Associated Press |
Το 1989 στη Σοβιετική Ρωσία υπήρχαν περίπου 39,2 εκατομμύρια οικογένειες. Από αυτές το 63,7% ζούσαν σε διαμερίσματα και το 24% σε σπίτια. Ενα 6,1% ζούσε σε κατοικίες όπου ήταν κοινόχρηστοι με άλλες οικογένειες οι χώροι της κουζίνας και του μπάνιου, ενώ ακόμη ένα 6% ζούσε σε δωμάτια. Κυρίως αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες πολιτών, αλλά και όσες οικογένειες ήθελαν να καλυτερέψουν τις συνθήκες διαβίωσής τους ζητούσαν από το κράτος να τους δώσει καινούριο διαμέρισμα. Ετσι κάθε χρόνο ένα 25% των ρώσικων οικογενειών, περίπου 9 εκατομμύρια οικογένειες, επιδίωκαν την καλυτέρευση των συνθηκών της στέγης τους. Το κράτος είχε τη δυνατότητα κάθε χρόνο να ικανοποιήσει το αίτημα του 12-17% όσων είχαν υποβάλει τέτοια αίτηση, με βάση τα κοινωνικά κριτήρια. Κατά μέσο όρο το 1990 στη χώρα σε κάθε κάτοικο αντιστοιχούσαν 15,7 τετραγωνικά μέτρα «ωφέλιμης κατοικίας», δηλαδή χωρίς τον υπολογισμό των κοινόχρηστων χώρων. Ομως πέρα από την υποβολή αίτησης στο συνδικάτο και στο δήμο, οι οποίοι και φρόντιζαν για την απόκτηση κατοικίας, υπήρχε και ο τρόπος της αγοράς κατοικίας. Ετσι μπορούσες να αγοράσεις διαμέρισμα από κρατικές κατασκευαστικές εταιρίες που τα πουλούσαν σχεδόν σε τιμές κόστους, με άτοκες δόσεις για 15 χρόνια. Π.χ. το 1986 στη Μόσχα το 1 τ.μ. κόστιζε 192 ρούβλια κι υπολογιζόταν ότι ένα διαμέρισμα μπορούσε να αγοραστεί περίπου με τους μισθούς των 3 χρόνων.[i]
Αυξήθηκαν επίσης οι τιμές των διαμερισμάτων. Ετσι αν στα χρόνια του σοσιαλισμού έφταναν οι μέσοι μισθοί 3 χρόνων για να αγοράσεις ένα διαμέρισμα (αν δεν ήθελες να περιμένεις 6 - 8 χρόνια για να το πάρεις δωρεάν), το 1993 χρειαζόσουν τους μέσους μισθούς 15,2 χρόνων και το 1994 ήθελες τους μέσους μισθούς 26,1 χρόνων!
Σήμερα, 13 χρόνια μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, όταν η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ζει κάτω ή στα όρια της φτώχειας, η απόκτηση νέας κατοικίας φαντάζει με άπιαστο όνειρο. Η κατανόηση αυτού του γεγονότος δεν ήρθε αμέσως, αλλά σταδιακά αρχίζει να συνειδητοποιείται. Συνολικά η κοινωνία στη Ρωσία αναπόφευκτα αρχίζει να χωρίζεται σε δύο διαφορετικές μερίδες. Σε όσους έχουν σπίτια, και σ' αυτούς που αναγκάζονται να νοικιάζουν σπίτια ή μένουν άστεγοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, στη Ρωσία το 1996 υπήρχαν περίπου 4 εκατομμύρια άστεγοι.
Αμέσως μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και για να «γλυκάνουν» την παλινόρθωση του καπιταλισμού, οι κυβερνώντες αποφάσισαν την ιδιωτικοποίηση των σπιτιών. Δηλαδή, τα σπίτια που είχε δώσει το κράτος σε κάθε οικογένεια, μπορούσαν πλέον να αγοραστούν από τους κατοίκους και βέβαια στη συνέχεια θα μπορούσαν να πουληθούν. Πολλά γράφτηκαν στο ρωσικό Τύπο για κείνη την περίοδο ιδιωτικοποίησης των σπιτιών, που αφορούσαν εξαφανίσεις ανθρώπων, ολόκληρων οικογενειών, που έπεσαν θύματα «εταιριών δολοφόνων» με στόχο την αφαίρεση των σπιτιών τους. Ομως εδώ δε θα ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτό, αλλά με τις σημερινές εξελίξεις.
