ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Από την 1η Γενάρη 2003, η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κυβέρνηση θα διαχειριστεί και θα προωθήσει μέτρα και αποφάσεις υπέρ των ευρωπαϊκών μονοπωλίων σε συνθήκες ύφεσης και όξυνσης του ανταγωνισμού, με στόχο τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου σ' αυτές τις συνθήκες. Καλείται επίσης να διαχειριστεί τις υποθέσεις της ΕΕ στον ενδεχόμενο πόλεμο στο Ιράκ, τα ζητήματα της διεύρυνσης, αλλά και την προώθηση των συμφερόντων της ελληνικής πλουτοκρατίας στα Βαλκάνια. Αναμένεται επομένως επιδείνωση της θέσης της εργατικής τάξης και του λαού γενικότερα. Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα τα κυριότερα θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί η ελληνική προεδρία, τις συνέπειές στους στα λαϊκά στρώματα, καθώς και τη στάση των κομμάτων στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Ανταγωνισμοί για το πετρέλαιο του Ιράκ

Η σχεδιαζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιδρομή κατά του Ιράκ απασχολεί και διχάζει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τη μια πλευρά η Βρετανία του Μπλερ, η οποία υποστηρίζει την άνευ όρων στρατιωτική δράση, και από την άλλη η Γερμανία του Σρέντερ, που δηλώνει ότι δεν πρόκειται να πάρει μέρος σε καμιά επιχείρηση εναντίον του Ιράκ.

Η επιδρομή κατά του Ιράκ, ως συνέχεια της «αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας», φέρνει στην επιφάνεια τις έντονες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ΗΠΑ - ΕΕ. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, που εκδηλώνεται με διαφορετική μορφή και ένταση σε κάθε πλευρά του τριγώνου ΗΠΑ - Ιαπωνία - Ευρωπαϊκή Ενωση, ξαναζωντανεύει τις κλασικές συνταγές για έξοδο από την κρίση μέσω του πολέμου. Η αύξηση των εξοπλισμών και η «κατανάλωσή» τους σε συνδυασμό με την κατάκτηση, τη δημιουργία και το μοίρασμα νέων αγορών φαίνεται να λειτουργεί ως διέξοδος και σ' αυτή την περίπτωση.

Μέρος αυτού σχεδίου, ίσως το σημαντικότερο, είναι ο ανταγωνισμός για τον απόλυτο έλεγχο των ενεργειακών πηγών και ειδικότερα των πετρελαιοπηγών, αλλά και των πετρελαιαγωγών. Τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του Ιράκ, λοιπόν, υπολογίζονται σε 112 δισεκατομμύρια βαρέλια και ισοδυναμούν με το 11% των παγκόσμια γνωστών αποθεμάτων. Πρόκειται, επιπλέον, για το φθηνότερο πετρέλαιο, αφού το κόστος εξόρυξής του είναι κάτω από 1 δολάριο το βαρέλι.

Αυτό σημαίνει ότι όποιος ελέγχει το ιρακινό πετρέλαιο, μπορεί να αντλεί τεράστια υπερκέρδη, ακόμη και με χαμηλές τιμές πώλησης. Μπορεί, όμως, και να επιφέρει αποφασιστικό χτύπημα στο καρτέλ του ΟΠΕΚ, που καθορίζει σχεδόν αποκλειστικά τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Από την άποψη αυτή αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι ανακατατάξεις και οι συσχετισμοί στον αραβικό κόσμο. Ετσι, αποκτούν στέρεο έδαφος οι εκτιμήσεις ότι αυτός ο πόλεμος δε θα σταματήσει μόνο στο Ιράκ, αλλά θα συνεχιστεί σε άλλα μέτωπα της περιοχής και πριν απ' όλα εναντίον του Ιράν.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ, της Γαλλίας και προσφάτως της Γερμανίας για τον έλεγχο των πετρελαίων του Ιράκ είναι μια παλιά υπόθεση, που τώρα όμως φαίνεται να κορυφώνεται. Η απόφαση της ιρακινής κυβέρνησης να καθιερώσει τη διαπραγμάτευση της τιμής του πετρελαίου σε ευρώ και όχι σε δολάρια έχει μια έντονη πολιτική σημασία και αποτυπώνει τους δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί με τις γαλλικές και τις γερμανικές εταιρίες.

