όλα αυτά μαζί συνθέτουν την εικόνα μιας κοινωνίας που διέπεται από αξίες, αρχές και ανθρώπινες σχέσεις σε αδιέξοδο. Φτάνει να δούμε τον Αντερς σαν οργανική μονάδα, αλλά και προϊόν μιας κοινωνίας που θεωρεί φυσιολογικό σήμερα να πηγαίνει η πριγκίπισσα Μέτε-Μάριτ (η κοινή θνητή που παντρεύτηκε ο πρίγκιπας του θρόνου) σε ρέιβ πάρτι με παρέα χρήστες ναρκωτικών, για να καταλάβουμε την ευκολία, με την οποία κάποιος θα στραφεί στη διέξοδο των παραισθησιογόνων. Κι εύλογα αναρωτιέται κανείς για το πού και πώς οριοθετεί η διαλλακτική Νορβηγία από τη μια τη βασιλική αυλή και από την άλλη τους χρήστες; Πού και πώς, οριοθετείται η καθημερινότητα που βιώνουμε θέλοντας και μη και αυτή που θα θέλαμε να ζήσουμε;
Ο Τρίερ δεν αφηγείται απλά τη ζωή ενός ναρκομανούς. Σκιαγραφεί ένα υπαρξιακό και ηλεκτρισμένο πορτρέτο ανίατης μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Και ενσωματώνει σ' αυτό την πρόκληση προς το θεατή να ερευνήσει τις επιλογές που έχει ο Αντερς... και ο κάθε Αντερς που πνίγεται με την αποξένωση, την υποκρισία, το εφήμερο, τους συμβιβασμούς. Σε ολόκληρο το φιλμ περιγράφεται με εκκωφαντική τραγικότητα η «αποκόλληση» σε ό,τι κρατά το σύγχρονο κόσμο και αυτούς που τον κατοικούν. Παρότι, όλα τα ευχάριστα στη ζωή μοιάζουν να ανοίγονται προσβάσιμα μπροστά του, ο Αντερς όσο και αν προσπαθεί αδυνατεί να βρει εκείνο το είδος της συγκολλητικής ουσίας που δένει βαθιά τα πράγματα μεταξύ τους. Εκτός από την ουσία, λείπουν και οι τεχνικές πολιτισμικής συγκόλλησης σε μια μεθοδευμένα, αυτιστική κοινωνία.
Ο Τρίερ ακολουθεί το βουβό, εσωτερικό μονόλογο του Αντερς στο ταξίδι της μακράς του μέρας προς τη νύχτα, έναν μονόλογο ευαίσθητο και κυνικό και μια μοναξιά που κάθε φορά ταλαντεύεται αλλά καταλήγει όλο και πιο στέρεη κι έχει αμιγώς κοινωνική βάση και υπόκειται σε σχέσεις διαλεκτικής. Καίτοι νέος, ο Τρίερ φαίνεται πολύ σίγουρος τόσο ως προς τη γλώσσα της οπτικής του όσο επίσης και τον προσωπικό του τόνο. Πολύ καλή ταινία που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει σπουδαίο διδακτικό υλικό, στα πλαίσια εκστρατείας κατά της ναρκω-κουλτούρας.
Παίζουν: Αντερς Ντάνιελσεν Λι, Χανς Ούλαβ Μπρένερ, Πέτερ Βιντ Κρίστιανσεν, Γιοχάνε Σιέλεβικ Λεντάνγκ, Εμιλ Λουντ, κ.ά.
Παραγωγή: Νορβηγία (2011).
