ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Ιούλη 2003
Σελ. /28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΑΣΗ
Πολιτική - εμπρηστής με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις

Σε ανεξέλεγκτες καταστροφές, με τεράστιας έκτασης απώλειες σε ζωές και υλικές ζημιές εξελίσσονται οι πυρκαγιές που ξεσπούν καθημερινά. Αιτία η πολιτική της κυβέρνησης που οπλίζει το χέρι των εμπρηστών

Την υπογραφή της για τη μετατροπή των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας μας σε «κρανίου τόπο» έχει βάλει η κυβέρνηση, καθώς οι μηχανισμοί δασοπροστασίας που πρέπει να ενεργοποιούνται έγκαιρα για την αποφυγή μιας ολοσχερούς πύρινης καταστροφής, χαίρουν ...άκρας εγκατάλειψης. Γεγονός που αποδεικνύεται και από την έξαρση των πυρκαγιών σε ολόκληρη τη χώρα τη βδομάδα που μας πέρασε.

Τα στοιχεία της έρευνας που παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ» αποκαλύπτουν ότι η πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα της προστασίας των δασών είναι και η βασική αιτία για τις σημαντικές καταστροφές από την εκδήλωση των πυρκαγιών. Παντελής υποβάθμιση και υποχρηματοδότηση, έλλειψη προσωπικού στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, κανένα μέτρο για τον απαιτούμενο καθαρισμό των δασών και των δασικών εκτάσεων. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι, μετά από μια τηλεφωνική έρευνα σε μερικά δασαρχεία της χώρας διαπιστώσαμε ότι, όχι μόνο δεν έχουν γίνει οι αναγκαίες προσλήψεις, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις οι προθεσμίες για την υποβολή αιτήσεων έληξαν μόλις πριν από λίγες μέρες! Επίσης, κανένα δασαρχείο της χώρας δεν έχει επανδρωθεί με το απαραίτητο προσωπικό, για τη διεκπεραίωση των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για την έγκαιρη και αποτελεσματική επέμβαση των δυνάμεων δασοπυρόσβεσης. Κι αυτό όταν η αντιπυρική περίοδος έχει ξεκινήσει από την 1η Μάη... Γεγονότα που αποδεικνύον ότι τελικά, το χέρι των εμπρηστών οπλίζεται από την πολιτική της κυβέρνησης.

Οπως εξηγεί στο «Ρ», ο Κώστας Μπέσης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων, για να μειωθούν οι πιθανότητες να ξεσπάσει πυρκαγιά σε ένα δάσος, χρειάζεται να έχουν καθαριστεί οι εκτάσεις με βλάστηση, σύμφωνα με τις υποδείξεις σχετικών μελετών, αλλά και το δασικό οδικό δίκτυο. Είναι απαραίτητο ένα σύνολο προληπτικών και προκατασταλτικών μέτρων, μεταξύ των οποίων η ανανέωση και η ενίσχυση του δικτύου υδατοδεξαμενών, πυροφυλακίων και άλλων έργων, ανάλογα με τις κατά τόπους μελέτες (π.χ. γέφυρες). Αυτές οι εργασίες πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται πολύ πριν το καλοκαίρι, ώστε να έχουν ληφθεί σε επίπεδο πρόληψης τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση δύσκολων συνθηκών (υψηλές θερμοκρασίες, ισχυροί άνεμοι κτλ.) με όσο το δυνατόν πιο ευνοϊκά δεδομένα.

«Παρακαλάμε να μην έχουμε φωτιές»

Ομηρος της κρατικής υποχρηματοδότησης παραμένει η πρόληψη για την προστασία των δασών που, φαίνεται να έχει παραχωρήσει... υποχρεωτικά το προβάδισμα στην καταστολή. Τα 3 εκατ. ευρώ που διατίθενται κάθε χρόνο για τη συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου, επαρκούν μόνο για 2.000 χιλιόμετρα, σε σύνολο 50.000. Και αυτό τη στιγμή που, όπως σημειώνει ο Κ. Μπέσης, κάθε χρόνο πρέπει να συντηρούνται τουλάχιστον 30.000 χιλιόμετρα!

«Οι δασικοί δρόμοι είναι χωματόδρομοι, δεν είναι ασφαλτοστρωμένοι. Κάθε χρόνο με την ένταση των βροχών έχουμε διάβρωση, έχουμε αυλακώσεις στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα να μην είναι προσπελάσιμοι. Εκεί πρέπει να περάσει ένα γκρέιντερ, να καλύψει τα κενά, να πατηθεί ξανά αυτός ο δρόμος, ώστε να μπορέσουν να περάσουν τα βαριά πυροσβεστικά οχήματα», σημείωσε, καταλήγοντας σε ένα τραγικό συμπέρασμα: «Από άποψη πρόληψης φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε πολύ κακό σημείο, και να παρακαλάμε να μην έχουμε κανένα περιστατικό πυρκαγιάς. Σε οποιοδήποτε δασαρχείο δε θα έχουν συντηρηθεί πάνω από 7,5 χιλιόμετρα δρόμων, που σημαίνει ότι έτσι και έχει έκταση η πυρκαγιά, δε θα μπορεί να αντιμετωπιστεί, γιατί τα οχήματα δε θα μπορούν καν να μπουν μέσα στο δάσος».

