Την άλλη όψη της αναψυχής - εμπόρευμα, αυτή της βάρβαρης εργασιακής εκμετάλλευσης, αποκαλύπτει το οδοιπορικό του «Ρ» στα ξενοδοχεία της Αττικής
Σύμφωνα με έρευνα της Hellastat που δημοσιεύτηκε στον Τύπο το Φλεβάρη του 2006, «οι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι εμφανίζουν (σ.σ. για το 2004) κέρδη ύψους 21,36 εκ. ευρώ έναντι 2,49 εκ. το 2003...» Δηλαδή, μέσα σ' ένα χρόνο καταγράφεται ένα άλμα κερδοφορίας κατά 758%..!
Τα υπερκέρδη των μεγαλοξενοδόχων έρχονται ως αποτέλεσμα των μεθόδων έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων του κλάδου. Αλλωστε, πρόκειται για έναν κλάδο που επανειλημμένα έχει λειτουργήσει ως «πιλότος» για την εφαρμογή «νέων» εργασιακών σχέσεων και συνθηκών, όπως γίνεται πχ. με τις «συμβάσεις μιας μέρας».
«Μπορεί για παράδειγμα ένας ξενοδόχος να προσλαμβάνει μερικές μόνο καμαριέρες ως μόνιμες, κι οι υπόλοιπες να είναι διαρκώς με ένα τηλέφωνο στο χέρι, περιμένοντας να μάθουν αν και για πόσες ώρες θα έχουν δουλιά την επόμενη μέρα. Παίρνουν τηλέφωνο το βράδυ μια εργαζόμενη και της λένε "στις 11 αύριο το πρωί έλα για δουλιά". Ή την παίρνουν στις 8 το πρωί και της λένε "έλα για δουλιά σε 2 ώρες", ή την ειδοποιούν την προηγούμενη μέρα και επειδή πέφτει η πληρότητα, την παίρνουν τελευταία στιγμή για να της πουν να μην έρθει...», σημειώνει στον «Ρ» ο Μπάμπης Ντότσικας, μέλος της διοίκησης του Συνδέσμου Ξενοδοχοϋπαλλήλων Αθήνας και του Σωματείου Εργαζομένων στο «Λήδρα Μάριοτ».
Πληθαίνουν όλο και περισσότερο οι αυθαίρετες ή ...«οικειοθελείς» απολύσεις. Μόλις μέσα σε ένα διήμερο (31/5 - 1/6/2006) η διεύθυνση του «ATHENS PLAZA», πέταξε στο δρόμο 7 εργαζόμενους, επικαλούμενη «οικονομικούς λόγους». Στον «ΑΣΤΕΡΑ» της Βουλιαγμένης το τελευταίο διάστημα καταγράφονται πάνω από 250 «οικειοθελείς αποχωρήσεις», μετά την αλλαγή στο management της επιχείρησης. Είναι τέτοιο το θράσος των ξενοδόχων που - όπως εξηγεί ο συνδικαλιστής - ισχυρίζονται ότι «το 65% των κερδών τους αποτελεί "εργατικό κόστος"...» και ουσιαστικά έτσι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αυθαιρεσία τους!
Λόγω θερινής περιόδου, οι μεγαλοξενοδόχοι καταφεύγουν στους γνωστούς ισχυρισμούς «πιεζόμαστε λόγω περιόδου, έχουμε πολλή δουλιά». Ετσι σε πολλές περιπτώσεις η εργοδοσία επιβάλλει τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» παρακάμπτοντας ακόμα και τον αντιδραστικό νόμο τον οποίο ψήφισε η Νέα Δημοκρατία, πέρυσι το καλοκαίρι (πρόκειται για το Ν. 3385/05 που επικύρωσε η ελληνική Βουλή στις 26 Ιούλη του 2005) αξιοποιώντας ανάλογο νόμο του ΠΑΣΟΚ. Με συνέπεια οι εργαζόμενοι να παίρνουν ρεπό μόνο όταν δεν τους ...χρειάζεται ο εργοδότης, δηλαδή να δουλεύουν με εξαντλητικούς ρυθμούς, χωρίς ανάπαυλα, να συσσωρεύεται κόπωση αλλά και να αυξάνεται ο κίνδυνος για πρόκληση εργατικών «ατυχημάτων». Αυξάνεται η συχνότητα έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες, πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες να νοσήσει κανείς από επαγγελματικές ασθένειες. Στις καμαριέρες εντοπίζονται συχνά προβλήματα στη μέση. Η επαφή με χημικά - απορρυπαντικά μπορεί να προκαλέσει στους λαντζέρηδες δερματολογικούς ερεθισμούς ή ακόμα και αναπνευστικά προβλήματα. Η συχνή αλλαγή θερμοκρασίας με τη μετακίνηση μέσα και έξω από κλιματιζόμενους χώρους (αλλά και ψυγεία) επιδρά αρνητικά στην υγεία των μαγείρων και άλλων ειδικοτήτων.
