ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Μάρτη 2006 - Κυριακή 26 Μάρτη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΟΥΟΛΤ ΟΥΪΤΜΑΝ
Ουμανιστής ποιητής του αμερικανικού λαού

114 χρόνια από το θάνατο του «γεννήτορα της αμερικανικής ποίησης»

Πορτραίτο του Ουόλτ Ουίτμαν
Πορτραίτο του Ουόλτ Ουίτμαν
Σαν σήμερα, πριν 114 χρόνια, (26/3/1892), πέθανε ο Ουόλτ Ουίτμαν, ο «γεννήτορας της αμερικανικής ποίησης» - όπως πολύ καθυστερημένα τον χαρακτήρισε η αμερικανική κριτική. Με αφορμή αυτήν την επέτειο και ένα κείμενο του «γεννήτορα» της κουβανικής ποίησης, Χοσέ Μαρτί, για τον Ουίτμαν, απόσπασμα του οποίου εντόπισε, πρόσφατα, σε ισπανική εφημερίδα η συνεργάτριά μας Κική Αλεξοπούλου, θεωρήσαμε χρήσιμο να «συστήσουμε» αυτόν τον, εντελώς άγνωστο στις νεότερες ελληνικές γενιές, μεγάλο αλλά άδικα ξεχασμένο ποιητή, παρουσιάζοντας σύντομο βιογραφικό του, μικρό απόσπασμα ενός ποιήματός του, και το κείμενο του Χοσέ Μαρτί, μεταφρασμένο από την Κική Αλεξοπούλου.

Ο Ουίτμαν γεννήθηκε στο 1819 στο Ουέστ Χιλ, του Λονγκ Αϊλαντ, της Ν. Υόρκης. Ηταν το τρίτο, ανάμεσα σε οκτώ παιδιά, ενός ξυλουργού. Στα 1823 - 24 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην εργατούπολη του Μπρούκλιν, όπου πήγε στο Δημοτικό ο Ουόλτ. Εντεκάχρονος αναγκάστηκε να σταματήσει το Δημοτικό, να βγει στη βιοπάλη και να μάθει την τέχνη του τυπογράφου. Τέχνη, που τον ώθησε στη λογοτεχνία. Επηρεασμένος από τον μεγάλο Αμερικανό πεζογράφο Ουόλτερ Σκοτ, το 1835 άρχισε να γράφει διηγήματα και να τα δημοσιεύει σε τοπικές εφημερίδες. Το 1839 πρωτοδημοσιεύει ποιήματά του στην εφημερίδα του Μανχάταν «Ο καθρέφτης». Ο Ουίτμαν, αυτομόρφωτος ουσιαστικά, ανήσυχος, ανοιχτός στις προοδευτικές ιδέες και τα νέα ρεύματα, μαθήτευε και με τους κλασικούς. Διάβαζε από Ομηρο και Σαίξπηρ, μέχρι Κόλριτζ και Ντίκενς. Λάτρευε το θέατρο και την όπερα. Ασχολήθηκε με την Αστρονομία και τον Πανθεϊσμό. Κέρδιζε το ψωμί του ως δάσκαλος, τυπογράφος και δημοσιογράφος στα προοδευτικά περιοδικά «Νέος Κόσμος», «Δημοκρατική Επιθεώρηση» και άλλα, και αργότερα σε εφημερίδες («Αυγή», «Ο Αστέρας του Λονγκ Αϊλαντ», «Ημερήσιος Αετός του Μπρούκλιν», κ.ά).

Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο ποιητής, το 1862, πήγε στο μέτωπο, στο Φρέντρισμπουργκ, για να δει τον τραυματισμένο αδελφό του. Κατά την εκεί παραμονή του έζησε τη φρίκη του πολέμου. Αργότερα, πήγε στην Ουάσιγκτον, όπου επισκεπτόταν τους τραυματίες του εμφυλίου, Βόρειους και Νότιους αδιακρίτως, για να τους ανακουφίζει ψυχικά και να τους καλλιεργεί το μίσος για τον πόλεμο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 το έργο, τού απολυμένου από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, όπου εργάστηκε (Δημόσιο Ταμείο Ουάσιγκτον, Υπουργείο Εσωτερικών - λόγω της «ανήθικης», όπως τη χαρακτήρισε ποιητικής συλλογής του «Φύλλα της Χλόης» - και το Γραφείο Γενικού Εισαγγελέα) Ουίτμαν, αρχίζει να αναγνωρίζεται ευρύτερα. Κυρίως μετά τη δημοσίευση των μελετών του Μπέροουζ «Ο καλοσυνάτος μελαγχολικός ποιητής του Ο' Κόνορ» και «Σημειώσεις για τov ποιητή και άνθρωπο Ουόλτ Ουίτμαν», ενώ και στην Αγγλία, όπου το 1868 κυκλοφόρησε μια έκδοση των ποιημάτων του, είχε πολλούς θαυμαστές, όπως ο Σουίνμπερτ και στην Ιρλανδία ο Τζον Μπάτλερ Γέιτς και ο κριτικός Εντουαρντ Ντάουντεν.