Η ύπαρξη και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων δεν εμποδίζει βέβαια και την αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή την αναζήτηση συμβιβασμών και την κοινή δράση. Οπως αποδείχτηκε, στις επιδρομές κατά της Γιουγκοσλαβίας και του Αφγανιστάν, τόσο ο γερμανογαλλικός άξονας, όσο και η Ευρωπαϊκή Ενωση, ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, απέχουν πολύ ακόμη από το να ελπίζουν ότι μπορούν να επιβάλλουν τις απόψεις τους στις ΗΠΑ.

Η ελληνική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, θα διαχειριστεί την υπόθεση της επιδρομής εναντίον του Ιράκ ως προεδρεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ίδια, σε όλες τις προηγούμενες αμερικανοΝΑΤΟικές επεμβάσεις, έδωσε ό,τι της ζήτησαν. Την ίδια διάθεση δείχνει και τώρα, προβάλλοντας ως άλλοθι τη θέση ότι η επιδρομή θα πρέπει να γίνει μετά από απόφαση του ΟΗΕ.

Ενταση στρατιωτικοποίησης και καταστολής

Γρηγοριάδης Κώστας

Η περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, κατέχουν υψηλή θέση στην ατζέντα των θεμάτων της ελληνικής προεδρίας, στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας.

Σχετικά με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας το πρόγραμμα της ελληνικής προεδρίας αναφέρει: «Γενικότερα, και πάντοτε με την επιδίωξη της ασφάλειας του πολίτη, εναποτίθεται στην ελληνική προεδρία να επιτύχει το Γενικό Στρατιωτικό Στόχο, που έχει προσδιοριστεί στην ΚΕΠΑΑ, καθώς επίσης τους στόχους ανάπτυξης δυνατοτήτων στους τομείς πολιτικής διαχείρισης κρίσεων. Η ενίσχυση της Ενωσης στον τομέα ασφάλειας και άμυνας έχει εξαρχής αποτελέσει πολιτική επιδίωξη της Ελλάδας».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πορεία του θέματος του «ευρωστρατού», ο οποίος θα πρέπει να είναι ετοιμοπόλεμος το Μάρτη του 2003. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ, πρόσθεσε στο θέμα μια έντονη ελληνοτουρκική διάσταση. Το κείμενο της Αγκυρας, υπαγορευμένο από τις ΗΠΑ και υπογεγραμμένο από τη Βρετανία και την Τουρκία, έδινε στην τελευταία το δικαίωμα να εξαιρεί το Αιγαίο από τα πεδία δράσης του «ευρωστρατού» και να αμφισβητεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Στη Σύνοδο των Βρυξελλών (Οκτώβρης 2002) η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε σε μια τροπολογία, η οποία όμως δεν αναιρεί την ουσία του κειμένου της Αγκυρας. Ωστόσο, η τουρκική ηγεσία απέρριψε και αυτή την τροπολογία, εντάσσοντας το θέμα του «ευρωστρατού» σε ένα «πακέτο» μαζί με το Κυπριακό και τα θέματα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και των διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας. Ετσι, το θέμα του «ευρωστρατού» θα βρεθεί στα χέρια της ελληνικής προεδρίας αφού περάσει από τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης (12 Δεκέμβρη του 2002), όπου πιθανότατα θα συζητηθεί.

Η δημιουργία ενός νέου επεμβατικού στρατιωτικού σώματος στην υπηρεσία της Νέας Τάξης και η απειλή κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, δίνουν το διπλά αρνητικό χαρακτήρα του θέματος του «ευρωστρατού».

Σχετικά με την τρομοκρατία, η ελληνική προεδρία οφείλει να συνεχίσει στην κατεύθυνση που έχουν χαράξει οι προηγούμενες Σύνοδοι Κορυφής. Ειδικότερα, θα ασχοληθεί και θα συντονίσει τις διαδικασίες συνεργασίας των κρατών - μελών, θα προχωρήσει, για λογαριασμό της ΕΕ στην υπογραφή ειδικών συμφωνιών με τρίτες χώρες και θα προωθήσει τη συζήτηση για την «αξιολόγηση της τρομοκρατικής απειλής» και τη χρήση στρατιωτικού, ή μη στρατιωτικού δυναμικού.

Είναι χαρακτηριστικό το σχετικό απόσπασμα από το πρόγραμμα της ελληνικής προεδρίας το οποίο αναφέρει: «Στη λογική της εξασφάλισης στήριξης των πολιτικών της Ενωσης από τους πολίτες, η ελληνική προεδρία θα δώσει έμφαση και στο θέμα της Ασφάλειας. Θα επικεντρωθεί στις δράσεις για την ενίσχυση της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων, της πάταξης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος και της αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης».

