`Η, πώς δίνονται απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας, που προσγειώνουν στην πραγματικότητα , μακριά απ' την επίπλαστη ευημερία
Οχι πως δεν το ξέραμε. Αλλά να, προσπαθούσαμε να έχουμε την ψευδαίσθηση της αναβολής αυτής της σκέψης. Μήπως, δηλαδή καταφέρναμε και αναβάλαμε το άγχος των εορτών. Μα, για ποιο άγχος μιλάς, θα ρωτήσει κάποιος; Τα Χριστούγεννα είναι μέρες αγάπης και χαράς. Είναι μέρες για ψώνια.
Ε, λοιπόν, αυτό ήταν το άγχος μας, αυτά τα ψώνια. Μισθωτοί γαρ... Ασε τα επιπλέον έξοδα για το τραπέζι των Χριστουγέννων. Δεν πρόκειται για γκρίνια. Απλά, κάποια πράγματα είναι αλλόκοτα και δεν εξηγούνται εύκολα. Αλλωστε, όλοι μας τα έχουμε σκεφτεί αυτά. Εστω για λίγο, για μια στιγμή μόνο.
Φθάσανε, λοιπόν, οι γιορτές και στο μεταξύ οι μισθοί είχαν εξαφανιστεί. Ενοίκιο, ρεύμα και άλλα παρόμοια, φροντιστήρια των παιδιών, αυτοκίνητο, τροφοδοσία του σπιτιού, πέταξαν τα λεφτά.
Οι άλλοι, όμως, επιμένανε. «Εφθασαν τα Χριστούγεννα, έφθασαν οι γιορτές», αλλά εννοούσαν: «Αγόρασε, αγόρασε, αγόρασε».
- Και πώς να αγοράσω, το κέρατό μου, που δεν έχω μία;
- Μα αφού παίρνεις και δώρο Χριστουγέννων;
Ομως, οι γιορτές είναι γιορτές και πρέπει να τους δώσεις - μ' ό,τι διαθέτεις - το ανάλογο γιορτινό χρώμα. Να τις περάσεις, όχι με πολυτέλειες, αλλά τουλάχιστον ανθρώπινα. Κάποια δώρα για τα παιδιά και τους κοντινούς. Κι εδώ αρχίζει η «Οδύσσεια» των φίλων μου, όπως την άκουσα και σας τη μεταφέρω:
«Ανεβήκαμε στο λεωφορείο να πάμε στο κέντρο για τα ψώνια. Καλύτερα να μην ανεβαίναμε. Ερποντας να πηγαίναμε, γρηγορότερα θα φτάναμε. Ασε τ' άλλο. Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε και "έρευνα αγοράς". Κάπου είχαμε ακούσει ότι ο σωστός ο καταναλωτής πρέπει πριν αγοράσει να ψάχνει πού πουλάνε πιο φθηνά. Ε, ξεποδαριαστήκαμε και τ' αποτέλεσμα της "έρευνας" ήταν πως όταν φθάσαμε στο τελευταίο μαγαζί δεν είχαμε πια το κουράγιο να γυρίσουμε σε εκείνο που είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε ελάχιστα πιο φθηνό.
Πήγαμε πρώτα στην κρεαταγορά. Είχαμε υπολογίσει ότι χρειάζονταν περίπου πέντε κιλά αρνί για το τραπέζι, μιας και θα είχαμε καλεσμένους. Γονείς και λίγους φίλους. Κοιτάμε τις τιμές. Από 2.300 - 2.600 δραχμές το κιλό τ' αρνί! Τότε κάναμε το λάθος.
- Συγγνώμη, έχει τίποτα μέσα τ' αρνί; ρωτήσαμε τον κρεοπώλη.
- Οχι, γιατί; απαντά.
- Με αυτή την τιμή, δε θα έπρεπε να δίνετε και κάτι για δώρο; ψέλλισε ο ένας απ' τους δυο, αλλά δε συνέχισε, γιατί το βλέμμα του κρεοπώλη θόλωσε και κρατούσε κάπως περίεργα τη χατζάρα...
Προχωρήσαμε πιο κάτω, ρωτήσαμε και για γουρουνόπουλο, μπας και είναι πιο φθηνό... τα ίδια. Μάθαμε και τις τιμές των λαχανικών, τα υπολογίσαμε όλα μαζί και αρχίσαμε να γελάμε. 50.000 με 60.000 δραχμές ήθελε μόνο το γιορτινό τραπέζι.
