Γεννημένος το '22 στη Ζαγορά Βόλου, ο Θ. Δερβενιώτης, από πολύ μικρός «μυήθηκε» στη μουσική. Εκεί, στη Ζαγορά, δέχτηκε τους «πρώτους σπόρους» της μουσικής, από τον παππού του, που είχε κομπανία και τον συνεργάτη του Γιάννη Βισβίκη. Μια κολοκύθα με τρία σύρματα για χορδές ήταν το πρώτο «μουσικό» όργανό του. Μεγάλο σχολείο υπήρξε για τον μετέπειτα συνθέτη η επαφή του με τη βυζαντινή μουσική - «από πέντε χρονών ήμουνα στο ψαλτήρι και κρατούσα το ίσο...», έλεγε - και η μαθητεία του στο λαούτο, τη βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική από τον μπαρμπα - Γιάννη Βισβίκη. Αυτές οι γνώσεις του στη βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική υπήρξαν τα πολύτιμα εφόδιά του, όταν αργότερα «αναγκαστικά στάθηκε στην Αθήνα, μετά από εξορίες και κυνηγητά, μην μπορώντας να επιστρέψει στο χωριό» του. Ομως, πριν από αυτή την αναγκαστική φυγή στην Αθήνα είχαν προηγηθεί τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Εδρασε μέσα από το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ, στο οποίο εντάχθηκε το 1942. «Στο ΕΑΜ μπήκα από τους πρώτους», αφηγείται στο βιβλίο των Ν. Γεωργιάδη - Τ. Ραχματούλινα «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι». «Μετά ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ και μόλις ιδρύθηκε και μπήκα στην ΕΠΟΝ, μερικούς μήνες αργότερα μπήκα και στο Κόμμα...», αναπτύσσει κομματική δράση στη Ζαγορά και στη συνέχεια αναλαμβάνει καπετάνιος του εφεδρικού λόχου του ΕΛΑΣ. Για τη δράση του διώκεται και εξορίζεται στα Κύθηρα, στη Ζάκυνθο και στη Μακρόνησο. Εκεί, λόγω των μουσικών του γνώσεων, του αναθέτουν τη διεύθυνση της χορωδίας του Β` Τάγματος.
Η λαμπρή πορεία του δημιουργού, που με τα τραγούδια του στήριξε την καριέρα πολλών μεγάλων ερμηνευτών, ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50. Το πρώτο του τραγούδι ήταν το «Μόνο ψέμα κι απιστία», σε στίχους Μπ. Βασιλειάδη, που το τραγούδησε ο Γιάννης Τζιβάνης. Η μεγάλη φωνή της εποχής, ο Τσαουσάκης, ήταν αυτός που ερμήνευσε το δεύτερο τραγούδι του, για ν' ακολουθήσουν οι συνεργασίες του με την Καίτη Γκρέυ, την Πόλυ Πάνου, την Γιώτα Λύδια, τον Πάνο Γαβαλά, τον Στράτο Διονυσίου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Μαρινέλλα... Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ρεπερτόριο του Καζαντζίδη, τα τραγούδια του Δερβενιώτη κατέχουν την πρώτη θέση, καθώς ο δημιουργός έδωσε στον Στ. Καζαντζίδη γύρω στα 95 τραγούδια. Τραγούδια του επίσης ερμήνευσαν οι Λ. Χαλκιάς, Σπ. Ζαγοραίος, Β. Περπινιάδης, Π. Αναγνωστάκης, Τ. Βοσκόπουλος, Μ. Παπαδάκης, Γ. Νταλάρας, Μ. Μητσιάς κ.ά. Οπως ο ίδιος έχει πει σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ», «έχω συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές».
Γνώστης της παραδοσιακής, αλλά και ευρωπαϊκής μουσικής, ανήκε στους ελάχιστους λαϊκούς συνθέτες μουσικούς που είχαν και θεωρητικές γνώσεις και υπήρξε δάσκαλος μερικών από τους καλύτερους σημερινούς εκτελεστές του μπουζουκιού. Η αγωνία του να μεταδώσει τις γνώσεις του στις νεότερες γενιές και η μεγάλη αγάπη του για την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική, για τις κλίμακες και τους δρόμους της, τον οδήγησαν στην ίδρυση της πρώτης σχολής λαϊκής μουσικής. Τη διατήρησε επί δεκαετίες και από αυτήν παρέλασαν πάρα πολλοί ερμηνευτές, μουσικοσυνθέτες και στιχουργοί.
Πλούσια ήταν και η συνδικαλιστική δράση του. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Ενωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδας και για πολλά χρόνια πρόεδρός της. Μέσα από την ΕΜΣΕ με συνέπεια και επιμονή αγωνίστηκε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μουσικοί δημιουργοί και ο χώρος τους και για το δικαίωμά τους να τους αποδίδονται όσα τους ανήκουν από τη χρήση του έργου τους.
