Επίσης, πραγματοποιήθηκε χτες στις 20.30 και συνεχίζεται κανονικά ολόκληρη την εβδομάδα η προβολή της ταινίας «KUHLE WAMPE 'Η ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ». Είναι η δεύτερη ταινία που προβάλλεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Επιστημονικό Συνέδριο για τον Μπρεχτ που οργανώνει στις 27-28 Απρίλη 2013 η ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό. Η σκηνοθεσία της γερμανικής ταινίας «ΚΟΥΛΕ ΒΑΜΠΕ», που γυρίστηκε στη δίνη της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του '29, είναι του νεαρού Βούλγαρου κομμουνιστή Ζλάταν Ντούντοβ. Το σενάριο του φιλμ έγραψαν οι Μπέρτολτ Μπρεχτ και Ερνστ Οτβαλντ, αναμειγνύοντας μυθοπλασία, υλικό ντοκουμενταρίστικου τύπου, καθημερινές μαρτυρίες και «αγκίτ προπ», σε μια περίοδο που η ανεργία και η κοινωνική δυστυχία είχαν αγκυροβολήσει για τα καλά στις ζωές των ανθρώπων. Στην ταινία του Ντούντοβ, η επίδραση των νέων σοβιετικών κινηματογραφιστών του περίγυρου του Αϊζενστάιν είναι εμφανής. Ο Ντούντοβ σπούδασε κινηματογράφο στη Σοβιετική Ενωση, εκεί συνάντησε τον Αϊζενστάιν. Η συνάντηση αυτή, επηρέασε καθοριστικά τον τότε εκκολαπτόμενο σκηνοθέτη. Τεχνικές του μοντάζ, θέματα και μοτίβα του Αϊζενστάιν συναντώνται συχνά στη δουλειά του. Ο Ντούντοβ ήρθε στο Βερολίνο το 1922, φιλοξενούνταν από τον Φριτς Λανγκ και δούλευε στο θέατρο δίπλα στον Ερβιν Πισκάτορ. Τότε πρωτογνωρίστηκε με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και λίγο αργότερα με τον Αυστριακό συνθέτη Χανς Αϊσλερ που έγραψε μουσική - με ρόλο πάντα υποστηρικτικό - για τις περισσότερες ταινίες του σκηνοθέτη. Ντούντοβ και Αϊσλερ ήταν σύμφωνοι στο ότι η μουσική, φυσικά και πρέπει να χρησιμοποιείται σαν μέσο συναισθηματικής καθοδήγησης αλλά και, σαν μέσο διακοπής της δράσης καθώς και, σαν το σώμα που θα εισαγάγει στο έργο συγκεκριμένα διαπαιδαγωγικά στοιχεία...
Στην προβολή της ταινίας «ΚΟΥΛΕ ΒΑΜΠΕ», την Κυριακή στις 11.30, η είσοδος θα είναι ελεύθερη για το κοινό.
Η ιστορία βυθίζεται στην ομορφιά και την ησυχία που επιβάλλει το τοπίο και η ήρεμη καθημερινή ρουτίνα που επικαλύπτει την κόλαση που ζουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Κολομβίας από την τρομοκρατία των κυβερνητικών δυνάμεων. Στο επίκεντρο της ιστορίας - που παρέχει και πολύτιμες πληροφορίες εθνολογικού χαρακτήρα - είναι η δεκαεξάχρονη Αλίσια, που πηγαίνει να βρει το θείο της, αφού έκαψαν το χωριό της, «Σιμπέρια» το όνομά του. Ο σκηνοθέτης αργότερα υπαινίσσεται σαφέστατα ότι δράστες ήταν πράκτορες του κυβερνητικού στρατού. Ο θείος, ο Δον Οσκαρ, έχει το πανδοχείο «Λα Σίργκα», στις βαλτώδεις όχθες μιας ορεινής λίμνης των Ανδεων. Ο γιος του λείπει καιρό, κανείς δεν ξέρει πού... Το πανδοχείο ανακαινίζεται εν αναμονή τουριστών. Ο σκηνοθέτης μεταφέρει τη μονότονα δύσκολη αγροτική ζωή στα παράλια της λίμνης. Ενσωματώνει την Αλίσια στην καθημερινότητα και απομονώνει τους χαρακτήρες. Ετσι αισθανόμαστε τη δική τους αβεβαιότητα και τον τρόμο που παραμονεύει. Η Αλίσια υπνοβατεί, ίδια η μητέρα της και θάβει, σαν σε τελετουργικό, το αναμμένο κερί που κρατά στη γη. Ετσι ξορκίζει το κακό, έτσι θάβει το φόβο της.
