Η κυβέρνηση της ΝΔ, αξιοποιώντας το σκάνδαλο των υποκλοπών στο οποίο να σημειωθεί ότι εμπλέκεται άμεσα, φέρνει αυτό το νομοσχέδιο για να εισαγάγει ακόμα πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις σε βάρος του λαού και των δικαιωμάτων του, με την ενίσχυση του αστικού κράτους, των υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής.
Ενδεικτικά οι ρυθμίσεις του προβλέπουν αναβάθμιση του ρόλου της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας», όρο με τον οποίο συμφωνούν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ και που στην πραγματικότητα διασφαλίζει τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης και αφορά όχι μόνο τον εξωτερικό εχθρό, όπως αυτός ορίζεται και με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά, σταθερά και τον ίδιο τον «εχθρό λαό», το λαϊκό κίνημα.
Διευρύνεται περαιτέρω και η παρακολούθηση για λόγους διακρίβωσης και άλλων εγκλημάτων, προσθέτοντας σε αυτές πλήθος αδικήματα του Ποινικού Κώδικα. Για την ακρίβεια, η πλειοψηφία των κεφαλαίων του Ποινικού Κώδικα εισάγονται ως λόγοι άρσης του απορρήτου.
Για τα πολιτικά πρόσωπα η υποτιθέμενη ειδική διαδικασία που θα προβλέπεται επιβεβαιώνει και εδώ ότι όλοι είναι υπό παρακολούθηση για «λόγους εθνικής ασφάλειας».
Ως προς την πολυσυζητημένη ενημέρωση του παρακολουθούμενου, η ενημέρωση θα γίνεται υπό τη γνωστή και για χρόνια «δοκιμασμένη» προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση, ενώ ο παρακολουθούμενος θα ενημερωθεί, αν ποτέ γίνει αυτό, μετά από 3 χρόνια.
Για τα κατασκοπευτικά λογισμικά και συσκευές και τις ρυθμίσεις της δήθεν απαγόρευσης της εμπορίας και διάθεσής τους, το κράτος μπορεί κανονικά να προμηθεύεται και να χρησιμοποιεί λογισμικά και συσκευές, ενώ με βάση και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τα μέσα αυτά όχι απλά δεν απαγορεύονται, αλλά με τον πλέον επίσημο τρόπο νομιμοποιούνται στα χέρια των κρατικών αρχών και μυστικών υπηρεσιών. Τώρα απλά η ΕΥΠ παίρνει τα κλειδιά για να αποφασίζει αυτή ποια λογισμικά και συσκευές είναι «απαγορευμένα» και ποια όχι. Δηλαδή το κράτος θα ανοιγοκλείνει τις «πόρτες» διακίνησης λογισμικών και συσκευών, ανάλογα και με τους ανταγωνισμούς με άλλα κράτη, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και συμμαχίες.
Ομιλία πραγματοποίησε χτες βράδυ ο πρ. πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς με αφορμή την έναρξη λειτουργίας ιδρύματος που φέρει το όνομά του.
Παρόντες οι Κυρ. Μητσοτάκης και Κ. Καραμανλής, υπουργοί (π.χ. Εξωτερικών, Αμυνας, Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Υποδομών, Παιδείας, Υγείας, Τουρισμού κ.ά.), ο πρέσβης των ΗΠΑ, Τζορτζ Τζέιμς Τσούνις, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά και πρόεδρος τότε του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλος, οι επίσης προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ Μιχ. Χρυσοχοΐδης και Γ. Μανιάτης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ.ά.
Καταφέρθηκε εναντίον «εθνομηδενιστών», «δικαιωματιστών» και «ψευτοπροοδευτικών», της «παράνομης» μετανάστευσης, της «εργαλειοποίησης» του ζητήματος από την Τουρκία, της «απαράδεκτης άποψης ότι η λύση στο δημογραφικό μπορεί να συνδέεται με το Μεταναστευτικό» κ.λπ.
