ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Γενάρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
To βαρομετρικό χαμηλό

Πριν από χρόνια, όταν ήμασταν παιδιά, δεν ξέραμε τι ακριβώς γινόταν πίσω από τα κλειστά παράθυρα της γειτονιάς μας. Ούτε μας εξηγούσαν οι μεγάλοι, γιατί ο κυρ Νίκος, σύζυγος της κυρίας Βικτωρίας και μανάβης της γειτονιάς μας, χανότανε πότε πότε και όταν τον βλέπαμε, ύστερα από μέρες να φρεσκάρει με το ποτιστήρι τα μπαγιάτικα ζαρζαβατικά του, όλο και κάποιο τσιρότο σκέπαζε μια κρυφή πληγή στο μεγάλο του μέτωπο.

- «Τι συμβαίνει με το κούτελό σου, κυρ Νίκο; Τράκαρες, τράκαρες»; ρωτούσαμε.

- «Βγάζω κέρατο», απαντούσε όλο μυστήριο εκείνος. Και έπρεπε να περάσουν χρόνια πολλά, για να μάθουμε πως ο κυρ Νίκος ούτε είχε τρακάρει ποτέ, ούτε, φυσικά, είχε αποκτήσει κέρατο. Στην εξορία μπαινόβγαινε, ο καημένος, σαν καλός κομμουνιστής που ήτανε, και το τσιρότο στο μέτωπό του έκρυβε την πληγή που του είχαν αφήσει οι χωροφύλακες. Αυτοί που κάθε τόσο τον φώναζαν, για προσωπική του υπόθεση στο Τμήμα και κει, όσο ο κυρ Νίκος δεν τους έλεγε αυτά που εκείνοι περίμεναν να ακούσουν, τόσο η σφαλιάρα έπεφτε σύννεφο. Και ο μανάβης μας επέστρεφε γεμάτος μυστήριο στη γειτονιά, με το καινούριο του «κέρατο».

Ετσι μεγαλώναμε εμείς, με τη ζωή μας γεμάτη μυστήρια, τους χωροφύλακες να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια μας και να προσκαλούν τους μεγάλους στο Τμήμα για προσωπική τους υπόθεση κι αυτοί να επιστρέφουν συνοφρυωμένοι, με το σχετικό τσιρότο στο κούτελό τους. Ωστόσο, μέσα σ' εκείνα τα περίεργα «μυστήρια» υπήρχε και κάτι που μας βόλευε εμάς τα παιδιά και μας έκανε να χαιρόμαστε μακριά από τις πονεμένες ιστορίες και τα ματωμένα τσιρότα των μεγάλων. Κι αυτό που μας βόλευε και μας έκανε να χαιρόμαστε ήτανε οι τέσσερις εποχές του χρόνου, που τις περιμέναμε κι αυτές έρχονταν. Τον χειμώνα τον καταλαβαίναμε από τα χιόνια. Την άνοιξη από τα λουλούδια. Το καλοκαίρι από τους καύσωνες και το θερισμό. Και το φθινόπωρο από τον τρύγο και τα κόκκινα μήλα. Ητανε αλλαγές που τις χαιρότανε κι ο κυρ Νίκος στο μίζερο μανάβικό του. Το χειμώνα ανάμεσα στα καρότα και στα λάχανα. Την άνοιξη με τα μαρούλια και τα φρέσκα κρεμμυδάκια. Το καλοκαίρι με τα ροζακιά της Χαλκιδικής και τα μαύρα σύκα από το Μελισσοχώρι. Και το φθινόπωρο με τα κυδώνια και τα κάστανα απ' το Χορτιάτη.

