Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να καλύψει τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει για χάρη της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ
Επικοινωνιακή εκμετάλλευση και απόκρυψη των συμφωνηθέντων της επίσκεψης της Κοντολίζα Ράις ξεκίνησε χτες η κυβέρνηση. Ακολουθώντας τη γνώριμη τακτική, το υπουργείο Εξωτερικών προβάλλει τις φωτογραφίες με τις χειραψίες και τα χαμόγελα των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών και σηκώνει σκόνη, σε μια προσπάθεια να καλύψει τα όσα πιεστικά ζήτησε από την Αθήνα η Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της «ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης».
Αν και η συζήτηση, την επόμενη μέρα της επίσκεψης, επικεντρώνεται στην αμερικανική στάση απέναντι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, τα πράγματα που συζήτησε με την ελληνική κυβέρνηση η Κοντολίζα Ράις και στα οποία αναμένεται κλιμακούμενη πίεση, είναι, ενδεχομένως, σημαντικότερα.
Φεύγοντας από την Αθήνα η Κοντολίζα Ράις, η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να καλλιεργεί το έδαφος για την ελληνική συμφωνία για λήψη μέτρων, που φτάνουν μέχρι και τη χρήση βίας κατά του Ιράν. Μετά από δηλώσεις του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και στελεχών της ΝΔ, συνάγεται το συμπέρασμα πως η Αθήνα θα ψηφίσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας υπέρ της ενεργοποίησης του άρθρου 7 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ομοφωνία. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει κυρώσεις κατά κράτους μέλους του ΟΗΕ που δε συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του οργανισμού. Κυρώσεις οι οποίες ξεκινούν από τη διπλωματική απομόνωση, εξελίσσονται σε οικονομικές και καταλήγουν στην επιβολή των αποφάσεων με τη χρήση βίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας αποδεχτεί την αμερικανική λογική, ξεκίνησε ήδη την προετοιμασία της κοινής γνώμης, προβάλλοντας τη θέση της χώρας περί της μη διασποράς των πυρηνικών όπλων, αποσιωπώντας, ταυτόχρονα, πως με αυτήν την επιλογή σπεύδει να προσδεθεί από τους πρώτους «πρόθυμους» στο άρμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, υπονομεύοντας τις καλές σχέσεις με το Ιράν και τον αραβικό κόσμο.
Σημαντικό κομμάτι της συζήτησης της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών με την κυβέρνηση, είχε να κάνει με τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Αξίζει να σημειωθεί πως για τα θέματα αυτά, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών στη χτεσινή του ενημέρωση δε θέλησε να πει λέξη. Απλώς περιορίστηκε να μεταφέρει - και αυτή ελλιπώς - την ατζέντα των συζητήσεων που θα πραγματοποιηθούν στην Ατυπη Σύνοδο Κορυφής της συμμαχίας αύριο και μεθαύριο στη Σόφια.
Αυτά που αποφεύγει να πει η ελληνική κυβέρνηση και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών είναι πως, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ απαιτούν από την Ελλάδα να αυξήσει τις δυνάμεις της στο Αφγανιστάν. Αυτή η απαίτηση, μάλιστα εκδηλώνεται σε μια στιγμή που υψηλοί αξιωματούχοι της συμμαχίας, ζητούν από τις χώρες - μέλη να προετοιμάσουν την κοινή τους γνώμη για κλιμάκωση των απωλειών τους σε «έμψυχο υλικό» στο Αφγανιστάν.
Πέραν της εμπλοκής της χώρας στις ΝΑΤΟικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί απαιτούν από την Αθήνα συμμετοχή στο νέο μέτωπο που προετοιμάζουν προκειμένου να «διασφαλίσουν» με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του Σουδάν.
Για τα θέματα που αφορούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό και τον τρόπο με τον οποίο η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει το «εύλεκτο τρίγωνο», η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών γίνεται η... διευκρίνιση ότι όταν η Κοντολίζα Ράις μίλησε για τη «Βόρειο Κύπρο», δεν έκανε λόγο για τουρκοκυπριακό κράτος. Επίσης η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπεράσει και να αποκρύψει τη δημόσια διατύπωση των προσδοκιών της Κοντολίζα Ράις περί του ελληνικού εποικοδομητικού ρόλου στην προσπάθεια η Κύπρος να μην εμποδίσει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση αποσιωπά τη δέσμευσή της στην αμερικανική απαίτηση να στηρίξει με κάθε τρόπο την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, έστω κι αν η Αγκυρα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την Κύπρο και επιμένει στην επιθετική της πολιτική στο Αιγαίο.