Υπερασπίστηκε τις «μεταρρυθμίσεις που παραμερίζουν κρατισμό και συντεχνίες», ενώ επέμεινε ότι στη ΝΔ δεν πρέπει να στέκονται «ενοχικοί» απέναντι σε αυτούς «που ηττήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου». Αλλωστε, επέμεινε ότι η ΝΔ είναι η παράταξη «της Δεξιάς και του πατριωτικού Κέντρου», εγγυάται την «πολιτική σταθερότητα» και κάλεσε τα στελέχη του κόμματος να δώσουν τη «μάχη ενωμένοι για τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν». Ειδικά σε ό,τι αφορά την «πολιτική σταθερότητα» παρέπεμψε και ως υπόδειγμα στη συγκυβέρνησή του με το ΠΑΣΟΚ, επί Ευ. Βενιζέλου, έως το 2015.
Στο μεταξύ, εκφράζοντας αστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και την πρεμούρα της ντόπιας αστικής τάξης να αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά μέσω της εμπλοκής σε επικίνδυνα σχέδια, ως «πρωτοπαλίκαρο», για τον ενεργειακό σχεδιασμό των ΗΠΑ, με υπαινιγμούς για τη Γερμανία, στηλίτευσε το γεγονός ότι υπήρξαν «ψευδαισθήσεις πολλών πολιτικών ηγεσιών» στην ΕΕ, που «πίστευαν ότι το φτηνό ρώσικο αέριο θα εξασφάλιζε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας», απαξιώνοντας τα δυνητικά κοιτάσματα Ελλάδας και Κύπρου. Συνέπεια ήταν η ευρωενωσιακή οικονομία να είναι εξαρτημένη από το ρωσικό καύσιμο, εξ ου και σήμερα «απειλείται η Ευρώπη με αποβιομηχάνιση λόγω της ακριβής Ενέργειας».
Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε ότι όταν οι Τούρκοι ξεκίνησαν τις προκλήσεις (το 2020), οι Ευρωενωσιακοί δεν έδειξαν «αλληλεγγύη» σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά αντίθετα «συνιστούσαν ψυχραιμία και διάλογο, δηλαδή σιωπηλή αποδοχή των τετελεσμένων του πειρατή». «Κάποιοι θέλουν να μας σύρουν σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία για να μοιράσουμε τα δικά μας, να μας σύρουν στις Πρέσπες του Αιγαίου», όπως είπε. Σημειωτέον, στηλίτευσε ξανά τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ επιτέθηκε και στον Αλβανό πρωθυπουργό, Ε. Ράμα, για δηλώσεις του σχετικά με το πώς μπήκε η ελληνική οικονομία στο ευρώ.
Στον αντίποδα, επαίνεσε χειρισμούς όπως τη «Στρατηγική Συνεργασία» με τη Γαλλία, τις αγορές γαλλικών όπλων, την ένταξη Αλεξανδρούπολης και Στεφανοβικείου στους αμερικανικούς σχεδιασμούς και την ενίσχυση του αποτυπώματός τους στη Σούδα, θεωρώντας αυτές τις εξελίξεις ενίσχυση της ντόπιας αστικής τάξης στο να υπερασπιστεί θέσεις της στην Ανατ. Μεσόγειο.
«Αλλά καθυστερούμε στις έρευνες», έβαλε μια αιχμή, κριτικάροντας την εμμονή στην «ταχεία πράσινη μετάβαση». «Ευτυχώς το λάθος αυτό διορθώθηκε τελευταία κάπως, και προχωρούν οι έρευνες τουλάχιστον σε κάποια σημεία δυτικά της Κρήτης», είπε.
Στο εσωτερικό, ζητώντας «τα επιδόματα να μη μας γίνουν εθισμός», επέμεινε ότι «η ανάπτυξη θα συνεχιστεί με άμεσες παραγωγικές επενδύσεις», προς προσέλκυση των οποίων πρότεινε αυτές να μη φορολογούνται για 5 χρόνια. Για να προσπεραστεί ενδεχόμενη ευρωενωσιακή αντίδραση περί «κρατικής ενίσχυσης», αντέτεινε ότι «η Γερμανία μοιράζει 200 δισ. για να σώσει τη δική της οικονομία».