Πέρασαν, όμως, τα χρόνια. Ο κυρ Νίκος πέθανε πριν από χρόνια. Τον έκλαψε όλη η γειτονιά. Και μεις προσέξαμε πως ακόμα και μέσα στην κάσα δεν έλειπε το τσιρότο από το κίτρινο μέτωπό του. Και οι τέσσερις εποχές; Πάνε κι αυτές. Ούτε τη μια αναγνωρίζουμε ούτε την άλλη. Μπερδεύτηκαν πια τα φρέσκα κρεμμυδάκια με τα μαύρα σύκα από το Μελισσοχώρι και τα κυδώνια του Χορτιάτη με τα λάχανα από τον Λαγκαδά. Κι για όλο αυτό το μπέρδεμα φταίει το βαρομετρικό χαμηλό. Πότε έρχεται από την Ιταλία και πότε από την Κεντρική Ευρώπη. Και κει που χαιρόμαστε το ξανθό καλοκαίρι μας να οι μπόρες και τα αστροπελέκια. Να ο Κηφισός και οι ελαφρές χιονοπτώσεις στα γύρω ορεινά και σε μερικές περιοχές με χαμηλό υψόμετρο. `Η εκεί που χαιρόμαστε τα λάχανα και τα καρότα του «κυρ Νίκου» να οι όψιμες λιακάδες και η κόκκινη βροχή της Αφρικής. Γιατί; Γιατί λέει ένα άλλο «βαρομετρικό χαμηλό» πέρασε βορειοανατολικά και επηρέασε τον καιρό της χώρας μας!

Με το «τσιρότο» όμως; Τι γίνεται με το τσιρότο; Αυτό δεν άλλαξε. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι κολλημένο στο κούτελό μας, κάπου όμως εκεί στο βαθύ μας μέσα σκεπάζει τις πληγές που ακόμα δεν έκλεισαν!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Τέχνη και ζωή

«Μια έκθεση με αφορμή ένα πολιτικό γεγονός. Τα δύο πράγματα μοιάζουν ασυμβίβαστα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι το γεγονός συνίσταται στη δολοφονία ενός επαναστάτη. Η εικόνα μας για την τέχνη και τις εκθέσεις δοκιμάζεται.

Η ποιότητα των καλλιτεχνικών έργων κρίνεται σήμερα από τις αποστάσεις που κρατάνε από την πολιτική και κοινωνική ζωή. Ας κοιτάξουμε γύρω μας τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται, συστηματικά, μεθοδευμένα, ώστε η σχέση των πολιτών με την πραγματικότητα να διαμορφώνεται από τις μονταρισμένες εικόνες που προσφέρει το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Δηλαδή, να δουλεύουν για να κερδίσουν το ψωμί τους, να αγοράζουν στα μαγαζιά και στις αγορές, να πηγαίνουν σε γραφεία και σε υπηρεσίες, να περπατάνε στους δρόμους, κι όλα όσα διαπιστώνουν τις ώρες που είναι ξύπνιοι, τα οργανωμένα συμφέροντα που ελέγχουν την καθημερινή τους ζωή, να μην τα καταγράφουν στη μνήμη τους και να μην τα κρίνουν. Ολα μετατίθενται στις ώρες όπου, υπνωτισμένοι μπροστά στο μηχάνημα με τις κινούμενες εικόνες, τον ήχο και τις λέξεις που τις συνοδεύουν, παίρνουμε τη δόση της "ενημέρωσης" για το τι συνέβη, τι συμβαίνει, πού βρισκόμαστε και πού πάμε. Οι άνεργοι, τα νέα τζάκια, οι μετανάστες, το εμπόριο λευκής σάρκας, οι εργολάβοι, η βαθμιαία κατάλυση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τα ναρκωτικά που διακινούνται πια και στα Γυμνάσια: ποιος θα μας πληροφορήσει για την κοινωνία στην οποία ζούμε; Δε θα το κάνουν, βέβαια, οι δημοσιογράφοι, καθώς οι περισσότεροι παίζουν τώρα το ρόλο που έπαιζαν παλαιότερα οι υπεύθυνοι για την προληπτική λογοκρισία. Ποιος θα το κάνει; Μήπως η τέχνη;

