ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 7 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /40
Κλασικό ρεπερτόριο
«Αμφιτρύων» στο «Αμόρε»

Στο θέατρο «Αμόρε», από το «Θέατρο του Νότου», συντελείται μια πολύπλευρα σημαντική σκηνική δημιουργία του φετινού θεατρικού χειμώνα. Το ανέβασμα για πρώτη φορά στην Ελλάδα και σε μια έξοχη, παρά τη λιτότητα της σκηνογραφικής και ενδυματολογικής όψης της, παράσταση του έργου του Χάινριχ φον Κλάιστ «Αμφιτρύων». Μια παράσταση με μέσα «φτωχού θεάτρου», υψηλής, όμως καλλιτεχνικής ποιότητας, που προσφέρει μεγάλη αισθητική απόλαυση και αποδείχνει ότι στο θέατρο «εν αρχή ην ο Λόγος» και τελικός, κυρίαρχος πομπός του ο ηθοποιός. Ο Κλάιστ εμπνεύστηκε το έργο του από την ομώνυμη κωμωδία του Μολιέρου, ο οποίος επίσης βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Λατίνου κωμωδιογράφου Πλαύτου, που κι αυτός βασίστηκε στον αρχαιοελληνικό μύθο. Ενας μύθος που «διηγείται» ότι ο Δίας, παίρνοντας τη μορφή του βασιλιά Αμφιτρύωνα, με παραστάτη τον Ερμή, που κι αυτός παίρνει τη μορφή του Σωσία - του υπηρέτη του Αμφιτρύωνα, παραπλανά και αποπλανά ερωτικά την Αλκμήνη, την πιστή σύζυγο του νικητή στον πόλεμο βασιλιά, πριν ακόμα εκείνος προλάβει να γυρίσει από το μέτωπο. Ο Κλάιστ αξιοποιεί όλα τα κωμικά επεισόδια του μύθου, στήνοντας μια δική του, λεπτότατης ειρωνείας και φαρσικής πλοκής, εκδοχή του μύθου. Εκδοχή, που «παίζει» κρυφτούλι, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ της αλήθειας και των ανομολόγητων πόθων και πράξεων των ανθρώπων. Εμμέσως μιλά για την ανθρώπινη υπόσταση του «θεού» και τη «θεϊκή» του ανθρώπου και εμμέσως σχολιάζει τη ρευστότητα και σχετικότητα των εννοιών αλήθεια - ψέμα, πίστη - απιστία, σαρκικός έρωτας - αγάπη. Το έργο ευτύχησε καθ' όλα. Με τη θαυμάσια, χυμώδους χιούμορ και ποιητικού μέτρου και ρυθμού, παρά την ελευθερόστιχη μορφή της, μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Με το «γυμνό» σκηνικό και τα «ταπεινά» κοστούμια της Λίλης Πεζανού. Με τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, την παιγνιώδη μουσική του Κώστα Ανδρέου. Προπάντων ευτύχησε με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Νίκου Χατζόπουλου, που εξελίσσεται σε εξαιρετικό δάσκαλο ηθοποιών, εφαρμόζοντας το «εν αρχή ην ο Λόγος». Με τέτοια σκηνοθετική αντίληψη είναι επόμενο το συνολικά σημαντικό και γελαστικά ευφρόσυνο ερμηνευτικό επίπεδο όλων των ηθοποιών της διανομής και τα ερμηνευτικά «διαμαντάκια» των αποδειγμένα ταλαντούχων ηθοποιών στους κύριους ρόλους. Ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Δύσκολη η ιεράρχηση των ερμηνειών τους. Γι' αυτό τους αναφέρουμε με τη σειρά εμφάνισης: Κοσμάς Φουντούκης, Θανάσης Δήμου, Γιάννης Νταλιάνης, Μαρία Σκουλά, Αννα Μάσχα, Νίκος Καραθάνος.


ΘΥΜΕΛΗ

«Φιλάργυρος» στο «Θέατρο Τέχνης»