Κλείνουμε με τα λόγια του: «... Η μοίρα με βοήθησε σε πολλά. Και πρώτα - πρώτα δίνοντάς μου αυτό το χάρισμα της μουσικής... Μετά σώθηκα απ' τη Μακρόνησο και τα επακόλουθά της... Σίγουρα, αν δεν είχα τύχη, μέσα απ' το κρανίο μου θα πίναν τα κοράκια νερό!... Λέτε ότι το έργο μου, με περισσότερα από 500 ηχογραφημένα τραγούδια, μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο... Ομως, όπως δείχνουν τα πράγματα, για μένα δεν είναι ολοκληρωμένο. Είχα πολύ περισσότερα να δώσω. Εγώ κλαίω τόσα χρόνια που είμαστε στο περιθώριο... Το ομολογώ εγώ! Αλλοι δεν το ομολογούν... Αδικίες πολλές. Και πρώτα οι εταιρίες... Γιατί, γιατί μας παραμερίσανε; Μας αγνοήσανε σαν να μην υπήρξαμε ποτέ... Δε νομίζω ότι οι εταιρίες έβλεπαν τους δίσκους, εκτός από εμπόρευμα, και σαν καλλιτέχνημα... Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Αφού μια μερίδα δημιουργών που υπήρχαν, ο Καλδάρας, ο Βίρβος, ο Μπακάλης, ο Ακης Πάνου, όλοι αυτοί παραμεριστήκανε, αυτό σημαίνει ότι οι εταιρίες το θέλανε το Λαϊκό Τραγούδι; Οχι, δεν το θέλανε. Και το καταπολεμήσανε».
«Στο χωριό μου λένε ένα ρητό, μια παροιμία: "Ο ψαράς ό,τι έχει στο πανέρι του φωνάζει", αυτό που έχει διαλαλεί! Λέω, δηλαδή, ότι αυτό που είχα μέσα μου είχα ανάγκη να το βγάλω προς τα έξω. Αυτά που έζησα, αυτά που αισθανόμουνα και ήθελα να αλλάξω την κοινωνία, να φέρω τη δικαιοσύνη, τον ίσιο κόσμο... Ο ψαράς, αν είχε γόπες στο πανέρι του, θα φώναζε "γόπες!", δε θα φώναζε "σαφρίδια!" Εγώ, λοιπόν, αυτά είχα μέσα μου κι αυτά αισθανόμουνα ότι έπρεπε να τα φέρω προς τα έξω με χίλιους τρόπους, με χίλια καμουφλάζ. Ολα αυτά καμουφλάρονται με τη γυναίκα... Κάπου ανάμεσα στους στίχους ο στιχουργός έπρεπε να βάλει τη γυναίκα. Οταν λέμε, με χειροπέδες με περνούν..., δε λέμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι υπόδικος ή κατάδικος. Λέμε ότι δήθεν αιτία του κακού είναι μια γυναίκα... Κι έτσι καμουφλάρεται το πολιτικό μήνυμα, ο κόσμος, όμως, το καταλάβαινε.
Κι έβρισκα τους κατάλληλους στιχουργούς για να στιχουργήσουνε αυτά τα κοινωνικά προβλήματα. Πολλές φορές το κουβεντιάζαμε, όταν επρόκειτο να φτιάξουμε ένα τραγούδι. Με τον Κολοκοτρώνη (Θεός σχωρέσ' τον) καθόμασταν πολλές φορές μαζί. Μου φώναζε: "Ελα να με βοηθήσεις, μωρέ, να μου δώσεις καμιά ιδέα". Εγώ του έλεγα, παρόλο που ήξερα πως δεν είναι αριστερός, όμως, του έλεγα τι να γράψει... "Είναι σκληρό", μου έλεγε. "Ξέρεις εσύ, στόλισέ το λίγο", του έλεγα. Και γράφαμε πολλά τέτοια...» (από το βιβλίο «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι» των Ν. Γεωργιάδη - Τ. Ραχματούλινα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).
«Από την ώρα που γεννήθηκα και κατάλαβα, ζούσα με τη μουσική μέσα μου. Με όλη την καλή μουσική γενικά. Εκλινα προς το βυζαντινό ύφος και χρώμα, αλλά ποτέ δε σταμάτησα να ακούω όλα τα είδη της καλής μουσικής... Κάθε φορά που καθόμουν να γράψω ένα τραγούδι, είχα ένα χτυποκάρδι, ένα άγχος. Θα βρω το κατάλληλο ένδυμα να ντύσω το στίχο; Θα δέσει η μουσική μου με το στίχο;
Αναπολώντας, λέω ότι αυτό το ηφαίστειο που υπήρχε μέσα μου ικανοποιήθηκε. Εφτιαξα ένα έργο που θ' αφήσω πίσω μου... Οπως αισθάνεται ένας καλός γονιός που βλέπει τα παιδιά του και τα λατρεύει, έτσι αισθάνεται κι ένας δημιουργός, που κάνει πνευματικά παιδιά, τα οποία θα ζήσουν, ίσως, για χρόνια. Η δουλιά του πνεύματος, αν είναι καλή, μένει. Γι' αυτό φωνάζουμε και γκρινιάζουμε για το κατάντημα του λαϊκού τραγουδιού, ότι δεν είναι τραγούδια αυτά που βγαίνουν σήμερα. Κυκλοφορούν τη Δευτέρα, το Σάββατο χάνονται...» (από συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη», 28/11/1993)