Το βιβλίο του Τόμσον τυπώθηκε πολύ μετά την εποχή που γράφτηκε. Διαπνέεται από την απέχθεια του συγγραφέα για τις δυνάμεις που ανελέητα κατέστρεψαν τη χώρα που αγάπησε και τη μετέτρεψαν σε τουριστικό παράδεισο. Αλλά, στην πνιγμένη στο ρούμι ταινία, ούτε οι ιθαγενείς περιγράφονται με θετικότερα χρώματα. Βίαιοι και ανισόρροποι, ζουν από τα στοιχήματα αιματηρών κοκορομαχιών και βουντού. Και μολονότι ο Τζόνι Ντεπ βρίσκεται κατά κανόνα στο κέντρο κάθε σκηνής, είναι οι δυνατοί, οι δεύτεροι ρόλοι που λειτουργούν σαν μοχλοί εξέλιξης της αφήγησης. Ο φωτογράφος λόγου χάρη και ο αουτσάιντερ, σουηδικής καταγωγής, που ακούει σε βινύλιο τους λόγους του Χίτλερ αποτελούν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που έχουν όμως μείνει ανεκμετάλλευτα. Οχι ότι ο Πολ Κεμπ δεν είναι ενδιαφέρων, αλλά εξαρχής μοιάζει να μην έχει σταθερό περίγραμμα. Πάντως, ραχοκοκαλιά αποκτά προς το τέλος της ταινίας, όταν βάζει στόχους, όταν δείχνει αποστροφή στους συμβιβασμούς και θέληση να αλλάξει.
Απλά χαριτωμένη κωμωδία, ένα κουβάρι από φάρσες και αστεία, μαριναρισμένη στο ρούμι, χωρίς να εστιάζει κάπου ιδιαίτερα, άρα χωρίς ουσιαστική δύναμη για απογείωση!
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Αμπερ Χερντ, Ααρον Εκχαρτ, Τζιοβάνι Ρίμπιζι, Αμόρι Νολάσκο, Ρίτσαρντ Τζένκινς κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Ταινία άνιση, άχρηστη και κακή. Ανιση, γιατί, η αντικειμενικής βάσης ιστορία στην Γαλλία υπερέχει παρασάγγας από εκείνη του Καναδά. Η πρώτη εκτυλίσσεται σε ένα μουντό, σαν τις δυσκολίες της βιοπάλης, Παρίσι - εξαίρετα τα σκηνικά και κοστούμια - με την ερμηνευτικά ικανή Βανέσα Παραντί, στο ρόλο της υπερπροστατευτικά κτητικής μάνας «κουράγιο» που περνά την δική της ζωή μέσα από την ύπαρξη του «δακτυλοδεικτούμενου» παιδιού της. Ο πετυχημένος, διεθνής DJ του Μόντρεαλ μάλλον, πάσχει από μικροαστική ανία ... Και για να εκληφθεί η ανία, ή, οι δυσκολίες ενός χωρισμού, ως πρόβλημα που, πέραν του DJ και της πρώην συζύγου του, αξίζει να απασχολήσει - έστω και για τον ελάχιστο αυτό κινηματογραφικό χρόνο - και τον θεατή, πρέπει οπωσδήποτε να χτιστεί δραματουργικά η ιστορία με μπετόν αρμέ και όχι με άχυρα και ξύλα - σαν τα τρία γουρουνάκια του παραμυθιού.
Αφελές και ομιχλώδες, αδιάφορο και απογοητευτικό, το ετερόκλητο αυτό μείγμα γκροτέσκου μυστικισμού. Η θολή, μανιερίστικα επιτηδευμένη σκηνοθεσία του κάδρου, οι αβαθείς παραπομπές στην μοίρα, στην ζωή, στον έρωτα και την αγάπη, κυρίως όμως η αδόκιμη - από όποια πλευρά - διαχείριση της σύνδεσης των δύο ιστοριών, οδηγούν - στην καλύτερη περίπτωση - στο συμπέρασμα ότι ο σκηνοθέτης άλλα ήθελε κι αλλιώς του βγήκαν. Από την ταινία αυτή μην περιμένετε να δείτε ούτε καναδέζικο σινεμά της λογικής της αποδόμησης α λα Ατόμ Εγκογιάν, ούτε φημισμένο παρισινό καφέ του «υπαρξισμού» που παραπέμπει τους συνειρμούς ο τίτλος.
Παίζουν: Βανέσα Παραντί, Κέβιν Παράν, Ελέν Φλοράν, Εβλίν Μπροσί κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Καναδάς (2011).