ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 7 Νοέμβρη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
Υπέρ των ΜΕΓΑΛΟεχόντων...

40% και περισσότερο, ήτοι περίπου 140 δισ. δραχμές, από το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των φορολογικών ρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο, θα το καρπωθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα «αφεντικά» τους, όπως προκύπτει από την Εισηγητική Εκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους

Στους μεγαλοέχοντες η μερίδα του λέοντος από τις φοροελαφρύνσεις του προϋπολογισμού 2001
Στους μεγαλοέχοντες η μερίδα του λέοντος από τις φοροελαφρύνσεις του προϋπολογισμού 2001
Τρελά λεφτά, ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών, χαρίζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στους εμποροβιομηχάνους με το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή και συνοδεύει τον προϋπολογισμό του 2001, συμβάλλοντας έτσι σε μια νέα λεόντεια αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των κεφαλαιούχων. Την αλήθεια αυτή, που την είχε επισημάνει ο «Ρ» από την πρώτη στιγμή, επιβεβαιώνει σήμερα το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών με την Εκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνοδεύει το φορολογικό νομοσχέδιο.

Οι σημαντικότερες από τις κυβερνητικές ρυθμίσεις, που κινούνται στον αστερισμό της αναδιανομής του δημόσιου χρήματος, προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων και των μεγαλοκατεχόντων, προβλέπουν:

  • Μείωση από 40% σε 35% του συντελεστή φορολόγησης των ΑΕ που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο (φορολογική εξομοίωση των εισηγμένων και των μη εισηγμένων) και άλλες προκλητικές ρυθμίσεις που κάνουν για τις αλλοδαπές ανώνυμες εταιρίες και για τα στελέχη τους, οι οποίες θα προκαλέσουν απώλειες εσόδων 122 δισ. δρχ.
  • Αλλα 15 δισ. δραχμές, σε ετήσια βάση, είναι το κόστος της μείωσης του ανώτερου συντελεστή από 45% σε 40%. Και το ποσό αυτό θα το καρπωθούν οι μεγαλοεισοδηματίες, με ετήσιο εισόδημα πάνω από 17 εκατ. δραχμές.

Με δεδομένο ότι οι συνολικές δημοσιονομικές επιπτώσεις (απώλειες εσόδων) του νομοσχεδίου εκτιμώνται σε 350 δισ. δραχμές, προκύπτει ότι μόνο τα δύο παραπάνω μέτρα αντιπροσωπεύουν το 40% του συνολικού κόστους. Ομως και άλλα μέτρα, όπως η κατάργηση του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ), που θα κοστίσει 70 δισ. δραχμές - που από πρώτη ματιά φαίνονται αθώα και φιλολαϊκά - πρακτικά ενισχύουν τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, τα οποία κατά τεκμήριο παίρνουν, εκτός των άλλων, και μεγάλα στεγαστικά δάνεια και για φορολογικούς λόγους. Οι τόκοι των στεγαστικών δανείων εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.

Με λίγα λόγια, μόνο με τις ρυθμίσεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου η κυβέρνηση μοιράζει εκατοντάδες δισ. στους λίγους - εκπροσώπους του κεφαλαίου - και «ψίχουλα» στους πολλούς - τα λαϊκά στρώματα.

Οι κυριότερες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου

Σύμφωνα με την Εκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των φορολογικών αλλαγών ανέρχεται σε 350 δισ. δραχμές.

Από όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η κυριότερη επίπτωση - μείωση εσόδων ύψους 122 δισ. δραχμών σε ετήσια βάση - είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών των κερδών των Ανωνύμων Εταιριών που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο από 40% σήμερα σε 37,5% το 2001 και σε 35% το 2002. Οι μειωμένοι αυτοί συντελεστές ισχύουν και για τη φορολογία κερδών των αλλοδαπών εταιριών.

Υπάρχουν όμως και μειώσεις στην παρακράτηση φόρου των Ανωνύμων Εταιριών, ντόπιων και ξένων:

  • Μειώνεται από 40% σε 35% ο συντελεστής παρακράτησης φόρου που γίνεται στους τόκους που αποκτούν αλλοδαπές επιχειρήσεις χωρών με τις οποίες δεν υφίσταται σύμβαση για αποφυγή διπλής φορολογίας.
  • Μειώνεται ο συντελεστής παρακράτησης φόρου εισοδήματος των αλλοδαπών τεχνικών επιχειρήσεων που απασχολούνται με την εργοληπτική κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Οι συντελεστές αυτοί μειώνονται από 3,5% -4,8% και 10% σε 3,5%, 4,2% και 8,75%.
  • Μειώνεται ο συντελεστής παρακράτησης φόρου από 40% σε 35% για τα εισοδήματα (μισθοί από αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου) που προκύπτουν από ανώνυμες εταιρίες με μετοχές μη εισηγμένες στο ΧΑΑ.

