ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η Υβρις

Κλαίω για τους χιλιάδες νεκρούς. Τους νεκρούς του Βιετνάμ. Για το γυμνό κοριτσάκι που έτρεχε κυνηγημένο από τα αμερικανικά ελικόπτερα που έσπερναν στα χωράφια των Βιετκόνγκ το θάνατο και την ύβρι της ιμπεριαλιστικής τους αλαζονείας, ακούγοντας τις «Βαλκυρίες» του Βάγκνερ. Κλαίω για την εννιάχρονη κόρη του Καντάφι που τελείωσε τη ζωούλα της δίπλα στη σχολική της τσάντα, χτυπημένη από τη ρουκέτα της αμερικανικής βαρβαρότητας. Κλαίω για τα μικρά παιδάκια του Ιράκ που πεθαίνουν χωρίς φάρμακα, γιατί έτσι το αποφάσισε το αμερικανικό εμπάργκο. Κλαίω για τους καθημερινούς νεκρούς της μέσης Ανατολής, γιατί έτσι το απαιτεί η αμερικανική πολιτική, για να εξασφαλίσει και σ' αυτήν ακόμα την περιοχή του κόσμου το «ζωτικό χώρο» των συμφερόντων του μεγάλου της κεφαλαίου. Κλαίω για τους νεκρούς της Βοσνίας και του Κοσσόβου. Για τα βομβαρδισμένα γεφύρια του Δούναβη. Κλαίω γοερά για την ειρήνη που τεμαχίζεται καθημερινά κάτω από τις ερπύστριες των νατοϊκών τανκς, γιατί έτσι το θέλει η «ειρηνοφόρα» βαρβαρότητα της αμερικανικής υπεροψίας.

Και, φυσικά, μέσα στις κλαίουσες αναμνήσεις μου βρίσκουν τη θέση τους τα δάκρυά μου για τους ανώνυμους εργαζόμενους του «Trade Center» της Νέας Υόρκης, που βρήκαν το θάνατο, θύματα των κυβερνήσεων που αυτοί οι τραγικοί νεκροί με την ψήφο τους τους έδωσαν το δικαίωμα και τη δύναμη να είναι υπερόπτες, αλαζονικοί, βάρβαροι, υβριστές. Να είναι υβριστές απέναντι στη Δημοκρατία, που κάθε τόσο επικαλούνται. Να είναι υβριστές απέναντι στο παγκόσμιο αίτημα για ειρήνη, που αυτοί οι ίδιοι κατασπαράσσουν μέσα στον απύθμενο ιμπεριαλιστικό τους οισοφάγο.

Και τότε είναι που σταματάει το κλάμα μου και θυμώνω. Θυμώνω και γελάω μαζί. Θυμώνω γιατί τώρα μόλις και κάτω από τα συντρίμμια των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης θυμήθηκε ο πρόεδρος Μπους πως μπορούν και οι άλλοι χιλιάδες νεκροί να ζητήσουν εκδίκηση και να σταθούν σκληροί και αδίστακτοι μπροστά στη δική του βαρβαρότητα, στην αλαζονεία του μοναδικού και την ύβρι του βάρβαρου. Και γελάω, γιατί τόσο εύκολα οι άτρωτες ΗΠΑ σωριάστηκαν νικημένες κάτω από τα χτυπήματα μιας ανώνυμης αποφασιστικότητας. Γιατί αυτοί που θέλουν να διδάξουν την προστασία, αποκαλύφθηκαν απροστάτευτοι. Πανικόβλητοι και φοβισμένοι, όπως εκείνο το γυμνό κοριτσάκι του Βιετνάμ έτρεχε να ξεφύγει τον αμερικανικό θάνατο, όπως πανικόβλητο και φοβισμένο έγερνε, χωρίς ζωή το μικρό κοριτσάκι της Λιβύης δίπλα στη ματωμένη του τσάντα. Γελάω γιατί άκουσα πως ο πανίσχυρος πρόεδρος των ανίκητων ΗΠΑ έτρεχε κι αυτός πανικόβλητος να κρυφτεί, χωρίς να φοράει το πλατύγυρο καουμποΐστικο καπέλο, όπως ακριβώς έτρεχαν οι Σέρβοι για να σωθούν από τα χτυπήματα των «έξυπνων» όπλων του ΝΑΤΟ. Μόνο που αυτοί δεν έτρεχαν πανικόβλητοι, ούτε φοβισμένοι, γιατί ήξεραν καλά πως δεν τους απειλούσε η ανώνυμη εκδίκηση των πονεμένων και των κατατρεγμένων. Δεν ήτανε ούτε πανικόβλητοι ούτε φοβισμένοι, γιατί ήξεραν πως ήτανε αθώοι, αγαπούσαν την ειρήνη και την πατρική τους γη. Δεν ήτανε πανικόβλητοι ούτε φοβισμένοι, γιατί ήξεραν πως δεν είχαν πειράξει και γι' αυτό δεν περίμεναν από κανέναν «εκδίκηση».