Ενα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής προεδρίας αφορά στην αντιμετώπιση της μετανάστευσης και των μεταναστών. Το πρώτο εξάμηνο του 2003 θα προωθηθεί το πλαίσιο που περιλαμβάνει τη δημιουργία μηχανισμών αποτροπής των λαθρομεταναστών, την αυστηροποίηση των όρων για την παροχή ασύλου, τη συγκρότηση του σώματος των συνοροφυλάκων, την κοινή εκπαίδευση των αστυνομικών που θα στελεχώσουν αυτούς τους μηχανισμούς.

Πιο φτηνοί εργάτες στο όνομα της ανταγωνιστικότητας

Εργασιακές σχέσεις και ασφαλιστικό σύστημα είναι οι δύο τομείς της εργατικής πολιτικής που θα κυριαρχήσουν στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ. Ηδη είναι γνωστό ότι το Συμβούλιο Υπουργών Εργασίας, που θα γίνει στο Ναύπλιο στις 24 Γενάρη, θα ασχοληθεί με τον έλεγχο τόσο της εφαρμογής των αποφάσεων της Λισαβόνας για την «ευελιξία» όσο και με ζητήματα συντονισμού των ασφαλιστικών συστημάτων. Ο Ελληνας υπουργός Εργασίας, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δανό ομόλογό του, δήλωσε πριν από λίγες μέρες στις Βρυξέλλες ότι στις προτεραιότητες της ελληνικής προεδρίας είναι το τρίπτυχο «ευελιξία, ποιότητα και προστασία των εργαζομένων».

Ενα από τα βασικά ζητήματα που θα απασχολήσουν το εαρινό Συμβούλιο, που θα γίνει στις 21 Μάρτη στις Βρυξέλλες, είναι η πορεία μεταρρύθμισης των συνταξιοδοτικών συστημάτων.

Θα γίνει επίσης έλεγχος της πορείας των πολιτικών απασχόλησης και αγοράς εργασίας, της συγκράτησης των μισθών, της λεγόμενης συνεχούς επιμόρφωσης, ως στοιχείων προώθησης της ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας και μείωσης του «κόστους εργασίας» για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Εχει γίνει ήδη ορατός ο προσανατολισμός για επέκταση της κατάργησης θεμελιωδών δικαιωμάτων στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και στον τομέα της υγείας, με μεθοδολογία επιχειρηματολογίας και συντονισμού ανάλογη με εκείνη του συνταξιοδοτικού.

Καινούριο στοιχείο αναδεικνύεται το γεγονός ότι η νέα στρατηγική της ΕΕ για την απασχόληση θα μετρηθεί συγκεκριμένα, με δείκτες: την αύξηση της απασχόλησης (που δεν αφορά τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης με πλήρη δικαιώματα, αλλά μοίρασμα της ανεργίας ώστε να προκύπτει μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε κατάσταση απασχολησιμότητας), την παραπέρα προώθηση της απασχολησιμότητας και με κατάργηση των ορίων στις απολύσεις, τη μείωση ή κατάργηση της αποζημίωσης απολυμένου, με ελευθερία νέων προσλήψεων με ατομικές συμβάσεις και αποδοχές κατώτερες από αυτές που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις.

Προωθείται, δηλαδή, γενίκευση των νέων εργασιακών σχέσεων που κάνουν την εργατική δύναμη φτηνότερη για το κεφάλαιο.

Ολ' αυτά τα ζητήματα πρέπει να είναι αντικείμενο μιας διαρκούς δραστηριότητας μέσα στους φορείς και τις διαδικασίες του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος. Πολύ περισσότερο που ήδη προβάλλεται το ιδεολόγημα - σύνθημα για μία «κοινωνική Ευρώπη και όχι Ευρώπη της αγοράς». Το σύνθημα χρησιμοποιούν τόσο δυνάμεις από τα αστικά κόμματα εξουσίας όπως το ΠΑΣΟΚ, και η ΝΔ, όσο και φορείς του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα.

Γίνεται φανερό πως το μέτωπο αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί, καθώς η κρίση που ήδη αντιμετωπίζει η ΕΕ και ο κίνδυνος να βαθύνει (ιδιαίτερα σε κράτη όπως η Γερμανία) αυξάνει τους προβληματισμούς για αναπροσαρμογή του τρόπου διαχείρισης στο σύνολο της ΕΕ.

Από το βάθος και τη χρονική διάρκεια της οικονομικής κρίσης θα εξαρτηθεί η ευελιξία της ΕΕ στη διαμόρφωση κατευθύνσεων και ελέγχων στην άσκηση οικονομικής πολιτικής πιο ανοιχτής στις κρατικές επενδύσεις και επιδοτήσεις, στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στη διατήρηση κάποιων κρατικών επιχειρήσεων, ή μεγαλύτερου μέρους μετοχών σε επιχειρήσεις, στην προώθηση κάποιων προγραμμάτων διαχείρισης της πιο κραυγαλέας φτώχειας.