Ομως, δεν το βάλαμε κάτω. Ως ορθά σκεφτόμενοι καταναλωτές, αποφασίσαμε να μάθουμε και τις τιμές των υπόλοιπων πραγμάτων και μετά να δούμε τι θα κάνουμε. Μπήκαμε, λοιπόν, σε ένα πολυκατάστημα και πήγαμε στο τμήμα ηλεκτρονικών ειδών. Βλέπετε, μας είχε φάει τ' αυτιά όλο το χρόνο ο Παναγιώτης, ο μικρότερος γιος: "Θέλω φορητό CD, θέλω φορητό CD". Ε, δεν είναι και πολυέξοδος, είπαμε, να του το πάρουμε, Πρωτοχρονιά ερχόταν.
- Πόσο κάνει παρακαλώ αυτό το μοντέλο; ρώτησε η Ελένη τον υπάλληλο.
Ο υπάλληλος με ύφος δέκα καρδιναλίων άρχισε να εξηγεί τις δυνατότητες που έχει.
- Ξέρετε, επειδή είμαστε κουρασμένοι και, έτσι και αλλιώς, δεν πολυκαταλαβαίνουμε τι λέτε, θέλετε να μας πείτε μόνο πόσο κάνει; είπε ευγενικά η Ελένη.
Ο υπάλληλος σκυθρώπιασε, η Ελένη σκέφτηκε μήπως τον πρόσβαλε και τότε ακούσαμε μια υποχθόνια φωνή να λέει:
- Η τιμή του είναι 43.000 δραχμές!
Κοιταχτήκαμε, γυρίσαμε πίσω, δεν υπήρχε κανένας. Ηταν φανερό πως ο υπάλληλος μιλούσε σε μας.
- Τι ώρα κλείνετε; Γιατί θέλουμε να κάνουμε μια βόλτα στα μαγαζιά, πετάξαμε τη γνωστή ατάκα που χρησιμοποιούμε όταν ντρεπόμαστε να πούμε ότι δεν έχουμε τα λεφτά που χρειαζόμαστε για την αγορά.
Φύγαμε, λοιπόν, και αρχίσαμε να ψάχνουνε τις τιμές και για τα άλλα ψώνια.
Ενδεικτικά, οι τιμές σε ορισμένα προϊόντα ήταν: Ενα γυναικείο σακάκι 25.000 δραχμές ή ένα αντρικό μπουφάν 35.000 δραχμές.
Και μιλάμε για απλά υφάσματα. Οταν μάλιστα σχολιάσαμε την τιμή, ακούσαμε μία υπάλληλο να ρωτά:
- Μα, δεν είναι ακριβά, εσείς πιστεύετε ότι είναι;
- Οχι, αλλά είναι ακριβά για την τσέπη μας. Καταλαβαίνετε τι θέλουμε να πούμε, είπαμε μ' ένα στόμα.
Κάνοντας ένα πρόχειρο κοστολόγιο, βρήκαμε ότι το συνολικό ποσό που χρειαζόταν για τις αγορές μας ήταν γύρω στις 300.000 δραχμές. Με άλλα λόγια, για να αγοράσουμε πράγματα αναγκαία, ώστε να περάσουμε τις γιορτές με κάποια αξιοπρέπεια, έπρεπε να ξοδέψουμε όσα βγάζαμε και οι δυο σε τριάντα πέντε περίπου μεροκάματα.
Τελικά, αποφασίσαμε να πάρουμε, όχι τ' αναγκαία - γιατί όλα αναγκαία ήταν - αλλά όσα αντέχαμε οικονομικά».
«Πρωί, της 1ης Γενάρη του 2000. Καινούρια χιλιετία, λένε τα εξώφυλλα. Φιλιά, ανταλλαγές ευχών, νέες ελπίδες, χαρά. Το προηγούμενο βράδυ, η κυβέρνηση είχε γενναιόδωρα παραχωρήσει στον κόσμο δωρεάν δρομολόγια με τον ηλεκτρικό για να παρακολουθήσει από κοντά τη "μεγαλειώδη" γιορτή στην Ακρόπολη. Περάσαμε κι από κει. Μαζί και τα παιδιά. Είδαν καλλιτέχνες να τραγουδούν στις θερμαινόμενες εξέδρες, την Ακρόπολη να αλλάζει χρώματα και ανθρώπους ενθουσιασμένους να ανταλλάσσουνε ευχές.
