Με εγκύκλιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να ανατρέψει τον προϋπολογισμό του 2000 (στην κατεύθυνση της μη δέσμευσης για το ύψος των δαπανών) που η ίδια ψήφισε πριν από λίγες μέρες
Σε ανατροπή του ψηφισμένου πριν από λίγες ημέρες προϋπολογισμού του 2000, προχωρεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία με σχετική εγκύκλιο που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, ούτε λίγο ούτε πολύ αναφέρει ότι «δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη η απορρόφηση του συνόλου των εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό πιστώσεων. Αυτό θα εξαρτηθεί από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, είναι ενδεχόμενο να μην εγκριθεί η διάθεση του συνόλου των πιστώσεων ορισμένων κατηγοριών δαπανών».
Οπως προκύπτει από την εγκύκλιο η δαμόκλεια σπάθη των περικοπών, η οποία κινείται στη λογική του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας, που εφαρμόζεται ήδη στη ζώνη του ευρώ, υπερίπταται πάνω από τις επιχορηγήσεις κοινωνικών φορέων - οι τελευταίες βρίσκονται σε κίνδυνο ολοκληρωτικού αφανισμού τους - στις αμοιβές προσωπικού, ενώ σοβαρά ερωτηματικά δημιουργούνται αν και το 2000 οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις θα πλαισιωθούν από το αναγκαίο προσωπικό. Αποκαλυπτική είναι επίσης η εγκύκλιος για τις 350 προσλήψεις προσωπικού ΔΕΠ - ΑΕΙ, οι οποίες είχαν εγκριθεί από το 1998. Οπως σχετικά αναφέρεται, στο μητρώο του 2000 θα μεταφερθούν οι 170, ενώ οι υπόλοιπες 180 προβλέψεις θέσεων, αν παραμείνουν κενές μέχρι την 31/12/99 (δηλαδή σήμερα), διαγράφονται.
Τις προθέσεις της να ξεμπερδεύσει με τις επιχορηγήσεις προς κοινωνικούς και ασφαλιστικούς φορείς, αποκαλύπτει και με τη χθεσινή της εγκύκλιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Στα πλαίσια αυτά, καταφεύγοντας στη γνωστή μέθοδο της κατασυκοφάντησης των επιχορηγούμενων φορέων, αναφέρεται ότι το έτος 2000 θα υπάρξει «ένταση των ελέγχων για υπερβολικές δαπάνες και σπατάλες σε επιχορηγούμενους φορείς και συγκεκριμένους τομείς, όπως η τεχνητή διόγκωση των δαπανών περίθαλψης, πλασματικές υπερωρίες, καταχρηστικά επιδόματα κλπ».
Στην εγκύκλιο αναφέρεται ρητά ότι «η εγγραφή πίστωσης στον κρατικό προϋπολογισμό για επιχορήγηση δε σημαίνει κατ' ανάγκη και υποχρέωση καταβολής της», ενώ σε άλλο σημείο προειδοποιούνται οι διοικήσεις των επιχορηγούμενων φορέων να συνετιστούν με το πνεύμα λιτότητας καθώς «ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να αναλαμβάνει το οικονομικό βάρος όλων των επιλογών των διοικήσεων των επιχορηγούμενων φορέων, οι οποίοι οφείλουν να καθορίσουν τις προτεραιότητές τους, να ιεραρχήσουν τις ανάγκες τους και να προσαρμόσουν τους προϋπολογισμούς τους στο ύψος των αντίστοιχων πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό». Αναπτύσσοντας παραπέρα τη «νέα φιλοσοφία» που διέπει την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών για τις επιχορηγήσεις επισημαίνεται ότι «οι πιστώσεις που γράφηκαν στον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό έχουν χαρακτήρα συμβολαίου μεταξύ του κράτους και των φορέων». Σε όλους τους τόνους φροντίζουν να δηλώσουν ότι οι ψηφισμένες, από το ελληνικό Κοινοβούλιο, πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού του 2000, πριν ακόμη αρχίσει να εφαρμόζεται, τίθενται εν αμφιβόλω.
Για να πάρει μάλιστα κάποιος φορέας την επιχορήγηση, πρέπει να περάσει από τα σαράντα κύματα των κριτηρίων. Πρόκειται για τα κριτήρια:
της συγκρισιμότητας δαπανών. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο οι δαπάνες που δεν εγκρίνονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, να μην πραγματοποιούνται ούτε από τους επιχορηγούμενους φορείς...
Την ευθύνη στις αιρετές διοικήσεις της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για την κάλυψη ή μη των αναγκαίων θέσεων με το απαραίτητο προσωπικό, μεταθέτει με την εγκύκλιο το υπουργείο Οικονομικών. Οπως αναφέρεται «κατά το έτος 1999 δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα στην εξεύρεση των απαιτούμενων κονδυλίων για μετατάξεις προσωπικού στις ΝΑ, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να ακυρωθούν ή να μην έχουν υλοποιηθεί». Κατόπιν αυτού προειδοποιούν ότι «η αύξηση των προβλέψεων θέσεων προσωπικού, είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που οι ΝΑ έχουν εξασφαλίσει για οποιοδήποτε νέο διορισμό, μετάταξη ή απόσπαση, τις απαραίτητες πιστώσεις».
