ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΡΑΚ
Τα κίνητρα ενός προαναγγελθέντος πολέμου

Associated Press

Μπορεί να ματαιωθεί τελικά η ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά του Ιράκ; Η πρόσφατη κίνηση της ιρακινής κυβέρνησης, να αποδεχτεί χωρίς όρους την επιστροφή των επιθεωρητών του ΟΗΕ στο έδαφός της, για το σχετικό έλεγχο του οπλοστασίου της, έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους αστούς αναλυτές και διπλωμάτες να εκφράσουν δηλώσεις συγκρατημένης αισιοδοξίας. Η συμφωνία μεταξύ του επικεφαλής των επιθεωρητών Χανς Μπλιξ και του ιρακινού πρέσβη Σαιντ Χασάν για τη ρύθμιση των λεπτομερειών έναρξης επιθεωρήσεων σε συνάντηση στη Βιέννη τις επόμενες μέρες, καθώς και η υποτονική γερμανική, γαλλική και ρωσική αντίδραση στο αμερικανικό σχέδιο άμεσης επέμβασης, συνέβαλαν στη δημιουργία κλίματος αμφιβολίας για τις εξελίξεις στην περιοχή.

Ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ έχει ήδη δρομολογηθεί πολιτικά και στρατιωτικά. Υπαγορεύεται από σημαντικά οικονομικά συμφέροντα της αμερικανικής άρχουσας τάξης. Η άμεση συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος είναι πολιτικά αναγκαία για την αναβάθμιση της δράσης του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην περιοχή μας.

Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει θεωρητικά τη δυνατότητα κάποιου εντυπωσιακού διπλωματικού ελιγμού το επόμενο διάστημα. Ωστόσο τα γεγονότα, τα οικονομικά και γεωπολιτικά δεδομένα, προσδιορίζουν τη δεσπόζουσα κατεύθυνση των εξελίξεων, στην πιο εκρηκτική σήμερα περιοχή του πλανήτη.

`Ηδη από τις 21 Αυγούστου, ο αρχηγός των κεντρικών στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, στρατηγός Τόμι Φρανκς, ανακοίνωσε ότι το επιτελείο του στο Αφγανιστάν ανέλαβε το σχεδιασμό της στρατιωτικής εκστρατείας κατά του Ιράκ. Το τελικό σχέδιο επίθεσης σύμφωνα με το Λευκό Οίκο, εγκρίθηκε δυο μέρες πριν μιλήσει ο Πρόεδρος Μπους στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Σεπτέμβρη. Την ίδια μέρα η «Γουόλ στριτ τζέρναλ» σημείωνε χωρίς περιστροφές ότι «ο εσωτερικός χαρακτήρας μακρινών καθεστώτων έχει γίνει υπόθεση ζωής και θανάτου για τους Αμερικανούς πολίτες». Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε και η μετακίνηση 600 επιτελικών Αμερικανών αξιωματικών από την κεντρική διοίκηση στη Φλόριντα προς τη βάση Al Udeid του Κατάρ, στο πλαίσιο της άσκησης «Εσωτερική Ματιά 2003», αλλά και η πρόθεση της Στρατιωτικής Διοίκησης Θαλασσίων Μεταφορών (MSC) του αμερικανικού ναυτικού, να πραγματοποιήσει την τέταρτη αποστολή όπλων από τον Αύγουστο στην περιοχή του Κόλπου (μεταφορά 3.000 τόνων στρατιωτικού εξοπλισμού).

Απ' τον Αύγουστο επίσης ο ειδικός αναλυτής του Βασιλικού Ινστιτούτου Εν. Δυνάμεων (RUSI) Νταν Πλες, δήλωνε στο BBC ότι «βρισκόμαστε ήδη σε πόλεμο με το Ιράκ». Ο ίδιος ο Πρόεδρος Μπους, μετά την ανακοίνωση της πρόσκλησης των επιθεωρητών από την κυβέρνηση της Βαγδάτης ξεκαθάρισε χωρίς περιστροφές ότι «η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα του Ιράκ». Κάλεσε επίσης τον ΟΗΕ να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις επιδιώξεις της αμερικανικής κυβέρνησης ώστε «να μην καταντήσει μια ατελέσφορη λέσχη ανταλλαγής απόψεων». Στη συνέχεια ζήτησε από το Κογκρέσο το πράσινο φως για την επίθεση, μόλις το κρίνει αναγκαίο.