Σε αυτό το οπτικό πλαίσιο σωρεύεται πάνω στο συναίσθημα της απώλειας και του άγχους κι ένα είδος τραγικής παραίτησης από πλευράς αγροτών, που αδιαφορούν για τον παράδοξο «λόφο» από βούρλα που μετατοπίζεται με παράλογο τρόπο στα νερά της λίμνης. Μέχρι την ώρα που η απειλή κάνει την εμφάνισή της στο πρόσωπο του ξαδέλφου που επιστρέφει στο πανδοχείο. Εχει επίδεσμο στο χέρι γιατί «άναψε τσιγάρο πλάι σε βενζίνη». Κατασκοπεύει άγρυπνα, πίσω από χαραμάδες και καλαμιές, τους πάντες, ειδικά τους συνδέσμους των ανταρτών στην περιοχή. Λέει αυθόρμητα ότι ο συνεταιρισμός ιχθυοκαλλιέργειας δεν μπορεί να λειτουργήσει «με αυτούς που πιστεύουν ότι όλα είναι για όλους». Λέει στην Αλίσια - με τρόπο σημαδιακό - να πάρει τον πατέρα του και να φύγουν γρήγορα απ' το χωριό. Εχει φαίνεται ολοκληρώσει το έδαφος για την επίθεση. Αυτή είναι η δουλειά των πρακτόρων, εξάλλου.
Στην ταινία τα «πολλά και εξαιρετικά» δε συμβαίνουν εντός κάδρου. Δεν δείχνονται, άρα δεν τα βλέπουμε... συμβαίνουν εκτός πεδίου... λαμβάνουν χώρα - μας διαβεβαιώνει η εξέλιξη της αφήγησης - μεταξύ δύο πλάνων ή ενοτήτων.
Εκτός από δύο εικόνες, μια στην αρχή και μια στο τέλος με τους παλουκωμένους αντάρτες, η βία και η σύγκρουση δεν εμφανίζονται ποτέ μπροστά στην κάμερα, ρητά και μετωπικά. Υφίστανται σταθερά αλλά εκτός κάδρου... Αυτό που σε μέγιστο βαθμό καθορίζει την αφηγηματική και τη δραματική πρόταση της ταινίας είναι οι ελλειπτικές αναφορές. Οσα «διαβάζει» ο θεατής για τα δρώμενα εκτός κάδρου συνιστά τη θέση του δημιουργού, δοσμένη λακωνικά και υπαινικτικά.
Δομικό, συστατικό στοιχείο της αφήγησης, ζωτικό και απαραίτητο, είναι ο ήχος, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς την εικόνα που χαρακτηρίζεται από εξαίρετη φωτογραφία και οικονομία του μοντάζ. Ο πόλεμος μεταφέρεται μέσα από ήχους. «Δεν είναι κεραυνός», λέει ο ξάδελφος, στο άκουσμα μιας μακρινής έκρηξης. Ο πόλεμος φτάνει στους χαρακτήρες σαν βρυχηθμός, σαν ηχώ από την άλλη μεριά του βουνού, μόνιμη απειλή. Πρόκειται, πράγματι, για ταινία ήχων, στην οποία οι διάλογοι, ο θόρυβος των αντικειμένων, οι ήχοι της φύσης αλλά κυρίως η σιωπή, διατηρούν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με την εικόνα. Η ταινία διέπεται από μια σταθερά παρούσα, ανήσυχη αντίθεση, ανάμεσα στην ηρεμία και την ησυχία της επιφάνειας και σ' αυτό που βλέπουμε, που δεν είναι αυτό που αισθανόμαστε... Μια απειλή που όλο και σιμώνει... Η ταινία, λοιπόν, καθορίζεται από την αντίστιξη αυτού που βλέπουμε και αυτού που δε βλέπουμε κι αφήνει αποτύπωμα έντονα αυθεντικό, εθνικό και ταυτόχρονα οικουμενικό.
Παίζουν: Φλοράλμπα Ατσικανόι, Χούλιο Σέζαρ Ρόμπλε, Χόγκις Σεουντίν Αριας, κ.ά.
Παραγωγή: Κολομβία, Γαλλία, Μεξικό (2012).
Η ταινία - η ιστορία της οποίας διαδραματίζεται στην παγωμένη Μόσχα του 1924 και προδιαθέτει για πολλαπλές αναγνώσεις, από παράλογη σατιρική ιστορία ως μανιώδη παραβολή της επανάστασης με πολιτικές και ψυχολογικές διαστάσεις - αποδίδει το γκροτέσκο, το μεγεθυμένα αλλόκοτο, των ιδεών του λογοτεχνικού κειμένου με κλασική αφήγηση σε ύφος ανέκφραστου νατουραλισμού. Ενας φημισμένος καθηγητής ιατρικής και ο νεαρός βοηθός του εγχειρίζουν μόσχευμα ανθρώπινης υπόφυσης από ένα νεκρό - αλκοολικό και ψιλοκακοποιό - προλετάριο σ' έναν αδέσποτο σκύλο, τον Σάρικ ο οποίος σταδιακά παίρνει και ανθρώπινη μορφή και ιδιότητες. Ο Σάρικ από ευγενικό και πεινασμένο αδέσποτο μετατρέπεται σε έναν γουρουνάνθρωπο. Παίρνει το αστείο όνομα Πολιγκράφ Πολιγκράφοβιτς Σάρικοφ και καταχωρείται ως προλετάριος στη Σοβιετική Ενωση της δεκαετίας του '20, ενώ μετατρέπει τη ζωή του επιστήμονα δημιουργού του σε κόλαση. Το πρώτο μέρος της ταινίας, πιο δυνατό από το δεύτερο, εμβαθύνει στο τι δημιουργεί κανείς, ποια τα δικαιώματα του δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του καθώς και σε σκέψεις για την επανάσταση και τις κοινωνικές τάξεις... Ο καθηγητής και ο βοηθός του είναι, τέλος, υποχρεωμένοι να αντιστρέψουν τη διαδικασία και να ξανακάνουν σκύλο τον άνθρωπο που ... ως σκύλος κάποιου ευπρεπούς κυρίου είναι πολύ περισσότερο ευχαριστημένος απ' ό,τι ως καινούργιος τύπος ανθρώπου... Στη σημερινή φάση δίνει την αίσθηση παρωχημένης σάτιρας, ίσως προς συζήτηση αλλά, τίποτα παραπάνω...
