Eurokinissi |
Η συμφωνία αυτή, όπως και άλλες κινήσεις που γίνονται το τελευταίο διάστημα (π.χ. η ανάθεση στους εργαζόμενους στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά να ολοκληρώσουν, υπό την εποπτεία του Πολεμικού Ναυτικού, την κατασκευή τριών υποβρυχίων τύπου «214» και τον εκσυγχρονισμό ενός τύπου «209», εργασίες που τα προηγούμενα χρόνια είχαν βαλτώσει στα χέρια αραβογερμανικών μονοπωλίων, ενώ είχαν χρυσοπληρωθεί από τον ελληνικό λαό), αποδεικνύουν τις τεράστιες δυνατότητες που έχουν οι κατασκευαστικές αυτές μονάδες. Δείχνουν τις ικανότητες και την τεχνογνωσία του επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού δυναμικού τους να προσφέρουν στην άμυνα της χώρας, συνολικά στην ικανοποίηση των αναγκών του λαού και του τόπου.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η επίτευξη τέτοιων συμφωνιών αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης, που, στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, επισπεύδει διαδικασίες για την απαξίωση των μονάδων αυτών. Ενδεικτικά, και ειδικά για τα ΕΑΣ, πρέπει να τονιστεί ότι η κυβέρνηση προωθεί τη δραστική μείωση του προσωπικού τους, με τη μέθοδο της «εθελούσιας εξόδου», επιδιώκοντας να διευκολύνει την παράδοση και αυτής της υποδομής - φιλέτο σε επιχειρηματικούς ομίλους. Οι δε συμφωνίες, όπως αυτή με την αμερικανική ΑΤΚ, παίρνουν τελικά το χαρακτήρα «προίκας» στον υποψήφιο «επενδυτή» (δημοσιεύματα λένε ότι συζητείται η πώληση στη «RHEINMETALL»).
Υπενθυμίζεται ότι έχουν προηγηθεί ρυθμίσεις («πέρασαν» από τη Βουλή ως μέρος της συμφωνίας με την τρόικα) για διάσπαση των ΕΑΣ σε δύο τμήματα, το πολιτικό και το στρατιωτικό. Στο πολιτικό πέρασαν οι θυγατρικές των ΕΑΣ, η «Ηλεκτρομηχανική Κύμης» (οι εργαζόμενοι εκεί είναι απλήρωτοι περίπου 18 μήνες) και η «Μεταλλουργική Βιομηχανία Ηπείρου», οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς εκκαθάρισης. Στο στρατιωτικό πέρασαν τα πέντε εργοστάσια που παράγουν όπλα και πυρομαχικά.
Το δε σχέδιο αναδιάρθρωσης που εγκρίθηκε για τα ΕΑΣ, με την ψήφο και του εκπροσώπου των εργαζομένων στο ΔΣ της εταιρείας, προβλέπει να κλείσουν τα εργοστάσια Μάνδρας (με περίπου εκατό εργαζόμενους) και Ελευσίνας (με πενήντα εργαζόμενους), να μείνουν μόνο τα εργοστάσια Υμηττού, Λαυρίου και Αιγίου, με λιγότερους εργαζόμενους μέσω της εθελουσίας εξόδου.
Πρόκειται για πορεία στοχευμένης συρρίκνωσης της εταιρείας, στην προοπτική της τμηματικής ιδιωτικοποίησης, ενδεχόμενα και με λουκέτο στις περισσότερες εγκαταστάσεις, όπως κατήγγειλε άλλωστε το ΚΚΕ, πρόσφατα, σε σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής.
Ακόμα πιο μακριά από το στόχο του 2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κινήθηκε ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τον Ιούλη του 2014, υποχωρώντας στο 0,4% (από 0,5% τον Ιούνη) και φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβρη του 2009, οπότε και είχε διαμορφωθεί στο 0,1%. Η συγκεκριμένη εξέλιξη μάλιστα καταγράφεται παρά τα μέτρα «χαλάρωσης» της νομισματικής πολιτικής που πήρε στις αρχές Ιούνη η ΕΚΤ με στόχο την ενίσχυση της καπιταλιστικής ανάκαμψης και την άνοδο του πληθωρισμού (με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού, επιβολή αρνητικού επιτοκίου στις καταθέσεις των τραπεζών, πρόγραμμα παροχής φθηνών δανείων κ.ά.).
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χτες, η Eurostat εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο - 1% στον τομέα της ενέργειας (από 0,1% τον Ιούνη), στο - 0,3% στα τρόφιμα - ποτά - καπνικά προϊόντα (από - 0,2%), στο 0% στα μη ενεργειακά βιομηχανικά προϊόντα (από - 0,1%) και στο 1,3% στις υπηρεσίες (αμετάβλητο).
Πλέον, το ενδιαφέρον στρέφεται στην επόμενη συνεδρίαση, την ερχόμενη Πέμπτη, του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, το οποίο έχει αποφασίσει ότι είναι «έτοιμο» να προχωρήσει, «εφόσον χρειαστεί», σε νέα μέτρα διοχέτευσης ρευστότητας, προκειμένου να στηριχτεί η οικονομία της Ευρωζώνης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve) των ΗΠΑ συνέχισε το «ψαλίδισμα» του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» που εφαρμόζει, μειώνοντας κατά επιπλέον 10 δισ. δολάρια τις μηνιαίες αγορές ομολόγων, στα 25 δισ. δολάρια. Το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» είχε ξεκινήσει το Σεπτέμβρη του 2012, με αγορές ομολόγων 85 δισ. δολαρίων το μήνα, ενώ το «ψαλίδισμα» (tapering) κατά 10 δισ. δολάρια το μήνα ξεκίνησε το Γενάρη του 2014, με στόχο τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων φέτος τον Οκτώβρη. Στην ανακοίνωσή της η Fed βέβαια ξεκαθαρίζει ότι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα «για σημαντικό διάστημα μετά από τη λήξη του προγράμματος αγοράς παγίων».