Με συνολικά κέρδη χρονιάς 89,47% έκλεισε ο Γενικός Δείκτης. Πάνω από 235% «κέρδισε» ο δείκτης των εταιριών μεσαίας κεφαλαιοποίησης
Συνολικά, με βάση και τα στοιχεία της χτεσινής, τελευταίας, συνεδρίασης για το χρόνο, το 1999 στο χρηματιστήριο:
Το πάρτι βέβαια των κερδών της χρονιάς, δεν αφορά - και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά - το σύνολο εκείνων που αποφάσισαν να ασχοληθούν με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των διαφόρων «αναλυτών» και εκείνων των Μέσων Ενημέρωσης που όλη τη χρονιά έπαιξαν το ρόλο του «κράχτη» του γρήγορου κέρδους και του εύκολου πλουτισμού, υπάρχουν αρκετοί ιδιώτες οι οποίοι κλείνουν το χρόνο με ζημιές. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες μετοχές έκλεισαν χτες σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από τα ανώτατα επίπεδα της χρονιάς. Συγκεκριμένα και αναλυτικά στοιχεία για τους «χαμένους» δεν υπάρχουν, ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξουν. Οι κερδισμένοι είναι γνωστοί: Πρώτα και κύρια οι δεκάδες μεγαλοεπιχειρηματίες που ρούφηξαν μερικά τρισεκατομμύρια δραχμές από τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και στη συνέχεια οι διάφοροι «θεσμικοί», που θα αρχίσουν τις επόμενες μέρες να τριβελίζουν το μυαλό του κόσμου με διαφημίσεις για το ύψος των κερδών που απέσπασαν.
Τη μείωση από 1/1/2000 του επιτοκίου καταθέσεων από 8% σε 7,5% ανακοίνωσε χθες και η Ιονική Τράπεζα, η οποία προχώρησε σε αλλαγές επιτοκίων στο πνεύμα της πολιτικής που εφαρμόζει η Τράπεζα Πίστεως, μετά την εξαγορά της από την τελευταία. Για αγορά κατοικίας, το κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου μειώνεται από 12% σε 11%, ενώ τα σταθερά επιτόκια μένουν αμετάβλητα. Τα χρεωστικά επιτόκια καρτών μειώνονται από 23% σε 22%, το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο για κεφάλαια κίνησης και πάγιες εγκαταστάσεις επιχειρήσεων ορίζεται σε 12% ( υπάρχει δυνατότητα προσαύξησης 3,5%) και, τέλος, το - σταθερό - επιτόκιο για κεφάλαια κίνησης βιοτεχνίας μειώνεται από 10,5% σε 9,25%.
Τα νοίκια είναι αυτά που έρχονται πρώτα, και με μεγάλη διαφορά, στα παράπονα των καταναλωτών που απευθύνονται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Είναι ενδεικτικό ότι από το σύνολο των 6.705 παραπόνων (μέσω του ειδικού τηλεφώνου 1720) που κατέγραψε κατά τη διάρκεια του 1999 η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, τα 2.410 αφορούσαν υποθέσεις σχετικά με τα νοίκια, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό επιμερίζεται σε άλλους κλάδους.
Πρέπει να σημειωθεί, όπως τονίζουν παράγοντες του υπουργείου Ανάπτυξης, ότι τα παράπονα για τα ενοίκια αυξήθηκαν κατακόρυφα το τελευταίο τετράμηνο, λόγω των σεισμών, όπου πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων, εκλαμβάνοντας ως ευκαιρία για μεγιστοποίηση των κερδών τους, την ανάγκη των σεισμοπαθών για στέγη, και παρά τις εκκλήσεις και τις προειδοποιήσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων, εκτόξευσαν τα νοίκια στα ύψη. Επίσης, πέρα από τις αυξήσεις, τα παράπονα οφείλονται σε εξώσεις, όρους συμβολαίων, εγγύηση και κοινόχρηστα.
Δεύτερος σε ποσοστό παραπόνων, έρχεται ο τομέας των ηλεκτρικών ειδών (821 παράπονα) και αφορούν ελλιπείς οδηγίες χρήσεως, την κακή ποιότητα, την εγγύηση, αλλά και τις κακές υπηρεσίες των προμηθευτών και των αντιπροσώπων. Τρίτος έρχεται ο τομέας των τροφίμων (668) και τα παράπονα αφορούν την ασφάλεια, την ποιότητα, τις τιμές, ένδειξη στην ημερομηνία λήξης, τη συσκευασία, την ποσότητα, τα μεταλλαγμένα.
Στη σειρά, ακολουθούν οι ασφαλιστικές (590) και τα παράπονα αφορούν τους όρους συμβολαίων, τις επιβαρύνσεις, τις αποζημιώσεις και την αύξηση των ασφαλίστρων, μετά έρχεται η κινητή τηλεφωνία, για καταχρηστικούς όρους συμβολαίων, τιμολόγια, υπερβολικές χρεώσεις, κακή ποιότητα υπηρεσιών, παραπλανητική διαφήμιση, ανανέωση σύμβασης χωρίς τη συγκατάθεση κλπ. Ακολουθούν οι ΔΕΚΟ, με 217 παράπονα για αυξήσεις τιμολογίων, όρους συμβάσεων, λανθασμένες χρεώσεις, διακοπές συνδέσεων, ποιότητα υπηρεσιών κ.ά.
Στη συνέχεια, σε μικρότερο ποσοστό όμως, τα παράπονα των καταναλωτών προέρχονται από τον τομέα της ένδυσης - υπόδησης, διάφορα ινστιτούτα, το δημόσιο τομέα, καφέ - εστιατόρια κ.ά.
Με χθεσινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, καθορίστηκαν και δημοσιοποιήθηκαν οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπεται από τις οικίες διατάξεις. Στους σχετικούς πίνακες καθορίζονται οι ελάχιστες αμοιβές για παραστάσεις δικηγόρων σε ποινικά και πολιτικά δικαστήρια, στο Μονομελές και Πολυμελές Πρωτοδικείο κλπ.