Ομως ο πρόεδρος Μπους έτρεχε να κρυφτεί φοβισμένος και πανικόβλητος, γιατί ήξερε καλά πως η Υβρις πάντοτε έχει την τιμωρία της. Εμείς οι Ελληνες το έχουμε διδάξει αυτό με τα μηνύματα της αρχαίας κλασική τραγωδίας. Γι' αυτό γελάω. Οχι για τους αθώους νεκρούς, αλλά για τον πανικό αυτού του ανόητου καουμπόη, που φυσικά δεν έχει διαβάσει ποτέ του κλασική τραγωδία, θα έχει όμως από κάπου ακούσει πως η Υβρις τιμωρείται σκληρά.


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

«Η ψυχή του ήταν αυτό το φεγγάρι... »

Ο Θάνος Μικρούτσικος μιλά για τον Μάνο Λοΐζο

Οι τρεις συνθέτες (Λοΐζος, Μικρούτσικος, Λεοντής)με τους ερμηνευτές των τραγουδιών τους. Από τη συναυλία στην Πάτρα, στις 4/7/1981
Οι τρεις συνθέτες (Λοΐζος, Μικρούτσικος, Λεοντής)με τους ερμηνευτές των τραγουδιών τους. Από τη συναυλία στην Πάτρα, στις 4/7/1981
Στη «μεγάλη απώλεια» του Μ. Λοΐζου αναφέρεται ο Θάνος Μικρούτσικος, σκιαγραφώντας πλευρές της προσωπικότητάς του και στιγμές της συνεργασίας και της ζεστής σχέσης τους. «Μετά από τόσα χρόνια που ο Μάνος λείπει από κοντά μας», λέει ο Θ. Μικρούτσικος, «υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Το ελληνικό τραγούδι είναι πολύ πιο φτωχό. Αυτό φαίνεται περισσότερο σήμερα, που έχει επικρατήσει το εμπορευματοποιημένο και "νιου λάιφ στάιλ" τραγούδι. Ο Λοΐζος είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να είναι ένας κυματοθραύστης, ακριβώς γιατί ήταν ο πιο μελωδικός συνθέτης απ' όλους μας. Κουβαλούσε το άρωμα της Αλεξάνδρειας και ήταν από τους ελάχιστους τραγουδοποιούς, που πραγματικά κινήθηκαν σε αυτό το γλυκό σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής. Ηταν ο πιο μεγάλος μελωδός απ' όλους μας και όλα σχεδόν τα τραγούδια του είχαν μια ιδιαιτερότητα. Ακόμα και τραγούδια που θα 'λεγε κανείς ότι δεσμεύτηκαν από την εποχή τους, όταν τ' ακούς σήμερα ξεφεύγουν από μια τυποποιημένη φόρμα. Η προσφορά του ήταν πολύ σημαντική».

Με συγκίνηση θυμάται ο Θ. Μικρούτσικος μια συναυλία, που όπως λέει, «δεν έχει πολυσυζητηθεί από τους "ιστορικούς" του ελληνικού τραγουδιού. Εγινε στις 19 Απριλίου 1967, στο θέατρο "Κεντρικό" όπου ο νέος τότε συνθέτης Μ. Λοΐζος (δεν είχε κλείσει ακόμα τα 30) παρουσίαζε τα "Νέγρικα" τραγούδια, μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο (σ.σ. και με μια ξεχωριστή ορχήστρα). Στο πιάνο έπαιζα εγώ (ήμουν 19 χρόνων), σε ένα όργανο από τους προγόνους των λεγόμενων συνθεσάιζερ, που είχα στο σπίτι μου, έπαιζε ο Λοΐζος, κιθάρα ο Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδούσε η νεαρή τότε Μαρία Φαραντούρη και επίσης σε άλλα δύο όργανα ήταν δύο πολύ αξιόλογοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, ο Τζίμης Τζιμόπουλος, ένας από τους γνήσιους ροκάδες της δεκαετίας του '60 και ο Πετροπουλάκης. Μετά από πάρα πολλές πρόβες δώσαμε αυτή τη συναυλία, που είχε ένα ιδιαίτερο σφρίγος και παλμό. Τα τραγούδια του Μάνου ήταν εξαιρετικά, η Φαραντούρη τραγουδούσε εκπληκτικά, εμείς παίζαμε με όλο το πάθος μας και μάλιστα ήταν τόση η καλλιτεχνική επιτυχία της συναυλίας, που οι οργανωτές είπαν ότι θα την επαναλάμβαναν "μεθαύριο". Το "μεθαύριο" ήταν η 21η Απριλίου 1967».