Στο προκλητικό αυτό μέτρο πρέπει να προσθέσουμε και τα 15 δισ. δραχμές που θα κερδίσουν σε ετήσια βάση τα υψηλά εισοδήματα λόγω της μείωσης του ανώτατου συντελεστή φορολογίας φυσικών προσώπων από 45% σε 40% στα δύο επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο από άποψη κόστους μέτρο - εκτιμάται σε 90 δισ. δραχμές - είναι η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας κατά 5% για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το 2001 και θα φορολογηθούν το 2002.

Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε κάποια ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των ασθενέστερων τάξεων, αλλά αναπροσαρμογή με μεγάλη καθυστέρηση των φορολογικών κλιμακίων στις επιδράσεις του τιμαρίθμου. Και με την αφορμή, να σημειώσουμε ότι η ρύθμιση αυτή έχει το στοιχείο της κοροϊδίας. Τις περιόδους 1993-1997 και 1998-2000 τα φορολογικά κλιμάκια είχαν αποσυνδεθεί από τις εξελίξεις του πληθωρισμού, ο οποίος «έτρεχε» με περισσότερο από 50% και με αποτέλεσμα την καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων. Τώρα μοιράζουν μερικά «ψίχουλα» από... τα προεισπραχθέντα.

Ακολουθεί η κατάργηση του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (επιβολή συντελεστή 3% στις τοκοχρεολυτικές δόσεις), με εκτιμώμενο ετήσιο κόστος 70 δισ. δρχ. Τα τρία αυτά μέτρα «κοστίζουν» 282 δισ. δραχμές ή το 80,5% των συνολικών παρεμβάσεων.

Τα... λοιπά μέτρα αφορούν στις αλλαγές για τις φορολογικές μεταβιβάσεις γεωργικών εκτάσεων, με εκτίμηση κόστους 18 δισ. δραχμών. Σε 10 δισ. δραχμές εκτιμώνται οι μειώσεις φόρων λόγω τέκνων (για τρία η περισσότερα παιδιά), σε 15 δισ. δραχμές οι ρυθμίσεις στα τέλη χαρτοσήμου, σε 5 δισ. δραχμές οι εκπτώσεις δαπανών για αγορά εκπαιδευτικού λογισμικού.

Οργανωμένη η μεγάλη φοροδιαφυγή

Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία ελέγχων του 9μήνου 2000, η 1 στις 4 μεγάλες επιχειρήσεις επιδιδόταν στο «σπορ» της φοροδιαφυγής

Η μεγάλη φοροδιαφυγή γινόταν και συνεχίζει να γίνεται - και μάλιστα με οργανωμένο τρόπο - από τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως μαρτυρούν και τα επίσημα στοιχεία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) του υπουργείου Οικονομικών που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία των ελέγχων του ΣΔΟΕ, για το εννιάμηνο Γενάρης - Σεπτέμβρης 2000, μία στις τέσσερις μεγάλες επιχειρήσεις έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις (δηλαδή φοροδιαφεύγει), αφού διαπιστώθηκαν φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις για το 24,4% των μεγάλων επιχειρήσεων. Το ποσοστό αυτό, είναι διπλάσιο του μέσου ποσοστού φοροδιαφυγής, που προκύπτει (12,2%) για το σύνολο των επιχειρήσεων που ελέγχθηκαν.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί, ότι το ΣΔΟΕ δεν έδωσε απολογιστικά στοιχεία για το χρηματικό ύψος των παραβάσεων, ενώ ήταν αρκετά φειδωλός στους ελέγχους του σε μεγάλες και άλλες ειδικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις, οι οποίες διακινούν και τη μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων.

Πάντως, η κατηγοριοποίηση των ελέγχων από το ΣΔΟΕ δεν ενδείκνυται για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, αναφέρονται περισσότεροι από 21.000 έλεγχοι στη διακίνηση προϊόντων χωρίς να προσδιορίζεται και η ταυτότητα των εταιριών. Από τα αναλυτικά στοιχεία του ΣΔΟΕ, προκύπτει επίσης ότι το ποσοστό παραβάσεων για ενισχύσεις:

  • στην παραγωγή - μεταποίηση φτάνει σε 66,7%
  • στην αποθεματοποίηση σε 50%
  • στα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε 40%
  • στα πνευματικά δικαιώματα σε 36,4%.

Οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν σε ελεύθερους επαγγελματίες ανέρχονται σε 25,7%.