Η εντατικοποίηση και η πολυαπασχόληση στα ξενοδοχεία αποτελούν καθεστώς. «Για παράδειγμα, σε κεντρικό ξενοδοχείο στο Σύνταγμα, ο εργοδότης μπορεί να δίνει στην καμαριέρα να καθαρίσει 18 με 20 δωμάτια σε μια μέρα και μετά να τη βγάζει με το λάστιχο να πλένει το δρόμο και μετά να τη στέλνει και στα πλυντήρια...» Κι αυτό όταν υπολογίζεται ότι με φυσιολογικούς ρυθμούς ένας εργαζόμενος μπορεί να τακτοποιήσει και να καθαρίσει δέκα περίπου δωμάτια. Οι εντατικοί ρυθμοί οδηγούν σε μικρο-ατυχήματα (π.χ. πέσιμο από σκάλα, κάψιμο ή κόψιμο στην κουζίνα) των οποίων τις συνέπειες κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει με σιγουριά.
Τα στοιχεία για την κερδοφορία ορισμένων μεγάλων τουριστικών επιχειρήσεων είναι αποκαλυπτικά: μόνο μέσα στο 2003 η TUI (μία από τις μεγαλύτερες και πιο γνωστές επιχειρήσεις του κλάδου) καταγράφει συνολικά καθαρά κέρδη 4.150.301 ευρώ! Από τον αριθμό των ατόμων (συνολικά 153) που - σύμφωνα με το διαδίκτυο - απασχολεί η εταιρεία, προκύπτει πως η εργοδοσία, από την εκμετάλλευση του κάθε εργαζόμενου, τσέπωσε - μέσα σε 12 μήνες - καθαρά κέρδη ύψους... 27.126 ευρώ! Οπως προκύπτει από το διπλανό πίνακα, η εικόνα για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που συμπληρώνουν την πεντάδα με τα περισσότερα στο σύνολο καθαρά κέρδη καταγράφεται ως εξής:
Ανάλογο ενδιαφέρον συγκεντρώνει και ο δείκτης της αποδοτικότητας, στον οποίο αποτυπώνεται ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνονται τα κέρδη ενός επιχειρηματία του κλάδου. Αν ο δείκτης καταγράφεται στο 150%, αυτό σημαίνει ότι μια επένδυση συνολικού ύψους 100 ευρώ αποφέρει μέσα σε δώδεκα μήνες κέρδη 150 ευρώ. Ενδεικτικά αναφέρουμε την αποδοτικότητα για ορισμένες επιχειρήσεις:
Κι όλα αυτά ενώ φέτος η «αύξηση» - κι αυτή μεικτή - που πήραν οι εργαζόμενοι με τη νέα ΕΓΣΣΕ ήταν της τάξης των 77 λεπτών του ευρώ, με τεράστια ευθύνη και της συμβιβασμένης συνδικαλιστικής ηγεσίας. Πίσω από την προκλητική χλιδή των μεγάλων ξενοδοχείων, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, τους χρυσούς πολυελαίους και τα μεταξωτά σεντόνια, είναι καλά κρυμμένη η εξαθλίωση εκείνων που τα παράγουν, οι πενιχροί μισθοί, η άγρια εντατικοποίηση, η ανασφάλιστη δουλιά, τα «ελαστικά» δικαιώματα.