Κομβικής σημασίας είναι και ο καθαρισμός των δασικών εκτάσεων, ώστε να μην προκαλείται κανένα περιστατικό από ένα τσιγάρο ή από σκουπίδια. «Τα δάση έχουν μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Οι κλειστές σακούλες εκκρίνουν μεθάνιο. Αυτό με τις μεγάλες θερμοκρασίες εκρήγνυται, και μπορεί να εκδηλωθεί μεγάλη πυρκαγιά. Θα έπρεπε να καθαρίζονται τα δάση σε μια ακτίνα από το δρόμο, για να μειώνεται και η κίνηση της πυρκαγιάς - υπάρχει μικρότερη λεία, αφού δεν υπάρχει κάτι για να κάψει, άρα κινείται πιο αργά, και μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα», τονίζει ο πρόεδρος της Ενωσης.

Θέμα πολιτικής η προστασία των δασών

Πίσω από τις «δακρύβρεχτες» δηλώσεις και τις «ειλικρινείς» εξαγγελίες υπουργών μετά από κάθε μεγάλη καταστροφή, αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας για τη δασοπροστασία η κυρίαρχη πολιτική. Το αν δηλαδή ο δασικός πλούτος θεωρείται δημόσια περιουσία και διαφυλάττεται, ή αν εκλαμβάνεται ως άλλο ένα κερδοφόρο «αγαθό» που προωθείται στην ...ελεύθερη αγορά.

Το 1998 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διαχώρισε τη δασοπροστασία, αποσπώντας την καταστολή από τη Δασική Υπηρεσία (όπου έμεινε μόνο η πρόληψη) και αναθέτοντάς τη στην Πυροσβεστική, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωτεχνικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε προειδοποιήσει τότε: «Η Πυροσβεστική δε διαθέτει την ανάλογη επιστημονική γνώση συμπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών, γιατί δεν έχει γνώσεις δασικής οικολογίας, διαχείρισης και οικολογίας της φωτιάς, διαχείρισης δασών και φυσικού περιβάλλοντος, δασικής νομοθεσίας, τοπογραφίας. Παράλληλα δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το βασικό παράγοντα των δασικών πυρκαγιών, την επικινδυνότητα». Επίσης, υπογράμμιζε ότι τα δάση είναι ενιαίοι χώροι, ο τρόπος διαχείρισής τους αδιάσπαστος και η Δασική Υπηρεσία διαθέτει την τεχνογνωσία για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών.

Την... αδιαφορία της κυβέρνησης για όσα έλεγαν οι ειδικοί ακολούθησαν δύο τραγικές χρονιές για τα ελληνικά δάση: το 1998 κάηκαν 929.010 στρέμματα και το 2000 1.450.333!

Κι αν κάποιοι ισχυριστούν ότι πρόκειται για... διαβολική σύμπτωση, οι νομικές μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε ένα βάθος χρόνου 25 ετών αποκαλύπτουν το νομικό κάλυμμα που προορίζεται για τα δάση. Η ΝΔ με το νόμο 998/79 προώθησε τη μετονομασία περίπου 50.000.000 στρεμμάτων δασικών εκτάσεων σε «χορτολιβαδικές εκτάσεις», ενώ το ΠΑΣΟΚ με το Ν. 1734/87 κινήθηκε... εναλλακτικά, προτιμώντας τον τίτλο «βοσκοτόπια», ώστε να μη δεσμεύονται από τη σχετική νομική προστασία και να διευκολύνεται ο αποχαρακτηρισμός τους. Κάποιες διατάξεις των δύο νόμων κρίθηκαν αντισυνταγματικές και η αντίδραση των σχετικών φορέων υπήρξε μεγάλη. Μέρος των συνεπειών αποφεύχθηκε, τα σχέδια αποχαρακτηρισμού και οικοπεδοποίησης «πάγωσαν».