Δηλαδή στο θέμα αυτό υπάρχουν ενδείξεις ότι η ΕΕ κάνει στροφή σε υποδείξεις διαχείρισης και νεο-κεϋνσιανά στοιχεία, συνδυάζοντας τα με νεοφιλελεύθερα.

Στο έδαφος αυτό μπορούν να διαμορφωθούν πολιτικές προτάσεις για τον εγκλωβισμό όχι γενικά των εργαζομένων, αλλά ειδικότερα εκείνου του τμήματος που τείνει προς την αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική ριζοσπαστικοποίηση.

Η αναμενόμενη εκδήλωση της κρίσης και στην Ελλάδα επιβάλλει την έγκαιρη ανάπτυξη ιδεολογικού μετώπου στο εργατικό κίνημα ως προϋπόθεση για να μην εξελιχθεί αυτό σε πυροσβεστήρα μιας πολιτικής κρίσης στη γέννησή της.

Κι από αυτήν την άποψη οι στόχοι πάλης που έχει το ΠΑΜΕ, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ιδεολογικού μετώπου στα πρωτοβάθμια σωματεία και στους τόπους δουλιάς, μπαίνουν στην πρώτη γραμμή.

Μια καθ' όλα αντιαγροτική προοπτική

Ουδεμία αυταπάτη δεν πρέπει να τρέφουν οι μικρομεσαίοι Ελληνες αγρότες, ότι η κυβέρνηση θα τους εξασφαλίσει κάποια οφέλη από την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ.

Το βασικό θέμα όσον αφορά τη γεωργία είναι η ενδιάμεση αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Δηλαδή, οι αρχικές καταστροφικές προτάσεις που έκανε τον περασμένο Ιούλη ο επίτροπος Γεωργίας της ΕΕ, σε συνδυασμό με τις αντιαγροτικές αποφάσεις της συνόδου κορυφής του Οκτώβρη και τις επικείμενες τελικές προτάσεις για την ενδιάμεση αναθεώρηση που θα γίνουν στις 22/1/2003. Με άλλα λόγια ο προεδρεύων στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ, Γ. Δρυς, θα «πασχίσει» να κάνει πράξη τις νέες ολέθριες αντιαγροτικές εντολές των επιτελείων των Βρυξελλών.

Εντολές, που έχουν να κάνουν με το πάγωμα των κοινοτικών δαπανών για τη γεωργία, μέχρι το 2006, και δραστική μείωση των κοινοτικών κονδυλίων για τη στήριξη της γεωργίας μετά το 2006 και μέχρι το 2013. Πρόκειται για μέτρα που εγγυώνται την επιτάχυνση της φτώχειας και του ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων Ελλήνων αγροτών. Αντιθέτως τα μέτρα που θα υλοποιήσει η ελληνική προεδρία όσον αφορά τον αγροτικό τομέα, αποσκοπούν στη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λιγότερα χέρια. Αποσκοπούν στην περαιτέρω «ενίσχυση» των εμποροβιομηχάνων και των πολυεθνικών, να συγκεντρώνουν σε ακόμα πιο χαμηλές τιμές την αγροτική παραγωγή, προκειμένου να αυγατίσουν κι άλλο τα κέρδη τους.

Οι μέχρι τώρα προτάσεις για την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ, είναι: Η παραπέρα μείωση των κοινοτικών ενισχύσεων κατά 20% στα επόμενα χρόνια, η μείωση των θεσμικών τιμών σε βασικά αγροτικά προϊόντα (δημητριακά, ρύζι κ.ά.), η αποσύνδεση επιδοτήσεων από την αγροτική παραγωγή και η καθιέρωση πενιχρών εισοδηματικών ενισχύσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές εναρμονίζονται με τις συμφωνίες και τις δεσμεύσεις της ΕΕ στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ταυτόχρονα διευκολύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό για να κατευθύνει κονδύλια του στην προώθηση άλλων κοινοτικών πολιτικών όπως Κοινή Πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας (ευρωστρατός ευρωαστυνομία) και η διεύρυνση της ΕΕ. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διεύρυνση, χαμένοι θα βγουν και οι μικρομεσαίοι αγρότες των ήδη ενταγμένων χωρών και των υπό ένταξη χωρών. Αλλωστε όπως προαποφασίστηκε, η γεωργία των 10 υπό ένταξη χωρών θα επιδοτείται από το 2004 με το 5% με βάση τα κονδύλια που πηγαίνουν στις 15 χώρες της ΕΕ και οι όποιες επιδοτήσεις θα εξομοιωθούν για τις 25 χώρες, το 2013.

