Τρίτη 4 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Μια γιορτινή μέρα στο παζάρι

`Η, πώς δίνονται  απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας, που προσγειώνουν στην πραγματικότητα , μακριά απ' την επίπλαστη ευημερία

Παπούτσια να «φάν' τα μάτια ψάρια»...
Παπούτσια να «φάν' τα μάτια ψάρια»...
Πριν ακόμα μπει ο Δεκέμβρης, ερχόταν μονότονα και σαν ψίθυρος: «Ερχονται τα Χριστούγεννα! Ερχονται οι γιορτές! Ερχεται το "Μιλένιουμ!"». Ηταν και οι διαφημίσεις. Ηρθαν και τα δελτία ειδήσεων με το ψηλότερο δέντρο στην πλατεία Συντάγματος.

Οχι πως δεν το ξέραμε. Αλλά να, προσπαθούσαμε να έχουμε την ψευδαίσθηση της αναβολής αυτής της σκέψης. Μήπως, δηλαδή καταφέρναμε και αναβάλαμε το άγχος των εορτών. Μα, για ποιο άγχος μιλάς, θα ρωτήσει κάποιος; Τα Χριστούγεννα είναι μέρες αγάπης και χαράς. Είναι μέρες για ψώνια.

Ε, λοιπόν, αυτό ήταν το άγχος μας, αυτά τα ψώνια. Μισθωτοί γαρ... Ασε τα επιπλέον έξοδα για το τραπέζι των Χριστουγέννων. Δεν πρόκειται για γκρίνια. Απλά, κάποια πράγματα είναι αλλόκοτα και δεν εξηγούνται εύκολα. Αλλωστε, όλοι μας τα έχουμε σκεφτεί αυτά. Εστω για λίγο, για μια στιγμή μόνο.

Φθάσανε, λοιπόν, οι γιορτές και στο μεταξύ οι μισθοί είχαν εξαφανιστεί. Ενοίκιο, ρεύμα και άλλα παρόμοια, φροντιστήρια των παιδιών, αυτοκίνητο, τροφοδοσία του σπιτιού, πέταξαν τα λεφτά.

Οι άλλοι, όμως, επιμένανε. «Εφθασαν τα Χριστούγεννα, έφθασαν οι γιορτές», αλλά εννοούσαν: «Αγόρασε, αγόρασε, αγόρασε».

- Και πώς να αγοράσω, το κέρατό μου, που δεν έχω μία;

- Μα αφού παίρνεις και δώρο Χριστουγέννων;

Οταν οι ελιές μοιάζουν με χαβιάρι...
Οταν οι ελιές μοιάζουν με χαβιάρι...
- Ναι, μας υποχρέωσες, αυτό, στην καλύτερη περίπτωση, το έχουμε δώσει πριν ακόμα φθάσει στα χέρια μας.

«Ερευνα αγοράς»

Ομως, οι γιορτές είναι γιορτές και πρέπει να τους δώσεις - μ' ό,τι διαθέτεις - το ανάλογο γιορτινό χρώμα. Να τις περάσεις, όχι με πολυτέλειες, αλλά τουλάχιστον ανθρώπινα. Κάποια δώρα για τα παιδιά και τους κοντινούς. Κι εδώ αρχίζει η «Οδύσσεια» των φίλων μου, όπως την άκουσα και σας τη μεταφέρω:

«Ανεβήκαμε στο λεωφορείο να πάμε στο κέντρο για τα ψώνια. Καλύτερα να μην ανεβαίναμε. Ερποντας να πηγαίναμε, γρηγορότερα θα φτάναμε. Ασε τ' άλλο. Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε και "έρευνα αγοράς". Κάπου είχαμε ακούσει ότι ο σωστός ο καταναλωτής πρέπει πριν αγοράσει να ψάχνει πού πουλάνε πιο φθηνά. Ε, ξεποδαριαστήκαμε και τ' αποτέλεσμα της "έρευνας" ήταν πως όταν φθάσαμε στο τελευταίο μαγαζί δεν είχαμε πια το κουράγιο να γυρίσουμε σε εκείνο που είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε ελάχιστα πιο φθηνό.

Πήγαμε πρώτα στην κρεαταγορά. Είχαμε υπολογίσει ότι χρειάζονταν περίπου πέντε κιλά αρνί για το τραπέζι, μιας και θα είχαμε καλεσμένους. Γονείς και λίγους φίλους. Κοιτάμε τις τιμές. Από 2.300 - 2.600 δραχμές το κιλό τ' αρνί! Τότε κάναμε το λάθος.

- Συγγνώμη, έχει τίποτα μέσα τ' αρνί; ρωτήσαμε τον κρεοπώλη.

- Οχι, γιατί; απαντά.

- Με αυτή την τιμή, δε θα έπρεπε να δίνετε και κάτι για δώρο; ψέλλισε ο ένας απ' τους δυο, αλλά δε συνέχισε, γιατί το βλέμμα του κρεοπώλη θόλωσε και κρατούσε κάπως περίεργα τη χατζάρα...

Προχωρήσαμε πιο κάτω, ρωτήσαμε και για γουρουνόπουλο, μπας και είναι πιο φθηνό... τα ίδια. Μάθαμε και τις τιμές των λαχανικών, τα υπολογίσαμε όλα μαζί και αρχίσαμε να γελάμε. 50.000 με 60.000 δραχμές ήθελε μόνο το γιορτινό τραπέζι.