Το 2001 αναθεωρήθηκε το άρθρο 24 του Συντάγματος (με την ψήφο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και την ανοχή του ΣΥΝ, ο εισηγητής του οποίου στη Βουλή είχε τοποθετηθεί υπέρ της αναθεώρησης) που πρακτικά σήμανε ότι την αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό μιας έκτασης ως δάσους και δασικής έκτασης δε θα την έχουν οι επιστήμονες, αλλά το εκάστοτε υπουργείο Γεωργίας. Ετσι, άνοιξε η κερκόπορτα για το προωθούμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Γεωργίας που επιδιώκει να νομιμοποιήσει όλες τις καταπατήσεις που έχουν γίνει σε δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν από πυρκαγιά πριν από το Σύνταγμα του 1975, δίνει τη δυνατότητα σε όσους έχουν καταπατήσει στρέμματα και τα διεκδικούν έναντι του Δημοσίου να αποκτήσουν κυριότητα, αναγνωρίζει ιδιοκτησίες σε εκτάσεις και δάση που ανήκουν στο Δημόσιο αλλά έχουν «νοικιαστεί» σε ιδιώτες.

Η βούληση της κυβέρνησης, αλλά και της ΝΔ (που στο αγροτικό πρόγραμμα που πρόσφατα παρουσίασε, διαπιστώνει τη «μη επίλυση του ιδιοκτησιακού» στο θέμα των δασών, χωρίς να αναγνωρίζει τις καταπατήσεις και τη νομιμοποίηση ανύπαρκτων ιδιοκτησιών που έχουν προκύψει, σε βάρος της δημόσιας δασικής περιούσιας) είναι ξεκάθαρη.

Ελλείψεις σε προσωπικό

Μάχη όχι μόνο με τις φλόγες, αλλά και με τους απροσπέλαστους δρόμους πρέπει να δίνουν οι πυροσβέστες
Μάχη όχι μόνο με τις φλόγες, αλλά και με τους απροσπέλαστους δρόμους πρέπει να δίνουν οι πυροσβέστες
Η παντελής υποβάθμιση του τομέα της πρόληψης αποδεικνύεται και από την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα ο αρμόδιος φορέας, η Δασική Υπηρεσία (ΔΥ). Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μπαλατσό, δασολόγο που εργάζεται στη Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, το ποσόν που δίνεται ετησίως για τη ΔΥ, από τον κρατικό προϋπολογισμό (μαζί με κάποια χρήματα που δίνει η ΕΕ) δεν ξεπερνά τα 13,5 εκατ. ευρώ (περίπου 4,5 δισ. δρχ.). Ποσό ανεπαρκές για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει (συντήρηση δρόμων, καθαρισμός δασών, περιπολίες, εποχικό προσωπικό), αν αναλογιστεί κανείς πως, μόνο για τη συντήρηση ενός χιλιομέτρου δασικού δρόμου, χρειάζονται κατά μέσον όρο 500.000 δρχ. Η ίδια η Δασική Υπηρεσία ζητά, τουλάχιστον, να διπλασιαστούν οι πόροι που της δίνει το κράτος.

Για τη στοιχειώδη κάλυψη των συνολικών αναγκών της δασοπροστασίας (που δε σημαίνει μόνο πυροπροστασία), απαιτείται μόνιμο προσωπικό, που θα μπορεί μετά από πολύχρονη εμπειρία να έχει πλήρη εικόνα του δάσους. Ετσι, θα εργάζεται αποτελεσματικά στον τομέα της πρόληψης και της καταστολής, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εξάλλου, η δασοπροστασία παρουσιάζει οξυμένες ανάγκες, τόσο το καλοκαίρι, όσο και το χειμώνα, όταν προκύπτουν ζητήματα εκχερσώσεων, καταπατήσεων, δασικών ασθενειών κτλ. Ο Κ. Μπέσης συμπληρώνει πως «θα έπρεπε στη Δασική Υπηρεσία να υπάρχουν άλλοι 500 δασολόγοι, 3.000 δασοπόνοι και 5.000 δασοφύλακες», ενώ επισημαίνει πως, ειδικά, οι ελλείψεις σε δασοφύλακες είναι πολύ σημαντικές, αφού η διαίρεση των δασών σε μικρότερες μονάδες, τα Δασονομεία, για την καλύτερη προστασία τους, δηλαδή την παρεμπόδιση εμπρηστικών ενεργειών και την αποτελεσματικότερη φύλαξη, δεν μπορεί να επιφέρει τα απαραίτητα αποτελέσματα, αφού «πάνω από το 80% των Δασονομείων της χώρας είναι κενά, χωρίς κανένα δασονόμο».

Τα παραπάνω στοιχεία γίνονται ακόμα πιο εξοργιστικά, αν σ' αυτά προστεθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, το 76% των καμένων εκτάσεων της δεκαετίας 1989-1998, ήταν αποτέλεσμα του 5% των πυρκαγιών. Το συντριπτικό ποσοστό των καταστροφών αφορά ένα ελάχιστο ποσοστό πυρκαγιών, που γίνονται ανεξέλεγκτες λόγω της δραματικά υποβαθμισμένης πρόληψης...