Παρά την ιδιωτικοποίηση των σπιτιών οι εργαζόμενοι συνέχιζαν να πληρώνουν ένα ποσό δημοτικών τελών στο κράτος, όπως και στην περίοδο του σοσιαλισμού. Ομως στη Σοβιετική Ενωση ο βασικός όγκος των δαπανών για τη συντήρηση της κατοικίας αναλαμβάνονταν από το κράτος. Ετσι, χαρακτηριστικά, το 1989 για κάθε ρούβλι δημοτικών τελών που πλήρωνε ο πολίτης, το κράτος πρόσθετε άλλα 6 ρούβλια κρατικής επιχορήγησης! Αυτό σήμαινε πως στον οικογενειακό προϋπολογισμό των εργαζομένων τα έξοδα για όλα τα δημοτικά τέλη αποτελούσαν περίπου μόλις 1%, ενώ μαζί με τους άλλους λογαριασμούς των κοινωφελών υπηρεσιών (για νερό, ρεύμα, τηλέφωνο) έφταναν το 3% του οικογενειακού εισοδήματος! Το συνταγματικό δικαίωμα για την κατοικία περιλάμβανε και την εξυπηρέτησή της σε πολύ χαμηλές και προσιτές για όλους τιμές.
Κατά τη διάρκεια των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων η κατάσταση αυτή άλλαξε, με ταχύτητα άρχισαν να αυξάνονται οι τιμές των δημοτικών τελών. Μόνο την περίοδο 1993 - 1997 είχαμε αυξήσεις κατά 4.506 φορές στα δημοτικά τέλη, 629 φορές στην τιμή του ρεύματος, 982 φορές στις τιμές του νερού και των τελών αποχέτευσης, αύξηση κατά 1.940 φορές στην κεντρική θέρμανση, κατά 2.700 φορές για την κεντρική παροχή ζεστού νερού και 3.254 φορές πιο ακριβό έγινε το φυσικό αέριο[ii]. Τα επόμενα χρόνια, μετά την οικονομική κρίση του 1998 οι τιμές συνέχιζαν να αυξάνονται, αλλά με μικρότερη ταχύτητα. Για παράδειγμα, μέσα στο 2000 η πληρωμή των δημοτικών τελών αυξήθηκε σε 44,7%. Το Δεκέμβρη του 2001 σε σύγκριση με το Δεκέμβρη του 2000 τα δημοτικά τέλη ακρίβυναν κατά 56,8%. Με κυβερνητική απόφαση καταργήθηκαν οι ελαφρύνσεις που είχαν κατηγορίες του πληθυσμού στην καταβολή των δημοτικών τελών.
Αξίζει να αναφέρουμε την πρόσφατη μαρτυρία του αντιπροέδρου της ρωσικής κυβέρνησης Β. Γιάκοβλεφ, που δήλωσε στις 25/2/2004 ότι στις αρχές του 1990 (δηλαδή όταν ανατράπηκε ο σοσιαλισμός) οι πολίτες πλήρωναν μόνο το 2% των εξόδων που έκανε το κράτος για τη διατήρηση κι επέκταση των συστημάτων αποχέτευσης, ύδρευσης και θέρμανσης, ενώ τώρα οι «καταναλωτές» πληρώνουν το 72% των εξόδων που κάνει το κράτος (οι δήμοι) σ' αυτούς τους τομείς! Παρά όμως την υπερφορολόγηση του λαού ο ίδιος σημείωσε ότι τα παραπάνω δίκτυα βρίσκονται σε κακή κατάσταση με αποτέλεσμα να «χάνεται» το 15% της ηλεκτρικής ενέργειας, το 30% του νερού και οι απώλειες της κεντρικής θέρμανσης να φτάνουν το 37%.[iii]
Στις 14/2/2004 στην εφημερίδα «Πράβντα» ο Σεργκέι Ρεσούλσκι, βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ), αποκαλύπτει πως από το Γενάρη του 2004 η ιδιωτικοποίηση της κατοικίας στη Ρωσία μπαίνει στο τελικό στάδιο. Οπως σημειώνει στις 6/5/2003 «η πλειοψηφία της Κρατικής Δούμας πέρασε το νόμο "Για την υποβολή των αλλαγών και παραρτημάτων στο νόμο για τις βάσεις της κατοικίας των πολιτών". Η ανάλυση των αλλαγών που υποβλήθηκαν στη