ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Στο στόχαστρο το σταθερό ωράριο

Εργάτες όλο και πιο «ευέλικτους», εργάτες - λάστιχο, εργάτες διαθέσιμους όπου, όποτε και με όποια σχέση θέλει το κεφάλαιο.

Αυτή είναι η αξίωση. Αυτό έχει αναλάβει να προωθήσει και η ελληνική κυβέρνηση, τόσο με την πολιτική της στο εσωτερικό της χώρας, όσο και με τον ειδικό ρόλο που καλείται να παίξει ως προεδρεύουσα αυτό το εξάμηνο στην ΕΕ. Η επιδίωξη αυτή έχει «ουρά» πίσω.

Η «ευελιξία» δε θα μπορούσε να μην αγγίξει και το χρόνο εργασίας με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ηδη από το 1990 μπήκε στην καθημερινότητα του εργάτη η έννοια της «διευθέτησης». Η αρνητική επίδραση αυτής της μεθόδου στον σταθερά δοσμένο χρόνο εργασίας και ειδικά σε πρώτη φάση στο 8ωρο, σε μια εποχή που το ζήτημα του πραγματικού 35ωρου - 5ημέρου - 7ώρου, με αύξηση αποδοχών και πλήρη δικαιώματα αναδείχτηκε σε πρωτεύον από την εργατική τάξη, ήταν καταλυτική.

Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο επειδή βρήκε πρακτική εφαρμογή, όσο επειδή η ύπαρξή της, ως δυνατότητας από την πλευρά των εργοδοτών, συνέβαλε αποφασιστικά στη διεύρυνση των άλλων «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης και στήριξε τις προσπάθειες απαξίωσης της σημασίας του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας. Η αντίσταση στη διευθέτηση από την πλευρά των εργαζομένων ήταν σταθερή και αποτελεσματική.

Η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας καθιερώθηκε αρχικά το 1990 από την κυβέρνηση της ΝΔ. Ακολούθησε το 1998 ο νόμος 2639, που έδωσε τη δυνατότητα διευθέτησης σε ετήσια βάση. Το 2000 με το νόμο 2874 η ετήσια βάση υπολογισμού παραμένει, αλλά δίνεται η δυνατότητα περισσότερων ωρών εργασίας ανά ημέρα και αλλάζει το καθεστώς των υπερωριών. Στη βάση αυτή ο εργοδότης μπορεί για 138 ώρες το χρόνο να καταστρατηγεί το ωράριο εργασίας και σε «αντάλλαγμα» να δίνει ρεπό ή άδεια στους εργαζόμενους, αντί να τους πληρώνει, για διάστημα αντίστοιχο με αυτό που ίσχυε η διευθέτηση. Ο εργάσιμος χρόνος γίνεται με αυτό τον τρόπο «πλαστελίνη» στα χέρια των εργοδοτών, οι οποίοι όμως απαιτούν λιγότερο ακόμη κόστος, περισσότερη ελευθερία και ουσιαστικά το δικαίωμα να καθορίζουν χωρίς κανέναν περιορισμό το χρόνο εργασίας.

«Ευελιξία» στο χρόνο εργασίας είναι και η υπερωριακή απασχόληση, μόνο που στη συνείδηση των εργαζομένων δεν έχει περάσει ως τέτοια λόγω της πολύχρονης εφαρμογής της και του περιορισμένου χαρακτήρα που διατηρούσε κάτω από τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος. Αντίστοιχα, στην έννοια της «ευελιξίας» εντάσσονται οι βάρδιες, τα κυκλικά και διακεκομμένα ωράρια εργασίας.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ

Στο «λάκκο με την ευελιξία»

Στελέχη της κυβέρνησης «ορκίζονται» στο όνομα της... πλήρους απασχόλησης και σε επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης δε λείπουν οι αναφορές στην ανάγκη προστασίας των εργαζομένων. Την ίδια ώρα όμως, όλα τα μέτρα που σχεδιάζονται και υλοποιούνται, αποσκοπούν στη διεύρυνση της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις και σε όλες τις εκφάνσεις της «αγοράς εργασίας»! Δεν πρόκειται για κάποιου είδους παράνοια. Απλώς, η Ευρωπαϊκή Ενωση βαφτίζει το «ψάρι, κρέας» σε μια προσπάθεια να πειστούν οι εργαζόμενοι πως οι ασκούμενες πολιτικές είναι για το... καλό τους.