Ομως, δεν το βάλαμε κάτω. Ως ορθά σκεφτόμενοι καταναλωτές, αποφασίσαμε να μάθουμε και τις τιμές των υπόλοιπων πραγμάτων και μετά να δούμε τι θα κάνουμε. Μπήκαμε, λοιπόν, σε ένα πολυκατάστημα και πήγαμε στο τμήμα ηλεκτρονικών ειδών. Βλέπετε, μας είχε φάει τ' αυτιά όλο το χρόνο ο Παναγιώτης, ο μικρότερος γιος: "Θέλω φορητό CD, θέλω φορητό CD". Ε, δεν είναι και πολυέξοδος, είπαμε, να του το πάρουμε, Πρωτοχρονιά ερχόταν.

- Πόσο κάνει παρακαλώ αυτό το μοντέλο; ρώτησε η Ελένη τον υπάλληλο.

Ο υπάλληλος με ύφος δέκα καρδιναλίων άρχισε να εξηγεί τις δυνατότητες που έχει.

- Ξέρετε, επειδή είμαστε κουρασμένοι και, έτσι και αλλιώς, δεν πολυκαταλαβαίνουμε τι λέτε, θέλετε να μας πείτε μόνο πόσο κάνει; είπε ευγενικά η Ελένη.

Ο υπάλληλος σκυθρώπιασε, η Ελένη σκέφτηκε μήπως τον πρόσβαλε και τότε ακούσαμε μια υποχθόνια φωνή να λέει:

- Η τιμή του είναι 43.000 δραχμές!

Κοιταχτήκαμε, γυρίσαμε πίσω, δεν υπήρχε κανένας. Ηταν φανερό πως ο υπάλληλος μιλούσε σε μας.

- Τι ώρα κλείνετε; Γιατί θέλουμε να κάνουμε μια βόλτα στα μαγαζιά, πετάξαμε τη γνωστή ατάκα που χρησιμοποιούμε όταν ντρεπόμαστε να πούμε ότι δεν έχουμε τα λεφτά που χρειαζόμαστε για την αγορά.

Φύγαμε, λοιπόν, και αρχίσαμε να ψάχνουνε τις τιμές και για τα άλλα ψώνια.

Ενδεικτικά, οι τιμές σε ορισμένα προϊόντα ήταν: Ενα γυναικείο σακάκι 25.000 δραχμές ή ένα αντρικό μπουφάν 35.000 δραχμές.

Και μιλάμε για απλά υφάσματα. Οταν μάλιστα σχολιάσαμε την τιμή, ακούσαμε μία υπάλληλο να ρωτά:

- Μα, δεν είναι ακριβά, εσείς πιστεύετε ότι είναι;

- Οχι, αλλά είναι ακριβά για την τσέπη μας. Καταλαβαίνετε τι θέλουμε να πούμε, είπαμε μ' ένα στόμα.

Κάνοντας ένα πρόχειρο κοστολόγιο, βρήκαμε ότι το συνολικό ποσό που χρειαζόταν για τις αγορές μας ήταν γύρω στις 300.000 δραχμές. Με άλλα λόγια, για να αγοράσουμε πράγματα αναγκαία, ώστε να περάσουμε τις γιορτές με κάποια αξιοπρέπεια, έπρεπε να ξοδέψουμε όσα βγάζαμε και οι δυο σε τριάντα πέντε περίπου μεροκάματα.

Τελικά, αποφασίσαμε να πάρουμε, όχι τ' αναγκαία - γιατί όλα αναγκαία ήταν - αλλά όσα αντέχαμε οικονομικά».

1η Γενάρη 2000

«Πρωί, της 1ης Γενάρη του 2000. Καινούρια χιλιετία, λένε τα εξώφυλλα. Φιλιά, ανταλλαγές ευχών, νέες ελπίδες, χαρά. Το προηγούμενο βράδυ, η κυβέρνηση είχε γενναιόδωρα παραχωρήσει στον κόσμο δωρεάν δρομολόγια με τον ηλεκτρικό για να παρακολουθήσει από κοντά τη "μεγαλειώδη" γιορτή στην Ακρόπολη. Περάσαμε κι από κει. Μαζί και τα παιδιά. Είδαν καλλιτέχνες να τραγουδούν στις θερμαινόμενες εξέδρες, την Ακρόπολη να αλλάζει χρώματα και ανθρώπους ενθουσιασμένους να ανταλλάσσουνε ευχές.

Ομως, μόλις γυρίσαμε από το ρεβεγιόν, ο ενθουσιασμός που έντεχνα μετέδιδε η φιέστα κατακάθισε... ξαφνικά έγιναν όλα τόσο ψεύτικα, η χαρά, οι ευχές για καλύτερες και περισσότερες μέρες.

Κοιταχτήκαμε. Οργισμένοι κι οι δυο. Μας κάνανε να αισθανόμαστε χαρούμενοι, χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος. Πώς να αισθανόμασταν άλλωστε, αφού μάθαμε να ζούμε με τα ψέματα; Μάθαμε να αφήνουμε να μας αρπάζουν μέσα από τα χέρια πράγματα που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι, που σπαταλάμε γι' αυτά και το σώμα και το μυαλό μας.

Μα, ποιος μας παίζει αυτή την άθλια φάρσα; Ποιος μας αφαιρεί τη δυνατότητα να χαρούμε αυτά που εμείς δημιουργούμε;».

Γυρνώντας στην εφημερίδα, άρχισα να περιγράφω όσα άκουσα από τους φίλους μου. Και στο τέλος ανέφερα και την απορία τους. Ομολογώ πως ούτε εγώ ήμουν σε θέση να απαντήσω. Ηταν και για μένα, όπως και γι' αυτούς πολύ αλλόκοτο αυτό που γίνεται.

Ενας συνάδελφος έκανε το εξής σχόλιο: Είναι καιρός, παιδί μου, να αρχίσεις να διαβάζεις Πολιτική Οικονομία.


Για τη μεταφορά:
Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