νομοθεσία δείχνει πως η κυβέρνηση θέλει να φορτώσει όλα τα έξοδα για τη συντήρηση και την επισκευή της κατοικίας στους ιδιοκτήτες τους, πριν απ' όλα στους πολίτες. Για το σκοπό αυτό συγκροτήθηκε ο θεσμός του συνεταιρισμού των ιδιοκτητών της κατοικίας, άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού των δημοτικών τελών». Ο βουλευτής του ΚΚΡΟ σημειώνει πως οι αυξήσεις στα δημοτικά τέλη, αλλά και στους λογαριασμούς και των άλλων κοινωφελών οργανισμών θα αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλοί εργαζόμενοι θα εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν, να πουλήσουν τα σπίτια τους. Ηδη με βάση τη νέα νομοθεσία καταργήθηκε η παράταση 1 χρόνου για τη ρύθμιση των οφειλών σε δημοτικά τέλη και επιβάλλεται η άμεση έξωση από τα σπίτια σε περίπτωση οφειλής! Σε εφαρμογή μπαίνει επίσης κρατικό σχέδιο για τη μεταφορά όσων δε θα μπορούν να πληρώσουν και θα χάσουν το σπίτι τους, σε «πολυκατοικίες - κοινόβια».[iv]
Στη Μόσχα σήμερα είναι επικίνδυνο να χτίζεις σπίτια καθώς και να μείνεις σ' αυτά. Οπως σημειώνει η εφημερίδα «Γκαζέτα», η έλλειψη ελεύθερων εκτάσεων στη Μόσχα καθώς και το υπερκέρδος, που θέλουν να αποκομίσουν οι ιδιωτικές οικοδομικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις, οδηγούν καταρχήν στην παραμέληση των στοιχειωδών κανόνων προστασίας από ατυχήματα εργασίας. Κίνδυνο για τη ζωή τους δεν αντιμετωπίζουν όμως μόνον οι οικοδόμοι, αλλά και όσοι πρόκειται να μείνουν σ' αυτά. Οπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, για ένα ορισμένο ποσό (οι μίζες ξεκινούν από 5% και φτάνουν έως και το 15% της αξίας του σπιτιού) στη Μόσχα μπορεί κανείς να εγκρίνει οποιοδήποτε σχέδιο και να βγάλει οικοδομική άδεια. Αποτέλεσμα, κτίρια χτίζονται σε εδάφη που υπάρχουν υπόγειες πηγές και μικρά ποτάμια, ή σε εδάφη ασταθή, όπου συμβαίνουν καθιζήσεις. Οπως σημειώνεται, οποιαδήποτε στιγμή κτίρια που χτίστηκαν σε τέτοια εδάφη μπορεί να έχουν την τύχη του «υδάτινου πάρκου», που πρόσφατα κατέρρευσε. Η ίδια εφημερίδα φέρνει τρία παραδείγματα κατασκευής μεγάλων οικοδομών που χτίστηκαν σε σαθρό έδαφος, είτε πολύ κοντά σε υπόγεια διαδρομή του μοσχοβίτικου μετρό. Οι κατασκευές αυτές κρύβουν σοβαρούς κινδύνους για τους μελλοντικούς ενοίκους τους. Είναι χαρακτηριστικό πως στην περίπτωση της οικοδομής που χτίστηκε μόλις 4 μέτρα από το μετρό, ενώ οι νόμοι απαιτούσαν μια απόσταση τουλάχιστον 6 μέτρων, οι αγοραστές των διαμερισμάτων που είδαν την οικοδομή να δονείται από την κίνηση του μετρό αντέδρασαν προσφεύγοντας στο δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε να σταματήσει η κατασκευή της οικοδομής. Ομως, η κατασκευαστική εταιρία έγραψε στα «παλιά της τα παπούτσια» τη δικαστική απόφαση κι ολοκλήρωσε το έργο. Τελικά της επιβλήθηκε πρόστιμο 20 χιλιάδων ρουβλιών, ποσό ασύγκριτα μικρό σε σχέση με τα κέρδη που είχε από την πώληση των διαμερισμάτων (v).