Η συγκίνηση συνοδεύει και την αφήγηση ενός άλλου μεταγενέστερου περιστατικού από τον Θ. Μικρούτσικο. «Κάπου το 1981, αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί με τον Μάνο και τον Χρήστο Λεοντή τις συναυλίες των τριών συνθετών, κάτι πρωτοποριακό για τότε. Παρ' όλες τις επιμέρους διαφορές μας σε ό,τι αφορά στη φόρμα ή άλλα ενδεχομένως ζητήματα, πήραμε αυτή την απόφαση επειδή θεωρήσαμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Μέχρι τότε ο κάθε συνθέτης είχε το δικό του καραβάνι, τους δικούς του τραγουδιστές και μουσικούς. Ηταν πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο και πραγματικά λειτούργησε εξαιρετικά, θετικά σαν μια κίνηση. Κάναμε έναν κύκλο έξι συναυλιών, με δώδεκα τραγουδιστές (συμμετείχαν η Χαρούλα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μητσιάς, η Δημητριάδη και άλλοι νεότεροι), με τρομακτική επιτυχία. Αξίζει να πω ότι στη συναυλία της Αθήνας, στον Πανιώνιο, είχαμε 50 χιλιάδες κόσμο. Μια από τις έξι συναυλίες ήταν στην Καβάλα. Την ώρα που διηύθυνε ο Λοΐζος τύχαινε να κάθομαι από την πίσω μεριά της σκηνής, που ήταν πολύ χαμηλή και τον έβλεπα σχεδόν στην ευθεία μου. Επαιζε συγκεκριμένα ένα αργό ζεϊμπέκικο. Τελειώνει το ζεϊμπέκικο και ο Μάνος εξακολουθεί να διευθύνει, παρότι ο τραγουδιστής και οι μουσικοί είχαν τελειώσει. Φωνάζω: "Μάνο". Δε με ακούει, ξαναφωνάζω: "Μάνο, τέλειωσε". Αυτός σαν υπνωτισμένος, κοιτούσε πάνω από το κεφάλι μου και συνέχιζε. Γυρίζω πίσω και τι να δω. Ηταν ένα εκπληκτικό φεγγάρι, που έσκαγε μύτη πίσω από το βουνό. Ο Μάνος είχε καρφωθεί στο φεγγάρι και γέμιζε την ψυχούλα του από αυτή την εικόνα. Πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο στιγμιότυπο. Ηταν η ψυχή του Μάνου Λοΐζου αυτό το φεγγάρι».

«Σε πήρε κάποτε η δύση, σε ξαναφέρνει η ανατολή... »

Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου

Μάνος Λοΐζος
Μάνος Λοΐζος
Η «δύση» τον πήρε πριν δεκαεννέα χρόνια, σ' ένα νοσοκομείο της Μόσχας, στην ακμή της δημιουργικότητάς του. Η «ανατολή» τον φέρνει και τον ξαναφέρνει στο νου και τις καρδιές μας, όλα αυτά τα χρόνια της πικρής απουσίας του, «φωτίζοντας» το γκρίζο που μας περιβάλλει. Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το πρόωρο «φευγιό» του Μάνου Λοΐζου, του πολυαγαπημένου τροβαδούρου της ψυχής μας, του μουσικού δημιουργού, που έφυγε στα 45 του, μόλις, χρόνια. Κι όμως, ο χρόνος δε στάθηκε ικανός να μειώσει την ανάγκη μας να ανατρέχουμε στο μοναδικής ομορφιάς έργο του. Ο Μάνος είναι πάντα εδώ, μέσα από όλα αυτά που θυμίζουν τη δημιουργία και τη στάση ζωής του. Μέσα από τις δεκάδες μελωδίες του, που συνεχίζουν να κάνουν τις καρδιές κάθε γενιάς να πάλλονται πιο δυνατά και να δίνουν μερτικό στο όνειρο. Μέσα από τα πολλά, πανέμορφα τραγούδια του, που μένουν πάντα τα τραγούδια μας.

Μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια...