Σημαντικό σημείο των αδυναμιών για να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά την επίσκεψη της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών η ελληνική κυβέρνηση, θεωρείται το γεγονός, πως τις σημαντικότατες αμερικανικές απαιτήσεις, δε συνοδεύει κανενός είδους αντάλλαγμα. Το γεγονός αυτό, όπως εκτιμούν Ελληνες διπλωμάτες, θα δυσκολέψει την Αθήνα, όταν θα έλθει η στιγμή που θα υλοποιούνται οι τελευταίες δεσμεύσεις έναντι της Ουάσιγκτον.
«Πράσινο φως» από την κυβέρνηση στους Αμερικάνους για τη Σούδα, λίγες ώρες μετά την επίσκεψη της Ράις
Ως «συμβατική υποχρέωση» της Ελλάδας, έναντι του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, αντιμετωπίζει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ε. Μεϊμαράκης και κατ' επέκταση η κυβέρνηση, την ελληνική εμπλοκή σ' έναν ενδεχόμενο πόλεμο κατά του Ιράν, δίνοντας έτσι το «πράσινο φως» για τη χρησιμοποίηση της βάσης της Σούδας, όπως και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων επί τους ελληνικού εδάφους, για τα νέα επιθετικά σχέδια των ιμπεριαλιστών.
Οταν χτες ο υπουργός Αμυνας ερωτήθηκε σχετικά, μετά τη συνάντηση που είχε στο Μέγαρο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, σημείωσε ότι «η Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια έχει συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στους συμμάχους της, τις οποίες και εκπληρώνει». Πρόκειται ακριβώς για την ίδια προσέγγιση που είχε διατυπώσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατά τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ, πριν από τρία χρόνια, τη στιγμή που όλη η Ελλάδα ήταν ένα πολεμικό ορμητήριο στο όνομα των «συμβατικών υποχρεώσεων» της χώρας.
Κατά τον Ε. Μεϊμαράκη «είναι δύσκολο να υπάρξει στο άμεσο μέλλον στρατιωτική επέμβαση στο Ιράν», ενώ υπενθύμισε ότι η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, κατά την προχτεσινή συνάντησή της με την Αμερικανίδα ομόλογό της Κοντολίζα Ράις «ήταν σαφής για την ανάγκη να εξαντληθούν τα διπλωματικά μέσα».
Πάντως, το ότι έχει δοθεί το «πράσινο φως» από την ελληνική κυβέρνηση στους Αμερικάνους για τη χρησιμοποίηση της βάσης της Σούδας σε μια ενδεχόμενη επίθεση κατά του Ιράν, επιβεβαιώνεται και με χτεσινές δηλώσεις του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών Γ. Κουμουτσάκου. Αφού αρχικά παρέπεμψε στην «παραδοσιακή θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», χωρίς να πει ποια είναι αυτή, όταν ρωτήθηκε συγκεκριμένα «εάν η Ελλάδα συνδράμει διά των εγκαταστάσεών της» σε μια επίθεση σε τρίτη χώρα, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ απάντησε: «Η Ελλάδα, όπως και στο Ιράκ, δεν έχει στρατιωτική παρουσία σε τέτοιου είδους αποστολές». Δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε».
Προσπέρασε έτσι το θέμα της χρησιμοποίησης των βάσεων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα δε συμμετείχε άμεσα, με δικές της δυνάμεις, στην εισβολή κατά του Ιράκ. Ουσιαστικά άφησε καθαρά να εννοηθεί ότι η Σούδα είναι στη διάθεση των Αμερικανών. Κατά τ' άλλα, «η ελληνική κυβέρνηση, είπε ο Γ. Κουμουτσάκος, πιστεύει στην ανάγκη εξάντλησης των διπλωματικών μέσων και στη δύναμη της διπλωματίας» και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα θέλει να συντονίσει την πολιτική της με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.