Σαφείς οι αιχμές και για τις υποκλοπές, για τις οποίες είπε πως «δεν θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε τηλεφωνικές επικοινωνίες», προσθέτοντας ότι αυτό «θα ήταν δημοκρατική εκτροπή» και ζήτησε «να διερευνηθεί η υπόθεση».
Κάλεσμα στον λαό της Δυτικής Μακεδονίας να κάνει στην άκρη τις προεκλογικές υποσχέσεις τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων - που καλλιεργούν στάση αναμονής, με τον λαό στο παρασκήνιο - και να συμπορευτεί με το ΚΚΕ απευθύνει η Επιτροπή Περιοχής Δυτικής Μακεδονίας του Κόμματος, με αφορμή την επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα σε Φλώρινα και Καστοριά αυτήν τη βδομάδα.
«Ο κ. Τσίπρας επιδίωξε να σερβίρει την "ξαναζεσταμένη σούπα" της δήθεν "εναλλακτικής και δίκαιης" πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει και των επερχόμενων εκλογών. Απέδωσε το τεράστιο κύμα ακρίβειας και την αδυναμία του λαού της Δυτικής Μακεδονίας να ζεστάνει τα σπίτια του στην "αισχροκέρδεια" και στα "υπερκέρδη" που δεν φορολογεί η κυβέρνηση, δίνοντας άλλοθι στην πολιτική της απελευθέρωσης της Ενέργειας, στη στρατηγική της "πράσινης μετάβασης" και τη θέσπιση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, του "Αγίου Δισκοπότηρου" της κερδοφορίας των ενεργειακών ομίλων, που έχουν τη σφραγίδα και της πολιτικής του κόμματός του», τονίζει η ΕΠ Δυτ. Μακεδονίας και προσθέτει:
«Αλλωστε, αν ο κ. Τσίπρας ήθελε όντως σήμερα οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας να μην είναι "πολίτες δεύτερης κατηγορίας" και η Δυτική Μακεδονία "μαύρη κηλίδα στον χάρτη", αντί να προτείνει μέτρα "ασπιρίνες", στα "προβλεπόμενα επίπεδα της ΕΕ" και των δημοσιονομικών αντοχών, θα μπορούσε να υπερψηφίσει την τροπολογία που κατέθεσε το ΚΚΕ στην Ολομέλεια της Βουλής στις 6 Δεκέμβρη, για την κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, στα καύσιμα, στο ηλεκτρικό ρεύμα, στην ύδρευση, στις τηλεπικοινωνίες, στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο φυσικό αέριο για οικιακή χρήση. Αυτό θα ήταν πραγματική ανακούφιση για τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας, που ξεπαγιάζει τον χειμώνα».
Καταλήγοντας, επισημαίνει: «Η πραγματική "πολιτική αλλαγή" που δήθεν ευαγγελίζεται ο κ. Τσίπρας μπορεί να έρθει μόνο αν ο λαός βγει στο προσκήνιο, οργανώνοντας τον αγώνα του "από τα κάτω". Ο λαός να συνταχθεί στον αγώνα, σε συμπόρευση με το ΚΚΕ, για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας στα τρόφιμα και των ειδικών φόρων στην Ενέργεια, ξήλωμα των "εργαλείων" που τον ξεζουμίζουν, όπως το Χρηματιστήριο Ενέργειας, το εμπόριο ρύπων, σε σύγκρουση με την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεών της. Σε αυτόν τον δρόμο ο λαός θα έχει "μέλλον και προοπτική", ανοίγοντας τον δρόμο για τη λαϊκή αντεπίθεση για όσα δικαιούται και μπορεί να απολαύσει τον 21ο αιώνα».