ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 19 Γενάρη 2006
Σελ. /40
Η Tέχνη δεν είναι και δεν πρέπει να είναι παυσίπονο!

Η Τέχνη είναι μορφή κοινωνικής συνείδησης. Είναι και ισχυρό μέσο γνώσης με τεράστια κοινωνική δύναμη! Οποιος καλλιτέχνης την καταναλώνει σε άσφαιρα καλλιτεχνικά έργα, θα πρέπει να είναι σίγουρος, πως δε θα τον μνημονεύσει ούτε με τα ψιλά της γράμματα η ιστορία!

Με εξαίρεση την αντιπολεμική, και καταγγελτική της αμερικάνικης πολεμικής μηχανής, ταινία, του Σαμ Μέντες, «Σύρριζα», και τη λιγότερο καταγγελτική κωμωδία του Ντιν Πάρισοτ, «Ολα Τα Λεφτά», η οποία όμως αυτοαναιρείται από το καταραμένο αμερικάνικο «Happy End» στο οποίο υποκύπτει, όλες οι άλλες ταινίες της βδομάδας «αγρόν ηγόραζαν».

Ο Γούντι Αλεν, με το «Match Point», για παράδειγμα, βρίσκεται εκτός «έδρας» και φορμαλίζει ασύστολα, για να δικαιολογηθεί. Ο Μπερτράν Μπλιέ, με το «Μ' Αγαπάς», μας γυρίζει πίσω στα πρώτα (μετέωρα) βήματα του ρομαντισμού! Ο Ντέιβιντ ΜακΚένζι, με το «Παράνομο Πάθος», αναπαράγει την «άρρωστη» αγγλική ερωτική φιλολογία.

Σε σχέση τώρα με τις «δικές» μας (ελληνικές) ταινίες, τη «Λίστα Γάμου», του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη και, την «Εύκολη Λία», του Βαγγέλη Σεϊτανίδη, ισχύει το γνωστό «πάρ' τ' αυγό και κούρεφ' το»! Κάποιοι δημιουργοί πιστεύουν ότι βρίσκονται σε αιώνιες διακοπές! Σα να ζούνε σε άλλη χώρα!

ΣΑΜ ΜΕΝΤΕΣ
Σύρριζα

Σε στέρφες καλλιτεχνικά περιόδους, ακόμα και ένα μικρό φως στην άκρη του τούνελ είναι - μπορεί να είναι - ένα ελπιδοφόρο μήνυμα! Και όταν αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα προέρχεται από την αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία, που όλοι γνωρίζουμε τις διασυνδέσεις της, τότε το ηθικό μας ανεβαίνει ακόμα περισσότερο. Γιατί, δεν είναι εύκολο πράγμα σε μια Αμερική, όπου θεοί και δαίμονες είναι με τον πόλεμο και εργάζονται γι' αυτόν, να βγαίνει μια αμερικάνικη ταινία και να τον καταγγέλλει. Και όχι να καταγγέλλει απλώς τον πόλεμο, αλλά να προχωράει βαθύτερα και να καταγγέλλει και το εργοστάσιο του πολέμου. Τον επίσημο μηχανισμό, δηλαδή, την κρατική μέθοδο, που μετατρέπει την αμερικάνικη νεολαία σε φαντάρους - εκτελεστές και τη στέλνει, έτοιμη για το χειρότερο, στα διάφορα πετρελαιοπαραγωγά πολεμικά μέτωπα!

«Σύρριζα», ως γνωστόν, σημαίνει «ξύρισμα» της κεφαλής, «γουλί» με άλλα λόγια. «Jarhead», (σύρριζα) στα αμερικάνικα, δε σημαίνει τίποτα! Αυτό το ...τίποτα διάλεξαν για παρατσούκλι τους οι Aμερικάνοι πεζοναύτες. Μόνο που αυτοί το αντέστρεψαν. Γι' αυτούς το τίποτα σημαίνει τα πάντα!

Για να φτάσει, όμως, κάποιος ομαλός άνθρωπος να πιστέψει το τίποτα για το άπαν, πρέπει να φοιτήσει στη σχολή πεζοναυτών της Αμερικής! Εκεί μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις μηχανή! Στην αρχή σε δοκιμάζουν με χυδαίες βρισιές και χυδαία καψώνια. Μετά σου μαθαίνουν την ιεραρχία. Την τυφλή υποταγή στις εντολές. Στη συνέχεια, σε περνάνε στις σωματικές ασκήσεις και στα όπλα. Οταν περάσεις τα «τεστ», αγριεμένος, πια, έτοιμος να σκοτώσεις, σε στέλνουν στο μέτωπο.