Το καθεστώς των «έξτρα» άρχισε να εφαρμόζεται στην ειδικότητα των σερβιτόρων, με το πρόσχημα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. δεξιώσεις) αυξάνονται οι ανάγκες. Σκοπός βέβαια της εργοδοσίας είναι να αποφύγει το «κόστος» που συνεπάγεται η πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, γι' αυτό και σήμερα απασχολούνται ως «έξτρα» εργαζόμενοι από διάφορες ειδικότητες. «Αυτοί οι εργαζόμενοι υπογράφουν συμβάσεις μίας μέρας... Και μπορεί αυτό να γίνεται 300 μέρες το χρόνο...» τονίζει ο Μπάμπης Ντότσικας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του «Λήδρα Μάριοτ», όπου είναι πιθανό κάποιες μέρες οι 100 περίπου από τις συνολικά 230 θέσεις εργασίας στο ξενοδοχείο να καλύπτονται από «εξτρά» εργαζόμενους.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι μεγαλοξενοδόχοι καλύπτουν τις ανάγκες τους με μαθητευόμενους σπουδαστές, οι οποίοι αντί να εκπαιδεύονται (όπως προβλέπεται) για 6 ώρες με τη διαρκή επίβλεψη αντίστοιχα ειδικευμένου εργαζόμενου, συμπληρώνουν... 10, μπορεί και 14 (!) ώρες δουλιάς, με αμοιβή 230 ευρώ το μήνα και συχνά σε πόστο που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενό τους (μπορεί δηλαδή να καθαρίζουν πατάτες, ενώ θα έπρεπε να ασκούνται στην υποδοχή).
Ωμή εκμετάλλευση βιώνει και η πλειοψηφία όσων απασχολούνται σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα περιοχών (π.χ. ελληνικά νησιά) όπου το καλοκαίρι συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός επισκεπτών. Σύμφωνα με καταγγελίες που φτάνουν στο Σύνδεσμο, το ωράριο και οι ρυθμοί είναι εκείνα που απαιτούν οι ανάγκες της επιχείρησης. Οι ώρες εργασίας φτάνουν τις 10, οι οποίες συχνά μπορεί να «σπάνε», ανάλογα με την τουριστική κίνηση. Το επιχείρημα βιτρίνας «δουλεύεις και κάνεις μαζί διακοπές», το οποίο διαχέεται στην πιάτσα με στόχο να προσελκύσει κύρια νεαρούς εργαζόμενους, δεν μπορεί να κρύψει την αλήθεια. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία εργαζομένου π.χ. σε γνωστό ξενοδοχείο της Πάρου, στο οποίο διαμαρτύρονταν ακόμα και οι πελάτες για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε στα δωμάτια όπου έβαζαν τους εργαζόμενους να μένουν.
Κι ενώ οι μεγαλοξενοδόχοι συγκεντρώνουν αμύθητα κέρδη μέσα σε λίγους μήνες, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι ζουν με την αγωνία που προκαλεί η «εποχικότητα» του επαγγέλματος. Για τους εργοδότες η λειτουργία των ξενοδοχείων όλη τη χρονιά θεωρείται τις περισσότερες φορές ασύμφορη, με συνέπεια οι εργαζόμενοι να μένουν άνεργοι τουλάχιστον για έξι μήνες, «ίσα για να μαζεύουν τα ένσημα που χρειάζονται για να μπουν το ταμείο ανεργίας». Η αυθαιρεσία δεν έχει κανένα όριο: Στο «Gran Resort» στο Λαγονήσι, προσέλαβαν κάποιους εργαζόμενους τον Απρίλη λόγω Πάσχα, στη συνέχεια - για να γλιτώσουν τις αποζημιώσεις - τους ανάγκασαν να παραιτηθούν με την απειλή ότι αν δε συμφωνήσουν δε θα τους πάρουν πάλι και τελικά τους προσέλαβαν τον Ιούλη.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τον αυξημένο τζίρο που εξασφαλίζουν οι ξενοδόχοι αυτή την περίοδο, δε σταματούν στιγμή οι καταγγελίες εργαζομένων ακόμα και για καθυστερημένη καταβολή δεδουλευμένων, για τρεις ή πέντε μήνες. Στην καπιταλιστική κοινωνία δεν έχει σημασία αν τα κέρδη είναι λίγα ή πολλά. Γιατί όσα κι αν είναι, είναι πάντα για τους λίγους...