Ομως, μόλις γυρίσαμε από το ρεβεγιόν, ο ενθουσιασμός που έντεχνα μετέδιδε η φιέστα κατακάθισε... ξαφνικά έγιναν όλα τόσο ψεύτικα, η χαρά, οι ευχές για καλύτερες και περισσότερες μέρες.
Κοιταχτήκαμε. Οργισμένοι κι οι δυο. Μας κάνανε να αισθανόμαστε χαρούμενοι, χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος. Πώς να αισθανόμασταν άλλωστε, αφού μάθαμε να ζούμε με τα ψέματα; Μάθαμε να αφήνουμε να μας αρπάζουν μέσα από τα χέρια πράγματα που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι, που σπαταλάμε γι' αυτά και το σώμα και το μυαλό μας.
Μα, ποιος μας παίζει αυτή την άθλια φάρσα; Ποιος μας αφαιρεί τη δυνατότητα να χαρούμε αυτά που εμείς δημιουργούμε;».
Γυρνώντας στην εφημερίδα, άρχισα να περιγράφω όσα άκουσα από τους φίλους μου. Και στο τέλος ανέφερα και την απορία τους. Ομολογώ πως ούτε εγώ ήμουν σε θέση να απαντήσω. Ηταν και για μένα, όπως και γι' αυτούς πολύ αλλόκοτο αυτό που γίνεται.
Ενας συνάδελφος έκανε το εξής σχόλιο: Είναι καιρός, παιδί μου, να αρχίσεις να διαβάζεις Πολιτική Οικονομία.
Στην Αθήνα σε τέσσερα σημεία είχαν στηθεί ισάριθμες «θεματικές» εξέδρες. Στο θέατρο του Διονύσου έδωσαν συναυλίες ο Μίκης Θεοδωράκης με την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» και ο Διονύσης Σαββόπουλος, στου Μακρυγιάννη στήθηκε πανηγύρι με δημοτική μουσική, ρεμπέτικα και λαϊκά στο Θησείο και σύγχρονοι ρυθμοί στο Ζάππειο. Κι αν για το αισθητικό μέρος της υπόθεσης - ειδικά σε ό,τι αφορά το σκηνοθετικό μέρος - οι γνώμες ίσως να είναι τόσες, όσες και οι λάμπες που «έβαψαν» τον Παρθενώνα (και που είναι ακόμη ένα μεγάλο θέμα) τα πράγματα γίνονται σαφέστατα όσον αφορά τις οικονομικές παραμέτρους και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στο στήσιμό της και που αποτέλεσαν και την ουσία της σχετικής Ερώτησης του ΚΚΕ στη Βουλή. Το ζήτημα είναι όμως πως η υπουργός Πολιτισμού, σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό «FLASH», είπε, σα να μην τρέχει τίποτα και με την ευκολία κάποιου που ζει σε ευημερούσα, πολιτιστικά, χώρα, πως αυτή η «εμπειρία» θα αποτελέσει «ένα μόνιμο θέαμα για την Ακρόπολη το οποίο να είναι αντίστοιχο της γιορτής αυτής», εννοώντας το θέαμα της Πρωτοχρονιάς! Αυτή τη φορά όμως όχι για «φαμφαρονισμό», αλλά στο όνομα... της «ανάδειξης» των μνημείων...
Χτες η υπουργός Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Β. Παπανδρέου δήλωσε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των οχτώ πρώτων χωρών σε όλο τον κόσμο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάστηκε και αντιμετώπισε το «πρόβλημα του 2000». Επίσης, σε ανακοίνωση του υπουργείου αναφέρεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία των Φορέων του Δημοσίου και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα - που ασχολήθηκε με την προετοιμασία για την αντιμετώπιση του ιού - υπήρξε πολύ καλή λειτουργία στα συστήματα υποδομής της χώρας (ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές, τράπεζες, χρηματιστήριο, υγεία, ύδρευση, αποχέτευση). Το ίδιο ίσχυσε και για τους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και της δημόσιας διοίκησης.