Ο Ουίτμαν δούλευε, ξαναδούλευε και επανεξέδιδε τα «Φύλλα της Χλόης», που καθυστερημένα και αφού ο ποιητής ...δεινοπάθησε εξ αιτίας τους, χαρακτηρίστηκαν ως το «πρώτο αριστούργημα της αμερικανικής ποίησης». Παρά την αναπηρία του, από το πρώτο εγκεφαλικό που υπέστη το 1873 και το δεύτερο αργότερα, επιμελήθηκε και την ένατη έκδοση των «Φύλλων» (1891), όπου περιέλαβε και τα ποιήματα «Αμμουδιές στα εβδομήντα» (από τη συλλογή «Κλωνάρια του Νοέμβρη», 1882) και «Αντίο φαντασία μου» (από την ομώνυμη συλλογή, 1891) και το 1888 είδε τυπωμένα «Τα Απαντα, πεζά και ποιήματά» του. Ο Ουίτμαν πέθανε στις 26 Μάρτη του 1892 και τάφηκε στο νεκροταφείο του Χάρλεϊ, στον Κάμντεν.

Προλογίζοντας ο ίδιος την πρώτη έκδοση των «Φύλλων της χλόης» (1853) έγραφε τα πιστεύω του για το ρόλο της ποίησης: «Η ποίηση δεν πρέπει να είναι τρόπος ή χώρος φυγής, αλλά λόγος γήινος, άρρηκτα δεμένος και θεμελιωμένος στην τεκμηριωμένη γνώση. Δεν αρκεί, επίσης, η απλή γνωριμία με τον περίγυρο. Απαιτούνται νέα θέματα και νέοι τρόποι έκφρασης. Η υπερβολή πρέπει να αντικατασταθεί από την "αυθεντικότητα", για να μπορέσει ο ποιητικός λόγος να φθάσει στον αποδέκτη του, το λαό και να του μεταδώσει τον ενθουσιασμό του δημιουργού του».

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο Ουίτμαν, οραματιζόμενος μια κοινωνία ισοτιμίας και δικαιοσύνης, στο δοκιμιακό βιβλίο του «Δημοκρατικοί Ορίζοντες», εξέφραζε την πεποίθηση ότι «η λογοτεχνία και οι τέχνες θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατικής κοινωνίας».

Παραθέτουμε απόσπασμα του ποιήματος του Ουίτμαν «Η χαρά της απεραντοσύνης»:

«Ω, η χαρά της απεραντοσύνης.

Ω, η χαρά του κολυμπιού σιμά στο ηλιόλουστο ακρογιάλι.

Να τρέχεις, να πηδάς, να κάνεις τα νερά ν' αφρίζουνε,

Γυμνός στην αμμουδιά να τρέχεις.

* * *

Ω, η χαρά να νιώθεις πως είσαι άντρας.

Μπρος σε κανέναν να μη σκύβεις δουλικά.

Να μην κρεμιέσαι από κανέναν.

Μήτε από τύραννο άγνωστο ή γνωστό.

* * *

Να περπατάς με το κεφάλι σου αψηλά.

Με σώμα ελεύθερο κι ελαστικό.

Να 'ναι η λαλιά σου δυνατή,

Από πλατιά να βγαίνει στήθια.

* * *

Με την προσωπικότητά σου

Ν' αντικρίζεις όλες τις προσωπικότητες της γης (...)».