Η ώρα μιας εκτεταμένης πολεμικής αναμέτρησης στην ευρύτερη περιοχή, η οποία είναι δύσκολο να περιοριστεί μόνο στο Ιράκ, πλησιάζει λοιπόν επικίνδυνα. Ποια είναι όμως τα πραγματικά κίνητρα χάραξης του δολοφονικού ιμπεριαλιστικού σχεδίου;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο της στρατηγικής προσπάθειας της αμερικανικής κυβέρνησης που στοχεύει:

(α) Στον αποφασιστικό έλεγχο των ενεργειακών πηγών και οδών μεταφοράς στην περιοχή της Μέσης ανατολής αλλά και της Κασπίας.

(β) Στην ουσιαστική έξοδο της αμερικανικής και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας από τον αστερισμό της ύφεσης.

(γ) Στον περιορισμό της γεωπολιτικής και οικονομικής ισχύος της Γερμανίας, της Ρωσίας και της Κίνας, ιδιαίτερα στην Ασία και γενικότερα στον πλανήτη.

Η μάχη του πετρελαίου

Η σημασία του ελέγχου των πετρελαϊκών πηγών και οδών μεταφοράς καθίσταται για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αυτονόητη, αν σκεφθεί κανείς, αφ' ενός, την τάση εξάντλησης των γνωστών αποθεμάτων τις επόμενες δεκαετίες και, αφ' ετέρου, τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις καταναλωτικές ανάγκες απ' τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνίας κλπ. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, στο τέλος της δεκαετίας του '90, η παραγωγή των ΗΠΑ έφθασε στους 355 Mt αργού πετρελαίου, ενώ οι εισαγωγές της στους 490 Mt. Οι εισαγωγές πετρελαίου στις ΗΠΑ υπερβαίνουν το 50% της συνολικής ποσότητας που καταναλώνει. Αντίστοιχα, η Γερμανία, που δε διαθέτει εγχώρια παραγωγή, εισήγαγε 109 Mt και η Γαλλία 90 Mt.

Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, διατυπώνει την εκτίμηση ότι, αν δε ληφθούν μέτρα, σε 20-30 χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ θα φτάσει στο 70%, σε σχέση με το 50% που βρίσκεται σήμερα.

Η ανατροπή της κυβέρνησης της Βαγδάτης θα εξασφαλίσει για τις ΗΠΑ πολλαπλούς στόχους:

  • Την ουσιαστική κατοχή των πλούσιων κοιτασμάτων του Βορείου Ιράκ (περιοχή Κιρκούκ - Μοσούλης), που ξεπερνούν τα 10 δισ. βαρέλια. Για το σκοπό αυτό, μεθοδεύεται η δημιουργία μιας ψευτοαυτόνομης κουρδικής περιοχής.
  • Τη θεαματική αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών του ιρακινού πετρελαίου (λόγω άρσης του εμπάργκο), η οποία θα επιδράσει στη μείωση της τιμής πώλησης γενικά του αργού πετρελαίου. Το γεγονός αυτό θα δώσει, αφ' ενός, ώθηση στην παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη και, αφ' ετέρου, θα αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική ισχύ του ΟΠΕΚ. Το Ιράκ βρίσκεται στη δεύτερη θέση στον κόσμο σε βεβαιωμένα αποθέματα πετρελαίου (112 δισ. βαρέλια) μετά τη Σαουδική Αραβία. Οι εξαγωγικές του δυνατότητες είναι πράγματι σημαντικές και ιδιαίτερα περιορισμένες σήμερα λόγω του εμπάργκο. Το Ιράκ παράγει σήμερα 1,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα, δηλαδή ένα ασήμαντο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής, που ξεπερνά τα 76 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ πιέζουν, γενικά, τον ΟΠΕΚ για μια αύξηση της παραγωγής του, που θα συμβάλει τελικά στη μείωση των ενεργειακών τους δαπανών. Ηδη, η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας (ΙΕΑ) ζήτησε απ' τον ΟΠΕΚ την αύξηση της παραγωγής του, επισημαίνοντας τη μείωση των διαθέσιμων αποθεμάτων αργού πετρελαίου στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες κατά 21 εκατ. βαρέλια τον Ιούλη του 2002. Αναλυτές του «Economist» και της «Wall Street Journal» υπενθυμίζουν, επίσης, τον τελευταίο καιρό ότι πριν τον προηγούμενο πόλεμο του Κόλπου, η τιμή πώλησης είχε φθάσει στα 40 δολάρια το βαρέλι, ενώ μετά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς έπεσε για μια τετραετία κάτω από 20 δολάρια το βαρέλι, υποδεικνύοντας τη διέξοδο που πρέπει να ακολουθηθεί.
  • Τη μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας και του οικονομικού ρόλου των άλλων μεγάλων παραγωγών - κρατών της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και του Ιράν. Η αμερικανική πίεση απέναντι στη σαουδαραβική μοναρχία θα ενταθεί λόγω και της αύξησης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή. Η κυβέρνηση του Ιράν θα λάβει, επίσης, το «μήνυμα», μετά από μια ανατροπή της κυβέρνησης της Βαγδάτης.
  • Τη μείωση της προσωρινής επιτυχίας της Ρωσίας να επιβάλλει μέχρι τώρα τους δικούς της ενεργειακούς δρόμους μεταφοράς του πετρελαίου της Κασπίας. Η αμερικανική νίκη στο Ιράκ θα καταστήσει ασφαλέστερο το αμερικανοτουρκικό σχέδιο μεταφοράς του κασπιανού πετρελαίου μέσω του αγωγού Μπακού - Τσεϊχάν (Αζερμπαϊτζάν - Γεωργία - Τουρκία), ο οποίος θα μπορούσε να πληγεί από αντάρτικες κουρδικές, αλλά και ιρακινές δυνάμεις του Β. Ιράκ.
  • Παράλληλα, θα ανατραπούν οι προνομιακές σχέσεις της Γαλλίας και της Ρωσίας με την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Εξετάζοντας την εξέλιξη αυτών των σχέσεων, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ επισημαίνει ότι η Ρωσία, η Γαλλία και η Κίνα παραβιάζουν ήδη ανοιχτά το καθεστώς των κυρώσεων, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις πετρελαίου του Ιράκ να αυξηθούν, από 2 δισ. δολάρια το 1996, σε 16 δισ. δολάρια το 2000! Ο πρώην διευθυντής της CIA Τζέιμς Γούλσι με πρόσφατο άρθρο στην «Ουάσιγκτον Ποστ», ξεκαθαρίζει την αντίδραση των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Η Γαλλία και η Ρωσία ενδιαφέρονται για το πετρέλαιο. Θα πρέπει να τους πούμε, λοιπόν, ότι αν στηρίξουν την εγκαθίδρυση μιας «αξιοπρεπούς» ιρακινής κυβέρνησης, τότε θα τους διαβεβαιώσουμε ότι το νέο καθεστώς και οι αμερικανικές εταιρίες θα επιδιώξουν τη συνεργασία. Αν, όμως, δεν υποστηρίξουν την ανατροπή του Σαντάμ, θα είναι δύσκολο να πείσουμε τη νέα ιρακινή κυβέρνηση να συνεργαστεί μαζί τους».
Η απάντηση στην ύφεση