Στο μέτωπο αρχίζουν τα μεταπτυχιακά! Το ανώτερο στάδιο προσαρμογής! Σε κρατάνε κοντά στη φωτιά χωρίς, όμως, να σου επιτρέπουν να πυροβολήσεις. Θέλουν να σε εξαγριώσουν ακόμα περισσότερο. Να σου ανεβάσουν την αδρεναλίνη στο υψηλότερο όριο. Στο όριο που φτάνει το άγριο ζώο! Ακούς γύρω σου το «πανηγύρι» και εσύ στέκεσαι με το όπλο παραπόδα. Μόλις, πια, χάσεις (από το φόβο; από την πλύση εγκεφάλου; από την εκπαίδευση που πήρες;) κάθε ίχνος υπομονής, σε αμολάνε, όπως τα δεμένα σκυλιά! Αρπάζεις το όπλο και γίνεσαι...

Αυτό, ακριβώς, είναι η αμερικάνικη ταινία του Αγγλου, πορτογαλικής καταγωγής, Σαμ Μέντες. Η επίσημη αμερικάνικη κρατική επιστημονική κατασκευή δολοφόνων. Η επίσημη κρατική δημιουργία ανθρώπινων πολεμικών ρομπότ. Ρομπότ που άκριτα θα σηκώσουν το όπλο και άκριτα θα σκοτώσουν. Ρομπότ που δεν πρέπει να σκέφτονται. Που δεν πρέπει να μπαίνει στο μυαλό τους το εύλογο ερώτημα: «Tι θέλω εγώ εδώ πέρα; Ποιον σκοτώνω; Γιατί τον σκοτώνω»;

Η ταινία στηρίζεται στο βιβλίο του πρώην πεζοναύτη Αντονι Σουόφορντ και περιγράφει αληθινά γεγονότα. Ο συγγραφέας είχε λάβει μέρος σαν πεζοναύτης στον πρώτο πόλεμο της Αμερικής με το Ιράκ. Μόλις επέστρεψε στην πατρίδα του, μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, και αποφοίτησε με μάστερ στη θεωρία Καλών Τεχνών! (Γι' αυτό σας λέω, υπάρχει ελπίδα! Ο άνθρωπος, τελικά, δε θα μεταβληθεί σε ζώο).

Ο Σαμ Μέντες, δυστυχώς, δεν κατόρθωσε αυτό το καταπληκτικό θέμα να το κάνει και καταπληκτικό κινηματογράφο. Παρότι η ταινία παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς, πως έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη ταινία. Ομως, σας βεβαιώνω, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, η ταινία είναι αδιαφιλονίκητα η ταινία της βδομάδας. Οχι μόνον γιατί είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, αλλά και γιατί είναι απόλυτα αληθινή!

Παίζουν: Τζέικ Τζίλενχαλ, Τζέιμι Φοξ, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Κρις Κούπερ.

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Match point

«O άνθρωπος που είπε "προτιμώ να είμαι τυχερός παρά καλός" έβλεπε τη ζωή σε βάθος. Ο κόσμος φοβάται να παραδεχτεί πως ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής βασίζεται στην τύχη. Είναι τρομαxτικό το ότι πολλά που μας συμβαίνουν βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας. Υπάρχουν στιγμές σε έναν αγώνα όπου η μπάλα χτυπάει το δοκάρι και για ένα μονάχα δευτερόλεπτο μπορεί να μπει γκολ ή όχι. Με λίγη τύχη θα μπει και θα κερδίσεις. Ή μπορεί και να μην μπει και τότε να χάσεις».