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ


Υπέφερε τους πόνους των ανθρώπων

Ο Κουβανός επαναστάτης ποιητής Χοσέ Μαρτί ύμνησε τον Ουόλτ Ουίτμαν

Ο Χοσέ Μαρτί
Ο Χοσέ Μαρτί
Ο Ουόλτ Ουίτμαν, ο κορυφαίος Αμερικανός ποιητής του 19ου αιώνα, υπήρξε η πιο ριζοσπαστική μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας στην εποχή του. Η εποχή του τον αγνόησε, τον απαγόρευε, αποσιωπούσε τη μεγάλη σημασία του έργου του. Λαμπρή εξαίρεση αποτέλεσε ο σύγχρονός του ποιητής Εμερσον, ο οποίος έβλεπε στο έργο του Ουίτμαν την αρχή της προοδευτικής σκέψης στις ΗΠΑ. Σε εποχή που η αστική τάξη των ΗΠΑ, κυρίαρχη μετά τη λήξη του εμφύλιου, προσπαθούσε να πρωταγωνιστήσει στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, η φωνή του Ουίτμαν, φωνή μιας άλλης Αμερικής, δεν ήταν μόνον ενοχλητική, αλλά και επικίνδυνη.

Μαχητής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Ουόλτ Ουίτμαν προβλέπει την εμφάνιση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και κριτικάρει τα δεινά της βιομηχανικής κοινωνίας, που απανθρωπίζει και μαζικοποιεί το άτομο.

Ο Ουίτμαν από παιδί τριγυρνούσε στις περιοχές και τους δρόμους της Ν. Υόρκης. Παρατηρούσε τη ζωή των απλών ανθρώπων. Δέθηκε μαζί τους, θεώρησε τον εαυτό του έναν απ' αυτούς. Ο ποιητής θεωρούσε τη Φύση πηγή ευτυχίας. Οτι κοντά της ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, ενώ ο τεχνικός πολιτισμός καταστρέφει τον άνθρωπο, τον ισοπεδώνει και τον μετατρέπει σε καταναλωτική μηχανή.

Το 1855 ολοκλήρωσε και το 1856 δημοσίευσε, με δικά του έξοδα, την ποιητική συλλογή «Φύλλα της χλόης», καλώντας τους συμπατριώτες του να γίνουν μια φυλή μεγαλόψυχη, γενναιόδωρη, γαλουχημένη με το νόημα της πολιτικής ελευθερίας. Το ποίημα της συλλογής «Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί» αποτελεί ύμνο στην ομορφιά. Οι ηθικολόγοι λογοκριτές, αδυνατώντας να καταλάβουν το βαθύτερο νόημά του, το χαρακτήρισαν «άσεμνο» και απαγόρευσαν την κυκλοφορία της συλλογής.

To 1865 δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Ηχος τυμπάνων» και «Παρεπόμενα στον ήχο τυμπάνων», καταγγέλλοντας τον εμφύλιο, και γενικότερα τους πολέμους. Αντιπολεμικό περιεχόμενο έχει και το πεζό του «Δείγματα ημερών και συνάθροιση» (1882) και το δοκιμιακό «Δημοκρατικοί Ορίζοντες» (1870) Στο πεζό του έργο «Δημοκρατία», προβλέπει την εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας σε χυδαία και υλιστική. Στο ποιητικό έργο του «Πέρασμα στην Ινδία» (1870) υμνεί τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, τα δύο αμερικανικά σιδηροδρομικά δίκτυα και τη λειτουργία υπερατλαντικής τηλεγραφίας.

Ο Ουόλτ Ουίτμαν
Ο Ουόλτ Ουίτμαν
Το 1873 ο Ουίτμαν αρρώστησε και έμεινε μερικά παράλυτος. Εζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Κάμντεν, όπου φίλοι του του αγόρασαν μιαν άμαξα με άλογο, ώστε να επισκέπτεται την αγαπημένη του ύπαιθρο. Παρά τα βάσανά του, επέγραψε 62 νέα ποιήματα για τη συλλογή «Κλωνάρια του Νοέμβρη» και τη συλλογή «Αντίο φαντασία μου». Στο κρεβάτι του θανάτου, ο ποιητής ένιωσε την ικανοποίηση της έκδοσης των Απάντων του, ποιημάτων και πεζών. Πέθανε το 1892 καταξιωμένος στη συνείδηση των ευαίσθητων διανοουμένων, Ευρωπαίων και Αμερικανών. Οι λυσσαλέες επιθέσεις των ηθικολόγων λογοκριτών στις ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να σβήσουν τη φωνή του Ουίτμαν, τη «φωνή της Αμερικής», μιας Αμερικής, όμως, που δεν έχει καμία σχέση με τις ΗΠΑ και των πολιτική τους.