Χαμηλή παραβατικότητα εμφανίζουν ορισμένοι κλάδοι, αλλά σύμφωνα με το ΣΔΟΕ αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς σε ορισμένες κατηγορίες οι παραβάσεις δεν μπορούν να εντοπιστούν από ένα συνηθισμένο έλεγχο. Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρονται χαρακτηριστικά τα κέντρα διασκέδασης, μπαρ, καφετερίες με ποσοστό 16,8%, τα αλκοολούχα ποτά (11,1%), καύσιμα (8,7%), καπνικά (5,1%).

Ελεγχοι και ΦΠΑ

Ο ΣΔΟΕ επισημαίνει την καλή πορεία των κρατικών εσόδων από ΦΠΑ, θεωρώντας ότι είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας των ελεγκτικών μηχανισμών από όλες τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Τα έσοδα αυτά στο εννιάμηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη 2000 αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 1999 κατά 11,57% και ήταν πολύ πάνω από τον ετήσιο στόχο 6,5%. Αν τελικά, επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για την πορεία των εσόδων από ΦΠΑ σε ολόκληρο το 2000, που περιλαμβάνονται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2001, τότε τα έσοδα από ΦΠΑ φέτος θα είναι αυξημένα κατά 10%.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Ενστάσεις και από τους... βιομηχάνους

Ακόμα και οι βιομήχανοι, που το περασμένο διάστημα «μάζεψαν» τεράστια κέρδη, εμφανίζονται «προβληματισμένοι» για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2001. Ετσι, ενώ - με σχετική ανακοίνωσή του ΣΕΒ - χαρακτηρίζουν «θετικό» το γεγονός ότι φέτος ο προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός, διατυπώνουν την άποψη ότι το πλεόνασμα δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ριζικής αναδιάρθρωσης της σχέσης εσόδων - δαπανών, αλλά στηρίζεται απλώς στην πρόβλεψη ανόδου του ΑΕΠ κατά 5%, η οποία θα δημιουργήσει νέα μεγάλα φορολογικά έσοδα. Αν αυτό δε συμβεί, το πλεόνασμα εξαφανίζεται.

Σε ό,τι αφορά τα φορολογικά έσοδα, οι βιομήχανοι σημειώνουν ότι αυτά αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από ό,τι είχε προβλεφτεί, τονίζοντας ότι η φορολογία των επιχειρήσεων έφτασε στα 1.550 δισεκατομμύρια δραχμές έναντι των 1.051 που ήταν η πρόβλεψη. Και αφού αναφέρουν ότι οι επιχειρήσεις καλύπτουν πάνω από το 40% του συνόλου του φόρου εισοδήματος των εισοδημάτων που δηλώνονται στην Εφορία (αποσιωπώντας το γεγονός ότι στο σύνολο της οικονομίας τα φανερά τους κέρδη είναι μεγαλύτερα από τα εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων) ζητούν στη συνέχεια τη μείωση των συντελεστών φορολογίας των επιχειρήσεων (που η κυβέρνηση ήδη ανακοίνωσε ότι μειώνει).

Τα αυξημένα έσοδα από τους φόρους στα καύσιμα, αποτελεί ακόμα ένα επιχείρημα για τους βιομηχάνους να μειωθεί η φορολογία στα καύσιμα, όχι όμως για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά για το πετρέλαιο που χρησιμοποιεί η βιομηχανία. Στην ουσία... παραπανιούνται ότι η κυβέρνηση τούς... «έριξε», προβάλλοντας το επιχείρημα ότι «για άλλες κατηγορίες έχουν σωστά προϋπολογιστεί μέτρα ανακούφισης από τις αυξημένες τιμές του πετρελαίου», εννοώντας το πενιχρό «επίδομα» πετρελαίου που θα πάρουν ορισμένοι χαμηλόμισθοι.

Για τις πρωτογενείς δαπάνες, οι βιομήχανοι σημειώνουν ότι με βάση τον προϋπολογισμό προβλέπεται να αυξηθούν το 2001 κατά 7,9%, δηλαδή όσο και το 2000. Σ' αυτό το σημείο, οι βιομήχανοι κάνουν τις εξής παρατηρήσεις:

α) Με προβλεπόμενο πληθωρισμό 2,3%, η πραγματική αύξηση είναι της τάξεως του 6%, ταχύτερη δηλαδή από την προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ.

β) Είναι στατιστικώς βέβαιο ότι τελικά οι δαπάνες θα αυξηθούν ταχύτερα από την πρόβλεψη.

Με βάση αυτά, οι βιομήχανοι παρατηρούν ότι στην κατηγορία των δαπανών δεν υπήρξαν οι διαρθρωτικές εκείνες παρεμβάσεις που θα σηματοδοτούσαν την απαρχή της μείωσης και συνεχίζουν ότι οι δαπάνες παραμένουν υψηλές, έτοιμες να δημιουργήσουν εκ νέου ελλείμματα σε περίπτωση που απρόβλεπτες εξελίξεις μειώσουν τα έσοδα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