Ο Θάνος Μικρούτσικος μιλά για τον Μάνο Λοΐζο
Με συγκίνηση θυμάται ο Θ. Μικρούτσικος μια συναυλία, που όπως λέει, «δεν έχει πολυσυζητηθεί από τους "ιστορικούς" του ελληνικού τραγουδιού. Εγινε στις 19 Απριλίου 1967, στο θέατρο "Κεντρικό" όπου ο νέος τότε συνθέτης Μ. Λοΐζος (δεν είχε κλείσει ακόμα τα 30) παρουσίαζε τα "Νέγρικα" τραγούδια, μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο (σ.σ. και με μια ξεχωριστή ορχήστρα). Στο πιάνο έπαιζα εγώ (ήμουν 19 χρόνων), σε ένα όργανο από τους προγόνους των λεγόμενων συνθεσάιζερ, που είχα στο σπίτι μου, έπαιζε ο Λοΐζος, κιθάρα ο Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδούσε η νεαρή τότε Μαρία Φαραντούρη και επίσης σε άλλα δύο όργανα ήταν δύο πολύ αξιόλογοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, ο Τζίμης Τζιμόπουλος, ένας από τους γνήσιους ροκάδες της δεκαετίας του '60 και ο Πετροπουλάκης. Μετά από πάρα πολλές πρόβες δώσαμε αυτή τη συναυλία, που είχε ένα ιδιαίτερο σφρίγος και παλμό. Τα τραγούδια του Μάνου ήταν εξαιρετικά, η Φαραντούρη τραγουδούσε εκπληκτικά, εμείς παίζαμε με όλο το πάθος μας και μάλιστα ήταν τόση η καλλιτεχνική επιτυχία της συναυλίας, που οι οργανωτές είπαν ότι θα την επαναλάμβαναν "μεθαύριο". Το "μεθαύριο" ήταν η 21η Απριλίου 1967».
Η συγκίνηση συνοδεύει και την αφήγηση ενός άλλου μεταγενέστερου περιστατικού από τον Θ. Μικρούτσικο. «Κάπου το 1981, αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί με τον Μάνο και τον Χρήστο Λεοντή τις συναυλίες των τριών συνθετών, κάτι πρωτοποριακό για τότε. Παρ' όλες τις επιμέρους διαφορές μας σε ό,τι αφορά στη φόρμα ή άλλα ενδεχομένως ζητήματα, πήραμε αυτή την απόφαση επειδή θεωρήσαμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Μέχρι τότε ο κάθε συνθέτης είχε το δικό του καραβάνι, τους δικούς του τραγουδιστές και μουσικούς. Ηταν πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο και πραγματικά λειτούργησε εξαιρετικά, θετικά σαν μια κίνηση. Κάναμε έναν κύκλο έξι συναυλιών, με δώδεκα τραγουδιστές (συμμετείχαν η Χαρούλα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μητσιάς, η Δημητριάδη και άλλοι νεότεροι), με τρομακτική επιτυχία. Αξίζει να πω ότι στη συναυλία της Αθήνας, στον Πανιώνιο, είχαμε 50 χιλιάδες κόσμο. Μια από τις έξι συναυλίες ήταν στην Καβάλα. Την ώρα που διηύθυνε ο Λοΐζος τύχαινε να κάθομαι από την πίσω μεριά της σκηνής, που ήταν πολύ χαμηλή και τον έβλεπα σχεδόν στην ευθεία μου. Επαιζε συγκεκριμένα ένα αργό ζεϊμπέκικο. Τελειώνει το ζεϊμπέκικο και ο Μάνος εξακολουθεί να διευθύνει, παρότι ο τραγουδιστής και οι μουσικοί είχαν τελειώσει. Φωνάζω: "Μάνο". Δε με ακούει, ξαναφωνάζω: "Μάνο, τέλειωσε". Αυτός σαν υπνωτισμένος, κοιτούσε πάνω από το κεφάλι μου και συνέχιζε. Γυρίζω πίσω και τι να δω. Ηταν ένα εκπληκτικό φεγγάρι, που έσκαγε μύτη πίσω από το βουνό. Ο Μάνος είχε καρφωθεί στο φεγγάρι και γέμιζε την ψυχούλα του από αυτή την εικόνα. Πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο στιγμιότυπο. Ηταν η ψυχή του Μάνου Λοΐζου αυτό το φεγγάρι».
Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου
«Αχ χελιδόνι μου», «Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος», είναι ορισμένα από τα δεκάδες εξαιρετικής ομορφιάς τραγούδια, που δώρισε ο συνθέτης, στη σύντομη ζωή του. Τραγούδια, σμιλεμένα με το πηγαίο ταλέντο του και την ανεξάντλητη ευαισθησία του, που, σε πείσμα της ιλουστρασιόν εποχής μας, συνεχίζουν να συντροφεύουν γενιές, αναζητήσεις, όνειρα, αγώνες. Αναμφίβολα, ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού, καταθέτοντας μουσική μεγάλης έμπνευσης και ταυτόχρονα οικεία, και κοσμαγάπητη παραμένει, αξεπέραστη στο χρόνο, και πολλά χρόνια μετά το φευγιό του συγκινεί, συναρπάζει, όχι μόνο τους παλιότερους, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους. Λάτρης του λυρισμού ο Μάνος, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου». Τους χτύπους αυτής της καρδιάς αφουγκράστηκε κι έγραψε τις μελωδίες του, για να τις δωρίσει εκ νέου στους φυσικούς τους αποδέκτες, το λαό. Ο ίδιος δε ζήτησε από τη μουσική τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή της. Και με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι μπόρεσε να πάει «μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα».
Ο Μάνος Λοΐζος, παιδί Ελλήνων της διασποράς, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική ήρθε σε επαφή από μικρός και πήρε μαθήματα κιθάρας, πιάνου, βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: Η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του '62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι δημοκρατικοί αγώνες του '64-'65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία, τραγουδώντας το «Δρόμο», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο». Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα, όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται σε μια θρυλική συναυλία, στις 19 Απρίλη του 1967. Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.
Με τον ερχομό της δικτατορίας και με τον κίνδυνο της σύλληψης να παραμονεύει, ο Μ. Λοΐζος επιλέγει την αυτοεξορία. Ομως, μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του '68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία», «Να 'χαμε τι να 'χαμε». Παράλληλα, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά «σε φιλικό κύκλο» και δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας», όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους, ο «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το «Μη με ρωτάς». Στην περίοδο '74-'76, ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας». Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά κοινωνικά προβλήματα. Ανάμεσά τους, τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Το Δέντρο». Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες το πλήθος», «Ολα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.
Ο Μ. Λοΐζος υπήρξε στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δικαιότερη κοινωνία. Πίστευε, μάλιστα, ότι η στρατευμένη τέχνη, όχι μόνο μπορεί να γεννήσει αριστουργηματικά έργα, αλλά και ότι είναι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Ο ίδιος αυτό το απέδειξε μέσα από κύκλους τραγουδιών του, όπως τα «Τραγούδια του δρόμου», «Τα νέγρικα», «Τα τραγούδια μας» κ.ά., αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση. Υπήρξε πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, παλεύοντας με συνέπεια για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις δισκογραφικές εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (ήταν ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου).
Αφιερωμένη στον Μάνο Λοΐζο είναι η συναυλία, που θα γίνει αύριο (8.30 μ.μ.), στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», στο Βύρωνα. Διοργανώνεται από το ραδιοσταθμό «Μελωδία» και την οικογένεια του αξέχαστου συνθέτη. Θα συμμετέχουν οι: Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, «Ακτιβ Μέμπερ», Νίκος Ζούδιαρης, Χρήστος Θηβαίος, Κώστας Θωμαΐδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μελίνα Κανά, Σωκράτης Μάλαμας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Ελένη Τσαλιγοπούλου. Επίσης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ενώ η καλλιτεχνική επιμέλεια έγινε από τον Γιώργο Ανδρέου. Σαράντα είναι σχεδόν τα τραγούδια, που θα ακουστούν στη συναυλία, ενώ θα προβληθεί οπτικοακουστικό υλικό από τη ζωή και το έργο του Μ. Λοΐζου. «Τα τραγούδια του Μάνου είναι ζωντανά, δεν έχουν μουσειακό χαρακτήρα», αναφέρει ο Οδυσσέας Ιωάννου («Μελωδία»), σημειώνοντας πως «όλοι οι ερμηνευτές αισθάνονται ότι οι μελωδίες του είναι ελεύθερες. Ο Λοΐζος είχε σπάσει τα μουσικά πλαίσια της εποχής του και ήταν ο μόνος από τους μεγάλους μας συνθέτες, που δεν έφυγε πλήρης ημερών. Αισθανόμαστε ότι άφησε κάτι στη μέση». Με τη συναυλία ο ραδιοσταθμός γιορτάζει τα δέκα χρόνια λειτουργίας του, ενώ σύντομα θα παρουσιάσει δίσκο - αφιέρωμα στον Λοΐζο, με τη συμμετοχή νέων τραγουδοποιών.