Παίζουν: Γιεβγένι Γιεβστίγκνεεφ, Νίνα Ρουσλάνοβα, Μπόρις Πλότνικοφ, Βλάντιμιρ Τολοκόνικοφ, Ρομάν Καρτσέφ, Ολγκα Μελίκοβα, Ανγκέλικα Νεβολίνα, κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1988).
Η ταινία βάζει από την αρχή πάμπολλα θέματα στο τραπέζι. Από την επαναφορά της «στολής», της «ποδιάς» των μαθητών για λόγους ισότητας, έως τη θεματική της ταινίας «ΘΕΩΡΗΜΑ» του Παζολίνι. Από τη σχέση δάσκαλου/μαθητή με αντικείμενο τη λογοτεχνία έως ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας, για τη φύση και τον τρόπο ύπαρξης του λογοτεχνικού έργου, το ρυθμό, το μέτρο, τις εικόνες, τις μεταφορές, τα σύμβολα και το μύθο... Στέκεται κριτικά στις καινούριες θεωρίες παιδαγωγικής διδασκαλίας, μιλά για κομφούζιο στο μυαλό των μαθητών, για την εμπορευματοποίηση της τέχνης υπαινισσόμενος ξεκάθαρα τον μεταμοντερνισμό και προτείνει την επιστροφή στους κλασικούς, στον Φλομπέρ, στον Ουγκώ, στον Μπαλζάκ για μια καινούρια αρχή. Σ' αυτό το επίπεδο αναφορών λειτουργεί η ταινία.
Ο λόγος, η φωνή off και οι ηθοποιοί είναι εργαλεία που καλούνται να υπηρετούν και όχι να υποδουλώνουν την κινηματογραφική εικόνα. Στην ταινία κυριαρχεί ο λόγος, ενώ η φωνή off του νεαρού εμποδίζει την εικόνα. Ο Οζόν δεν αξιοποιεί την απόσταση ή την αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που αναφέρει ο λόγος και σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Η φωνή off και η εικόνα αναπαράγονται συνέχεια και γίνονται ισοδύναμες. Σαν την ταινία που μπορεί να γυρίζει και να στριφογυρίζει αλλά δεν πάει πουθενά και αφήνει όλα τα θέματα που έβαλε στο τραπέζι ανοιχτά, να αιωρούνται...
Παίζουν: Φαμπρίς Λουκινί, Ερνστ Ούμχαουερ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Εμανουέλ Σενιέ, Μπαστιάν Ουγκετό, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2012).
Αλλο το «δράμα» κι άλλο τα δραματικά επινοήματα που αφορούν στην πλοκή του σεναρίου. Η ταινία επενδύει σε μια ιστορία που δίνει την αίσθηση της «μη πιστευτής», λόγω των χαρακτήρων στους οποίους στηρίζεται που εμφανίζονται περισσότερο ή λιγότερο ανισόρροποι, χωρίς κοινή λογική στην έκφραση της δράσης/αντίδρασης, κάτι στο οποίο δεν μπορούν να βοηθήσουν οι επαρκείς, συμπαθείς ηθοποιοί.
Ο νεαρός Σαμ καταχρεωμένος και στα πρόθυρα της απόλυσης φθάνει στο Λος Αντζελες για την κηδεία του πατέρα του, διάσημου μουσικού παραγωγού. Στον ίδιο δεν αφήνει άλλο εκτός από τη συλλογή του δίσκων βινυλίου, αλλά τον παρακαλεί να παραδώσει στην - άγνωστή του - ετεροθαλή αδελφή Φράνκι 150.000 δολάρια. Το δίλημμα του Σαμ, να κρατήσει τα λεφτά που έχει ανάγκη ή να τα δώσει στην άγνωστή του αδελφή, ανοίγει το δρόμο στην πραγματική πλοκή της ταινίας...
Παίζουν: Κρις Πάιν, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Ολίβια Γουάιλντ, Μισέλ Φάιφερ, Φίλιπ Μπέικερ Χολ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).