Πρόσφατα, το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου αναθεώρησε τα στοιχεία για το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2001 και ομολόγησε ότι τα τρία πρώτα τρίμηνα της προηγούμενης χρονιάς το ΑΕΠ παρουσίασε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αλλά και η πρόβλεψη του υπουργείου για το δεύτερο τρίμηνο του 2002 αναφέρεται σε αύξηση μόλις 1,1%, έναντι της αρχικής πρόβλεψης 2,2% των οικονομολόγων της Γουόλ Στριτ. Η πραγματική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας είναι δύσκολο να διαπιστωθεί μετά την αποκάλυψη ότι 1.000 μεγάλες αμερικανικές εταιρίες βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης της αποτύπωσης της οικονομικής τους κατάστασης. Ο αντίκτυπος των σκανδάλων της «Enron» και της «Worldcom» οδήγησε στη συγκεκριμένη εξέλιξη.

Η αμερικανική άρχουσα τάξη βλέπει με ανησυχία τον κίνδυνο συρρίκνωσης της λαϊκής κατανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα με έκθεση της Φέντεραλ Ριζέρβ, για το β` τρίμηνο του 2002, το συνολικό εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,4%. Το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε, επίσης, ότι στις αρχές Σεπτέμβρη ο αριθμός των Αμερικανών που προσήλθαν στο Ταμείο Ανεργίας ανήλθε στο υψηλότερο σημείο του τελευταίου εξαμήνου. Ο ίδιος ο κ. Γκρίνσπαν αναφέρθηκε πρόσφατα στους κινδύνους για την αμερικανική οικονομία απ' την πτώση των επενδυτικών δαπανών και την πτωτική πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών.

Ταυτόχρονα, ο κ. Γκρίνσπαν ενθάρρυνε τον πόλεμο στο Ιράκ με την τοποθέτησή του στο αμερικανικό Κογκρέσο στις 12 Σεπτέμβρη. Ακόμη πιο σαφής ήταν ο επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, Λόρενς Λίντσεϊ, ότι το πακέτο των εξόδων του πολέμου μπορεί να φθάσει στο 2% του σημερινού αμερικανικού ΑΕΠ (περίπου 200 δισ. δολάρια) και να αναθερμάνει την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ο κορυφαίος σύμβουλος του Αμερικανικού Προέδρου δήλωσε επίσης χαρακτηριστικά: «Οταν αλλάξει η ηγεσία στο Ιράκ, η παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί τρία με πέντε εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Η επιτυχία του πολέμου θα είναι μια πολύ καλή βοήθεια για την οικονομία». Η κυνική αυτή ομολογία δεν απαιτεί κανέναν ιδιαίτερο σχολιασμό.

Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Οι αντιδράσεις της ΕΕ δεν είναι ενιαίες, με εξαίρεση ορισμένα αμυντικά μέτρα. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε, ήδη, στα κράτη-μέλη την αύξηση της επάρκειας των στρατηγικών τους αποθεμάτων από 3 σε 4 μήνες, τη σύσταση δημόσιων οργανισμών για τη διαχείριση των αποθεμάτων και τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής για την ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ.

Η Γερμανία αποκλείει προς το παρόν ακόμα και την οικονομική της συμβολή στη σχεδιαζόμενη επέμβαση των ΗΠΑ. Πρόσφατα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προειδοποίησε ότι τυχόν συμμετοχή της χώρας του στην επέμβαση κατά του Ιράκ μπορεί να ακυρώσει την προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Αντίθετα, την αμερικανική κυβέρνηση στηρίζουν, ουσιαστικά, η Βρετανία, η Ισπανία και η Ιταλία.

Η Γαλλία ετοιμάζει μεν προσχέδιο απόφασης του ΟΗΕ, που διαφοροποιείται, όμως, απ' την αμερικανική θέση και εστιάζει στην επανάληψη των ελέγχων απ' τους επιθεωρητές. Το γαλλικό μονοπώλιο «Total» - «Fina» - «Elf» έχει ήδη υπογράψει συμφωνίες εκμετάλλευσης ιρακινών κοιτασμάτων με τη σημερινή κυβέρνηση της Βαγδάτης.