Οι παραπάνω ...αφορισμοί είναι, ας το πούμε έτσι, το «φιλοσοφικό» υπόβαθρο της 47ης ταινίας του Γούντι Αλεν. Ή, και το σωστότερο, η δικαιολογία του σκηνοθέτη, για το «γύρισμα», για τη «δημιουργία» της συγκεκριμένης ταινίας. Η οποία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη φιλοσοφία και όποιες άλλες σοβαρές πνευματικές αναζητήσεις. Πρόκειται, απλώς, για ένα καλογυρισμένο ερωτικό - αστυνομικό, ψευτοκοινωνικό δράμα! Το οποίο παρακολουθεί, με «χαριτωμένο» μάλιστα τρόπο, που ακυρώνει κάθε σοβαρή προσέγγιση, την άνοδο ενός αδίστακτου νεαρού αριβίστα. Ο οποίος, για να κρατηθεί στην κορυφή, δε διστάζει να καταφύγει και στο έγκλημα.

Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα. Να πείτε «τι ωραίο θέμα»! Ο Γούντι Αλεν, δυστυχώς, για εκείνον και τους θαυμαστές του, στάθηκε στα εξωτερικά μόνο στοιχεία αυτής της υπόθεσης. Την οποία μάλιστα, ενδεχομένως για να εντυπωσιάσει, την έντυσε με θαυμάσια μουσικά κομμάτια από όπερες, με εξαιρετικές επιλογές χώρων και κοστουμιών, με εξαιρετική αισθητικά φωτογραφία, στοιχεία που διευκολύνουν τον αποπροσανατολισμό. Στο «ζουμί», όμως, δεν έβαλε χέρι. Ψεύτικο το παρέλαβε, ψεύτικο το παρέδωσε! Οι ήρωές του είναι σχηματικοί. Η αγγλική αριστοκρατία, που όλοι γνωρίζουμε το ποιόν της, είναι - στην ταινία - μια θαυμάσια κοινωνική τάξη! Που εκτιμάει χωρίς κοινωνικούς περιορισμούς τις ικανότητες. Που ανοίγει αστόχαστα τα παλάτια της και παντρεύεται με πληβείους.

Ο «τυχερός» αυτός αριβίστας, ο «λαϊκός» δάσκαλος του τένις, με όπλα την εξωτερική του εμφάνιση, την ευφυία του και, κυρίως, την έλλειψη κάθε στοιχείου ηθικής, εισέρχεται βίαια στην «αθώα» από τέτοια πράγματα αγγλική αριστοκρατία(!) και την εκμεταλλεύεται! Παντρεύεται την κόρη ενός ζάπλουτου αριστοκράτη, γίνεται το νούμερο ένα στις επιχειρήσεις του και, τέλος, κάνει ερωμένη του και τη γυναίκα του κουνιάδου του. Σε κάποια στιγμή, όλα αυτά, από έναν άστοχο χειρισμό, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα. Γεμίζει την καραμπίνα και πυροβολεί...

Δε βρίσκω, πού χωράει η «τύχη» σε τέτοιες συμπεριφορές. Πού χτύπησε η μπάλα στο δοκάρι. Ολα στην ταινία λειτούργησαν με μαθηματικούς υπολογισμούς! Αυτός που αποφασίζει να αναρριχηθεί με «πλάγιους» τρόπους, διαλεκτικά και όχι τυχαία, θα βρεθεί μπροστά σε επικίνδυνες στιγμές. Και εκεί, πάλι διαλεκτικά και όχι τυχαία, θα πατήσει τη σκανδάλη, αλλιώς θα χαθεί!

Αν αφήσουμε, λοιπόν, τη «φιλοσοφία» στην άκρη -και πρέπει να την αφήσουμε, γιατί δεν υπάρχει τέτοιο έδαφος - και δούμε την ταινία γυμνή από δικαιολογίες, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα καλό στη φόρμα, άδειο όμως στο περιεχόμενο, κινηματογραφικό έργο. Θα καταλήξουμε, επίσης, στο συμπέρασμα, πως τέτοια θέματα απαιτούν τον ...Βισκόντι! Ο οποίος γνώριζε σε βάθος αυτόν τον κόσμο. Ο κόσμος του Γούντι Αλεν είναι πιο «μικρός». Η αμερικάνικη μικροαστική τάξη, οι ψευτοδιανοούμενοι Αμερικάνοι μικροαστοί, τους οποίους και έκανε φύλλο - φτερό, με τις ταινίες του. Εδώ, στο Match Point, βρέθηκε εκτός έδρας (η ταινία γυρίστηκε στην Αγγλία και αναφέρεται και στην εγγλέζικη αριστοκρατική τάξη)!