«Αχ χελιδόνι μου», «Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος», είναι ορισμένα από τα δεκάδες εξαιρετικής ομορφιάς τραγούδια, που δώρισε ο συνθέτης, στη σύντομη ζωή του. Τραγούδια, σμιλεμένα με το πηγαίο ταλέντο του και την ανεξάντλητη ευαισθησία του, που, σε πείσμα της ιλουστρασιόν εποχής μας, συνεχίζουν να συντροφεύουν γενιές, αναζητήσεις, όνειρα, αγώνες. Αναμφίβολα, ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού, καταθέτοντας μουσική μεγάλης έμπνευσης και ταυτόχρονα οικεία, και κοσμαγάπητη παραμένει, αξεπέραστη στο χρόνο, και πολλά χρόνια μετά το φευγιό του συγκινεί, συναρπάζει, όχι μόνο τους παλιότερους, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους. Λάτρης του λυρισμού ο Μάνος, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου». Τους χτύπους αυτής της καρδιάς αφουγκράστηκε κι έγραψε τις μελωδίες του, για να τις δωρίσει εκ νέου στους φυσικούς τους αποδέκτες, το λαό. Ο ίδιος δε ζήτησε από τη μουσική τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή της. Και με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι μπόρεσε να πάει «μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα».

Προσφορά καλλιτεχνική και αγωνιστική

Ο Μάνος Λοΐζος, παιδί Ελλήνων της διασποράς, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική ήρθε σε επαφή από μικρός και πήρε μαθήματα κιθάρας, πιάνου, βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: Η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του '62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι δημοκρατικοί αγώνες του '64-'65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία, τραγουδώντας το «Δρόμο», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο». Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα, όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται σε μια θρυλική συναυλία, στις 19 Απρίλη του 1967. Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.

Με τον ερχομό της δικτατορίας και με τον κίνδυνο της σύλληψης να παραμονεύει, ο Μ. Λοΐζος επιλέγει την αυτοεξορία. Ομως, μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του '68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία», «Να 'χαμε τι να 'χαμε». Παράλληλα, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά «σε φιλικό κύκλο» και δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας», όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους, ο «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το «Μη με ρωτάς». Στην περίοδο '74-'76, ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας». Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά κοινωνικά προβλήματα. Ανάμεσά τους, τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Το Δέντρο». Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες το πλήθος», «Ολα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.

Ο Μ. Λοΐζος υπήρξε στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δικαιότερη κοινωνία. Πίστευε, μάλιστα, ότι η στρατευμένη τέχνη, όχι μόνο μπορεί να γεννήσει αριστουργηματικά έργα, αλλά και ότι είναι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Ο ίδιος αυτό το απέδειξε μέσα από κύκλους τραγουδιών του, όπως τα «Τραγούδια του δρόμου», «Τα νέγρικα», «Τα τραγούδια μας» κ.ά., αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση. Υπήρξε πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, παλεύοντας με συνέπεια για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις δισκογραφικές εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (ήταν ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου).


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Μελωδικό αφιέρωμα

Αφιερωμένη στον Μάνο Λοΐζο είναι η συναυλία, που θα γίνει αύριο (8.30 μ.μ.), στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», στο Βύρωνα. Διοργανώνεται από το ραδιοσταθμό «Μελωδία» και την οικογένεια του αξέχαστου συνθέτη. Θα συμμετέχουν οι: Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, «Ακτιβ Μέμπερ», Νίκος Ζούδιαρης, Χρήστος Θηβαίος, Κώστας Θωμαΐδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μελίνα Κανά, Σωκράτης Μάλαμας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Ελένη Τσαλιγοπούλου. Επίσης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ενώ η καλλιτεχνική επιμέλεια έγινε από τον Γιώργο Ανδρέου. Σαράντα είναι σχεδόν τα τραγούδια, που θα ακουστούν στη συναυλία, ενώ θα προβληθεί οπτικοακουστικό υλικό από τη ζωή και το έργο του Μ. Λοΐζου. «Τα τραγούδια του Μάνου είναι ζωντανά, δεν έχουν μουσειακό χαρακτήρα», αναφέρει ο Οδυσσέας Ιωάννου («Μελωδία»), σημειώνοντας πως «όλοι οι ερμηνευτές αισθάνονται ότι οι μελωδίες του είναι ελεύθερες. Ο Λοΐζος είχε σπάσει τα μουσικά πλαίσια της εποχής του και ήταν ο μόνος από τους μεγάλους μας συνθέτες, που δεν έφυγε πλήρης ημερών. Αισθανόμαστε ότι άφησε κάτι στη μέση». Με τη συναυλία ο ραδιοσταθμός γιορτάζει τα δέκα χρόνια λειτουργίας του, ενώ σύντομα θα παρουσιάσει δίσκο - αφιέρωμα στον Λοΐζο, με τη συμμετοχή νέων τραγουδοποιών.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