Την ίδια ώρα, μετά από τις ανακοινώσεις του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ ότι το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε με ρυθμό 4% στο β' τρίμηνο του 2014 (έναντι της μείωσης κατά 2,1% στο πρώτο τρίμηνο), η Fed αναβάθμισε την αξιολόγησή της για τον πληθωρισμό, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι κινείται «κάπως πιο κοντά» στο στόχο του 2%. Υπογραμμίζει ωστόσο πως μια σειρά δεικτών καταδεικνύουν πως υπάρχει ακόμα «σημαντική αδυναμία» στην αγορά εργασίας.
Θετικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ στα τρία τελευταία τρίμηνα του 2014 «βλέπει» το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), εκτιμώντας ότι η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 0,6%. Ειδικότερα, για το β' τρίμηνο του 2014 εκτιμά αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4%, στο γ' τρίμηνο κατά 1,2% και στο δ' τρίμηνο κατά 1,9%.
Το ΚΕΠΕ κάνει λόγο για «συνθήκες σταθεροποίησης που επικρατούν στην ελληνική οικονομία», οι οποίες απορρέουν κυρίως από τη «σταδιακή εδραίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας», την υλοποίηση των αντιλαϊκών «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και από την «προοδευτική ομαλοποίηση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού κλάδου».
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω με μια πιο «ευνοϊκή πορεία των εξαγωγών (...) μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και ενδυνάμωσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας», τη «μετάβαση από αρνητικούς σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής των επενδύσεων, μέσω κυρίως της αποκατάστασης των συνθηκών ρευστότητας και χρηματοδότησης, αλλά και της περαιτέρω βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος βάσει της προώθησης των σχετικών μεταρρυθμίσεων».
Ως στοιχεία που μπορεί να λειτουργήσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση σημειώνει «γεωπολιτικούς παράγοντες, όπως η κρίση στην Ουκρανία και η κλιμάκωση των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή», καθώς και «τυχόν εγχώριες εξελίξεις που θα σηματοδοτήσουν καθυστερήσεις και αγκυλώσεις στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Αύξηση 0,8% στη συνολική διακίνηση επιβατών στο δ' τρίμηνο του 2013 στα ελληνικά λιμάνια καταγράφουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, έναντι μείωσης 1,3% που είχε καταγραφεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2012 προς το 2011. Σε ό,τι αφορά τη συνολική διακίνηση εμπορευμάτων, η αύξηση το δ' τρίμηνο του 2013 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012 φτάνει στο 6,5%, έναντι αύξησης 15,7% που καταγράφεται στην αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2012 προς το 2011.
Σε ό,τι αφορά τα απόλυτα νούμερα, οι επιβάτες που διακινήθηκαν στα ελληνικά λιμάνια στο δ' τρίμηνο του 2013 ήταν 6,35 εκατομμύρια (έναντι 6,30 εκατομμυρίων στο ίδιο τρίμηνο του 2012), ενώ η διακίνηση εμπορευμάτων έφτασε τα 33,32 εκατομμύρια τόνους (έναντι 31,27 εκατομμύρια τόνους το αντίστοιχο διάστημα του 2012).
Σε αντίστοιχα επίπεδα με αυτά του πρώτου 5μήνου του 2013 καταγράφεται ο όγκος των λιανικών πωλήσεων στο ίδιο διάστημα φέτος (Γενάρης - Μάης 2014), παρουσιάζοντας μια οριακή αύξηση 0,4%, ενώ ο τζίρος των πωλήσεων στο αντίστοιχο διάστημα εμφανίζει μείωση 2,8%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο 5μηνο του 2014, σε ό,τι αφορά στις επιμέρους κατηγορίες καταστημάτων, τη μεγαλύτερη πτώση στον όγκο των πωλήσεων εμφανίζουν τα πολυκαταστήματα (- 13,3% σε σχέση με το πρώτο 5μηνο του 2013) και ακολουθούν: έπιπλα - ηλεκτρικά είδη - οικιακός εξοπλισμός (- 7,8%), φαρμακευτικά - καλλυντικά (- 6,8%), τρόφιμα - ποτά - καπνός (- 4%) και τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (- 0,8%).
Αντίθετα, ανάκαμψη του όγκου των πωλήσεων εμφανίζουν τα βιβλία - χαρτικά - λοιπά είδη δώρων (7,1%), η ένδυση - υπόδηση (5,1%) και τα καύσιμα - λιπαντικά αυτοκινήτων (2,4%).
Στο 3,41% διαμορφώθηκε τον Ιούνη του 2014 το «επιτοκιακό περιθώριο» των τραπεζών, η «ψαλίδα» δηλαδή ανάμεσα στα επιτόκια του συνόλου των νέων δανείων που χορήγησαν οι τραπεζικοί όμιλοι με αυτά του συνόλου των νέων καταθέσεων της πελατείας τους (έναντι 3,87% το Μάη).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων, προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, διαμορφώθηκε τον Ιούνη στο 4,92% (έναντι 5,46% το Μάη), ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων στο 1,51% (έναντι 1,59% το Μάη).