Το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιτεχνικών έργων που βλέπουμε στις γκαλερί, τι άλλο είναι παρά μια ακόμα απομάκρυνση από τη ζωή; Την ώρα πολέμων (πολέμων που έγιναν, πολέμων που επίκεινται), την ώρα που ξεκίνησε το νέο κυνήγι των μαγισσών, τη στιγμή που στη χώρα με τη μεγαλύτερη παράδοση πολιτικής γελοιογραφίας στον κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο, άρχισαν να απαγορεύονται οι γελοιογραφίες, με τι ασχολούνται οι περισσότεροι καλλιτέχνες, αν όχι με το να απομακρύνουν τις σκέψεις μας από την πραγματικότητα;

Μέσα σ' όλα αυτά, μια έκθεση με αφορμή έναν δολοφονημένο επαναστάτη; Και μάλιστα όταν και εκείνος και ο θάνατός του έχουν γίνει αντικείμενο εντατικής εμπορικής εκμετάλλευσης;

Σίγουρα, πάντα υπήρχε και υπάρχει ακόμα τώρα μια ζήτηση που μοιάζει αυθεντική. Ενα πραγματικό ενδιαφέρον, ένας ενθουσιασμός για τον άνθρωπο που σκοτώθηκε στη Βολιβία. Αυτό εξηγεί τα μπλουζάκια με το πρόσωπο του ήρωα.

Στο παιχνίδι, όμως, πήραν μέρος κι άλλοι, που θέλησαν να κερδίσουν χρήματα, αλλοιώνοντας και το νόημα των γεγονότων. Οταν η Swatch λάνσαρε το 1995 ένα ρολόι με το πρόσωπο του Τσε και τη σημαία της Κούβας με τη λέξη "επανάσταση" στο λουράκι, εξήγησε ταυτόχρονα ότι ο πραγματικός επαναστάτης "είναι αυτός που θέλει να αλλάξει τον κόσμο, αρχίζοντας με τον εαυτό του".

Εχουν περάσει 35 χρόνια από τότε. Ποιο είναι το νόημα αυτού του θανάτου σήμερα; Είναι δύσκολο να απαντήσουμε. Εχει, όμως, νόημα, ανεξάρτητα από το αν ψάχνουμε να βρούμε τις λέξεις, για να το εξηγήσουμε.

Το 1862, έναν αιώνα πριν τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε ένα μικρό σημείωμα για να δικαιώσει ηθικά τη δημοσίευση των "Αθλίων". Το κείμενο που συνοδεύει έκτοτε τις εκδόσεις του μυθιστορήματος σε όλες τις γλώσσες του κόσμου είναι το παρακάτω:

"Οσο θα υπάρχει, εξαιτίας των νόμων και των ηθών, μια κοινωνική καταδίκη, που, μέσα στον πολιτισμένο κόσμο μας, δημιουργεί με τρόπο αφύσικο, συνθήκες κόλασης, αλλοιώνοντας με μια μοιραία ανθρώπινη παρέμβαση το πεπρωμένο που είναι θείο. Οσο τα τρία προβλήματα του αιώνα, ο ξεπεσμός του άνδρα που ζει μες στην ανέχεια, ο ηθικός εξευτελισμός της γυναίκας που πεινά, η καχεξία του παιδιού που δε βλέπει το φως του ηλίου δε θα έχουν λυθεί. Οσο θα είναι δυνατή σε ορισμένες περιοχές η κοινωνική ασφυξία. Μ' άλλα λόγια κι από μιαν ακόμα ευρύτερη άποψη, όσο θα υπάρχει στη γη άγνοια και φτώχεια, βιβλία σαν κι αυτό εδώ δεν είναι ίσως άχρηστα".