Εκτός αυτών αξίζει να αναφερθεί, πως εκτός της ενδιάμεσης αναθεώρησης της ΚΑΠ, ετοιμάζονται να «σκάσουν» μέσα στο 2003 μια σειρά από οδυνηρές προτάσεις για βασικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα, όπως λάδι, καπνός, βαμβάκι κ.ά... Οπως φαίνεται μέχρι τώρα, οι προτάσεις αυτές θα βγουν στη φόρα προς το τέλος της ελληνικής προεδρίας.

Οι μικρομεσαίοι αγρότες, έχουν ένα λόγο παραπάνω για να βγούνε μαζικά και αγωνιστικά στους δρόμους από τις αρχές του 2003, απαιτώντας ανατροπή της ακολουθούμενης αντιαγροτικής πολιτικής.

Παιδεία στη μέγκενη της αγοράς

Το διάστημα της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ συμπίπτει με μία περίοδο κρίσιμη για τα ζητήματα της εκπαίδευσης. Η ελληνική προεδρία συμπίπτει με την αφετηρία εφαρμογής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που έχουν αποφασιστεί με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία αναφέρεται ιδιαίτερα στη σημασία της εκπαίδευσης ως ζωτικού κομματιού στην προσπάθεια να γίνει η Ευρώπη η πιο «ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης» μέχρι το 2010.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο βάρος δίνεται σε ζητήματα χρήσης νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής, στις συνεργασίες ανάμεσα σε χώρες της ΕΕ στον τομέα της αναγνώρισης των διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για δράσεις που επαναλαμβάνονται σε κείμενα της ΕΕ, αλλά και του υπουργείου Παιδείας, χωρίς να αναφέρεται ο πραγματικός στόχος που είναι το πώς τα εκπαιδευτικά συστήματα θα προσαρμοστούν αποτελεσματικά στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, διαμορφώνοντας ένα εργατικό δυναμικό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου. Ετσι δίνεται έμφαση στην κατάρτιση και την παρέμβαση στο περιεχόμενο της βασικής εκπαίδευσης, όπου η γραφή, η ανάγνωση και η αριθμητική ορίζονται ως βασικές δεξιότητες - ζητούμενα σε βάρος της ολόπλευρης μόρφωσης και η «διά βίου κατάρτιση», η προσαρμογή δηλαδή στις εκάστοτε εφήμερες ανάγκες της αγοράς, εμφανίζεται ως προϋπόθεση για το δικαίωμα στη δουλιά.

Κεντρική διακήρυξη στην ΕΕ αποτελεί η διασφάλιση και ο έλεγχος της «ποιότητας» της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Η «ποιότητα» έρχεται να αποτελέσει την εύσχημη διατύπωση του ασφυκτικότερου ελέγχου της εκπαίδευσης και των συντελεστών της στην κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης και της ακόμα μεγαλύτερης υπαγωγής της στους νόμους της αγοράς. Μοχλός είναι οι μηχανισμοί και τα συστήματα «αξιολόγησης» που εισάγει η κυβέρνηση. Πλευρές αυτής της τακτικής είναι και το λεγόμενο καθηκοντολόγιο στους εκπαιδευτικούς και ο «εσωτερικός σχολικός κανονισμός». Η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών που επαγγέλλεται η κυβέρνηση σημαίνει τη μεγαλύτερη χειραγώγησή τους. Σειρά θα έχει η «αξιολόγηση» των σχολείων, σύμφωνα με τους δείκτες που έχει ορίσει η ΕΕ και ελέγχουν την αποτελεσματικότητά τους στην προώθηση των βασικών δεξιοτήτων, κατηγοριοποιούν τα σχολεία και τους μαθητές και οδηγούν στην παραπέρα εμπορευματοποίηση της γνώσης και την ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου.

Σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η προώθηση των συνεργασιών μεταξύ χωρών της ΕΕ, με χώρες της διεύρυνσης, αλλά και τρίτες χώρες αποτελεί τον προπομπό και την εφαρμογή ενιαίας πολιτικής στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινά χαρακτηριστικά όπως αυτά είχαν διατυπωθεί στις αποφάσεις της Μπολόνια και της Πράγας.

Αυτή η πολιτική βεβαίως σημαίνει λιγότερη παιδεία για όλο και λιγότερα παιδιά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