Στο πλαίσιο αυτό, η «ανάπτυξη» εμφανίζεται από τα επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σαν το φάρμακο «διά πάσα νόσο», για την οικονομική ευημερία ή την καταπολέμηση της ανεργίας. Για την επίτευξη της ανάπτυξης απαιτείται βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων. Για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτείται μείωση μισθών και συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αυτή η αλληλουχία της εκμετάλλευσης, ιεραρχεί και τις πολιτικές που σχεδιάζονται και εκτελούνται, αυστηρά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Η έννοια της «ευελιξίας» συγκρούεται ανελέητα με την έννοια της πλήρους απασχόλησης, της σταθερής δουλιάς, του ικανοποιητικού μεροκάματου και μισθού, της ολόπλευρης ασφαλιστικής κάλυψης, της επιλογής ορισμένου επαγγέλματος ή ειδικότητας. Κάθε τι που ο μέσος εργαζόμενος θεωρεί θετικό για τη ζωή του και την ευημερία του, έρχεται σε αντίθεση με την «ευελιξία».

Στόχος του κεφαλαίου είναι η πλήρης «ελαστικότητα», στο χρόνο εργασίας, στους μισθούς, στα εργασιακά δικαιώματα και ασφαλιστικά δικαιώματα. Για την Κομισιόν και τα άλλα όργανα του κεφαλαίου η «ευελιξία» δεν κάνει διακρίσεις και δε γνωρίζει σύνορα. Οι πιέσεις αυξάνονται όλο και περισσότερο για τη διάδοσή της, με σύμμαχο τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό.

Σύντομα αναμένεται ακόμη μια νομοθετική παρέμβαση στην ίδια κατεύθυνση. Οι ταξικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, μέσα από το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο προετοιμάζονται για μια ακόμη σύγκρουση. Μάλιστα, το δεδομένο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο για την κυβέρνηση ώστε να προχωρήσει σε ένα νέο πλήγμα στις εργασιακές κατακτήσεις.

Το «ψηφιδωτό» της εκμετάλλευσης

Η «ευελιξία» εκφράζεται με πολλούς τρόπους και στην Ελλάδα οι περισσότεροι έχουν θεσμοθετηθεί και βρίσκονται στη διάθεση των εργοδοτών

Το πανό των Εμποροϋπαλλήλων τα λέει όλα...
Το πανό των Εμποροϋπαλλήλων τα λέει όλα...
Τα τελευταία δώδεκα χρόνια έχει γίνει πραγματικότητα ένα τεράστιο νομοθετικό έργο στην Ελλάδα για την επέκταση των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων, στη βάση των κατευθύνσεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της παρεπόμενης «Λευκής Βίβλου», που τελευταία φορά «φρεσκαρίστηκαν» στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας. Παρ' όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η κυβέρνηση και όλοι οι άλλοι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής δεν είναι ικανοποιημένοι από την πρόοδο των νέων μορφών εργασίας στη χώρα μας, καθώς οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι -που πολλές από αυτές τις αντιδραστικές ρυθμίσεις γίνονται στο όνομα της κατάστασής τους- αντιστέκονται στην εξαθλίωση και αρνούνται να κάνουν τη ζωή τους «λάστιχο», να μετατραπούν σε «απασχολήσιμους».

Σημαντική είναι η συμβολή των ταξικών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα γι' αυτή την άρνηση. Το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο έχει σταθερή αντιπαράθεση με κάθε λογής «ευελιξία» σε βάρος των εργαζομένων. Παράλληλα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δίνει αδιάκοπα τη μάχη εναντίον της αντεργατικής και αντιλαϊκής πολιτικής και ήταν αυτό που το 1994, μέσω του «Ρ», αποκάλυψε τα κείμενα της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της βαθιά αντεργατικής «Λευκής Βίβλου» στο λαό.

Αυτή τη στιγμή δεν είναι γνωστά ολοκληρωμένα στοιχεία για την έκταση των «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης στη χώρα μας. Συνήθως, καταμετρείται η μερική απασχόληση, η οποία κυμαίνεται γύρω στο 4,3% επί του συνόλου των απασχολουμένων. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι 2 στους 3 μερικά εργαζόμενους έχουν εξαναγκαστεί να εργαστούν με αυτή τη μορφή.

Μια καταγραφή των «ευέλικτων» μορφών εργασίας είναι χρήσιμη, για να διαπιστωθεί το εύρος του νομοθετικού πλαισίου, του οποίου η θέσπιση διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον «κοινωνικό διάλογο», που στήριξαν οι πλειοψηφίες στις διοικήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.