Αυτά ίσχυαν το 1862. Ισχύουν τώρα. Ισχυαν το 1967. Οπως διαπιστώνει ο John Berger, στο κείμενό του που αναδημοσιεύουμε εδώ, ο "κόσμος δεν είναι αφόρητος μέχρι την ώρα που υπάρχει η δυνατότητα να τον αλλάξεις, και σου την αρνούνται". Θα πείτε: η βία. Θα σας πω: η βία τίνος; Εκείνων που καταπιέζουν και χρησιμοποιούν τη βία σε μαζική κλίμακα, ή αυτών που έχουν εξεγερθεί λόγω της βίας που υφίστανται; Γιατί εδώ δε μιλάμε για την τυφλή βία που ασκούν μερικοί στο όνομα της επανάστασης, αλλά για τη βία των λαϊκών μαζών, όταν συνειδητοποιήσουν ότι η εξαθλίωση και η αδικία που υφίστανται έχουν φτάσει στο απροχώρητο.

Ο Γκεβάρα έκανε αυτή τη φοβερή διαπίστωση. Οτι η κοινωνική ασφυξία επικρατεί στο μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη. Οτι ο ιμπεριαλισμός, όπως επίσης γράφει ο Μπέρτζερ, απαιτεί την απαξίωση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το αντάρτικο στη Βολιβία ήταν συνέπεια αυτής της διαπίστωσης, όπως και η σύλληψη του Τσε και των συντρόφων του από τις ειδικές δυνάμεις που είχε εκπαιδεύσει η CIA...

O θάνατος του Τσε Γκεβάρα έγινε αμέσως γνωστός σ' όλο τον κόσμο. Η είδηση ανακοινώθηκε με λέξεις. Μεταδόθηκε, όμως, και με φωτογραφίες... Ποτέ η φωτογραφία, ποτέ πριν μια φωτογραφία, δεν είχε τόσο αποδεικτικό βάρος όσο ετούτη. Ο Μπρεχτ είχε πει ότι η μηχανική απόδοση της πραγματικότητας, δεν είναι αυτομάτως το ισοδύναμο της αλήθειας. Αυτό είναι σίγουρα σωστό... Εδώ, όμως, η μαρτυρία της φωτογραφίας είναι διαφορετική. Γιατί αν η "έκθεση" του νεκρού σώματος του Τσε είναι σκηνοθετημένη, το σώμα, το πρόσωπο, τα χέρια του νεκρού που εκτίθεται ανήκουν στον Τσε Γκεβάρα. Η μυρωδιά του σώματος που συντηρείται με τη φορμόλη και οδηγεί τον αξιωματικό του βολιβιανού στρατού να σκεπάζει τη μύτη του μ' ένα μαντίλι, φτάνει μέχρις εμάς. Ο συρφετός που τριγυρίζει το πτώμα έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικότητας...».

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το κείμενο που δημοσιεύεται στον κατάλογο της έκθεσης.


Του Νίκου ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ*
*Ο Νίκος Χατζηνικολάου είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Στο πλαίσιο του γιορτασμού των 25 χρόνων από την ίδρυσή του, το Πανεπιστήμιο Κρήτης διοργανώνει την έκθεση «Ο θάνατος του "Τσε" Γκεβάρα». Η ενδιαφέρουσα αυτή παρουσίαση, που φιλοξενείται στο «χώρο τέχνης 8» στο Ρέθυμνο, πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνης και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η έκθεση διοργανώνεται τριάντα πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Τσε και έχει διπλό στόχο: Πρώτα απ' όλα να τιμήσει μια προσωπικότητα με ήθος και αγωνιστικότητα. Συγχρόνως, όμως, να συγκεντρώσει τεκμήρια για το πώς αντέδρασαν οι καλλιτέχνες στην είδηση του θανάτου του και στις φωτογραφίες με το νεκρό ξαπλωμένο πάνω στη μικρή στέρνα ενός πλυσταριού, με τα μάτια ανοιχτά, που έκαναν το γύρο του κόσμου τον Οκτώβρη του 1967.