Ωστόσο ελάχιστες και μικρής σημασίας δυσλειτουργίες παρουσιάστηκαν σε βοηθητικά συστήματα καταχώρισης δεδομένων για στατιστική, τα οποία όμως δεν είχαν επιπτώσεις στην επιχειρησιακή λειτουργία τους. Στις περισσότερες απ' αυτές τις περιπτώσεις η αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν άμεση. Επίσης αναφέρθηκαν λίγες περιπτώσεις για ορισμένου τύπου ταμειακές μηχανές - έχει επιληφθεί γι' αυτό το θέμα το υπουργείο Οικονομικών - ενώ σποραδικές δυσλειτουργίες παρουσιάστηκαν σε Φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (αναφέρονται 10 δήμοι) κυρίως σε εφαρμογές που αφορούν στην εσωτερική τους λειτουργία (π.χ. πρωτόκολλο). Στις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν έγινε δυνατή η άμεση αντιμετώπιση της δυσλειτουργίας, τέθηκαν προσωρινά σε εφαρμογή χειρογραφικές διαδικασίες μέχρι την αναβάθμιση των συστημάτων. Σύμφωνα με πληροφορίες, μικροπροβλήματα παρατηρήθηκαν ακόμη σε μερικούς απομακρυσμένους υποσταθμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, ενώ χωρίς προβλήματα λειτούργησαν τα επικοινωνιακά συστήματα των τραπεζών και δίκτυα αυτόματων συναλλαγών (ΑΤΜ).
Σχετικά με αυτό το θέμα, σε χτεσινή ραδιοφωνική εκπομπή, η υπουργός Β. Παπανδρέου είπε χαρακτηριστικά: «Ολοι οι τομείς προετοιμάστηκαν σωστά και γι' αυτό δεν είχαμε πρόβλημα στον τομέα της ενέργειας, στον τομέα των μεταφορών». Οσον αφορά το κόστος για την αντιμετώπιση του «προβλήματος του 2000», τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, η Β. Παπανδρέου επισήμανε πως έφτασε τα τελευταία δύο χρόνια γύρω στα 100 δισεκατομμύρια δραχμές. «Το κύριο κόστος βέβαια ήταν στον ιδιωτικό τομέα και στις τράπεζες, στο δημόσιο τομέα ήταν πολύ λιγότερο. Κι αυτό γιατί οι τράπεζες έκαναν διάφορες επεμβάσεις, όπως ανακαινίστηκαν όλες οι ΔΕΚΟ, έχει γίνει αλλαγή εξοπλισμού, αλλαγή συστημάτων, αλλαγή λογισμικού», υποστήριξε η υπουργός Εσωτερικών. Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι ο πανικός που δημιουργήθηκε αυτές τις ημέρες «ήταν λίγο μεγαλύτερος απ' ό,τι ήταν οι πραγματικές διαστάσεις».
Το επόμενο, πάντως, ραντεβού με την «ιομανία» των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αναμένεται στο τέλος του Φλεβάρη. Κι αυτό επειδή ορισμένα κομπιούτερ υπάρχει κίνδυνος να μην αναγνωρίσουν το έτος ως δίσεκτο και είναι πολύ πιθανόν να περάσουν από την 28η Φλεβάρη στην 1η Μάρτη, παραλείποντας μια μέρα...
Μπορούμε, πλέον, μετά τις ολονύκτιες εκδηλώσεις υποδοχής του περιβόητου «Μιλένιουμ», να είμαστε «εθνικώς υπερήφανοι». Η Αθήνα, λέει, «καταξιώθηκε»- με τις τηλεοπτικές μεταδόσεις 60 ξένων καναλιών μέσω της ΕΡΤ, ως το λαμπρότερο «παγκόσμιο χωριό». Τι άλλο από «χωρίον» θα μπορούσε χαρακτηριστεί η Αθήνα από τους κάθε λογής θιασώτες της «παγκοσμιοποίησης» όχι μόνον του κεφαλαίου, αλλά και των λαών και των πολιτισμών τους, από τους οικονομικούς και πολιτικούς «εισαγωγείς» αμερικανογέννητων φιεστών- τύπου άρτου και θεαμάτων- και τους μαϊμουδίζοντες χειροκροτητές τους;
***
* * *
* * *
* * *