Το έργο του Ουόλ Ουίτμαν άσκησε μεγάλη επίδραση στις μεταγενέστερες γενιές. Ιδιαίτερη επίδραση άσκησε στον σύγχρονο του, μεγάλο, επαναστάτη Κουβανό ποιητή Χοσέ Μαρτί. Ο Μαρτί χρησιμοποιεί την τεχνική του Ουίτμαν, απλή και χωρίς ρητορείες, αλλά κυρίως πυρπολείται από την ίδια ποιητική φλόγα. Και οι δυο ταυτίζονταν σε ένα σημαντικό σημείο. Κατήγγελλαν την εποχή τους και οραματίστηκαν ένα καλύτερο μέλλον.

To 1892, με αφορμή το θάνατο του Ουίτμαν, ο Χοσέ Μαρτί του αφιερώνει ένα άρθρο. Γράφει: «Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια γλώσσα αποκαλυπτική, απλή και φυσική. Γράφει όπως μιλάει. Με εναλλαγές ρυθμών, με μουσικότητα, δημιουργεί μια ποίηση που επιζητεί μια νέα ανθρωπότητα, μια νέα ήπειρο. Ζητάει να έρθει μια νέα εποχή, επιδιώκει την ανανέωση του ανθρώπου και τη λύτρωσή του. Εκτοξεύει τη φαντασία του πάνω στα λευκά βουνά. «Ωχ, πες μου γη, πες μου παλιό βαθμό, τι θέλεις από μένα; Εγώ κάνω να ηχεί η βάρβαρη φλυαρία μου πάνω στις στέγες του κόσμου».

Στο ίδιο άρθρο ο Χ. Μαρτί γράφει: «Ποιος είναι εκείνος ο αδαής, που υποστηρίζει ότι η ποίηση δεν είναι απαραίτητη στους λαούς; Η ποίηση, που ενώνει και αποσυνθέτει, που δυναμώνει ή θλίβει τον άνθρωπο, που στηρίζει, που προσφέρει την πίστη και την αναπνοή, είναι πιο αναγκαία για τους λαούς παρά η βιομηχανία. Λοιπόν, είναι αυτή που τους παρέχει τον τρόπο να αντέξουν, είναι εκείνη που τους δίνει την επιθυμία και τη δύναμη της ζωής.

Πού θα πάει ένας λαός που έχει χάσει τη συνήθεια να σκέφτεται; Η μάζα, οι απλοί άνθρωποι, θα εξυψώσουν σε αξίες ουσιαστικές αυτά που πρέπει να τους υπηρετούν σαν απλά μέσα. Θα προσπαθήσουν να θεραπεύσουν, με μιαν ευημερία πάντα ανολοκλήρωτη, την αθεράπευτη θλίψη της ψυχής, που ικανοποιείται μόνο με το ωραίο και το μεγάλο».

Στο ίδιο άρθρο, ο Χοσέ Μαρτί γράφει για τον Ουίτμαν: «Αυτός υπέφερε με όλους τους πόνους... Ενιωθε μια φοβερή ικανοποίηση όταν σταματούσε στο κατώφλι ενός σιδηρουργείου και έβλεπε τους εργάτες να δουλεύουν. Αυτός ήταν ο σκλάβος, ο φυλακισμένος, ο ζητιάνος. Οταν ο σκλάβος έφτανε στην πόρτα του κυνηγημένος και ιδρωμένος, του γέμιζε την μπανιέρα, τον κάθιζε στο τραπέζι του και στη γωνία είχε γεμάτη την καραμπίνα για να τον προστατέψει. Εάν έρχονταν να τον χτυπήσουν, θα σκότωνε τον διώκτη και θα επέστρεφε να καθίσει στο τραπέζι σα να είχε σκοτώσει μια οχιά!».


Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ


Μια άλλη Ανοιξη

Πριν από δύο Κυριακές έγραφα σε τούτη τη στήλη για την άνοιξη. Θυμήθηκα, ακόμα μια φορά, τα παιδικά μου χρόνια. Το «μάρτη» που μας φορούσε η μάνα μας στο αριστερό μας χέρι, για να μη μας μαυρίσει ο ανοιξιάτικος ήλιος. Θυμήθηκα, εδώ που τα λέμε, και άλλα, πολλά άλλα, που σκέφτηκα να σας τα κρύψω, γιατί είναι πικρά και δεν ήθελα να τα ξαναθυμηθώ. Ετσι συμβαίνει με τις δύσκολες «σελίδες» της Ιστορίας, προσπαθούμε να τις πάμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, γιατί μας πονούν. Είναι οι φίλοι που χάθηκαν, οι μέρες που πήγαν στράφι σε άσκοπες πράξεις. Ξανθά μαλλιά που δεν προλάβαμε να τα χαϊδέψουμε. Λουλούδια που δεν προλάβαμε να τα μυρίσουμε, γιατί πρόλαβαν να τα πατήσουν πόδια εχθρών, να τα ξεριζώσουν χέρια ανόμων. Είναι ακόμα και όλες εκείνες οι μικρές και οι μεγάλες ήττες μπροστά στις αμπαρωμένες πόρτες χειμερινών ανακτόρων, που δεν καταφέραμε να τις ανοίξουμε, γιατί δε μετρήσαμε σωστά τα βήματά μας ή γιατί το ήθελε έτσι η Ιστορία ή, τέλος, γιατί έτσι συμβαίνει, όταν χάνεται η Ανοιξη.