Μιλώντας και εγώ φιλοσοφικά, αφού το έφερε η κουβέντα, είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω πως σε περιόδους που το κοινωνικό - πολιτικό κίνημα βρίσκεται σε κάμψη, δεν είναι εύκολο να γεννηθούν μεγάλα καλλιτεχνικά έργα. Οι καλλιτέχνες, εκτός λαμπρών εξαιρέσεων, χωρίς το βουητό των κοινωνικών - πολιτικών συγκρούσεων, καταφεύγουν με μεγάλη ευκολία στο φορμαλισμό. Ξεγελώντας έτσι τον εαυτό τους, αλλά και τους αποδέκτες του έργου τους, πως εκτέλεσαν την αποστολή τους. Η άψογη φόρμα, θεωρούν, πως θα γεμίσει το κενό που αφήνει το σαθρό περιεχόμενο.

Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζόναθαν Ρις Μάιερς, Εμιλι Μπόρτιμερ, Μπάιαν Κοξ, Μάθιου Γκούντι, Πενέλοπι Γουίλτον.

ΜΠΕΡΤΡΑΝ ΜΠΛΙΕ
Πόσο μ' αγαπάς

Μπερνάρ Καμπάν και... Μόνικα Μπελούτσι!
Μπερνάρ Καμπάν και... Μόνικα Μπελούτσι!
Μετά τον Αμερικανό διανοούμενο Γούντι Αλεν, ένας άλλος διανοούμενος σκηνοθέτης, ο Γάλλος Μπερτράν Μπλιε, έρχεται να μας πει και αυτός πως ενώ ο κόσμος καίγεται ο ίδιος, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, εξακολουθεί να χτενίζεται! Απ' όλα τα γεγονότα της τραγικής σημερινής Γαλλίας (ανεργία, ρατσισμός, φτώχεια, άστεγοι κλπ.), αυτός συγκινήθηκε από μια επίπλαστη φανταστική ιστορία! Μια ιστορία που θα είχε κάποια αξία στα αθώα, αν υπήρξαν ποτέ τέτοια, χρόνια. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε γραφεί στα πρώτα βήματα του ρομαντισμού. Τότε που οι πόρνες και οι νταβατζήδες ήταν πηγή έμπνευσης για κάποιους «ταξιδεμένους» - και τότε - καλλιτέχνες! (Να θυμίσουμε εδώ πως όλα τα καλλιτεχνικά κινήματα της «ντεκαντάς» (decadence) είχανε πολύ γρήγορο τέλος;).

Ενας υπαλληλίσκος, θέλοντας να ζήσει το «όνειρο», σκαρφίζεται ένα ψέμα. Λέει πως κέρδισε ένα μεγάλο ποσό στο Λόττο. Μια «αγνή» πόρνη της Πλας Πιγκάλ (θου, «Κύριε»!) τσιμπάει! Δέχεται να συζήσει μαζί του μέχρι να τελειώσουν τα χρήματα. Πολύ γρήγορα, όμως, τον ερωτεύεται. Οχι για τα λεφτά του, αλλά για την καλή του καρδιά, την τρυφερότητά του και την ερωτική του δεινότητα. Και ενώ τα πράγματα θα πηγαίνανε «κατ' ευχήν», παρεμβαίνει ο νταβατζής της αγνής πόρνης και τα κάνει σκ...! Στο τέλος, βέβαια, θα νικήσει ο έρωτας! (Οι «φωτιές» που άναψαν πριν από κάποιο διάστημα στη Γαλλία, δεν προκλήθηκαν από την ταινία! Είχαν τους δικούς τους κοινωνικο-πολιτικούς λόγους και τα δικά τους κίνητρα. Κίνητρα που δεν αφορούν τον κινηματογράφο, έτσι δεν είναι, κύριε Μπλιε;).

Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα αφήσει το γάμο (προβλήματα) και θα πάει για πουρνάρια (επίπλαστες ιστοριούλες, για να περνάει η ώρα); Να είναι, τάχα, αθώα όλα αυτά τα καλλιτεχνικά έργα που σφυρίζουν αδιάφορα, ενώ μας έχει πνίξει η μπόχα; Αλλά και αθώα να είναι, δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτά! Η τέχνη δεν είναι ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν παυσίπονο!