Καταξιωμένη μέσα στους αιώνες η μολιερική δραματουργία, θα παραμένει ανοιχτό, όχι βέβαια χωρίς όρια, «πεδίο» άσκησης της θεατρικής αισθητικής κάθε εποχής, πάντα, εννοείται, σε σχέση με τις «ρίζες», τους «κώδικες», το ποιητικό ήθος, την κωμωδιογραφική φύση, αλλά και τον ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό χαρακτήρα της μολιερικής δραματουργίας. «Απόγονος» της κομέντια ντελ άρτε, «αναγεννητής» της κωμωδίας, ψυχανατόμος ανθρώπων από όλα τα στρώματα της φεουδαλικής κοινωνίας, γνώστης παλιών μύθων, μάστορας διαφόρων «σταθμών» και ειδών της κωμωδίας - της κωμωδίας μπαλέτου, μουσικής κωμωδίας, κωμωδίας ηθών, χαρακτήρων και καταστάσεων - ο Μολιέρος σ' αυτή την κωμωδία του καυτηριάζει τη μωρία των γηρατειών και την αθεράπευτη φιλαργυρία, πλέκοντάς τα μέσα σε ένα συνηθισμένο στην αναγεννησιακή - ιταλική, ελισαβετιανή και γαλλική - κωμωδία μύθο. Mύθος που προσφέρεται για σασπένς, συγκίνηση αλλά και γέλιο, παρεξηγήσεις και φαρσικές καταστάσεις. Το μύθο που διηγείται ότι από μια αιφνίδια κακοτυχιά παιδιά να χάνουν τον πατέρα τους, ή αδέλφια χάνονται μεταξύ τους, να αλληλοαναζητούνται συνήθως μεταμορφωμένα σε άλλο πρόσωπο ή φύλο, και μετά από καλοτυχιά να ξαναβρίσκονται, παντρεύονται ταιριαστά και ευδαιμονούν. Η μολιερική κωμωδία ευτύχησε μεταφραστικά, σκηνοθετικά, μουσικά, σκηνογραφικά - ενδυματολογικά, υποκριτικά. Η μετάφραση του Γιώργη Σημηριώτη διαθέτει ποιητικό χρώμα. Ο Γιάννης Μετζικώφ έκανε εξαιρετική σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλιά. Στο λιτά μπαρόκ σκηνικό του, οι αλλεπάλληλες πόρτες, εξυπηρετούν τη γοργόρυθμη δράση και ταυτόχρονα λειτουργούν ως «κάδρα» των αισθητικών γούστων, γούστων της μολιερικής εποχής και των πορτρέτων των προσώπων του έργου, τα οποία έντυσε με όμορφα κοστούμια εποχής. Η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη παραπέμπει θαυμάσια στην προδρομική της οπερέτας μολιερική μουσική κωμωδία, αναδεικνύοντας τις ασκημένες στο λυρικό τραγούδι φωνές τριών νέων ηθοποιών. Οι παραπάνω καλλιτεχνικές αρετές εναρμονίστηκαν πλήρως με την ενδιαφέρουσα αισθητικο -ερμηνευτικά, ελεύθερη αλλά αρμόζουσα στο μολιερικό ήθος σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από τους ηθοποιούς ένα υποκριτικό παίγνιο. Να δουν τους ρόλους τους ως φιγούρες ενός παλιού κόμικ, να τα «εμψυχώσουν» με τη φωνή, τη χειρονομία και την κίνησή τους, με μια σχολιαστική διακωμώδηση και με μια τραγουδιστική «αποστασιοποίησή» τους. Η σκηνοθετική πρόταση και καθοδήγηση απέδωσε ένα πολύ καλό ερμηνευτικό σύνολο, με προεξάρχουσες τις πιο σύνθετες και πιο εκφραστικές ερμηνείες των έμπειρων και ταλαντούχων Αλέξανδρου Μυλωνά, Αφροδίτης Κουτσουδάκη, Γιώργου Τσιδίμη, Γιάννη Κρανιά, αλλά και με αξιόλογες ερμηνείες από τους νεότερους Μαριάνθη Σοντάκη, Δημήτρη Πακσόγλου, Θόδωρου Αντωνιάδη, Ματίνα Νικολάου, Κίμωνα Φιορέτου, Δημήτρη Δεγαΐτη, Παναγιώτη Σούλη, Σόλωνα Τσούνη.

«Ο χορός του θανάτου» στην «Αλκυονίδα»

Ως θάνατο εν ζωή έως ότου ο φυσικός θάνατος βάλει τέλος στον αλληλοσπαραγμό των δύο φύλων, σπάζοντας την αλυσίδα αγάπης και μίσους που δένει τους συζύγους, βίωσε το γάμο ο νόθος «γιος της δούλας», ο μεγάλος δραματουργός του κοινωνικού ρεαλισμού και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, Στρίντμπεργκ. Αντλώντας, αλλά και «δανείζοντας» σε αρκετά πρόσωπα των έργων του τα δικά του βασανιστικά βιώματα - βιώματα παράγωγα της αστικής κοινωνίας, «μήτρας» λ.χ. ταξικών διακρίσεων, υποκρισίας, οικονομικής, ηθικής και κοινωνικής ανισότητας, απαξίωσης αξιών και φθοράς των θεσμών, συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και στο επίπεδο του γάμου και της οικογένειας - ο Στρίντμπεργκ συνόψισε με αρκετά αριστουργηματικά έργα του, μεταξύ των οποίων και «Ο χορός του θανάτου», την τραγωδία των συγκρουσιακών συζυγικών σχέσεων. Νόθος, φτωχός, παντρεμένος με μια όμορφη, πρώην θεατρίνα (όπως και ο Στρίντμπεργκ) και περιθωριοποιημένος σε μια ερημική περιοχή, ο λοχαγός - το κεντρικό ανδρικό πρόσωπο στο «Χορό του θανάτου» - «πεθαίνει» καθημερινά από την οικονομική ανέχεια, την κοινωνική τους απομόνωση, τους καυγάδες τους για το ποιος αποφασίζει για τη ζωή της κόρης τους, τις συγκρούσεις και αλληλοκατηγορίες τους. Ο νεανικός έρωτάς τους κατάντησε δυστυχία και μίσος, καθημερινός ψυχολογικός «θάνατος», που, τελικά, θα σκοτώσει το λοχαγό, όταν, με την εμφάνιση ενός άλλου άντρα - νεανικού έρωτα της γυναίκας του, εκείνη σχεδιάζει και του το λέει πως θα τον εγκαταλείψει. Το έργο, σε απόδοση της Ντένης Θέμελη, με επιβλητικά ρεαλιστικό σκηνικό του Βασίλη Τσιντσικώφ, υπηρετείται απολύτως, με τη σεμνότατη, μετρημένη, καθάριας ρεαλιστικής αλήθειας σκηνοθεσία του Γιώργου Μεσσάλα, ο οποίος υπογράφει και τα καλαίσθητα, αρμόζοντα κοστούμια εποχής. Το πολύ καλό παραστασιακό αποτέλεσμα στηρίζεται και στις μελετημένες και καλοδουλεμένες, ψυχογραφικά και χαρακτηρολογικά, ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών - Ντένης Θέμελη, Γιώργου Μεσσάλα, Γιώργου Λέφα. Θετική είναι και η ερμηνευτική συμβολή του Παναγιώτη Σπηλιοτόπουλου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