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Αναστασία ΜΟΣΧΟΒΟΥ
Το κόστος των διακοπών για μια εργατική οικογένεια αυξάνεται διαρκώς. Την ίδια στιγμή, οι επιχειρηματίες του κλάδου ισχυρίζονται ότι είναι ανάγκη το «μισθολογικό» και «μη μισθολογικό κόστος» να μειώνεται, στα πλαίσια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Πρέπει να γίνει καθαρό πως, όσο η αναψυχή μένει εμπόρευμα από το οποίο το μεγάλο κεφάλαιο θησαυρίζει, όχι μόνο θα χειροτερεύουν οι εργασιακές σχέσεις για εκείνους που απασχολούνται στον τουρισμό, αλλά όλο και μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων θα χάνουν την πρόσβαση ακόμα και σε λιγοστές μέρες διακοπών.
Την εμπορευματοποίηση του δικαιώματος στην αναψυχή, που συμβαδίζει με τις άθλιες εργασιακές σχέσεις, αναδεικνύει μιλώντας στον «Ρ» ο Νίκος Καραθανασόπουλος, μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Οπως εξηγεί, η ανάπτυξη του τουρισμού συνδέεται με την ουσιαστική ανάγκη του ανθρώπου «να ξεκουραστεί, να αποκτήσει νέες δυνάμεις. Να κάνει διακοπές». Μια ανάγκη που οι σύγχρονες συνθήκες ζωής (εντατικοποίηση, στρες, συγκέντρωση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού σε αστικά κέντρα όπου επιδεινώνεται η ποιότητα ζωής) κάνουν όλο και πιο έντονη.
«Οι ανατροπές των εργασιακών σχέσεων, η κατάργηση της μόνιμης απασχόλησης, η "ευελιξία", η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο, δεν επιτρέπουν στον εργαζόμενο, στα πλατιά λαϊκά στρώματα να πάνε διακοπές. Γιατί ένας εργαζόμενος που δεν έχει μόνιμη εργασία, δεν έχει και καλοκαιρινή άδεια. Δεν έχει ούτε χρήματα...», τονίζει. Αρκετές έρευνες καταγράφουν ότι «περίπου οι μισές λαϊκές οικογένειες δεν κάνουν καθόλου διακοπές. Αλλά και από αυτούς οι οποίοι κάνουν, ένα μεγάλο τμήμα είναι εκείνοι που πηγαίνουν σε συγγενικά πρόσωπα, είτε αξιοποιούν διάφορες κοινωνικές σχέσεις, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να περιορίσουν τα έξοδα».
«Στην Ελλάδα - εξηγεί το στέλεχος του ΚΚΕ - η οικονομική δραστηριότητα του τουρισμού αναπτύχθηκε, με στόχο κατά κύριο λόγο να προσελκύσει αλλοδαπούς τουρίστες». Στο χώρο αλωνίζουν οι λεγόμενοι «tour operators» (τουρ οπερέιτορς), μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις των οποίων οι ιδιοκτήτες ελέγχουν τουριστικά γραφεία, ακτοπλοϊκές και αεροπορικές εταιρείες, μεγάλα ξενοδοχεία κτλ. Το κερδοσκοπικό παιχνίδι που στήνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου έχει ως αποτέλεσμα, στο ίδιο ξενοδοχείο να υπάρχουν δύο τιμές: άλλη αυτή που προορίζεται για όποιον αγοράζει ολόκληρο το πακέτο από τον tour operarator, κι άλλη εκείνη που αφορά τον οικογενειάρχη, που ζητά χωριστά ένα δωμάτιο για μερικές μέρες, ο οποίος πρέπει να καλύψει ό,τι «χάνει» η επιχείρηση, ρίχνοντας τις τιμές για να «τραβήξει πελάτες». Τέλος, όπως είναι φυσικό, ο σκληρός ανταγωνισμός απειλεί όχι μόνο τους μισθωτούς αλλά και τους μικρομεσαίους επαγγελματίες, όπως για παράδειγμα τους ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων δωματίων.