Οταν σε προλαβαίνουν οι άλλοι και συ βολεύεσαι με τα αποκαΐδια των ονείρων σου. Ψάχνεις να βρεις τι έφταιξε και κει ξεχνιέσαι «ανάξιος και ιδανικός», όπως θα έλεγε ο ποιητής, περιμένοντας το άλλο καράβι, την άλλη ευκαιρία. Ή σφίγγεσαι μέσα σε «υπόγειες ταβέρνες, μες σε καπνούς και σε βρισιές». Οπως θα έλεγε ο άλλος ο ποιητής. Γι' αυτό λέω, και παραλίγο να το ξεχάσω μιλώντας για την Ανοιξη που χάσαμε, αυτή τη φορά να μην το επιτρέψουμε να χαθεί. Γιατί κάθε φορά όλο και μας δίνεται μια καινούρια αφορμή. Γιατί κάθε φορά, όλο και βρίσκουν τα «γαμψά νύχια» του καπιταλισμού, τον τρόπο να χωθούν μέσα στις σάρκες μας. Ή να χτιστούν έτσι ή αλλιώς άλλα «χειμερινά ανάκτορα» που μας προκαλούν θυμίζοντάς μας την άλλη φορά που δεν τα καταφέραμε να τα εκπορθήσουμε, και μείναμε απ' έξω να μετράμε δάκρυα και νεκρούς, θυσίες αναξιοποίητες και άσκοπους ηρωισμούς. Οχι, αυτή την Ανοιξη δεν πρέπει να τη χάσουμε. Οι φωτιές που άναψαν στους δρόμους του Παρισιού, όπως και να άναψαν, όποιοι και να τις άναψαν. Οι καθημερινοί νεκροί του Ιράκ. Οι Παλαιστίνιοι που δε βολεύονται. Οι στρατιές των φτωχών της Νότιας Αμερικής. Οι πεινασμένοι της Αφρικής. Οι άνεργοι νέοι της δικής μας της χώρας. Ολα μαζί πρέπει να γίνουν το άλλο «καράβι», η άλλη αφορμή.

Σκέφτομαι πως είναι καιρός να τελειώνουμε με το χειμώνα των γκάλοπ. Να τελειώνουμε μ' αυτούς τους χυδαίους υπολογισμούς που τη μια βδομάδα φέρνουν τον έναν μπροστά και την άλλη βδομάδα τον άλλο. Να τελειώνουμε, λέω, με το ποιος φταίει πιο πολύ, αυτός που μας «κάρφωσε» ή αυτός που μας «σταύρωσε». Γιατί κάθε μέρα μεγαλώνει ο φόβος να συνηθίσουμε. Να συνηθίσουμε με το ψέμα και την κοροϊδία τους. Να πνιγούμε και μεις μέσα στη φουρτούνα της καθημερινής τους απάτης. Να ξαναζήσουμε το παραμύθι του Μιθριδάτη, που του έδιναν κάθε μέρα λίγες σταγόνες δηλητήριο για να συνηθίσει τελικά και να μην κινδυνεύει έτσι από τους εχθρούς του που ήθελαν να τον δηλητηριάσουν και να τον βγάλουν από τη μέση. Ναι, υπάρχει ο φόβος αυτός. Το διακρίνω σ' αυτούς που επισκέπτονται τα λείψανα των «αγίων» για να θεραπευτούν ή για να βρούνε δουλιά. Το διακρίνω σ' αυτούς που συνωθούνται στα εγκαίνια των μεγάλων καταστημάτων. Το διακρίνω στους νέους που ξεχνιούνται μπροστά στα νοθευμένα φραπεδάκια. Το διακρίνω παντού!


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