Η λεγόμενη «προσωρινή εργασία» σχετίζεται κυρίως με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και με την εποχική απασχόληση. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με τις οποίες απασχολείται το 7% των εργαζομένων (!) αφορούν χιλιάδες εργαζόμενους στο Δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και στον ιδιωτικό. Η κυβέρνηση, με πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα, δήθεν για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, ενίσχυσε στην πραγματικότητα αυτή την κατάσταση, χωρίς να εξασφαλίσει καμία ουσιαστική προστασία.

Η μερική απασχόληση έχει πολλές διαφορετικές εκφράσεις. Μπορεί να είναι 4ωρη εργασία (ή και μικρότερης διάρκειας, σύμφωνα με τον τελευταίο αντεργατικό νόμο 2874/2000), σε ημερήσια βάση για πέντε μέρες τη βδομάδα. Μπορεί να είναι 6ωρη για λιγότερες μέρες. Μπορεί να αφορά σε 8ωρη εργασία για τρεις μέρες τη βδομάδα, 12 ή 15 μέρες το μήνα.

Η εκ περιτροπής εργασία είναι ορισμένες φορές μέρος της μερικής, καθώς οι εργαζόμενοι καλούνται να εργαστούν με πλήρες ημερήσιο ωράριο για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και στη συνέχεια επανέρχονται στο προηγούμενο καθεστώς. Η διαλείπουσα εργασία αφορά στην περιοδική απασχόληση, χωρίς να έχει προηγηθεί καθορισμός του χρόνου που θα γίνει απαιτητή από τον εργοδότη.

Η «ενοικίαση» εργαζομένων είναι μια ξεχωριστή μορφή «ευελιξίας», η οποία αποτελεί και την πιο πρόσφατη νομοθετική πράξη της κυβέρνησης. Δεν είναι εύκολο να περιγραφεί το μέγεθος του ηθικού ελλείμματος αυτής της μορφής σύγχρονου δουλεμπορίου. Η κυβέρνηση προτιμά να την ονομάζει «δανεισμό», παραπέμποντας στην παλαιότερη πρακτική, όπου μια επιχείρηση πρόσφερε στελέχη της σε μια άλλη επιχείρηση για να την εξυπηρετήσει σε ένα ορισμένο έργο στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας. Η έννοια παραπέμπει, επίσης, σε πρακτικές αλληλεγγύης μεταξύ φτωχών αγροτών, οι οποίοι ένωναν τις δυνάμεις τους σε οικογενειακό επίπεδο, για να μαζέψουν τον καρπό ή τη σοδειά, όταν έλειπαν τα εργατικά χέρια.

Τα σχέδια και οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι πολύ διαφορετικά σε αυτή την περίπτωση και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον τομέα αυτό δραστηριοποιούνται πολυεθνικές επιχειρήσεις, τη δράση των οποίων νομιμοποίησε κάτω από τον τίτλο «Εταιρίες Προσωρινής Απασχόλησης». Στα κράτη - μέλη της ΕΕ η μορφή αυτή επεκτείνεται συνεχώς, πλήττοντας με ιδιαίτερη σφοδρότητα την πλήρη εργασία, τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη συνδικαλιστική δράση. Παρουσιάζει σημαντική πρόοδο και συνδυάζεται με όλες τις άλλες «ευέλικτες» μορφές. Στην Ελλάδα μέσα σε λίγους μόνο μήνες απλώθηκε στο 0,2% των εργαζομένων.

Σύμφωνα με το νόμο, μια τέτοια εταιρία προσλαμβάνει κάποιο εργαζόμενο και στη συνέχεια τον διαθέτει σε μια άλλη επιχείρηση για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ο εργαζόμενος πληρώνεται και ασφαλίζεται από την εταιρία που τον προσέλαβε, αλλά εργάζεται στην επιχείρηση που έχει παραχωρηθεί και ελέγχεται από αυτή. Η «προστασία» του περιορίζεται ουσιαστικά στην εφαρμογή της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Οι εργολαβίες είναι επίσης «ευέλικτη» μορφή. Τα τελευταία χρόνια παρέχονται ευρέως μόνιμες υπηρεσίες καθαριότητας και φύλαξης σε πολλές επιχειρήσεις. Το φασόν, η εργασία στο σπίτι για την παραγωγή ενός μέρους από κάποιο προϊόν, που παράγει μια επιχείρηση είναι άλλη μια τέτοια μορφή. Η τηλεεργασία είναι, επίσης, «ελαστική» μορφή εργασίας, η οποία, για διάφορους λόγους, δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Συνδέεται, κυρίως, με επιχειρήσεις «εντάσεως κεφαλαίου» και υπηρεσίες.

ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Διαρκής «θηλιά» για τους εργαζόμενους

Η κυβέρνηση δημαγωγεί για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και οι συνδικαλιστές της ταξικής συναίνεσης θριαμβολογούν, ενώ οι εργαζόμενοι «σφίγγουν το ζωνάρι»

Συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ έξω από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ζητώντας πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς
Συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ έξω από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ζητώντας πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς
Η λιτότητα έχει αναχθεί σε αναπόσπαστο μέρος της ζωής των εργαζομένων και συνολικά του λαού. Η πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση στο όνομα της επίτευξης των στόχων, οι οποίοι επιβάλλονται από αυτό που το κεφάλαιο ονομάζει «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», έχει βυθίσει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στη φτώχεια, ενώ με τη συμβολή των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δέχονται πολύπλευρα χτυπήματα, ένα από τα οποία αφορά στο ύψος των αυξήσεων στους μισθούς, που θυσιάζονται στο βωμό της «ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου.

Ακόμη και επίσημα στοιχεία, δεν μπορούν να αποκρύψουν την κατάσταση. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Εργασιακών Σχέσεων το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2001 μειώθηκε στο 3,3% και οι εργαζόμενοι είδαν μείωση του πραγματικού τους μισθού κατά 0,4%. Τα στοιχεία αυτά, όσο «ωραιοποιημένα» και αν είναι δείχνουν μια συγκεκριμένη τάση. Η σωρευτική απώλεια είναι πολύ μεγαλύτερη βεβαίως. Η ίδια η ΓΣΕΕ που υπερασπίζεται τις «εξαιρετικές» συμβάσεις που υπογράφει κάθε χρόνο και τα στελέχη της δηλώνουν ότι εξασφαλίζουν «πραγματικές αυξήσεις», παραδέχεται με βάση την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ότι από το 1990 μέχρι το 2001 υπάρχει σωρευτική απώλεια 6,76% στις πραγματικές κατώτατες αποδοχές.

Στο φόντο αυτών των απωλειών, το 2002 και με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2002 - 2003, το κατώτερο μεικτό μεροκάματο διαμορφώθηκε στις 7.615 δραχμές και ο κατώτερος μεικτός μισθός στις 169.986 δραχμές. Στο Δημόσιο, οι εργαζόμενοι εγκλωβίστηκαν στην εισοδηματική πολιτική του ...2%. Για το 2003 η ΕΓΣΕΕ προβλέπει αυξήσεις...3,9%, όταν αυτή τη στιγμή ο πληθωρισμός κινείται στο 3,7% και οι αυξήσεις που έχουν προαναγγείλει οι έμποροι στα είδη διατροφής αναμένεται να ξεπεράσουν και το 10%. Αντίστοιχα, στο Δημόσιο η εισοδηματική πολιτική προβλέπει αυξήσεις 2,5%, που όχι μόνο είναι μικρότερες από τον πληθωρισμό, αλλά σε συνδυασμό με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 12.000 δραχμές οδηγεί τους δημόσιους υπάλληλους και σε ονομαστική μείωση των αποδοχών τους!!! Ουσιαστική είναι και η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, αφού η όποια αύξηση δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γενικότερη ακρίβεια, η οποία δεν αποτυπώνεται στο πραγματικό της μέγεθος ούτε από τον πληθωρισμό.

Οι επιπτώσεις από την πολιτική μισθών, τις απαράδεκτα χαμηλές συμβάσεις, την ακρίβεια, είναι βεβαίως οφθαλμοφανείς πέρα από τα στατιστικά στοιχεία, για τους ανθρώπους της δουλιάς, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, την ίδια ώρα που οι τιμές σε βασικά λαϊκά είδη κατανάλωσης αυξάνονται ανεξέλεγκτα, η ιδιωτικοποίηση της Υγείας επιβαρύνει δυσβάσταχτα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, οι απαιτήσεις στν τομέα της Παιδείας «γονατίζουν» τα λαϊκά νοικοκυριά.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο προτείνει τις εξής διεκδικήσεις για το 2003: Κατώτερο μισθό 350.000 δραχμές. Κατώτερο μεροκάματο 14.000 δραχμές. Κατώτερη σύνταξη 280.000 δραχμές. Ουσιαστικές αυξήσεις σε όλα τα επίπεδα μισθών. Εφ' άπαξ ενίσχυση 200.000 δραχμών για εισοδήματα κάτω των 4 εκατ. δραχμών. Πάγωμα τιμών, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας σε βασικά είδη, αφορολόγητο όριο περίπου 5 εκατ. δραχμών για τον άγαμο εργαζόμενο κ.ά.

Γίνεται φανερό τι θα γράφουν στα πανό τους οι εργάτες, που θα διαδηλώνουν στις 24 Γενάρη στο Ναύπλιο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