Την ίδια στιγμή, βέβαια, ακόμα και η καταστολή, που, κατά τους αρμόδιους, είναι ο κερδισμένος της κρατικής χρηματοδότησης (επειδή δίνει άμεσα αποτελέσματα, που μπορούν να λειτουργήσουν ψηφοθηρικά), βρίσκεται πολύ πίσω από τις υπάρχουσες ανάγκες. Οι ανάγκες για προσωπικό στην Πυροσβεστική απαιτούν 12.500, αλλά, όπως δηλώνει στο «Ρ» ο πυραγός Χρήστος Λάμπρης, που υπηρετεί στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, το μόνιμο προσωπικό φτάνει τους 9.000 άνδρες.

Ο εναέριος στόλος της Πυροσβεστικής μετρά 15 καναντέρ σε ολόκληρη τη χώρα, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του '80, και 9 παραλαβής 1999. Οι δασολόγοι, όμως, ισχυρίζονται πως ακόμα και ισχυρά σώματα αεροπυρόσβεσης δεν μπορούν να θεωρούνται πανάκεια, αφού τα αεροπλάνα χρησιμεύουν για να ρίχνουν την ένταση της φωτιάς, ώστε να μπαίνουν μέσα οι επίγειες δυνάμεις. Το ερώτημα όμως είναι, πώς τα οχήματα θα περάσουν από απροσπέλαστους δρόμους...

Αναδάσωση: Μια θλιβερή ιστορία

Τα στοιχεία της Διεύθυνσης Αναδασώσεων και Ορεινής Υδρονομίας του υπουργείου Γεωργίας αποκαλύπτουν τη φθίνουσα πορεία, που ακολουθεί η αναδάσωση την τελευταία δεκαετία.

Ενώ, λοιπόν, ο μέσος όρος των στρεμμάτων που αναδασώνονταν το 1990, το 1991 και το 1992 ήταν πάνω από 40.000, το 1995 πέφτουν από τα 44.058 (1994) στα 33.204 (μείωση περίπου κατά 25%) και το 1996 στα 19.631 (μείωση κατά 40%)! Μετά από μια σχετική προσπάθεια ανάκαμψης (για ...βιτρίνα, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια), πέφτουμε από τα 24.544 (1997) στα 14.916 (μείωση κατά 40%) το 2000, ενώ το 2001 οι εκτάσεις που αναδασώθηκαν έφτασαν τα 18.634 στρέμματα. Βέβαια, αν συγκριθούν αυτοί οι αριθμοί με τα στρέμματα που κάηκαν τις αμέσως προηγούμενες χρονιές, ίσως προκύψουν λαθεμένα συμπεράσματα.

Οπως λέει στο «Ρ» ο Αδαμάντιος Καρώνης από το Τμήμα Αναδασώσεων του υπουργείου Γεωργίας, «τα περισσότερα δάση που καίγονται, λόγω βλαστητικής δομής και κλιματεδαφικών συνθηκών που επικρατούν, έχουν φυσική αναγέννηση, αρκεί να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και ορισμένες τεχνικές βοηθητικές επεμβάσεις». Μέτρα και τεχνικές, που είναι πολύ δύσκολο να δρομολογηθούν, όταν τα 3,5 δισ. δρχ. που χορηγούνται για αναδασώσεις επαρκούν μόνο για 30.000 - 40.000 στρέμματα το χρόνο. Οι πραγματικές ανάγκες είναι υπερτριπλάσιες (100.000 στρέμματα), σύμφωνα με τον κ. Καρώνη.

Απ' την άλλη βέβαια, η ικανότητα φυσικής αναγέννησης των δασών λειτουργεί συχνά ως δικαιολογία. Σε περιοχές διπλοκαμένες, π.χ. Πεντέλη, όπως επίσης και σε περιοχές που καίγονται επανειλημμένα πριν φτάσουν σε ώριμη ηλικία (ώστε, π.χ., τα πεύκα να μπορούν να δώσουν κουκουνάρια για νέους σπόρους), δεν μπορεί κανείς να περιμένει φυσική αναγέννηση, διευκρινίζει ο Κώστας Μπέσης. «Οι εκτάσεις που καίγονται κατά κύριο λόγο, είναι όχι διπλοκαμένες, αλλά πολυκαμένες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναγεννηθούν μόνες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως με βάση αυτές τις καταστροφές και επειδή δεν επεμβαίνουμε τεχνητά, έχουμε αλλοίωση, δάση μετατρέπονται σε θαμνότοπους», τονίζει. Και, φυσικά, πρέπει να προστεθεί ότι υπάρχουν καμένες περιοχές, για τις οποίες προκύπτει ιδιοκτησιακή αντιπαράθεση μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών, περιπτώσεις όπου οικοδομικοί συνεταιρισμοί μπλοκάρουν την αναδάσωση...

Ρεπορτάζ: Αναστασία ΜΟΣΧΟΒΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