Παίζουν: Μόνικα Μπελούτσι, Μπερνάρ Καμπάν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΑΚΕΝΖΙ
Παράνομο πάθος

Νατάσα Ρίτσαρντσον
Νατάσα Ρίτσαρντσον
Μια εξαιρετική κατασκευή! Θαυμάσια ατμόσφαιρα, υψηλή υποκριτική! Μια ταινία που διαθέτει την ικανότητα να σε μεταφέρει! Επιρρεπής στα ταξίδια εσύ, θεατής αφήνεσαι. Οσο, όμως, προχωράς στη διαδρομή, ανακαλύπτεις ότι το τοπίο επαναλαμβάνεται. Οτι το ταξίδι οδηγείται, τελικά, στο αδιέξοδο.

Μια γυναίκα που βιώνει έναν συμβατικό γάμο, αναζητά, αφού τα ενδιαφέροντά της είναι πολύ προσωπικά και τελείως εγωιστικά, διέξοδο σε έναν παράνομο έρωτα. Και επιλέγει, ακριβώς για να μπορέσει να εκραγεί, τον πιο ακραίο. Δημιουργεί ερωτική σχέση με έναν γλύπτη, τρόφιμο του ψυχιατρικού ασύλου, στο οποίο εργάζεται ο άντρας της και το οποίο άσυλο συνορεύει με το σπίτι της.

Η σχέση αυτή, λόγω της υπόστασής της (είναι μόνον σαρκική, αφού ο «Λόγος» ανάμεσα στο ζευγάρι είναι ανύπαρκτος), οδηγείται, όπως είναι επόμενο, στη μοναδική ανθρώπινη επαφή που δε χρειάζεται πολλά λόγια. Στο ερωτικό πάθος. Το ερωτικό πάθος, ως γνωστόν, «τρελαίνει» ακόμα και «νορμάλ» άτομα. Οταν το πάθος παγιδεύει «άρρωστα» άτομα (ο γλύπτης, σε μια έκρηξη ζήλιας σκότωσε με απάνθρωπο τρόπο την πρώην γυναίκα του, η ηρωίδα είναι σχεδόν ανέραστη, πια), τότε η ιστορία πλησιάζει το θρίλερ και το αναμενόμενο!

Από τη στιγμή που η ταινία παρασπονδεί προς την αστυνομική εκδοχή και την κοινοτοπία, παύει να απολαμβάνει της ανοχής μας. Χάνει κάθε δικαιολογία για να την παρακολουθήσουμε, αφού από μόνη της μικραίνει τις αναζητήσεις της. Και, «μοιραία», αναφωνείς: Προς τι όλα αυτά; Το πάθος έχει αξία όταν παγιδεύει «φυσιολογικά» άτομα. Ατομα που δεν έχουν ψυχολογικά κενά και ελλείψεις. Εκεί έχει πράγματι λόγο η επιστημονική και η καλλιτεχνική έρευνα.

Παίζουν: Νατάσα Ρίτσαρντσον, Μάρτον Τσόκας, Ιάν Μακ Κέλεν, Χιου Μπόνεβιλ.

ΝΤΙΝ ΠΑΡΙΣΟΤ
Ολο για τα λεφτά

Αν δεν υπήρχε αυτό το καταραμένο αμερικάνικο «happy end», όπου έρχεται στο τέλος των κινηματογραφικών ταινιών σαν καταλύτης και ισοπεδώνει τα πάντα, θα μιλούσαμε για μια πολύ ενδιαφέρουσα κωμωδία. Η οποία κωμωδία καταγγέλλει, με αρκετά ευρηματικά τρόπο, την ανεργία και τις επιπτώσεις της πάνω στο βιοτικό επίπεδο, στην ποιότητα ζωής, στην «ψυχή», τελικά, των ανθρώπων.

Ενα ζευγάρι που ξεγελάστηκε από το αμερικανικό όνειρο και «ανοίχτηκε» οικονομικά, πιστεύοντας ότι η σημερινή του ευημερία θα υπάρχει στο διηνεκές, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την ανεργία. Αφού πούλησε τα πάντα και άδειασε το σπίτι του, έχασε το αυτοκίνητό του, κρύωνε χωρίς πετρέλαιο και ηλεκτρικό ρεύμα, λίγο πριν τινάξει τα πέταλα, αποφάσισε να καταφύγει και αυτό στις ληστείες, όπως κάνουν τα πρώην αφεντικά τους.