Εντονότερη ήταν η αντίδραση της Ρωσίας στον ΟΗΕ. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι το πρωτεύον είναι η επιστροφή των επιθεωρητών στο Ιράκ χωρίς άλλα τεχνητά εμπόδια. Εξέφρασε, δηλαδή, την αποστασιοποίησή του απ' την ανάγκη νέου ψηφίσματος κατά του Ιράκ. Τι θα κάνει, όμως, η Ρωσία στην πράξη; Θα συνυπολογίσει, φυσικά, τα οικονομικά και τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Ρωσικές ενεργειακές επιχειρήσεις («Tatneft», «Zarubezhneft», κλπ.) αναπτύσσουν, ήδη, δραστηριότητα στο Β.Ιράκ, ενώ έχουν υπογραφεί νέα συμβόλαια για την εκμετάλλευση ιρακινών κοιτασμάτων. Το Ιράκ χρωστά, ήδη, 8 δισ. δολάρια στη Ρωσία. Πρόσφατα, οι υπουργοί Εξωτερικών, Σάμπρι και Ιβανόφ, ανακοίνωσαν μια νέα «οικονομική συμφωνία του αιώνα», ύψους 40 δισ. δολαρίων! Ταυτόχρονα, όμως, ο δεύτερος γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον είχε συνάντηση με εκπρόσωπο της ιρακινής αντιπολίτευσης, η οποία καθοδηγείται απροκάλυπτα απ' την αμερικανική ηγεσία. Η ρωσική κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την τύχη της κυβέρνησης της Βαγδάτης, αλλά συνυπολογίζει και τη θέση που θα βρεθεί σε περίπτωση ανατροπής της.

Τα ανταλλάγματα που μπορεί να αποσπάσει η ρωσική ηγεσία για μια αλλαγή της στάσης της στην αμερικανική επίθεση αφορούν στην ευρύτερη περιοχή. Ηδη απ' τα μέσα Αυγούστου έχουν ενταθεί οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Γεωργία. Η πρώτη κατηγορεί τη δεύτερη ότι αδιαφορεί για την παρουσία Τσετσένων ανταρτών στο έδαφός της, όμως ένας ακόμα βασικός λόγος αντιπαράθεσης είναι η έναρξη της κατασκευής του αγωγού μεταφοράς κασπιανού πετρελαίου, Μπακού - Τσεϊχάν (Αζερμπαϊτζάν - Γεωργία - Τουρκία), δηλαδή του πρώτου σημαντικού αγωγού στην περιοχή που παρακάμπτει τη Ρωσία. Το ισραηλινό Ινστιτούτο IASPS, ήδη, υπαινίσσεται κάποιες άτυπες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ με θέμα «Ιράκ αντί Γεωργίας». Ο επικεφαλής της ρωσικής συνοριακής φρουράς Κ.Τότσκι αναφέρθηκε, μάλιστα, στην ανάγκη δημιουργίας ζώνης ασφαλείας 40 χιλιομέτρων στα σύνορα με τη Γεωργία, ύστερα από συνάντηση με τον Πρόεδρο Πούτιν.

Συμπερασματικά, προς το παρόν, διαφαίνεται περισσότερο μια προσπάθεια της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας να προασπίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα με έμμεσους και διπλωματικούς χειρισμούς, παρά μια διάθεση μετωπικής αντιπαράθεσης με την αμερικανική στρατηγική. Υπάρχουν, όμως, 4 τουλάχιστον παράγοντες, που μπορούν να μεταβάλουν αυτήν την κατάσταση και να οδηγήσουν σε ευρύτερη πολεμική εμπλοκή:

  • Η επέκταση της επέμβασης και προς το Ιράν.
  • Η δημιουργία αυτόνομου Κουρδιστάν στο Βόρειο Ιράκ, που ήδη προβληματίζει την τουρκική κυβέρνηση.
  • Η προσπάθεια αναβάθμισης της αμερικανικής παρουσίας στην Κασπία.
  • Η πιθανότητα αλλαγής στάσης της Σαουδικής Αραβίας έναντι των ΗΠΑ, μπροστά στον κίνδυνο οικονομικής και πολιτικής αποδυνάμωσής της.