Την έκθεση επιμελείται ο Νίκος Χατζηνικολάου. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει στον κατάλογο, από τα έργα των ζωγράφων που επεξεργάστηκαν καλλιτεχνικά το θάνατο του Τσε «επιλέξαμε δύο μόνο στιγμές. Εκείνη που ο Τσε βρίσκεται στα χέρια των εχθρών του, ελαφρά πληγωμένος στο πόδι αλλά ζωντανός, που απαθανατίζουν οι δύο φωτογραφίες που πήρε ο πράκτορας της CIA F. Rodriguez: Ενός Τσε ανήσυχου, σκεπτικού, συνοφρυωμένου, απόλυτα μόνου, ακόμα ζωντανού και τόσο κοντά στο θάνατό του. Και τη στιγμή αμέσως μετά τη δολοφονία, με το σώμα του επιδεικτικά εκτεθειμένο, με τους δημοσιογράφους και τους μισθοφόρους γύρω του: Τα μάτια του ανοιχτά, κάτι σαν χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του».

Τα έργα (πίνακες ζωγραφικής, χαρακτικά, αφίσες) έχουν συγκεντρωθεί από τη Λατινική Αμερική, τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και προέρχονται από συλλογές ερευνητικών κέντρων και ιδιωτών. Πρόκειται για δημιουργίες των: Γιάννη Γαΐτη, Κυριάκου Κατζουράκη, Δέσποινας Μεϊμάρογλου, Αγγελου Σκούρτη, Arnold Belkin, Rogelio Lopez Cuenca, Antonio Frasconi, Ruth Weisberg κ.ά. Εκτίθενται, επίσης, οι πρωτότυπες φωτογραφίες του Φ. Αλμπόρτα. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 2 του Φλεβάρη και στη συνέχεια θα μεταφερθεί στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη.


Lawson/Clive Smith, «Ο Γκεβάρα είναι νεκρός... Ζήτω ο Γκεβάρα!», αφίσα
Lawson/Clive Smith, «Ο Γκεβάρα είναι νεκρός... Ζήτω ο Γκεβάρα!», αφίσα

Κυριάκος Κατζουράκης, «Μάθημα ανατομίας», 1968
Κυριάκος Κατζουράκης, «Μάθημα ανατομίας», 1968

Antonio Frasconi, «Το έγκλημα έγινε στη Βολιβία, 9 του Οκτώβρη 1967», 1968. Ξυλογραφία
Antonio Frasconi, «Το έγκλημα έγινε στη Βολιβία, 9 του Οκτώβρη 1967», 1968. Ξυλογραφία

Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


«... κάθε βουβή εικόνα ζητάει μια απόφαση»

Ο κύκλος του Μεξικανού ζωγράφου καναδικής καταγωγής Α. Μπέκλιν, αποτελεί ίσως την πιο φιλόδοξη απόπειρα προσέγγισης του θέματος του δολοφονημένου επαναστάτη, με βάση τις φωτογραφίες του Αλμπόρτα και τον πίνακα του Ρέμπραντ
Ο κύκλος του Μεξικανού ζωγράφου καναδικής καταγωγής Α. Μπέκλιν, αποτελεί ίσως την πιο φιλόδοξη απόπειρα προσέγγισης του θέματος του δολοφονημένου επαναστάτη, με βάση τις φωτογραφίες του Αλμπόρτα και τον πίνακα του Ρέμπραντ
Ανάμεσα στις φωτογραφίες του Φ. Αλμπόρτα βρίσκεται και εκείνη όπου ο αξιωματικός δείχνει το πτώμα του Τσε Γκεβάρα στους παρόντες δημοσιογράφους, σχολιάζοντας τα τραύματα επάνω του. Η φωτογραφία φτάνει σε έναν από τους κορυφαίους ιστορικούς της τέχνης της εποχής μας, τον Τζον Μπέρτζερ, ο οποίος γράφει αμέσως ένα άρθρο για το περιοδικό «New Society» που εκδίδεται στο Λονδίνο (26 Οκτώβρη 1967). Από το κείμενο αυτό δημοσιεύουμε αποσπάσματα.