Ομως, οι ληστείες απαιτούν άλλου είδους ανθρώπους. Ετούτοι είναι ανίκανοι να μοιάσουν στους πραγματικούς ληστές. Στις ανώνυμες εταιρίες και στις πολυεθνικές! Κάθε απόπειρα από μέρους τους, τους φέρνει και πιο κοντά στην απελπισία και τη γελοιοποίηση! Οταν στο τέλος, επιτέλους, τα καταφέρνουν, έρχεται το «happy end», που λέγαμε, και τα ακυρώνει όλα! Κάνει το ζευγάρι μια άσφαιρη καρικατούρα. Ο θεατής νιώθει ότι εξαπατήθηκε!

Πάντως, είναι πολλές οι γελαστικές στιγμές της ταινίας. Και γελάς όχι τόσο με το αστείο όσο με το τραγικό. Το οποίο τραγικό είναι που φρονηματίζει. Αν, φυσικά, δεν ακυρωθεί μέσα σου από το ανόητο τέλος της ταινίας.

Παίζουν: Τζιμ Κάρεϊ, Τεά Λεονί, Αλεκ Μπάλντουιν.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΚΗΣ
Λίστα γάμου

Αλλη μια ακόμα απόπειρα να μεταφερθούν οι «Εντιμότατοι Φίλοι μου» στα καθ' ημάς! Μια πλειάδα γνωστών και καλών ηθοποιών, χωρίς σεναριακή και σκηνοθετική πορεία, βολοδέρνουν σε άγονα κινηματογραφικά πελάγη. Ξοδεύουν το ταλέντο τους και ξοδεύονται και οι ίδιοι στις μιμήσεις και στις απομιμήσεις! Ο ιταλικός νεορεαλισμός, που προσπαθεί να μιμηθεί η ταινία, δεν ήταν άνοστα αστεία. Ηταν μια κριτική (κωμική, όταν χρειαζόταν) ματιά πάνω στην ιταλική κοινωνία. Η «Λίστα Γάμου», δυστυχώς, κράτησε μόνον τα εξωτερικά στοιχεία αυτού του κινήματος...

Ματώνει η ψυχή σου, όταν χρειάζεται να «κρίνεις» τέτοιες απόπειρες. Οσο καλή διάθεση και να θέλεις να επιδείξεις, όσο και να πληγώνεσαι, όταν τα «βάζεις» με τον άγρια δοκιμαζόμενο ελληνικό κινηματογράφο, δεν μπορείς να αποφύγεις να εκφράσεις τη βαθιά σου ανησυχία για το «πού πάμε». Οι «Λίστες Γάμου», σε καμία περίπτωση, δεν είναι η απάντηση στο ερώτημα...

Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Δημήτρης Πιατάς, Δημήτρης Τζουμάκης, Θέμης Πάνου, Χρήστος Στεργιόγλου.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗΣ
Η εύκολη Λία

Από τον τίτλο και μόνον αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με ένα ευφυολόγημα. Μια πλακίτσα, δηλαδή! Ούτε σάτιρα, ούτε κωμωδία. Ενα αστείο!

Ενας νεαρός που κάνει face control (επιλογή) σε ένα νυχτερινό κέντρο ένα βράδυ έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα της ζωής του. Την «Εύκολη Λία». Η Λία είναι πλούσια, αυτός φτωχός. Η Λία, σαν πλούσια, έχει βίτσια. Βίτσια αποχτάει και εκείνος. (Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, κλπ...). Κάποια μέρα πιάνει ένα πιστόλι και μπουκάρει στα γραφεία του πλούσιου πατέρα της. Στο τέλος...

Νοιάζεται κανείς για το τέλος; Τέτοιες ιστορίες υπάρχουν κατά δεκάδες στα κανάλια. Γιατί να βγεις και να πληρώσεις και 7-8 ευρώ; Βιτσιόζος είσαι; Δεν είσαι! Αν η «Λίστα Γάμου» δεν είναι η απάντηση στο κινηματογραφικό αίτημα των ημερών, η «Εύκολη Λία» δε βάζει ούτε υποψηφιότητα!

Παίζουν: Ιωάννης Παπαζήσης, Μαρία Παπαχαραλάμπους, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Εύα Θεοτοκάτου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