Η ανάλυση αυτών των παραγόντων ξεφεύγει, φυσικά, απ' τα περιορισμένα όρια του συνοπτικού αυτού άρθρου. Σημειώνουμε, όμως, ενδεικτικά τη δήλωση συμμετοχής 45 σαουδαραβικών ομίλων στη διεθνή Εμπορική Εκθεση της Βαγδάτης (1-11/11/02) για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο του Κόλπου, καθώς και την ακύρωση προγραμμάτων συνεκμετάλλευσης φυσικού αερίου της Σαουδικής Αραβίας με την αμερικανική «Exxon» και τη βρετανική «Shell» (συμφωνία ύψους 25 δισ. δολαρίων).

Το σύνολο αυτών των αντιθέσεων οδηγεί αρκετούς έμπειρους συμβούλους της αμερικανικής ηγεσίας (Χ. Κίσιγκερ, Λ. Ιγκλμπέργκερ, Μπ. Σκόουκροφτ, κ.α.) και τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Κ. Πάουελ, να συνιστούν στον Αμερικανό Πρόεδρο την αποφυγή μιας «προκλητικής» στάσης (περιφρόνηση διαδικασιών ΟΗΕ, ΝΑΤΟ κλπ.), που μπορεί να επιταχύνει τη συγκρότηση ενός αντιαμερικανικού μετώπου.

Η ελληνική άρχουσα τάξη και το λαϊκό κίνημα

Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει σοβαρούς λόγους να μην οξύνει τις σχέσεις με το Ιράκ. Η διατήρηση των καλών της σχέσεων με τις αραβικές χώρες και η επίδραση που έχουν οι εισαγωγές καυσίμων στην ελληνική οικονομία, τη φέρνουν αντικειμενικά πιο κοντά στη γερμανική γραμμή πλεύσης. Ανησυχεί, επίσης, για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας και τα πιθανά ανταλλάγματα, που μπορεί να διεκδικήσει η Αγκυρα για να στηρίξει ουσιαστικά την αμερικανική επέμβαση. Σε περίπτωση, μάλιστα, που δρομολογηθεί η αυτονομία των κουρδικών περιοχών του Β. Ιράκ, οι απαιτήσεις της κυβέρνησης της Αγκυρας για ανταλλάγματα θα μεγαλώσουν και τα προβλήματα στο Αιγαίο και στην Κύπρο αναμένεται να ενταθούν.

Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει την αμερικανική πολιτική βούληση. Περιορίζεται, λοιπόν, στο προσχηματικό αίτημα της ανάγκης νομιμοποίησης της επέμβασης απ' τον ΟΗΕ. Παράλληλα, προβληματίζεται και για τις άμεσες συνέπειες απ' τη σημερινή αύξηση της τιμής των καύσιμων στο εμπορικό ισοζύγιο και στον πληθωρισμό. Επιχειρεί να προετοιμάσει τους εργαζόμενους να δεχτούν νέες θυσίες, ενόψει του φετινού προϋπολογισμού.

Ο δικός μας προβληματισμός είναι, φυσικά, ριζικά διαφορετικός. Η νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση απειλεί, ήδη, το σύνολο των δικαιωμάτων των λαών της περιοχής. Οι υπαρκτές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, όχι μόνο δεν οδηγούν στη ματαίωση της αμερικανικής επέμβασης, αλλά, αντίθετα, αυξάνουν τον κίνδυνο μιας ευρύτερης πολεμικής ανάφλεξης στη συνέχεια.

Η αναγκαιότητα να κατακτηθεί ο αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός και ο συντονισμός ενός ρωμαλέου αντιπολεμικού κινήματος στην ευρύτερη περιοχή, προβάλλει άμεση και επιτακτική. Πρέπει οι λαοί να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Σ' αυτήν την κατεύθυνση συνεχίζουμε.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλοςείναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