Σύμφωνα με τα λόγια του Ι. Σουβάλοφ, αναπληρωτή του Γραφείου του Ρώσου Προέδρου, η αξία της κατοικίας στη Μόσχα την επόμενη χρονιά μπορεί να αυξηθεί κατά 40%, ενώ στη Ρωσία κατά 20%. Να σημειωθεί πως το Δεκέμβρη του 2003 η αξία του ενός τετραγωνικού μέτρου στη Μόσχα έφτανε τα 1.530-1.550 δολάρια. Συγκριτικά το 1997 η αξία του ενός τετραγωνικού μέτρου ήταν 1.070 δολάρια. Είναι κατανοητό πως σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση δεν μπορεί, αλλά ούτε και σκοπεύει να συγκρατήσει τις τιμές. Μεγάλο μέρος του λαού τα επόμενα χρόνια θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα στέγασης (vi).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Β. Γιάκοβλεφ, αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ο αριθμός των πολιτών που έχουν δυνατότητα σήμερα να πάρουν στεγαστικό δάνειο για να αγοράσουν διαμέρισμα ή να καλυτερέψουν το σπίτι τους φτάνει το 20%. Ενα ακόμα 20% των πολιτών, σύμφωνα με τη στατιστική του υπουργείου Εργασίας, είναι άποροι και μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα αποκτήσουν σπίτι μέσα από κάποιο κοινωνικό πρόγραμμα της κυβέρνησης. Ομως, το υπόλοιπο 60% των πολιτών δεν μπορούν ούτε να πάρουν δάνειο για να αγοράσουν σπίτι ή να το καλυτερέψουν, αλλά και ούτε να περιμένουν κάτι από το κράτος (vii).
Στη Μόσχα καθώς και στις άλλες μεγάλες πόλεις είναι ήδη αδύνατο να αγοράσει κανείς φτηνό διαμέρισμα. Την προηγούμενη χρονιά στη Μόσχα ελαττώθηκε ο αριθμός των φθηνών διαμερισμάτων. Οι κατασκευαστικές εταιρίες πλέον προσανατολίζονται σε ακριβές κατασκευές, που η πώλησή τους φέρνει στον ιδιώτη κατασκευαστή μεγάλο κέρδος, σε σύγκριση με την πώληση φτηνών πολυκατοικιών. Αυτή η κατάσταση μετατράπηκε σε παγίδα για κάποιους ανθρώπους που για καιρό μάζευαν τα απαραίτητα ποσά για την αγορά φτηνής κατοικίας. Η ζήτηση σε πιο ακριβό και καλής ποιότητας σπίτι, που δημιουργείται από τους πλούσιους, τους λεγόμενους «νέους Ρώσους», πραγματικά αποστερεί από τους υπόλοιπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν το δικό τους διαμέρισμα. Ο Ν. Κόσμαν, επικεφαλής της κρατικής κατασκευαστικής εταιρίας «Γκοστρόι», δήλωσε στην εφημερίδα «Φινάνσοβιε Ιζβέστιγια» πως η εταιρία θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την αποτροπή του ελλείμματος της φτηνής κατοικίας, αν και θα είναι δύσκολο: «Δυστυχώς, η αγορά τώρα αναπτύσσεται προς την ακριβή κατοικία», σημείωσε. Οπως αναφέρει η παραπάνω εφημερίδα, μερικοί εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αφθονία της «ελίτ κατοικίας», όμως αυτό δε σώζει τους απλούς πολίτες. Μοιάζει πολύ με τη συμβουλή της Μαρίας Αντουανέτας: Φάτε παντεσπάνι, όταν λείπει το ψωμί...
Σημειώσεις
(i) Στοιχεία από το βιβλίο «Λευκή βίβλος των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία 1991-2001», των Σ. Γκλάζιεφ, Σ. Καρά-μουρζά, Σ. Μπάτσικοφ. Εκδόσεις «Αλγκορίτμ», Μόσχα 2003. σελ. 109
(ii) Στοιχεία από το παραπάνω βιβλίο, σελ. 110-111.
(iii) Πρακτορείο ειδήσεων ITAR-TASS, 25/2/2004
(iv) Συνέντευξη του Σ. Ρεσούλσκι στην εφημερίδα ΠΡΑΒΝΤΑ http://www.kprf.ru/party-news/21350.shtml?print
(v) Τα στοιχεία είναι από την εφημερίδα «Γκαζέτα» 17/2/2004, www.gzt.ru, σε ηλεκτρονική μορφή το άρθρο υπάρχει στο: http://www.biodiversity.ru/publications/press/gzt170204.html
(vi) «Φτηνά διαμερίσματα δεν υπάρχουν και δε θα υπάρξουν», www.utro.ru/articles/2004/02/02/274161.shtml
(vii) «Οι μισοί Ρώσοι δε θα μπορέσουν να αγοράσουν, είτε να αποκτήσουν διαμέρισμα». Εφημερίδα «Ιζβέστια», www.izvestia.ru/economic/44152-print