«Την Τρίτη 10 Οκτωβρίου 1967, μια φωτογραφία μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο, προκειμένου να αποδείξει ότι ο Γκεβάρα είχε σκοτωθεί την προηγούμενη Κυριακή, σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο λόχους του βολιβιανού στρατού και σε μια δύναμη ανταρτών, στη βόρεια όχθη του ποταμού Ρίο Γκράντε, κοντά σε ένα χωριό της ζούγκλας, το Higueras. (Αργότερα το χωριό αυτό έλαβε την αμοιβή που είχε οριστεί για τη σύλληψη του Γκεβάρα). Η φωτογραφία του πτώματος πάρθηκε σ' ένα στάβλο, στη μικρή πόλη της Vallegrande. Το σώμα τοποθετήθηκε σε ένα φορείο και το φορείο πάνω σε μια τσιμεντένια σκάφη ποτίσματος των ζώων...

Δε γνωρίζουμε τις συνθήκες του θανάτου του. Μπορούμε να πάρουμε μιαν ιδέα της νοοτροπίας εκείνων στα χέρια των οποίων έπεσε, από τη μεταχείριση του σώματός του μετά το θάνατό του. Πρώτα το έκρυψαν. Μετά το αποκάλυψαν και το εξέθεσαν. Μετά το έθαψαν σε έναν ανώνυμο τάφο, σ' ένα άγνωστο μέρος. Μετά το ξέθαψαν. Μετά το έκαψαν. Ομως, πριν το κάψουν, του έκοψαν τα δάχτυλα προκειμένου να αναγνωριστεί αργότερα. Αυτό ίσως σημαίνει ότι είχαν σοβαρές αμφιβολίες για το αν πραγματικά ήταν ο Γκεβάρα αυτός που σκότωσαν. Επίσης, μπορεί να σημαίνει ότι δεν είχαν αμφιβολίες, αλλά φοβούνταν το πτώμα. Τείνω να πιστέψω τη δεύτερη εκδοχή. Ο σκοπός της φωτογραφίας της 10ης Οκτωβρίου ήταν να βάλει ένα τέλος στο θρύλο. Ωστόσο, για πολλούς που την είδαν, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον διαφορετικό...».

Τη φωτογραφία αυτή ο Τζ. Μπέργκερ τη συγκρίνει με δύο έργα ζωγραφικής («Μάθημα ανατομίας του δόκτορος Τουλπ» του Ρέμπραντ και το «Νεκρό Χριστό με πενθούσες» του Μαντένια) «διότι οι πίνακες, πριν την εφεύρεση της φωτογραφίας, είναι οι μόνες οπτικές ενδείξεις που έχουμε για το πώς έβλεπαν οι άνθρωποι αυτά που έβλεπαν. Ομως η εντύπωση που δημιουργεί μια φωτογραφία είναι πολύ διαφορετική από αυτή που αφήνει ένας πίνακας. Ενας πίνακας ζωγραφικής, ή τουλάχιστον ένας πετυχημένος πίνακας, συμβιβάζεται με τις διαδικασίες που επικαλείται το περιεχόμενό του. Υποβάλλει μάλιστα μια στάση απέναντι σ' αυτές τις διαδικασίες. Μπορούμε να θεωρήσουμε ένα έργο ως κάτι το σχεδόν πλήρες καθεαυτό. Βλέποντας αυτή τη φωτογραφία, πρέπει είτε να την απορρίψουμε, είτε να ολοκληρώσουμε μόνοι μας το νόημά της. Είναι μια εικόνα η οποία, όπως κάθε βουβή εικόνα, ζητάει μια απόφαση».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